Η Άνοδος της Ζωής: Μία ιστορική θεώρηση για το Ιράν μετά τη Ζίνα

0

Κείμενο: Siyavash Shahabi. Πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά. Μετάφραση στα ελληνικά για το Αυτολεξεί: Αντώνης Χ.

Το καθεστώς της Ισλαμικής Ρεπούμπλικας είναι αποδυναμωμένο, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τον ιρανικό λαό. Η πρόσφατη σύντομη σύγκρουση με το Ισραήλ αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της χώρας και την ευαλωτότητα των πολιτών της. Πώς μπορεί να καταργηθεί η εσωτερική τυραννία χωρίς να υποκύψει σε ξένο πόλεμο ή εσωτερικό χάος;

Το κείμενο που ακολουθεί είναι εκτενές, γιατί επιχειρεί να κατανοήσει το παρόν μέσα από το νήμα που συνδέει το σήμερα με το παρελθόν. Μέσα στον καταιγισμό ερμηνειών για την εξέγερση της Ζίνα, είναι σημαντικό να δούμε την ένδοξη αλλά και πληγωμένη ιστορία της αδιάκοπης προσπάθειας των Ιρανών για ελευθερία και λαϊκή κυριαρχία ως μια ενιαία πορεία· όχι απλώς ως σύγκρουση με μια κυβέρνηση, αλλά ως κρίκο στην αλυσίδα ενός αιώνα και μισού κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Το κείμενο δεν ακολουθεί τα κυρίαρχα σχήματα της διανόησης ή της δημοσιογραφίας· κοιτά από-τα-κάτω, από εκεί όπου γεννιέται πραγματικά η αλλαγή.

«Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία»: συμπύκνωση ενός αιώνα αγώνων & εμπειριών

Για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση του Ιράν, με αφορμή την τρίτη επέτειο του συνθήματος «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία», χρειάζεται να επιστρέψουμε τρεις δεκαετίες πίσω. Από το τέλος του πολέμου Ιράν–Ιράκ το 1988, στις σποραδικές διαμαρτυρίες της δεκαετίας του ’90· από τη σύντομη ανάσα των μεταρρυθμίσεων και την 9η Ιουλίου 1999, στο «Πού είναι η ψήφος μου;»· από τον Ιανουάριο του 2018 και τον Νοέμβριο του 2019, όταν το «Τελειώσατε!» αντήχησε στους δρόμους, ως τη στιγμή που το όνομα της Ζίνα έγινε σύμβολο ρήξης. Κι έπειτα, στην αποσάθρωση της επίσημης ιδεολογίας, στην απομάκρυνση από τη θρησκεία και τη σταδιακή εκκοσμίκευση της καθημερινότητας, στην κρίση του βιοπορισμού και στην αντίσταση των εργατών, μέσα στη σκιά ενός πολέμου που, σε δώδεκα μέρες φόβου, σκέπασε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτό το κείμενο είναι μια προσπάθεια να αναδείξει την ενότητα της αντίστασης και της ζωής.

Τρία χρόνια έχουν περάσει από εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα που αντήχησε το όνομα της Ζίνα. Οι δρόμοι του Ιράν γνώρισαν εξάρσεις και υφέσεις· λες και η ιστορία διέσχισε με ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού έναν αιώνα γεμάτο δεσποτισμό, για να φτάσει στο παρόν. Ίσως σήμερα μια γιαγιά στη Ζαχεντάν ή στο Σαναντάτζ, στη Σιράζ, την Τεχεράνη, το Αχβάζ, το Ισφαχάν ή τη Μασχάντ να κοιτά το πρόσωπο της εγγονής της· της εγγονής που, στις μέρες της εξέγερσης «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία», βγήκε στον δρόμο και φώναξε υπέρ της ζωής. Το βλέμμα της είναι μείγμα περηφάνειας και λύπης: περηφάνεια για μια γενιά που στάθηκε ατρόμητη, και λύπη γιατί κι εκείνη, μαζί με τους συνομηλίκους της, κάποτε έθρεψε το ίδιο όνειρο, μα ξανά και ξανά παγιδεύτηκαν στον φαύλο κύκλο του αυταρχισμού. Κάποτε, στην Συνταγματική Επανάσταση, πάλεψαν για την κυριαρχία του νόμου· αργότερα, με την Επανάσταση του 1979, ύψωσαν το βλέμμα τους προσδοκώντας ρήξη με τη δικτατορία· μα η μία κατέληξε στον δεσποτισμό του Ρεζά Σαχ και η άλλη στη θεοκρατική κηδεμονία. Τώρα όμως, η φωνή της σημερινής γενιάς αντηχεί το ίδιο όνειρο με καθαρότερη γλώσσα: το όνειρο να ζεις σε μια ελεύθερη χώρα, απαλλαγμένη από ταπεινώσεις και δεισιδαιμονίες· ένα όνειρο που αυτή τη φορά δεν βρίσκεται στο περιθώριο, αλλά στο κέντρο της καθημερινής ζωής.

Μετά τον πόλεμο: οι πρώτες ρωγμές

Όταν ο οκταετής πόλεμος με το Ιράκ τελείωσε το καλοκαίρι του 1988, το Ιράν συνειδητοποίησε γρήγορα πως η εξωτερική ειρήνη δεν σημαίνει απαραίτητα και εσωτερική ελευθερία. Τα πυροβόλα σίγησαν, μα η μηχανή της καταστολής στο εσωτερικό αμαπτύχθηκε με τρομακτική ταχύτητα· σαν να αξιοποίησε η κυβέρνηση το τέλος του πολέμου για να εξοντώσει, αθόρυβα, τους εσωτερικούς της αντιπάλους. Πριν καλά-καλά τελειώσει το καλοκαίρι του 1988, χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν υπομείνει χρόνια αιχμαλωσίας –πολλοί απ’ αυτούς νέοι κάτω των 25 ετών– εκτελέστηκαν εν κρυπτώ και ταχύτατα. Οι πυροβολισμοί των χαριστικών βολών πίσω από τα τείχη των φυλακών μαρτυρούσαν πως το καθεστώς δεν θα ανεχόταν καμία διαφωνία. Ο πόλεμος είχε τελειώσει· η ειρήνη όμως για τον λαό δεν ήρθε ποτέ.

Η δεκαετία που ακολούθησε τον πόλεμο ξεκίνησε με βαθιές οικονομικές και κοινωνικές πληγές. Οι πόλεις ήταν γεμάτες νέους ανάπηρους του πολέμου πάνω σε αναπηρικά αμαξίδια και οικογένειες που θρηνούσαν τους χαμένους πατέρες τους. Ο πληθωρισμός και οι ελλείψεις έκαναν τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη. Εκείνα τα χρόνια, λίγοι τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν ανοιχτά· όμως ο θυμός και η απόγνωση φώλιαζαν παντού, έτοιμα να ανάψουν σαν φωτιά κάτω απ’ τη στάχτη.

Ο Τζαμάλ Τσεράγβεϊσι [Jamal Cheraghveisi], μαζί με μια ομάδα εργατών ακτιβιστών στο Κουρδιστάν, ήταν ανάμεσα σε εκείνους που δεν σιώπησαν. Τον Μάιο του 1989, λίγες μόλις μέρες μετά την ομιλία του στη συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς στο Σαναντάτζ, συνελήφθη. Έναν χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1990, η είδηση της εκτέλεσής του -μαζί με άλλους δεκαέξι ανθρώπους, ανάμεσά τους και δύο δεκαεπτάχρονες- βύθισε το Σαναντάτζ στη σιωπή και στο πένθος. Ο Τζαμάλ εκτελέστηκε ύστερα από μακρόχρονα βασανιστήρια. Η ομιλία του στην Πρωτομαγιά παραμένει ζωντανή πηγή έμπνευσης και μνήμης. Το «έγκλημά» τους ήταν η προσπάθεια να οργανώσουν ένα ανεξάρτητο εργατικό σωματείο και να θυμίσουν όσα η επανάσταση του 1979 είχε καταπνίξει: τα Συμβούλια και το δικαίωμα στη λαϊκή κυριαρχία.

Το 1992, στη Μασχάντ, άνθρωποι εξαντλημένοι από τη διαφθορά και την ακρίβεια κατέβηκαν στους δρόμους, φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στα σύμβολα της εξουσίας. Η απάντηση ήρθε γρήγορα με σφαίρες. Στη Σιράζ και την Αράκ ξέσπασαν παρόμοιες διαμαρτυρίες, που πνίγηκαν στη σιδερένια γροθιά των αρχόντων. Το 1994, στην Καζβίν, χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους και για λίγες ώρες πήραν τον έλεγχο της πόλης, προσπαθώντας να ακουστούν στο κέντρο· μα και πάλι η απάντηση ήταν στρατιωτική καταστολή. Η άγρια καταστολή στο Εσλάμσαχρ, το 1995, υπήρξε το αποκορύφωμα.

Τότε δεν υπήρχε ούτε διαδίκτυο ούτε κοινωνικά δίκτυα· και τα μέσα ενημέρωσης, υπό τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας, δεν πρόβαλλαν αυτές τις σποραδικές εξεγέρσεις ούτε άφηναν τους ανθρώπους να μάθουν γι’ αυτές. Κι όμως, στη μνήμη των κατοίκων εκείνων των πόλεων χαράχτηκε κάτι απλό: κάθε φορά που ο λαός ζητά δικαιοσύνη, οι άρχοντες δεν καταλαβαίνουν άλλη γλώσσα πέρα από τη γλώσσα της βίας.

Η κοφτή ανάσα των μεταρρυθμίσεων και η 9η Ιουλίου

Με την ανατολή της 23ης Μαΐου 1997, όταν ξεκίνησε η μεταρρυθμιστική περίοδος, φύσηξε ένα αεράκι ελπίδας. Οι άνθρωποι, κουρασμένοι από την ασφυξία και τη μονοφωνία, ψήφισαν τον Χαταμί με την ελπίδα πως ίσως να μπορούσε να ανοίξει ο κλειστός ορίζοντας. Εκείνη η τεράστια ψήφος των είκοσι εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν από μόνη της ένα μεγάλο «όχι» σε ένα καθεστώς που είχε αφήσει τον λαό διψασμένο για αλλαγή. Οι συνθήκες φάνηκαν τότε, να προσφέρουν ένα σπάνιο παράθυρο για λαϊκή παρέμβαση στην πολιτική και στη μοίρα του ίδιου του καθεστώτος. Μπροστά στους πολίτες είχαν παραταχθεί τέσσερις «κομποσχοινάτοι» οπισθοδρομικοί, υπερασπιστές της θεοκρατικής κηδεμονίας και συνένοχοι σε δεκαοκτώ χρόνια εγκλημάτων, κι η προσδοκία ήταν πως «κάποιος» από αυτούς θα εκλεγεί. Κι όμως ο Χαταμί εξελέγη, με το σύνθημα των μεταρρυθμίσεων.

Οι νέοι των δεκαετιών του ’70 και του ’80 είχαν πια ενηλικιωθεί και έπλαθαν νέα όνειρα: ένα όνειρο κοινωνίας όπου η ζωή θα έχει αξία, όχι απλώς η επιβίωση. Μόνο που αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Οι εφημερίδες συνέχισαν να κλείνουν, οι συγγραφείς να σύρονται στη φυλακή, οι πολιτικοί ακτιβιστές να οδηγούνται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ξεκίνησε τότε ο κύκλος των «αλυσιδωτών δολοφονιών» και η άγρια εξόντωση των αιρετικών. Κι όμως, η κοινωνία είχε αλλάξει δέρμα, δεν ήταν πια εύκολο να την ξαναβάλουν στο στενό κλουβί της σιωπής.

Τον Ιούλιο του 1999, αρκούσε μια σπίθα για να τιναχτεί στον αέρα η μπαρουταποθήκη του φοιτητικού θυμού. Η έφοδος των δυνάμεων καταστολής στις εστίες του Πανεπιστημίου της Τεχεράνης, και το πέταγμα φοιτητών από τα παράθυρα, έκαναν το αίμα να κοχλάσει. Η φλόγα της διαμαρτυρίας ξεχύθηκε από το πανεπιστήμιο στους δρόμους· νέοι που χθες κρατούσαν βιβλία, στάθηκαν σήμερα με πέτρες απέναντι στις δυνάμεις καταστολής.

Το καθεστώς ωστόσο, μπήκε τότε με όλη του τη δύναμη στο πεδίο και μέσα σε λίγες μέρες «μάζεψε» την υπόθεση: νεκροί, τραυματίες και δεκάδες συλληφθέντες. Η πληγή της 9ης Ιουλίου 1999 χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς, της φοιτητικής γενιάς που είδε πως το σύνθημα της «κοινωνίας των πολιτών», χωρίς πραγματική ισχύ από πίσω, αποδεικνύεται ανίσχυρο μπροστά σε σφαίρες και γκλομπ.

Παρά ταύτα, εκείνη την περίοδο, το ζήτημα της αντιπαράθεσης με τις μεγάλες δυνάμεις γύρω από τον πυρηνικό φάκελο μπήκε σε νέα φάση. Ήταν σαν να καραδοκούσε το καθεστώς να κολλήσει αυτόν τον φάκελο στο αγαπημένο του αφήγημα περί «ξένης ανάμιξης», ώστε να δικαιολογεί την καταστολή και να θολώνει τη δική του ευθύνη απέναντι στη ζωή του ιρανικού λαού. Τότε ακριβώς οι μαζικές καταδίκες με την κατηγορία της «δράσης κατά της εθνικής ασφάλειας» έγιναν -τραγική ειρωνεία- μέρος της καθημερινότητας.

Η δεκαετία του 2000: οι εργάτες και ο δρόμος προς το 2009

Η περίοδος 1999-2009 ήταν γεμάτη αναταράξεις. Από τη μια πλευρά, το καθεστώς, μετά την καταστολή του φοιτητικού κινήματος αποθρασύνθηκε και σκλήρυνε ακόμη περισσότερο το «ασφαλίτικο» κλίμα. Από την άλλη, μέσα στην κοινωνία ωρίμαζαν υπόγιες διεργασίες· οι άνθρωποι γίνονταν πιο συνειδητοποιημένοι και πιο απαιτητικοί. Η δολοφονική επίθεση εναντίον των εργατών στο εργοστάσιο χαλκού του Κχατούν-Αμπάντ το 2004 έδειξε πως η αποφασιστικότητα του καθεστώτος να τσακίσει το εργατικό κίνημα ξεπερνούσε κάθε όριο. Λίγο αργότερα, η άγρια καταστολή των διαδηλώσεων στις κουρδικές πόλεις -που είχαν ξεσπάσει μετά την απαγωγή του Αμπντουλά Οτσαλάν από το τουρκικό κράτος- στις 21 Φεβρουαρίου 2005, έστρεψε το κουρδικό ζήτημα στο Ιράν σε νέα κατεύθυνση. Ήταν διαμαρτυρίες που εκτυλίχθηκαν μέσα σε πλήρη σιωπή και λογοκρισία.

Την ίδια περίοδο, στο προσκήνιο ανέβηκε μια νέα γενιά διανοουμένων και νεαρών ακτιβιστών, που είχε πλέον κατανοήσει βαθιά πως ο αγώνας για την ελευθερία δεν είναι κατοστάρι, αλλά μαραθώνιος, ένας δρόμος μακρύς, γεμάτος αντοχή και υπομονή. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, οι δυναμικές απεργίες των υφαντουργών στο Κουρδιστάν το 2005, που ανάγκασαν εργοδότες και κράτος να κάνουν πίσω, άνοιξαν τον δρόμο και για άλλους κλάδους. Η επανενεργοποίηση του συνδικάτου των εργατών της Εταιρείας Λεωφορείων Τεχεράνης και περιχώρων, μαζί με τη μεγάλη απεργία τους στις 25 Δεκεμβρίου 2005, έδωσαν νέα πνοή στο ιρανικό εργατικό κίνημα. Ύστερα από περισσότερο από μια δεκαετία σκληρής καταστολής, οι εργάτες κατάφεραν να επιβάλουν ξανά την ανεξάρτητη συλλογική τους παρουσία απέναντι στο κράτος. Παράλληλα, σε διάφορες περιοχές γίνονταν προσπάθειες για τη συγκρότηση κι άλλων αυτόνομων σχημάτων, ενώ οι κινητοποιήσεις των εργατών της ζάχαρης στο Χαφτ-Ταπέ προχώρησαν το κίνημα ένα βήμα παραπέρα.

Κι όμως, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως πλησίαζε μια δοκιμασία τόσο σκληρή όσο οι εκλογές του 2009. Ένα μήνα πριν, ο μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς στο πάρκο Λάλε της Τεχεράνης -και η σύλληψη περισσότερων από 200 εργατών, ακτιβιστών και διαδηλωτών- είχαν ήδη δείξει ότι η ιρανική κοινωνία είχε πάρει μια νέα κατεύθυνση.

Από το «Πού είναι η ψήφος μου;» στο «Τελειώσατε!»

Οι προεδρικές εκλογές του 2009 και όσα ακολούθησαν αποκάλυψαν μια τεράστια ρωγμή που για χρόνια βάθαινε στην καρδιά της κοινωνίας. Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα, μέσα σε μια βαριά οσμή νοθείας, και καμία αρχή δεν άκουσε τη φωνή των διαμαρτυρόμενων, η Τεχεράνη και οι μεγάλες πόλεις μετατράπηκαν σε σκηνικό πρωτοφανών διαδηλώσεων. Εκατομμύρια άνθρωποι, με σιωπηλές και ειρηνικές πορείες, διεκδίκησαν το αυτονόητο: την αποκατάσταση του δικαιώματος της ψήφου τους. Ήταν μέρες γεμάτες ελπίδα και αγωνία. Οι πολίτες φώναζαν «Πού είναι η ψήφος μου;» πιστεύοντας πως ο μαζικός τους παλμός θα μπορούσε να επιβάλει αλλαγή. Μα τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2009 ήρθε η γνώριμη απάντηση της καταστολής. Η εικόνα του αιμόφυρτου σώματος της Νεντά Αγά-Σολτάν σε έναν δρόμο της Τεχεράνης συγκλόνισε τον κόσμο και έγινε σύμβολο της αδικίας που υφίσταται ο ιρανικός λαός. Δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, χιλιάδες συλλήψεις· η ειρηνική διαμαρτυρία πνίγηκε στις σφαίρες και η πικρή γεύση του αυταρχισμού σκέπασε ξανά όσους ονειρεύονταν ελευθερία.

Το μοναδικό «αποτέλεσμα» της εκτεταμένης καταστολής του Πράσινου Κινήματος ήταν μια ακόμη βαθύτερη ρήξη ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία. Εκατομμύρια άνθρωποι, που ίσως μέχρι τότε πίστευαν στη «μεταρρυθμισιμότητα» του καθεστώτος, μετά το 2009 κατάλαβαν πως η ίδια η δομή της εξουσίας δεν αντέχει, ούτε κατ’ ελάχιστο, το λαϊκό αίτημα. Την ίδια στιγμή, στις κατώτερες τάξεις και στις επαρχίες μακριά από το κέντρο συσσωρευόταν μια σιωπηλή, καταπιεσμένη οργή. Είδαν πως ακόμη και η αστική μεσαία τάξη, που διεκδικούσε με ψήφο και ειρηνικές πορείες, απωθήθηκε βίαια· τι μπορούσε να απομείνει, λοιπόν, στους αποκλεισμένους και τους περιθωριοποιημένους, πέρα από το να σπάσουν τα δεσμά μέσα στα οποία τους είχε φυλακίσει το σύστημα;

Μετά το 2009, το καθεστώς εγκαινίασε μια περίοδο πολιτικής στασιμότητας, συνοδευόμενη από ασφυκτικό έλεγχο και «ασφαλειοποίηση». Χρόνια πέρασαν, οι πρόεδροι άλλαξαν, αλλά η βασική στρατηγική φίμωσης και αποκλεισμού παρέμεινε αμετάβλητη. Κάθε μικρή διαμαρτυρία, είτε πολιτική είτε επαγγελματική, πνιγόταν στην αρχή της. Κι όμως, οι αντιφάσεις της κοινωνίας ήταν πολύ βαθιές για να ελέγχονται μόνο με ωμή βία. Η γενικευμένη διαφθορά και οι διεθνείς κυρώσεις έφεραν την οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης. Στη δεκαετία του 2010, οι τσέπες των πολιτών άδειαζαν μέρα με τη μέρα, ενώ το ταξικό χάσμα ορθωνόταν ολοένα και πιο κραυγαλέο. Τεράστια σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν, ενώ τα «παιδιά των ισχυρών» γλεντούσαν στις ΗΠΑ και στον Καναδά, την ώρα που τα παιδιά των εργαζομένων αναζητούσαν στα σκουπίδια μια μπουκιά φαγητού. Μια τέτοια κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί.

Τον Δεκέμβριο του 2017-Ιανουάριο του 2018 φάνηκαν οι πρώτες σπίθες κάτω από τη στάχτη. Αυθόρμητες διαμαρτυρίες ξεκίνησαν από τη Μασχάντ (βορειοανατολικό Ιράν) και εξαπλώθηκαν ταχύτατα σε δεκάδες μικρές και μεγάλες πόλεις. Αυτή τη φορά, μπροστά βγήκαν κυρίως οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι, όσοι δεν είχαν τίποτα να χάσουν και είχαν γευτεί χρόνια ταπείνωσης και φτώχειας. Τα συνθήματα ήταν ριζικά διαφορετικά από τα προηγούμενα: αντί για «Πού είναι η ψήφος μου;» (το κεντρικό σύνθημα του Πράσινου Κινήματος του 2009, που επικεντρώθηκε στην εκλογική απάτη) ακούστηκε καθαρά το «Κάτω ο δικτάτορας» (μια άμεση έκκληση κατά του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ) και, το πιο καθοριστικό, το «Μεταρρυθμιστές, συντηρητικοί – τέλος!» (μια απόρριψη και των δύο κύριων πολιτικών παρατάξεων εντός της Ισλαμικής Δημοκρατίας: των λεγόμενων μεταρρυθμιστών και των σκληροπυρηνικών συντηρητικών).

Το γεγονός ότι οι διαμαρτυρίες του Δεκέμβρη 2017-Ιανουαρίου 2018 δεν είχαν οργανωμένη ηγεσία και ξεπήδησαν κυρίως από τα κοινωνικά δίκτυα και εφαρμογές όπως το Telegram βρήκε το καθεστώς απροετοίμαστο. Εκείνη η εξέγερση υπήρξε καμπή στον κοινωνικοταξικό αγώνα στο Ιράν· παρά τις υφέσεις και την αιματηρή καταστολή, άνοιξε νέο δρόμο. Μετά από αυτήν, το βλέμμα προς την ιρανική κοινωνία άλλαξε ουσιωδώς: έγινε σαφές ότι το κέντρο βάρους της αντίστασης είχε μετακινηθεί προς τις κατώτερες τάξεις και ότι το ηφαίστειο της οργής βράζει πλέον στις πιο γκρίζες ζώνες της χώρας.

Αν και το κύμα του 2017–2018 «μαζεύτηκε» σχετικά γρήγορα, μέσα στην άγρια καταστολή, η υπόγεια φλόγα δεν έσβησε. Δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2019, μια άλλη σπίθα σε πολύ ευρύτερη κλίμακα άναψε ξανά. Αφορμή ήταν η αιφνίδια αύξηση της τιμής της βενζίνης· στην πραγματικότητα όμως χρόνια οικονομικής πίεσης και η αίσθηση βαθιάς αδικίας είχαν φέρει τον λαό στα όρια της έκρηξης. Μέσα σε μόλις 48 ώρες, πάνω από 100 πόλεις μετατράπηκαν σε πεδία οδομαχιών. Τράπεζες και κυβερνητικά κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες της κοινωνικής οργής, και τα συνθήματα, πιο ριζοσπαστικά από ποτέ, στόχευσαν το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος. Μια έκρυξη αγώνα ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου και στη βία του, χωρίς προηγούμενο στην ιρανική ιστορία, είχε ξεσπάσει.

Η απάντηση της εξουσίας ήταν τα απευθείας πυρά. Μέσα σε λίγες μέρες σημειώθηκε μία από τις πιο αιματηρές καταστολές της σύγχρονης ιστορίας της χώρας: σύμφωνα με μία εκδοχή, πάνω από 1.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε 190 πόλεις, σχεδόν 400 μόνο στην επαρχία της Τεχεράνης. Αυτός ο τρομακτικός αριθμός επιβεβαιώθηκε αργότερα από ανεξάρτητες πηγές, όπως το Reuters, παρότι οι αρχές ποτέ δεν δέχτηκαν να ανακοινώσουν τον πραγματικό απολογισμό και εξακολουθούν να υπεκφεύγουν μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά, ο τότε υπουργός Εσωτερικών ισχυρίστηκε ότι «μόνο 200-225» άνθρωποι σκοτώθηκαν, κι ακόμα κι αν δεχόταν κανείς αυτόν τον ισχυρισμό, πρόκειται για μια τραγωδία που φανερώνει θεσμική, οργανωμένη αγριότητα. Το κύμα του Νοεμβρίου 2019 καταπνίγηκε με γενικευμένη διακοπή του ίντερνετ και μαζική ανάπτυξη δυνάμεων των IRGC (Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης) και των Basij (παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών) στις πόλεις. Το αίμα των νέων ξεπλύθηκε από τους δρόμους, αλλά η δυνατή, οργισμένη φωνή τους χάραξε ανεξίτηλα τη συλλογική μνήμη.

Μετά τον «ματωμένο Νοέμβρη», το Ιράν εισήλθε ουσιαστικά σε μια περίοδο σιωπηρής, υποδόριας ημι-εξέγερσης. Τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν. Το κύμα διαμαρτυρίας που είχε υψωθεί από τον Δεκέμβρη του 2017 έως τον Νοέμβρη του 2019, αν και φαινομενικά καταπνίγηκε, ρίζωσε και απέκτησε εμπειρίες. Η απόσταση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία έφτασε στο έσχατο όριο. Ακόμη και όσοι κάποτε πίστευαν στη «μεταρρύθμιση εκ των έσω» συνειδητοποίησαν ότι ο επικρατών θεοκρατικός αυταρχισμός δεν μεταρρυθμίζεται, πρέπει να ανατραπεί. Καθ’ όλη τη διετία 2020-2021, τοπικές και κλαδικές διαμαρτυρίες ξεσπούσαν κατ’ επανάληψη: από τις απεργίες των εργατών στη Χαφτ-Ταπέ και στη χαλυβουργία, μέχρι τις συγκεντρώσεις δασκάλων και συνταξιούχων και την εξέγερση των «διψασμένων» στο Χουζιστάν (νοτιοδυτικό Ιράν, όπου η έλλειψη νερού τροφοδότησε μαζικές διαμαρτυρίες). Καθεμία από αυτές τις δονήσεις ήταν σημάδι ότι η φλόγα κάτω από τη στάχτη έμενε ζωντανή.

Τρεις λέξεις που σημάδεψαν έναν αιώνα: H Ζίνα & η Εξέγερση του 2022

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2022, η σπίθα που όλοι φοβόντουσαν, ή ήλπιζαν, έπεσε τελικά στην πυριτιδαποθήκη. Η Μάχσα/Ζίνα Αμινί, μια 22χρονη από το Σακκές (μια κουρδική πόλη στο δυτικό Ιράν), είχε ταξιδέψει στην Τεχεράνη για λίγες μέρες, όταν συνελήφθη από την «αστυνομία ηθών» (μια μονάδα επιφορτισμένη με την επιβολή των υποχρεωτικών νόμων περί χιτζάμπ). Λίγες μέρες αργότερα, το σώμα της βρέθηκε άψυχο σε ένα νοσοκομείο της πόλης. Η είδηση του θανάτου της Μάχσα -ή όπως τη φώναζαν οι φίλοι και οι δικοί της, Ζίνα- διαδόθηκε σαν φωτιά σε όλο το Ιράν. Οι σκηνές από το νοσοκομείο Κασρί και την κηδεία της στο Σακκές συγκλόνισαν εκατομμύρια ανθρώπους· κι εκεί, μέσα στον πόνο, ακούστηκε η κραυγή που έμελλε να αλλάξει την ιστορία: «ژن، ژیان، ئازادی» – «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία». Το ιστορικό σύνθημα του γυναικείου κινήματος στο Κουρδιστάν έγινε το λάβαρο ενός νέου, πανιρανικού αγώνα. Τρεις απλές, καθαρές λέξεις που χώρεσαν μέσα τους αιτήματα ενός αιώνα: την αξιοπρέπεια της γυναίκας απέναντι σ’ ένα μισογυνικό καθεστώς, το δικαίωμα στη ζωή απέναντι στη θανατολαγνία και μαρτυρολατρία των ισχυρών, και την ελευθερία απέναντι σ’ έναν αιώνα ασφυκτικού αυταρχισμού.

Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία της Ζίνα Αμινί, στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2022, ήταν πρωτοφανείς, τόσο σε γεωγραφική έκταση όσο και σε κοινωνική συμμετοχή. Από το Κουρδιστάν ως την Τεχεράνη, από το Μπαλουχιστάν ως το Μαζανταράν, δεκάδες πόλεις -ακόμα και χωριά- φλέγονταν από οργή. Οι νέες γυναίκες ήταν η καρδιά αυτής της εξέγερσης: μαθήτριες λυκείου έκαιγαν τις μαντίλες τους στις αυλές των σχολείων, φοιτήτριες και φοιτητές σχημάτιζαν ανθρώπινες αλυσίδες στα πανεπιστήμια και φώναζαν συνθήματα ελευθερίας. Στους δρόμους της Τεχεράνης, του Ταμπρίζ και του Ραστ, γυναίκες χωρίς μαντίλα κραύγαζαν «Κάτω ο δικτάτορας» και «Θα σκοτώσω εκείνον που σκότωσε την αδελφή μου». Το θάρρος τους, στην πρώτη γραμμή, γκρέμισε στην πράξη το αρχαίο ταμπού του φόβου. Οι άνδρες στάθηκαν δίπλα τους, με σεβασμό και περηφάνια, προφέροντας κι αυτοί το σύνθημα: «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία».

Από την πρώτη στιγμή, το κίνημα της Ζίνα είχε χαρακτηριστικά που το ξεχώριζαν από κάθε προηγούμενη διαμαρτυρία στο Ιράν. Πρώτον, τα συνθήματα στόχευαν ευθέως τον ανώτατο ηγέτη και ολόκληρο το καθεστώς· δεν υπήρχαν «μικρές», μετριοπαθείς διεκδικήσεις. Ήταν ένα κίνημα που ζητούσε ριζικό μετασχηματισμό, όχι μπαλώματα. Δεύτερον, για πρώτη φορά εμφανίστηκε μια σπάνια ενότητα τάξεων και εθνοτικών ομάδων: Κούρδοι, Πέρσες, Μπαλούχοι και Αζέροι, μεσαία στρώματα και φτωχοί, όλοι διακατέχονταν από την ίδια οργή απέναντι στην καταπίεση και τις διακρίσεις. Τρίτον, η δυναμική παρουσία της Γενιάς Ζ, νέων ανθρώπων που μεγάλωσαν μέσα στο διαδίκτυο και στον σύγχρονο κόσμο, μιας γενιάς που ο τρόπος ζωής της βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την επίσημη ιδεολογία του καθεστώτος. Και τέταρτον, ο καθοριστικός ρόλος των κοινωνικών δικτύων και της εκκοσμίκευσης των πολιτών: βίντεο με γυναίκες που έβγαζαν τη μαντίλα στο μετρό ή με νέους που πετούσαν το καλυμμαύκι από τα κεφάλια των κληρικών διαδίδονταν αστραπιαία, από πόλη σε πόλη, εμπνέοντας τους υπόλοιπους.

Το κράτος αντέδρασε μετωπικά απέναντι σε αυτό το ιστορικό κίνημα. Η προπαγάνδα έσπευσε να χαρακτηρίσει τους διαδηλωτές «ταραχοποιούς» και «αποσχιστές», ενώ τα κρατικά μέσα μιλούσαν για «ξένο δάκτυλο», ένα σχέδιο των ΗΠΑ και του Ισραήλ, όπως πάντα. Μα το επίσημο αφήγημα δεν έπειθε κανέναν, η ίδια η καθημερινότητα εξηγούσε γιατί ο κόσμος βγήκε στους δρόμους. Σε κάθε οικογένεια υπήρχε ένα κορίτσι που, για λίγες τούφες μαλλιών, θα μπορούσε να έχει την ίδια μοίρα με τη Ζίνα. Και παντού, η φτώχεια και η απογοήτευση είχαν απλωθεί τόσο, που ελάχιστοι πίστευαν πια σε κάποια «βελτίωση» μέσα στο υπάρχον σύστημα. Έτσι, το σύνθημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» έγινε μια μαζική, πρωτοφανής εξέγερση, μια εξέγερση που άντεξε θαρραλέα μήνες ολόκληρους.

Ο μηχανισμός καταστολής μπήκε στη μάχη πιο αμείλικτος από ποτέ. Οι φρικτές εικόνες που πλημμύρισαν τα μέσα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2022 δεν θα ξεχαστούν ποτέ: έφηβοι να πέφτουν νεκροί από πολεμικές σφαίρες στους δρόμους, όπως η 17χρονη Νίκα Σακαραμί και η Σαρίνα Εσμιλζαντέχ, των οποίων το χαμόγελο έσβησε απότομα από το πρόσωπο του Ιράν. Ή η Μάχσα Μογούι, μαθήτρια στο Ισφαχάν, που δολοφονήθηκε φορώντας ακόμα τη σχολική της στολή, στον δρόμο για το σπίτι. Στο Μπαλουχιστάν (νοτιοανατολικό Ιράν, όπου ζει κυρίως σουνιτικός και έντονα περιθωριοποιημένος πληθυσμός), οι «ματωμένες Παρασκευές» στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες νέους, ακόμα και παιδιά, θερισμένα από ελεύθερους σκοπευτές που είχαν στηθεί στις στέγες των αστυνομικών τμημάτων. Κι όμως, οι δυνάμεις ασφαλείας δεν αρκέστηκαν σε σφαίρες και δακρυγόνα· χρησιμοποίησαν κάθε δόλο: ασθενοφόρα για να μεταφέρουν άνδρες ασφαλείας και να συλλαμβάνουν τραυματίες, παρακρατικούς «με πολιτικά» για διείσδυση και εκφοβισμό, και αξιοποίηση χιλιάδων καμερών CCTV στους δρόμους για αναγνώριση προσώπων.

Σύμφωνα με αξιόπιστες εκθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τη χρονιά των πανεθνικών διαμαρτυριών του 2022 σκοτώθηκαν τουλάχιστον 551 διαδηλωτές, ανάμεσά τους 68 παιδιά και 49 γυναίκες, από τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι περισσότεροι έπεσαν από ευθείες βολές ή θανατηφόρους ξυλοδαρμούς. Το ισλαμικό καθεστώς σκότωσε δεκάδες ανθρώπους για να «αποδείξει» πως δεν σκότωσε τη Ζίνα. Χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν και πολλοί οδηγήθηκαν σε παρωδίες δικών, καταδικασμένοι σε βαριές ποινές ή ακόμη και σε θάνατο. Το κύμα εκτελέσεων των Μοχσέν Σεκαρί, Ματζιντρεζά Ραχνάβαρντ, Μοχαμάντ-Μαντί Καραμί και Μοχαμάντ Χοσεϊνί, νέων ανθρώπων των οποίων το “έγκλημα” ήταν η συμμετοχή στις διαμαρτυρίες, εξαπολύθηκε για να σκορπίσει τον τρόμο σε όλους.

Κι όμως, απέναντι σε αυτή την αγριότητα, η κοινωνία αντιστάθηκε με αξιοπρέπεια, ευρηματικότητα και πείσμα. Ένα από τα πιο ορατά πεδία της σύγκρουσης ήταν ο πόλεμος των αφηγήσεων: οι διαδηλωτές, με τα κινητά τους, κατέγραφαν και μετέδιδαν την αλήθεια του δρόμου. Βίντεο αποκάλυπταν πως τη βία και τις καταστροφές, τις προκαλούσαν αυτοί «με πολιτικά», ότι οι κρατικές δυνάμεις πυροβολούσαν εναντίον άοπλων πολιτών. Μία από τις πιο ωμές εκφράσεις αυτής της βίας κατά των πολιτών-δημοσιογράφων ήταν οι πυροβολισμοί εναντίον της Σιρίν Αλιζαντέχ, στο Μαζανταράν (μια βόρεια επαρχία στην Κασπία Θάλασσα). Το βίντεο που την έδειχνε να δέχεται πολεμική σφαίρα τη στιγμή που, μέσα στο οικογενειακό αυτοκίνητο, κατέγραφε την αστυνομική βαρβαρότητα, διαδόθηκε αστραπιαία στα κοινωνικά δίκτυα.

Παρά την αμείλικτη βία, τα ψηφιακά τεκμήρια ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση της κοινωνίας απέναντι στο ψεύτικο κρατικό αφήγημα. Εκεί όπου η καταστολή έκανε αδύνατες τις μαζικές συναθροίσεις, άνθισαν άλλες μορφές πολιτικής ανυπακοής: νυχτερινές ιαχές από ταράτσες, συνθήματα σε τοίχους και πάνω σε χαρτονομίσματα, πορτρέτα και φωτογραφίες των δολοφονημένων σε δημόσιους χώρους. Συμβολικές πράξεις -όπως χοροί νέων γυναικών χωρίς μαντίλα στον δρόμο ή σόλο ερμηνείες του Baraye…” (ένα τραγούδι διαμαρτυρίας που έγινε ύμνος του κινήματος) σε πλατείες- έγιναν σημάδια μιας κοινωνίας που δεν σιωπούσε. Το κίνημα δεν είχε κεντρικό ηγέτη, είχε όμως χιλιάδες ανώνυμες ηγέτιδες και ανώνυμους ηγέτες σε γειτονιές, σχολεία και πανεπιστήμια, που κρατούσαν τη φλόγα ζωντανή. Η θαρραλέα παρουσία των οικογενειών των θυμάτων -από τους γονείς της Ζίνα Αμινί έως αυτούς που έχασαν αγαπημένους στις διαμαρτυρίες- έδινε στο κίνημα ηθική δύναμη. Με καθαρή, ακέραιη φωνή, στις τελετές της σαρανταήμερης μνήμης, απέδιδαν την ευθύνη για τις δολοφονίες στο κράτος και μετέτρεπαν τη δίψα για δικαιοσύνη σε συλλογικό αίτημα.

Διάβρωση της επίσημης ιδεολογίας: εκκοσμίκευση, χιτζάμπ & καθημερινή ζωή

Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της εξέγερσης του 2022 είναι η βαθιά ρήξη στο ιδεολογικό υπόβαθρο του καθεστώτος, και αυτή τη φορά η ίδια η εξουσία παρείχε τα στοιχεία που το αποδεικνύουν. Σύμφωνα με την Εθνική Έρευνα Αξιών και Στάσεων των Ιρανών (4ο κύμα), που διεξήχθη από το Υπουργείο Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης (μέσω του Ερευνητικού Ινστιτούτου Πολιτισμού, Τέχνης και Επικοινωνίας) τον Νοέμβριο του 2023, σε 15.878 δια ζώσης συνεντεύξεις σε όλες τις 31 επαρχίες, η εικόνα είναι αποκαλυπτική: το 73% των ερωτηθέντων ζητούν τον χωρισμό θρησκείας και κράτους (όταν το 2015 μόλις 31% συμμεριζόταν αυτή την άποψη), το 85% δηλώνει ότι η κοινωνία έχει γίνει «λιγότερο θρησκευόμενη» τα τελευταία πέντε χρόνια, και πάνω από το 81% προβλέπει πως η τάση αυτή θα συνεχιστεί.

Στους δείκτες συμπεριφοράς, μόλις 11% είπαν ότι «πάντα» συμμετέχουν σε συλλογική προσευχή, ενώ 45% δεν πηγαίνουν ποτέ στην προσευχή της Παρασκευής· 13% δήλωσαν ότι «πάντα» διαβάζουν το Κοράνι και 19% ότι «ποτέ». Όσο για το χιτζάμπ, τα δεδομένα δείχνουν κατακόρυφη πτώση υπέρ του νομικού εξαναγκασμού: 38% απαντούν «αν μια γυναίκα δεν φορά μαντίλα, δεν με αφορά», 34,4% λένε καθαρά ότι «δεν πρέπει να επιβάλλεται», και μόλις 7,9% τάσσονται υπέρ της «απόλυτης υποχρέωσης» (ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό ήταν 18,6%). Αν και τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν αρχικά αποσπασματικά, και στη συνέχεια διακινήθηκε η είδηση ότι οι λεπτομέρειες «θα μείνουν εμπιστευτικές», ακόμη και αυτή η επίσημη έρευνα αποτυπώνει ξεκάθαρα τη ραγδαία διάβρωση της ιδεολογικής ισχύος του καθεστώτος.

Η εικόνα αυτή συμβαδίζει με προγενέστερα κρατικά δεδομένα. Το Ερευνητικό Κέντρο του Κοινοβουλίου, σε έκθεσή του εκείνα τα χρόνια, αναγνώριζε ρητά τη μείωση της κοινωνικής στήριξης στις αυστηρές πολιτικές για το χιτζάμπ και διαπίστωνε την αποτυχία του «μοντέλου του εξαναγκασμού», μια παραδοχή που σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής επικύρωνε την πτώση της νομιμοποίησης του θρησκευτικού καταναγκασμού.

Ίσως το πιο εύγλωττο τεκμήριο της ανόδου του κοσμικού πνεύματος στο Ιράν να είναι η ίδια η καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Πριν από λίγα χρόνια, ελάχιστοι τολμούσαν να μιλήσουν ανοιχτά για την απιστία τους· σήμερα ακόμη και σε οικογενειακές συνάξεις οι συζητήσεις για την αναποτελεσματικότητα και τον δογματισμό της κρατικής θρησκείας είναι κοινός τόπος. Τα τζαμιά είναι πιο άδεια από ποτέ, σε βαθμό που ακόμη και οι ιμάμηδες της Παρασκευής παραδέχονται την ερήμωση των σειρών. Τα θρησκευτικά βιβλία στα σχολεία έχουν καταντήσει περιθωριακό μάθημα, που οι μαθητές αντιμετωπίζουν με αδιαφορία. Αντίθετα, η έλξη προς σύγχρονες έννοιες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ισότητα των φύλων, η κοσμικότητα και η επιστημονική συλλογιστική έχει ενισχυθεί. Πολλοί πλέον βλέπουν τη θρησκευτικότητα ως ιδιωτική υπόθεση, όχι ως κοινωνική επιταγή. Αυτή η ήσυχη αλλά βαθιά πνευματική μεταστροφή ανοίγει τον δρόμο για μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση των ανθρώπων από μια κυβέρνηση που αντλεί τη νομιμοποίησή της από τη θρησκεία. Η Ισλαμική Δημοκρατία γνωρίζει καλά πως, όταν η πλειοψηφία παύει να πιστεύει βαθιά και να θεωρεί θεμιτή μια θεοκρατική διακυβέρνηση, τα θεμέλια της εξουσίας της αρχίζουν να τρίζουν.

Το πιο χαρακτηριστικό έμβλημα αυτής της κοινωνικής μεταβολής είναι η αντιπαράθεση γύρω από το χιτζάμπ. Η υποχρεωτική μαντίλα, που κάποτε αποτελούσε θεμέλιο της ιδεολογίας του καθεστώτος, έχει πια μετατραπεί στην αχίλλειο πτέρνα της νομιμοποίησής του. Μετά το κίνημα «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» και την απόφαση πλήθους γυναικών σε όλη τη χώρα να αφαιρέσουν τη μαντίλα, το κράτος επιδόθηκε σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχο. Η «αστυνομία ηθών» επανήλθε στους δρόμους, επιβλήθηκαν χρηματικά πρόστιμα και αποκλεισμοί από δημόσιες υπηρεσίες για τις γυναίκες χωρίς μαντίλα, ενώ καταστήματα και εστιατόρια που τις εξυπηρετούσαν σφραγίστηκαν.

Όμως αυτή η πίεση γύρισε μπούμερανγκ. Όχι μόνο οι γυναίκες δεν επέστρεψαν στο χιτζάμπ, αλλά ολοένα μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας πέρασαν σε ενεργή αντιπαράθεση προς αυτόν τον θρησκευτικό καταναγκασμό. Τρία χρόνια μετά, μπορεί κανείς να πει πως η όψη των ιρανικών πόλεων έχει αλλάξει ριζικά: πάνω από τις μισές γυναίκες στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν φορούν μαντίλα ή την φέρουν πολύ πίσω, ενώ ακόμη και στις μικρότερες πόλεις ο αριθμός όσων κυκλοφορούν χωρίς κάλυμμα κεφαλής σε δρόμους και αγορές είναι εντυπωσιακός. Αυτή η εκτεταμένη πολιτική ανυπακοή δείχνει ότι, στον πιο θεμελιώδη τρόπο ζωής τους, οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πλέον την κυβέρνηση ως αυθεντία. Ένα καθεστώς που κάποτε αποκαλούσε το χιτζάμπ «την τιμή της επανάστασης» στέκει τώρα απορημένο μπροστά σε μια γενιά που έχει χάσει την πίστη σε αυτό και δεν υποτάσσεται σε ιδεολογικές προσταγές.

Ψωμί και ελευθερία: απονεκρωμένη οικονομία, εργατική τάξη & η αντοχή της κοινωνίας

Κι όμως, η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον της ιρανικής κοινωνίας· έχουν πλέον μετατραπεί σε πεδίο ανοιχτής σύγκρουσης ανάμεσα στον λαό και την εξουσία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2020 (ιδίως μετά το 2021), η Ισλαμική Δημοκρατία βιώνει την κρισιμότερη οικονομική της φάση. Ο επίσημος πληθωρισμός ξεπερνά το 40%, ενώ σύμφωνα με ανεξάρτητους ειδικούς στην πράξη αγγίζει το 50–60%, η αξία του ριαλιού έχει καταρρεύσει, με το δολάριο να εκτοξεύεται από τις 5.000 σε πάνω από 50.000 τομάν, και η οικονομική ανάπτυξη παραμένει σχεδόν μηδενική για περισσότερο από μία δεκαετία. Η ανεργία, ιδίως μεταξύ των νέων πτυχιούχων, έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ενώ το ταξικό χάσμα έχει οξυνθεί όσο ποτέ. Η μεσαία τάξη συνθλίβεται από την ακρίβεια και εκατομμύρια οικογένειες έχουν διολισθήσει κάτω από το όριο της φτώχειας. Ακόμη και βάσει επίσημων κρατικών στοιχείων, περίπου το 25-30% του πληθυσμού, δηλαδή σχεδόν 25 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν σε συνθήκες ένδειας. Κατά κάποιους ανεξάρτητους οικονομολόγους, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο ζοφερή: αν ληφθεί υπόψη το πραγματικό όριο φτώχειας, πάνω από το 50% των Ιρανών αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες.

Τα τελευταία χρόνια κύματα απεργιών και επαγγελματικών κινητοποιήσεων έχουν απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα, αντίδραση στη ραγδαία επιδείνωση του βιοπορισμού. Το μαχαίρι έχει φτάσει στο κόκαλο για εργάτες και υπαλλήλους: οι πενιχροί μισθοί δεν καλύπτουν πια ούτε τα βασικά. Έτσι, εργάτες σε βιομηχανίες, δάσκαλοι, νοσηλευτές, συνταξιούχοι και μικροέμποροι κατεβαίνουν στους δρόμους, κλείνουν τα καταστήματά τους, οργανώνονται. Κατά καιρούς, οι κινητοποιήσεις αυτές πήραν πανεθνική μορφή, όπως οι συντονισμένες απεργίες εκπαιδευτικών σε δεκάδες πόλεις, με αιτήματα για αυξήσεις και την απελευθέρωση φυλακισμένων συναδέλφων τους ή οι κινητοποιήσεις των οδηγών φορτηγών απέναντι στην ακρίβεια των καυσίμων και το δυσβάσταχτο κόστος ζωής. Σύμφωνα με το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Ιράν, μόνο στο τελευταίο τετράμηνο του 2023-2024 (Δεκέμβριος 2023 – Μάρτιος 2024) καταγράφηκαν τουλάχιστον 44 απεργίες και εργατικές διαμαρτυρίες σε 26 πόλεις της χώρας.

Όλα αυτά δείχνουν πως η δυσαρέσκεια των εργαζομένων και των φτωχών φουντώνει μέρα με τη μέρα. Τα πιο στοιχειώδη αιτήματα -εξόφληση δεδουλευμένων, μισθοί πάνω από το όριο φτώχειας, εργασιακή ασφάλεια, τερματισμός των διεφθαρμένων ιδιωτικοποιήσεων- αντιμετωπίζονται όχι με λύσεις αλλά με δικογραφίες και καταστολή. Από τον εργάτη της ζάχαρης στη Χαφτ-Ταπέ, Εσμαΐλ Μπαχσί, μέχρι τον φυλακισμένο δάσκαλο Τζαφάρ Εμπραχίμι, και δεκάδες ακόμη συνδικαλιστές -όπως ο Τζαφάρ Αζίμζαντε και η Παρβίν Μοχαμαντί- βρέθηκαν πίσω από τα κάγκελα για το «έγκλημα» της διεκδίκησης δικαιοσύνης. Η αμείλικτη αυτή καταστολή δεν είναι τυχαία αφού το καθεστώς γνωρίζει πως η σύζευξη των κοινωνικών αιτημάτων με το ελευθεριακό ρεύμα απειλεί την ίδια του την ύπαρξη. Στα συνθήματα της εξέγερσης του 2022 κι έπειτα, αντήχησε πολλές φορές με συγκινητική δύναμη το «Εργάτη, φοιτητή, ενότητα, ενότητα». Μια τέτοια σύγκλιση είναι εφιάλτης για μια εξουσία που στηρίζεται στον κοινωνικό κατακερματισμό.

Παρά όλα τα συντριπτικά βάρη, κάτι βαθύ μέσα στην ιρανική κοινωνία παραμένει ζωντανό και δεν την αφήνει να παραδοθεί άνευ όρων στη φτώχεια και τη φίμωση: μια κουλτούρα αντίστασης. Οι Ιρανοί, στη μακρά ιστορική τους διαδρομή, έχουν σηκωθεί πολλές φορές μέσα από τα ερείπια. Και σήμερα, παρότι η τυραννία έχει οδηγήσει πολλούς στα όριά τους, το φρόνημα της αντοχής και της αλληλεγγύης δυναμώνει.

Οι εικόνες των τελευταίων δύο-τριών χρόνων, εν μέσω καταστολής, είναι ανεξίτηλες: τα παζάρια στο Σακκές, στο Σαναντάτζ και στην Τεχεράνη που κατέβασαν ρολά σε ένδειξη πένθους και αλληλεγγύης· οι θεατές στο Στάδιο Azadi (το κεντρικό στάδιο της Τεχεράνης) που, από τα βάθη της ψυχής, τραγούδησαν εν χορώ το «Yar-e Dabestani» («Ο συμμαθητής μου», ένα τραγούδι του φοιτητικού κινήματος του 1979 που έχει γίνει σύμβολο αλληλεγγύης)· οι οδηγοί που τίμησαν τους νεκρούς με συνεχόμενα κορναρίσματα· οι μάνες που στα κοιμητήρια πιασμένες χέρι-χέρι πάνω από τους τάφους των παιδιών τους τραγούδησαν «Ρίξε κι άλλη φωτιά, γιατί αυτή η φωτιά δεν θα γίνει στάχτη».

Όλα αυτά δείχνουν ότι, κόντρα στην πίεση, το πνεύμα της κοινωνίας δεν έχει νεκρωθεί. Ο λαός του Ιράν είναι θλιμμένος, οργισμένος -ίσως και στιγμές απελπισμένος- αλλά δεν είναι υποταγμένος, ούτε νεκρός. Στα στενά βλέπεις ακόμη το χαμόγελο της συντροφικότητας στα βλέμματα των περαστικών· κι όταν ακούγεται το όνομα «Μάχσα», τα μάτια γεμίζουν δάκρυ και οι γροθιές σφίγγονται. Αυτή η ζωντανή καρδιά δεν θανατώνεται με σφαίρες και φυλακές, από κανένα καθεστώς.

Δώδεκα μέρες τρόμου: ο σύντομος πόλεμος & η κοινωνική εκκρεμότητα

Τρία χρόνια μετά την εξέγερση «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» το Ιράν βρίσκεται ξανά στο μάτι του κυκλώνα. Στο εσωτερικό, η κοινωνική σύγκρουση παραμένει ανοιχτή· στο εξωτερικό, μια σειρά γεγονότων ήρθαν να τη δυναμιτίσουν ακόμα περισσότερο. Τον τελευταίο χρόνο, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ισλαμική Δημοκρατία και τους εχθρούς της κλιμακώθηκε επικίνδυνα. Το καθεστώς, βαρύ από τις τυχοδιωκτικές του πολιτικές στην περιοχή και το αμφιλεγόμενο πυρηνικό του πρόγραμμα, ζει εδώ και χρόνια κάτω από κυρώσεις και διεθνή πίεση. Το 2023 όμως, η κόντρα με το Ισραήλ πήρε πιο ανοιχτή μορφή. Το Ισραήλ, βλέποντας το ιρανικό καθεστώς (ή κάθε πολιτική που θεωρεί απειλή για την ύπαρξή του) ως εχθρό προς εξόντωση, είχε ήδη εξαπολύσει σειρά επιθέσεων: κυβερνοεπιθέσεις, σαμποτάζ σε πυρηνικές εγκαταστάσεις, ακόμα και δολοφονίες επιστημόνων. Όμως, τον Ιούνιο του 2025, η μέχρι τότε υπόγεια αναμέτρηση βγήκε στο φως με τον πιο βίαιο τρόπο: έναν αιφνίδιο, καταστροφικό πόλεμο.

Ένα πρωινό του Ιουνίου 2025, οι κάτοικοι πολλών ιρανικών πόλεων ξύπνησαν από τον εκκωφαντικό ήχο εκρήξεων. Ισραηλινά μαχητικά εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση, τη μεγαλύτερη ξένη στρατιωτική εισβολή σε ιρανικό έδαφος μετά τον πόλεμο με το Ιράκ (1980-1988). Οι Φρουροί και ο στρατός απάντησαν αμέσως με καταιγισμό πυραύλων προς το Τελ Αβίβ και τη Χάιφα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αρχικά παρακολουθούσαν, μπήκαν στον πόλεμο μέσα σε λίγες μέρες, βομβαρδίζοντας ιρανικούς πυρηνικούς στόχους. Έτσι ξέσπασε ένας σύντομος αλλά άνισος πόλεμος, που κράτησε δώδεκα μέρες, αφήνοντας πίσω του καταστροφή και τρόμο. Ισραηλινοί πύραυλοι και drones ισοπέδωσαν βάσεις των Φρουρών και ραντάρ· ισχυρές εκρήξεις συγκλόνισαν την Τεχεράνη και το Ισπαχάν. Τα ιρανικά αντιαεροπορικά προσπάθησαν να απαντήσουν, αλλά η αεροπορική υπεροχή του αντιπάλου ήταν καθαρή. Σειρήνες συναγερμού ήχησαν σε Τεχεράνη, Ισπαχάν και Ταμπρίζ· ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος στα καταφύγια. Κι αν δεν επρόκειτο για ολοκληρωτικό πόλεμο αλλά για στοχευμένα πλήγματα, η χώρα έζησε δώδεκα μέρες βυθισμένη στην αγωνία και στον φόβο για το αύριο.

Μια κοινωνία που μόλις είχε βγει από το σοκ της εξέγερσης και έφερε ακόμα τα τραύματα της καταστολής, βρέθηκε τώρα μπροστά σε ένα νέο σοκ: τον πόλεμο από έξω. Ένας συγγραφέας μέσα στο Ιράν περιέγραψε την κατάσταση ως εξής: «Οι εξελίξεις σε τόσο μικρό διάστημα ήταν τόσο πυκνές και συντριπτικές, ώστε η κοινωνία, υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, βυθίστηκε σε αντιφατικά αισθήματα. Δημιουργήθηκε μια κατάσταση εκκρεμότητας, απρόβλεπτη και νευρική». Ο κόσμος έμενε διχασμένος: να οργιστεί για την ξένη εισβολή ή να χαρεί για το πλήγμα στο καθεστώς; Να φοβηθεί για την πατρίδα ή να ελπίσει στην πτώση των εξουσιαστών; Αυτή η αντίφαση κρατούσε ολόκληρη την κοινωνία σε μια αγχώδη αιώρηση.

Η Ισλαμική Δημοκρατία, νιώθοντας την απειλή της εξόντωσης, έσπευσε να αλλάξει προσωπείο. Η ίδια εξουσία που για χρόνια διακήρυττε την «ισλαμική ούμμα» (την παγκόσμια μουσουλμανική κοινότητα) και κατηγορούσε τον εθνικισμό, εμφανίστηκε ξαφνικά με εθνικά σύμβολα. Οι δρόμοι της Τεχεράνης και άλλων πόλεων γέμισαν με πατριωτικές πινακίδες: με τον Αράς τον Τοξότη (έναν θρυλικό Πέρση ήρωα που θυσιάστηκε για να υπερασπιστεί τα σύνορα του Ιράν) και με επικούς ύμνους για το Ιράν. Στη δημόσια τηλεόραση, υμνωδοί του καθεστώτος τραγουδούσαν το παλιό “Ey Iran” (έναν πατριωτικό ύμνο που συντέθηκε τη δεκαετία του 1940, που συχνά θεωρείται ο ανεπίσημος εθνικός ύμνος του Ιράν). Ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, που μια ζωή αυτοπροσδιοριζόταν ως «στρατιώτης του Ισλάμ», κάλεσε τώρα τον λαό σε «υπεράσπιση της πατρίδας». Η στροφή αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη, πολλοί τη χλεύασαν ως γελοιογραφία: το ίδιο καθεστώς που μέχρι χθες στιγμάτιζε κάθε επικριτή ως «κοσμικό εθνικιστή», σήμερα υψώνει τη σημαία για να σωθεί. Στην πράξη, μπροστά στην πρώτη υπαρξιακή απειλή, η Ισλαμική Ρεπούμπλικα συνειδητοποίησε πως για να κερδίσει στήριξη δεν είχε άλλο απόθεμα παρά τον πατριωτισμό των ίδιων των ανθρώπων. Έπιασε άραγε το τέχνασμα; Η κοινωνική αντίδραση έδειξε ότι η χαμένη εμπιστοσύνη δεν ανακτάται με μερικά συνθήματα. Το αίσθημα ήταν ξεκάθαρο: «Αν νοιάζεστε για το Ιράν, γιατί τόσα χρόνια με τους τυχοδιωκτισμούς σας το φέρατε στο χείλος του πολέμου;»

Από την άλλη πλευρά, ένα κομμάτι των αντιπάλων του ισλαμικού καθεστώτος -κυρίως δύο ρεύματα, οι φιλομοναρχικοί (υποστηρικτές της αποκατάστασης της δυναστείας των Παχλεβί) και οι “Μουτζαχεντίν-ε Χαλκ” (MEK, ή Μουτζαχεντίν του Λαού του Ιράν, μια αμφιλεγόμενη ομάδα της αντιπολίτευσης με ιστορικό υποστήριξης ξένων δυνάμεων)- έδειξε μια στάση που ξύπνησε πικρές μνήμες προδοσίας: την ευθυγράμμιση με τον ξένο αντίπαλο. Παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτοί που διακηρύσσουν πως είναι «φιλοϊρανοί» και υπέρ της «εδαφικής ακεραιότητας» βρέθηκαν, μέσα στον δωδεκαήμερο πόλεμο Ισραήλ-Ιράν, να παίρνουν το μέρος μιας εχθρικής δύναμης. Δορυφορικά κανάλια κοντά σ’ αυτούς πρόβαλλαν με ενθουσιασμό τις «νίκες» του ισραηλινού στρατού και δεν δίστασαν να ευχηθούν την πτώση της Ισλαμικής Δημοκρατίας από ξένη στρατιωτική επέμβαση. Ο Ρεζά Παχλεβί, ο εξόριστος πρίγκιπας διάδοχος που ονειρεύεται την επιστροφή της μοναρχίας, επένδυσε τόσο πολύ στη στήριξη Ισραήλ και ΗΠΑ ώστε, εν μέσω των επιθέσεων, έστειλε συλλυπητήρια για τον θάνατο δύο Ισραηλινών πολιτών, χωρίς να πει λέξη για τους Ιρανούς στρατεύσιμους ή τους αμάχους που σκοτώθηκαν από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς. Μια τέτοια στάση μόνο ως ξενοδουλία και μνησικακία μπορούσε να διαβαστεί· και είναι ειρωνικό πως όσοι αυτοχαρακτηρίζονται «εθνικιστές» ζητούν από ξένες δυνάμεις τη συντριβή της ίδιας τους της χώρας. Όχι μόνο δεν τους χάρισε νομιμοποίηση, αλλά ανέδειξε με ακόμη μεγαλύτερη καθαρότητα ότι μια αυθεντική εναλλακτική μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα στον ίδιο τον λαό και στα ανεξάρτητα κινήματα, όχι στην αγκαλιά ξένων κρατών.

Ο δωδεκαήμερος πόλεμος έληξε τελικά υπό διεθνείς πιέσεις και με τη μεσολάβηση μεγάλων δυνάμεων. Το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού κατάφεραν βαριά πλήγματα στο Ιράν και υπέστησαν μερικές πυραυλικές επιθέσεις σε αντάλλαγμα, τελικά υποχώρησαν, καθώς η συνέχιση της σύγκρουσης απειλούσε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Για την Ισλαμική Ρεπούμπλικα, η λήξη του πολέμου λειτούργησε σαν τεχνητή αναπνοή. Η προπαγάνδα έσπευσε να διακηρύξει ότι «νικήσαμε τους ξένους εχθρούς» και προσπάθησε να αποστάξει «νίκη» από τα ερείπια.

Η πραγματικότητα όμως, ήταν πολύ πιο σκληρή: οι ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις υπέστησαν σοβαρές ζημιές, εκατοντάδες στρατιώτες και άμαχοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και το κυριότερο, η ήδη εύθραυστη οικονομία δέχτηκε νέο, βαρύ πλήγμα. Το δολάριο και ο χρυσός εκτινάχθηκαν· ο κόσμος, τρομαγμένος, έσπευδε να αποθηκεύσει βασικά αγαθά. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το καθεστώς, ακόμη και μετά την εκεχειρία, συνέχισε να χτυπά το τύμπανο του πολέμου για να καλύψει την εσωτερική πίεση. Κατά τη διάρκεια της σύρραξης η καταστολή οξύνθηκε: ειρηνιστές και πολιτικοί ακτιβιστές συνελήφθησαν με την κατηγορία της «συνεργασίας με τον εχθρό» (μια ευρεία κατηγορία που χρησιμοποιείται για να φιμώσει τη διαφωνία), ενώ κάθε επικριτική φωνή φιμώθηκε με το πρόσχημα ότι «η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο». Με άλλα λόγια, η Ισλαμική Ρεπούμπλικα αξιοποίησε την ισραηλινή επίθεση για να σφίξει κι άλλο τη θηλιά γύρω από τις ελευθερίες και να εκφοβίσει τους αντιφρονούντες υπό τη σκιά του εξωτερικού κινδύνου.

Μετά την εκεχειρία: η κατασκευή αφήγησης, ο οικονομικός πυρετός & μια κοινωνία λαβωμένη αλλά ζωντανή

Η σημερινή εικόνα του Ιράν είναι ένα μίγμα ελπίδας και φόβου, φωτός και σκοταδιού. Από τη μια μεριά, βλέπουμε μια κοινωνία βαριά πληγωμένη αλλά ταυτόχρονα αφυπνισμένη. Τίποτα δεν θυμίζει πια το Ιράν πριν από τρία χρόνια, ούτε στις ψυχές των ανθρώπων, ούτε στα έγκατα του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Όσοι ένιωσαν για λίγο την ελευθερία στους δρόμους και δοκίμασαν τη δύναμη της συλλογικότητας, δύσκολα επιστρέφουν στην παλιά σιωπή. Οι κοινωνικοί κανόνες έχουν αλλάξει· ο φόβος για την αστυνομία και τη Basij (μια παραστρατιωτική πολιτοφυλακή υπό το IRGC, που χρησιμοποιείται συχνά για την καταστολή στον δρόμο) έχει ξεθωριάσει· οι νέοι διαλέγουν τη ζωή, όχι την ύπαρξη κάτω από τον τρόμο του θανάτου. Κορίτσια περπατούν με θάρρος χωρίς μαντίλα, οικογένειες στέκονται όρθιες απέναντι στον αυταρχισμό των οργάνων, έμποροι, γιατροί και διάσημοι αθλητές απομακρύνονται σταδιακά από την επιρροή του καθεστώτος. Ακόμα και όσοι κρατούν δεσμούς με τη θρησκεία αποστρέφονται μια εξουσία που τη χρησιμοποιεί σαν εμπόρευμα. Η ιρανική κοινωνία είναι σήμερα πιο κοσμική, πιο ενημερωμένη και πιο συγχρονισμένη από ποτέ. Οι θρησκευτικές και εθνοτικές ρωγμές, πάνω στις οποίες το καθεστώς στήριζε την κυριαρχία του, έχουν ατονήσει μέσα στη φωτιά του κοινού αγώνα: γυναίκες και άνδρες, Κούρδοι και Πέρσες, σιίτες και σουνίτες στάθηκαν πλάι πλάι για έναν μεγαλύτερο σκοπό – και αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο δεν διαγράφεται.

Από την άλλη, οι ανησυχίες πυκνώνουν. Η Ισλαμική Ρεπούμπλικα είναι λαβωμένη, και γι’ αυτό πιο επικίνδυνη. Ο νέος γύρος κυρώσεων και η διεθνής απομόνωση μετά την καταστολή του 2022 έχουν σπρώξει την οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης, ενώ διέξοδος δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Οι κρατούντες ενδέχεται, για να διασωθούν, να επιδιώξουν ξανά εξωτερικές περιπέτειες ή να εντείνουν την αιματηρή καταστολή. Η εμπειρία διδάσκει ότι αυτό το σύστημα δεν διστάζει να μετατρέψει τη χώρα σε καμένη γη για να παραμείνει στην εξουσία. Ο κίνδυνος επανάληψης σεναρίων τύπου Συρίας ή Λιβύης, εμφύλια σύρραξη ή ξένη επέμβαση, βαραίνει όσους αγαπούν τον τόπο. Οι λίγοι μήνες του σύντομου πολέμου με το Ισραήλ έδειξαν πόσο εκτεθειμένη είναι η χώρα και πόσο απροστάτευτοι οι άνθρωποι. Έτσι αναδύεται ένα δύσκολο ερώτημα: πώς τερματίζεται η εσωτερική τυραννία χωρίς να οδηγηθούμε σε εξωτερικό πόλεμο ή σε εσωτερικό χάος;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη και μαγική συνταγή δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά, είναι εμφανές ότι ο αυταρχισμός κατρακυλά στην απώλεια νομιμοποίησης περισσότερο από ποτέ. Το καθεστώς δεν έχει δρόμο μπροστά αλλά ούτε και πίσω: καμία μεταρρύθμιση, ούτε καν στοιχειώδη διακυβέρνηση.

Η λαϊκή δυσαρέσκεια εκτοξεύθηκε και όπως επισημαίνουν αναλυτές, η κοινωνία ζει μια «επαναστατική» συνθήκη που δεν έχει ακόμη σαφή πορεία ή τέλος αλλά σίγουρα δεν επιστρέφει στο χθες. Ο λαός ζητά ζωή κι αυτό το αίτημα δεν αναχαιτίζεται με γκλομπ ή κελιά.

Πολλά σημάδια δείχνουν ότι και μέσα στο ίδιο το καθεστώς άνοιξαν ρωγμές και εμφανίστηκαν δισταγμοί. Οι πραγματιστές συντηρητικοί αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο, ενώ οι ακραιφνείς ιδεολόγοι δεν πείθουν ούτε τους ίδιους τους ένστολους. Όταν οι «μετριοπαθείς» του καθεστώτος, μετά τις επιθέσεις του Ισραήλ, μιλούν δημοσίως για την ανάγκη αλλαγής «παραδείγματος διακυβέρνησης», εννοώντας την εγκατάλειψη της θεοκρατικής κηδεμονίας και του σεχταριστικού τυχοδιωκτισμού, σημαίνει ότι ακόμη και οι «εντός» βλέπουν το αδιέξοδο.

Κι όμως, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί χρειάζονται χρόνο, και η πορεία του Ιράν θα περάσει μέσα από κακοτοπιές. Πολλά σενάρια παραμένουν ανοιχτά. Ίσως το καθεστώς επιβιώσει για λίγο ακόμα, στηριζόμενο στη ωμή βία· μα στέκεται πάνω σε θάλασσα από μπαρούτι, μια σπίθα μπορεί να προκαλέσει νέα έκρηξη. Οι διαμαρτυρίες θα συνεχιστούν με μεταβαλλόμενες μορφές: απεργίες εργατών, μποϊκοτάζ σε προσχηματικές εκλογές, συμβολικές συγκεντρώσεις σε επετείους. Το ελευθεριακό ρεύμα γνωρίζει υφέσεις και εξάρσεις, αλλά δεν σταματά, γιατί ριζώνει στην αυθεντική, βαθιά επιθυμία για μια καλύτερη ζωή.

Μέσα σ’ όλα αυτά, η κοινωνία του Ιράν κοιτά μπροστά: με ανήσυχα μάτια αλλά με πεισματική ελπίδα. Ελπίδα ότι αυτη η μαύρη νύχτα θα τελειώσει σε μια καθαρή αυγή. Ελπίδα για ρήξη με πάνω από έναν αιώνα δεσποτισμού και για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη γη του Ιράν. Στους δρόμους της Τεχεράνης και του Σανανετζ, πάνω σε έναν τοίχο, ακόμη φαίνεται βιαστικά γραμμένο: «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία». Οι υπάλληλοι το κάλυψαν επανειλημμένα με μπογιά κι ένα άλλο χέρι το ξαναέγραψε. Αυτή είναι η μοίρα του ιδεώδους της ελευθερίας στο σύγχρονο Ιράν: η καταστολή μπορεί να το καταπνίγει προσωρινά, αλλά εκείνο φουντώνει ξανά και ξανά.

Οι άρχοντες ίσως σπάσουν πένες, φιμώσουν στόματα, ρίξουν τα ελεύθερα σώματα σε φυλακές και τάφους, πώς όμως θα θανατώσουν το πνεύμα της ελευθερίας; Αυτό που έχει ριζώσει στις ψυχές δεν πεθαίνει με σφαίρες και δεσμά.

Τρία χρόνια μετά την εξέγερση της Ζίνα, η χώρα είναι τραυματισμένη αλλά ζωντανή. Ο λαός πόνεσε βαθιά, μα μέσα στον πόνο γέννησε ένα πανώριο όνειρο: το όνειρο ενός ελεύθερου Ιράν· ενός Ιράν όπου η γυναίκα δεν καταπιέζεται επειδή είναι γυναίκα, όπου η ζωή έχει αξία, όπου η ελευθερία είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Αυτό το όνειρο δεν ξεριζώνεται με τη βία από έναν λαό που μάτωσε γι’ αυτό. Ίσως να μη γνωρίζουμε την ακριβή στιγμή της αυγής της ελευθερίας, μα η προοπτική της διαγράφεται. Κάθε μάνα που θρηνεί στο μνήμα του παιδιού της και ψιθυρίζει ύμνους ελευθερίας, κάθε νέα που γελά χωρίς μαντίλα στα σοκάκια, κάθε νέος που δεν τρέχει να κρυφτεί και φωνάζει για το δίκιο, όλοι μαρτυρούν την ίδια αλήθεια: ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του Ιράν έχει αρχίσει. Ένα κεφάλαιο όπου ο λαός δεν είναι πια ο σιωπηλός υπήκοος του χθες και οι άρχοντες δεν κατέχουν πια την αδιαμφισβήτητη εξουσία.

Το «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» είναι το απόσταγμα μιας μακράς, ανηφορικής πορείας· μιας πορείας στρωμένης με τους αγώνες των γυναικών για τα δικαιώματά τους, με τις προσπάθειες των πολλών για μια αξιοπρεπή ζωή και με τις θυσίες όλων για την ελευθερία, μιας πορείας που συνεχίζεται.

Αφήστε ένα σχόλιο