Η αναβίωση του φασιστικού φαντασιακού σήμερα

0

Κείμενο: Ηλίας Σεκέρης

Ζούμε σε μια ιστορική συγκυρία όπου η άνοδος της ακροδεξιάς δεν αποτελεί πλέον έκπληξη. Από την Ευρώπη ως τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, η ρητορική του φόβου, της εθνικής καθαρότητας, της θεσμικής καταστολής και της κανονικότητας διαχέεται στον δημόσιο λόγο σαν να μην ήταν ποτέ πρόβλημα. Η ακροδεξιά δεν βρίσκεται πλέον έξω από το σύστημα – είναι το σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, για να κατανοήσει κανείς πώς φτάσαμε ως εδώ, δεν αρκεί να εστιάσει στα κόμματα, στους ηγέτες και στις πολιτικές συγκυρίες. Πρέπει να κοιτάξει βαθύτερα: στον ψυχισμό των κοινωνιών, στα φαντασιακά που τις συγκροτούν, στις σχέσεις τους με την ελευθερία, τον φόβο και την ευθύνη.

Σε κάθε ιστορική καμπή, όταν οι βεβαιότητες καταρρέουν και η αβεβαιότητα γίνεται μόνιμο φόντο της καθημερινότητας, αναδύεται μια συλλογική επιθυμία σταθερότητας σαν αντίθετη κίνηση αυτοπροστασίας. Αυτή κατά το πλείστον μεταφράζεται στην επιθυμία για αυθεντία. Υπό αυτό το πρίσμα, πέρα από τις εξουσίες που αναζητούν υπηκόους, είναι και οι ίδιοι οι πολίτες οι οποίοι επιζητούν να γίνουν υπήκοοι και να παραδώσουν την ελευθερία τους για χάρη της σταθερότητας και της ασφάλειας. Αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη να χωνευτεί και ταυτόχρονα μια από τις πιο παραγνωρισμένες αλήθειες της ανθρώπινης ιστορίας: ότι η ελευθερία δεν είναι αυτονόητη επιθυμία, αλλά είναι ένα βάρος που δεν είναι όλοι έτοιμοι να το αναλάβουν. Ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η ίδια η ανάγκη του ανθρώπου για σταθερότητα, απλότητα και ταυτότητα, μπορεί να γίνει ισχυρότερη από τη βούληση για στοχασμό, αμφισβήτηση και δημιουργία.

Η ελευθερία – όχι η νεοφιλελεύθερη καρικατούρα της, που ταυτίζεται με το “κάνω ό,τι θέλω”, “έχω τον τάδε αριθμό από επιλογές να διαλέξω” κ.ο.κ., αλλά η πραγματική, πολιτική, στοχαστική ελευθερία – δεν είναι ευχάριστη συνθήκη. Είναι καθήκον, βάρος και ανάληψη ευθύνης για το νόημα του κόσμου και της ζωής μας. Είναι η πράξη της αυτοθέσμισης: να δημιουργούμε εμείς τους νόμους μας, τις αξίες μας, τις σχέσεις μας. Χωρίς θεό, χωρίς ιστορική αναγκαιότητα, χωρίς δήθεν φυσική τάξη πραγμάτων, χωρίς αυθεντία και εν τέλει χωρίς σιγουριά.

Αυτή η ελευθερία, πολλές φορές, τρομάζει. Και ειδικά όταν δεν συνοδεύεται από θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής, από εκπαίδευση στην αυτονομία και από το βίωμα μιας πολιτικής κοινότητας, τότε δεν μπορεί να ωριμάσει και να ανθίσει. Αντίθετα, καταρρέει σαν άστρο που συνθλίβεται, αφήνοντας πίσω του μια μαύρη τρύπα. Το κενό που αφήνει – ένα κενό νοήματος, τόσο χαρακτηριστικό του ύστερου καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού – είναι εξαιρετικά εύκολο, σχεδόν νομοτελειακά, να γεμίσει με αυθεντίες, εχθρούς και δήθεν σωτήρες. Εδώ λοιπόν είναι που εισβάλλει και ο φασισμός, υποσχόμενος να να γεμίσει το κενό με τάξη και σιγουριά. Υποσχόμενος να συγκροτήσει νέες ταυτότητες, να προσφέρει έτοιμες απαντήσεις, εύκολους εχθρούς και μια αυθεντία που θα αφαιρέσει από εμάς την ευθύνη να γνωρίσουμε, να αποφασίσουμε, να σκεφτούμε.

Για παράδειγμα, στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν απέτυχε μόνο θεσμικά. Απέτυχε κυρίως να καλλιεργήσει φαντασιακά μια δημοκρατική ταυτότητα. Προσέφερε μεν τυπικές ελευθερίες σε έναν λαό συντετριμμένο από την ήττα, την ταπείνωση και την οικονομική καταστροφή, όμως η δημοκρατία δεν έγινε βίωμα – ήταν ξένος μηχανισμός. Έτσι, η επιθυμία για αυτοκαθορισμό παραχώρησε τη θέση της στην ανάγκη για νόημα και καθοδήγηση. Σ’ αυτό το κενό, εισέβαλε ο Χίτλερ, ο οποίος καλλιεργήθηκε, στηρίχθηκε, θεσμίστηκε – από ελίτ που τον θεώρησαν χρήσιμο, από μαζική κουλτούρα που αναζητούσε αυθεντία, και από έναν φαντασιακό ορίζοντα που είχε πια αποστραφεί την ευθύνη της ελευθερίας. Αντίστοιχα, στην Ιταλία του 1920, ο Μουσολίνι δεν επέβαλε την εξουσία του αποκλειστικά με τη βία. Η βία υπήρχε φυσικά – στους δρόμους, στις επιθέσεις, στις εκτελέσεις. Όμως τελικά ήταν το ίδιο το πολιτικό και θεσμικό σύστημα που του την προσέφερε: ο βασιλιάς, οι γαιοκτήμονες, οι βιομήχανοι. Όχι έξω από την δήθεν δημοκρατία, αλλά μέσα από την κρίση και τους μηχανισμούς της. Άρα ο φασισμός δεν ήρθε μονάχα με τη βία. Ήρθε – και – ως απάντηση στην επιθυμία ενός κόσμου να παραδώσει την ελευθερία του, προκειμένου να απαλλαγεί από την αβεβαιότητα.

Και σήμερα;

Ο φασισμός του 21ου αιώνα είναι πιο ύπουλος και υπόγειος. Δεν φορά στολή, δεν χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, ούτε το σηκώνει για να χαιρετήσει ναζιστικά. Φοράει κοστούμι, μιλά για “πατρίδα”, για “καθαρότητα”, για “ανάπτυξη”, για “αριστεία”, για “τάξη”, για “ασφάλεια” και “κανονικότητα”. Ο Τραμπ για παράδειγμα είναι το πιο χυδαίο πρόσωπο αυτής της μετάλλαξης. Ένας δήθεν αντισυστημικός που αποτελεί όμως την ακραία έκφραση του συστήματος. Και ποιο σύστημα είναι αυτό; Μα το σύστημα της αλήθειας ως θεάματος, της πολιτικής ως reality show, της αυθεντίας ως πανάκειας. Το σύστημα της Ασημαντότητας δηλαδή, για να αντλήσω λίγο από Καστοριάδη.

Στην Ελλάδα επίσης τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Ο Μητσοτάκης, σε αντιστοιχία με το ίνδαλμά του – τον Τραμπ -, δεν εκπροσωπεί το φασιστικό ως βία μονάχα – αν και το κάνει και αυτό βεβαίως – , αλλά κυρίως ενδύεται το τεχνοκρατικό πρόσωπο της αποπολιτικοποίησης. Μια δήθεν δημοκρατία – βιτρίνα, όπου η Βουλή αποτελεί παρωδία δημοκρατικού θεσμού, όπου οι υποκλοπές αποσιωπούνται, τα πάσης φύσεως σκάνδαλα (βλ. ΟΠΕΚΕΠΕ) επιλύονται εντός, τα πάσης φύσεως εγκλήματα και η οργή της κοινωνίας (βλ. Τέμπη), συγκαλύπτονται, μπαζώνονται και καταστέλλονται και η κοινωνία μετατρέπεται σταδιακά σε παθητικό αποδέκτη αποφάσεων που λαμβάνονται ερήμην της, δίχως διαφάνεια, δίχως δημόσιο διάλογο, δίχως λογοδοσία. Η έννοια της πολιτικής ευθύνης έχει απογυμνωθεί από κάθε περιεχόμενο και η λογοδοσία δεν είναι καν ζητούμενο, αλλά κάτι το εντελώς αδιανόητο. Στην Ελλάδα, είναι πλέον πιο εύκολο να φανταστεί κανείς εξωγήινους να προσγειώνονται στον Υμηττό, παρά τον Μητσοτάκη να δίνει λόγο σε μια ενεργή, απαιτητική κοινωνία.

Ένα χαρακτηριστικό – και ακόμα πιο ακραίο – παράδειγμα αυτής της αποδιάρθρωσης των θεσμών συναντάται στο Ισραήλ υπό την ηγεσία του Νετανιάχου. Εκεί έχουμε την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος θεολογικού – εθνοκρατικού αυταρχισμού (παρόλο που το Ισραήλ δεν έχει επίσημη κρατική θρησκεία, η ταύτιση της εθνικής ταυτότητας με την εβραϊκή θρησκεία είναι έντονη στην πράξη), το οποίο λειτουργεί με τη λογική μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης – όπως θα έλεγε ο Agamben – όπου το κράτος αποφασίζει ποιος έχει δικαίωμα στην ύπαρξη και ποιος όχι. Η επίθεση στη Γάζα, η συστηματική καταστροφή υποδομών, ο αποκλεισμός, η πείνα, η διαρκής τιμωρητική βία, οι δολοφονίες, όλα αυτά, αποτελούν μια κανονικοποιημένη γενοκτονία. Ένας φασισμός που δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί, γιατί έχει ήδη κανονικοποιηθεί. Και στον πυρήνα του βρίσκεται μια ετερονομία που δεν αρκείται στο να υποτάσσει τους δικούς της – εξάγεται ως παγκόσμιο παράδειγμα ιμπεριαλιστικής ισχύος.

Αυτά τα παραδείγματα δεν είναι τυχαία. Οι ΗΠΑ πλασάρονται ως η πλέον δημοκρατική χώρα στον κόσμο, η Ελλάδα ως λίκνο της δημοκρατίας και το Ισραήλ ως ο εγγυητής της δημοκρατίας στην Μέση Ανατολή. Δείχνουν δε, ότι η δημοκρατία, όπως παρουσιάζεται και υπάρχει σήμερα, είναι κυρίως φαντασιακό προσωπείο. Ένας μηχανισμός νομιμοποίησης αποφάσεων που δεν λαμβάνονται συλλογικά, ούτε υπό πραγματικούς όρους ελευθερίας. Ο φασισμός, λοιπόν, δεν επιβιώνει παρά τη δημοκρατία – επιβιώνει ακριβώς επειδή η δημοκρατία έχει διαστρεβλωθεί σε σημείο που να σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από την αρχική της σημασία. Έχει πάψει να είναι πράξη και έχει γίνει λέξη κενή περιεχομένου.

Από την άλλη μεριά, ο φασισμός προσφέρει απλοϊκή ταυτότητα. Είσαι αυτό που λέει το έθνος σου ότι είσαι. Ο εχθρός είναι καθορισμένος, απέναντί σου. Ο ηγέτης θα πάρει την απόφαση για εσένα. Καλή – κακή, δεν έχει σημασία. Αρκεί που παίρνει από πάνω σου την ευθύνη να αποφασίζεις. Απέναντι σ’ αυτό, η ψευδοελευθερία του νεοφιλελευθερισμού – ως δικαίωμα επιλογής προϊόντων και υπηρεσιών σε τιμή ευκαιρίας – είναι ρηχή, άνευρη και τελικά αδιάφορη. Ο άνθρωπος δεν αρκείται στην καταναλωτική ελευθερία. Χρειάζεται νόημα. Κι όταν η δημοκρατία – σε αυτή τη στρεβλωμένη της μορφή που υφίσταται σήμερα – αδυνατεί να του το προσφέρει, τότε στρέφεται στην ασφάλεια της αυθεντίας.

Άρα, το ερώτημα δεν είναι αν η ελευθερία είναι δύσκολη. Είναι – και πάντα ήταν. Δεν είναι ποτέ αυτονόητη, ούτε φυσική. Χρειάζεται επίγνωση, ευθύνη και διαρκή εγρήγορση. Το πραγματικό διακύβευμα είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να την αντέξουμε: να σταθούμε απέναντι στο βάρος της χωρίς να καταφύγουμε σε εύκολες βεβαιότητες ή εξωτερικές αυθεντίες. Και ακόμη βαθύτερα, πώς θα μάθουμε να την αντέχουμε. Πώς θα μάθουμε να ζούμε τη δημοκρατία όχι ως θέσφατο, αλλά ως διαρκή πράξη: να δημιουργούμε θεσμούς, σημασίες, σχέσεις, συμμετοχή, παιδεία – όχι για εμάς ατομικά, αλλά ως συλλογικότητα που στοχάζεται τον εαυτό της και που δεν φοβάται να πάρει την ευθύνη της ιστορίας της. Γιατί, σε τελική ανάλυση, ο φασισμός δεν είναι ατύχημα ή ανωμαλία. Είναι δυνατότητα, πάντα παρούσα, όταν το κοινωνικο-ιστορικό εγκαταλείπεται και παύει να θεσμίζεται από εμάς τους ίδιους που το ζούμε. Όταν δηλαδή η κοινωνία αποσύρεται από την ίδια της τη δυνατότητα να σκέφτεται και να αυτοκαθορίζεται.

Αφήστε ένα σχόλιο

eight + fourteen =