Κείμενο: Ηλίας Σεκέρης
Το τραγικό συμβάν στα Τέμπη δεν είναι «δυστύχημα», ούτε αλληλουχία ατυχών συγκυριών. Είναι το επιστέγασμα ενός βαθιά διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που θέτει το οικονομικό κέρδος και την πελατειακή αναπαραγωγή του πάνω από την ανθρώπινη ζωή. Πρόκειται για ένα κρατικό έγκλημα και για αυτό το λέμε έτσι. Αποτελεί άλλο ένα γεγονός που αποκαλύπτει τη σαθρότητα της κυβέρνησης και τη συνειδητή παραμέληση της ασφάλειας των πολιτών προς όφελος επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων. Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμία περίπτωση, να παραμείνει μια ακόμα τραγωδία η οποία θα χαραχτεί μονάχα ως συλλογικό τραύμα στο πέρασμα του χρόνου. Η συλλογική οργή που προκάλεσε μπορεί και πρέπει να αποτελέσει καταλύτη για μια ριζική πολιτική αλλαγή. Να αποδοθεί δικαιοσύνη, φυσικά. Να τιμωρηθούν όλοι οι ένοχοι ανεξαιρέτως, όσο ψηλά και αν νομίζουν ότι στέκονται, φυσικά. Όμως πέρα από αυτό τι;
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι κοινωνίες δεν αλλάζουν μέσα από παθητική αναμονή, αλλά μέσα από ριζική αμφισβήτηση των κυρίαρχων θεσμών. Οι πλατείες του 2011 αποτελούν ένα ιστορικό προηγούμενο, όπου η κοινωνία συγκρούστηκε ευθέως με την καθεστηκυία τάξη, απαιτώντας δημοκρατική συμμετοχή και λογοδοσία. Παρότι το κίνημα εκείνο δεν κατάφερε να επιφέρει τις βαθιές αλλαγές που επεδίωκε, άφησε μια ανεξίτηλη μνήμη στο συλλογικό φαντασιακό: τη δυνατότητα των πολιτών να συγκροτήσουν μορφές άμεσης δημοκρατίας, να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς θεσμούς και να αμφισβητήσουν την κανονικότητα της πολιτικής διαμεσολάβησης.
Η οργή για τα Τέμπη, όπως και η οργή του 2011, δεν πρέπει να χαθεί στη λήθη. Αντίθετα, μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα οργανωμένο πολιτικό σχέδιο για τη μετάβαση από την εγκληματική διαχειριστική ανικανότητα και την πολιτική σήψη και αλαζονεία του υπάρχοντος πολιτικού κατεστημένου, σε ένα νέο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, βασισμένο στη συμμετοχή και την αυτοδιαχείριση. Αυτή τη φορά, όμως, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί: το κίνημα δεν πρέπει να καπελωθεί από κομματικούς μηχανισμούς, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στις πλατείες του 2011. Οι δομές αυτοοργάνωσης πρέπει να παραμείνουν στα χέρια των πολιτών και όχι να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για την άνοδο οποιουδήποτε κόμματος στην εξουσία.
Το αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Οι κυβερνητικές ευθύνες για το δυστύχημα είναι ξεκάθαρες. Η συστηματική υποχρηματοδότηση του σιδηροδρόμου, η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η παντελής έλλειψη ελέγχων δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου μια τέτοια τραγωδία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ιδιωτικοποίηση του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου βασίστηκε στο βρετανικό μοντέλο, το οποίο έχει αποδειχθεί καταστροφικό τόσο για την ασφάλεια των επιβατών όσο και για την ποιότητα των υπηρεσιών. Η εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνει ότι η απορρύθμιση και η διάσπαση των σιδηροδρομικών δικτύων σε ιδιωτικές εταιρείες οδηγεί σε έλλειψη επενδύσεων στη συντήρηση και την ασφάλεια, καθώς η κύρια προτεραιότητα των ιδιωτών είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι επτά στους δέκα Βρετανούς ζητούν επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων (ΜΥΘ-ΟΣΕ: Το βρετανικό μοντέλο θα σώσει τα ελληνικά τρένα).
Στην Ελλάδα, η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από την ιταλική Ferrovie dello Stato Italiane ακολούθησε αυτήν τη λογική, με αποτέλεσμα τη δραματική υποβάθμιση των υποδομών. Ενώ το κράτος συνέχισε να χρηματοδοτεί τις υποδομές, η συντήρησή τους αφέθηκε σε ένα ασαφές πλέγμα εργολαβιών και υπο-εργολαβιών, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να διογκώνονται χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση. Όπως αποδείχθηκε από την τραγωδία των Τεμπών, η έλλειψη ενός συγκροτημένου, δημόσιου σιδηροδρομικού φορέα συντήρησης είχε μοιραίες συνέπειες.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ερχόμαστε τώρα αντιμέτωποι πρώτον, με μια αδιανόητη προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας: απόπειρα των κυβερνητικών μηχανισμών να αποδώσουν το γεγονός σε «ανθρώπινο λάθος», ψέματα για τη δήθεν τηλεδιοίκηση, αργοπορία στην απόδοση δικαιοσύνης, απόκρυψη κρίσιμων στοιχείων όπως η παράνομη μεταφορά εύφλεκτων υλών και «μπάζωμα» της περιοχής δήθεν για λόγους στατικότητας. Και δεύτερον, με μια κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει τόσο το ίδιο το έγκλημα, όσο και την οργή της κοινωνίας με χλεύη και ξύλο. Χαρακτηριστικές οι γελοίες δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη για τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, έχουν οικονομικό συμφέρον στο να αναχθεί η υπόθεση σε έγκλημα, αλλά εξίσου φαιδρές και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος εξίσωσε τον πόνο του, με αυτό των συγγενών των θυμάτων. Ας πάει κανένα τριήμερο να του περάσει.
Το σημαντικό εδώ είναι ότι αυτή η συνθήκη δεν αποτελεί παρέκκλιση, αλλά εγγενές χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτισμού, ο οποίος δεν λογοδοτεί ουσιαστικά στην κοινωνία, αλλά αναπαράγει τα ίδια διεφθαρμένα δίκτυα εξουσίας. Ίσως με κάποιο άλλο κόμμα τα πράγματα να ήταν διαφορετικά όσον αφορά στην επικοινωνιακή διαχείριση και μόνο – καθώς κανείς δεν είναι τόσο αλαζόνας όσο η σημερινή κυβέρνηση – όμως επί της ουσίας δε θα άλλαζε τίποτα. Δεν αρκεί η εναλλαγή προσώπων ή κομμάτων. Η πραγματική αλλαγή θα έρθει μόνο μέσα από τη δημιουργία νέων θεσμών πολιτικής συμμετοχής οι οποίοι θα καταργούν το μονοπώλιο της εξουσίας από μια ολιγαρχική πολιτική τάξη. Όλα αυτά έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στις φασιστικές δυνάμεις που καραδοκούν σε τέτοιες στιγμές κοινωνικής αναταραχής, επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν την κρίση προς όφελός τους. Οφείλουμε, ως κοινωνία, να μην αφήσουμε χώρο στους φασίστες αυτή τη φορά.
Ώρα για ουσιαστική πολιτική δράση
Τι μπορούμε να κάνουμε; Η αμεσοδημοκρατική πρόταση δεν είναι ουτοπία, αλλά μια υπαρκτή εναλλακτική απέναντι στη διαχειριστική ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού. Σε μια τέτοια προοπτική, ο λαός δεν είναι απλός θεατής ή ψηφοφόρος κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά ο ενεργός διαμορφωτής της πολιτικής πραγματικότητας. Οι λαϊκές συνελεύσεις, τα τοπικά συμβούλια πολιτών, οι αυτοδιαχειριζόμενες δομές λήψης αποφάσεων μπορούν να αποτελέσουν το έδαφος για μια πολιτική αλλαγή που δεν θα περιορίζεται στην αντικατάσταση μιας κυβέρνησης από μια άλλη, αλλά θα επαναπροσδιορίζει ριζικά τη σχέση κράτους και κοινωνίας.
Οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που κατέκλυσαν το Σύνταγμα και κεντρικά σημεία σε πόλεις όλης της Ελλάδας και του εξωτερικού, απαιτώντας δικαιοσύνη, απέδειξαν πως η κοινωνία δεν κοιμάται, αλλά απαιτεί αλλαγή. Αυτή η κινητοποίηση πρέπει να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης για τη δημιουργία νέων θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε δικαιοσύνη από ένα σύστημα που αποδεδειγμένα δεν τηρεί ούτε τις στοιχειώδεις δεσμεύσεις του. Από ένα σύστημα που υπερασπίζεται τον εαυτό του με ψέματα, κοροϊδία και ξύλο. Πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία να δημιουργήσουμε εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης που θα ακυρώνουν τη μεσολάβηση των κομματικών μηχανισμών και θα εγκαθιδρύουν μια αληθινή, άμεση δημοκρατία. Όπως το 2011 άνοιξε ένα ρήγμα στο πολιτικό σύστημα, έτσι και τώρα διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο αγώνα. Το ερώτημα δεν είναι αν η κοινωνία μπορεί να αλλάξει την πορεία της. Το ερώτημα είναι αν θα τολμήσει να το κάνει. Και η απάντηση δεν βρίσκεται στην κάλπη, αλλά στον δρόμο, στις συνελεύσεις, στις συλλογικές αποφάσεις.
Αυτό το έγκλημα δεν πρέπει να ξεχαστεί. Πρέπει να γίνει το σημείο εκκίνησης μιας νέας πολιτικής εποχής, όπου η διακυβέρνηση θα πάψει να είναι προνόμιο των λίγων και θα γίνει υπόθεση των πολλών.