Όταν ο γεωγράφος Κροπότκιν μίλησε για την κλιματική αλλαγή

0

Στις 9 Δεκεμβρίου, πίσω στο έτος 1842, γεννιέται ο Ρώσος αναρχικός Πέτρος Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν. Ο  Κροπότκιν ταξίδεψε στον κόσμο μιλώντας για την εξέλιξη της συνεργασίας τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους και την οποία ονόμασε «αλληλοβοήθεια». Τα χρόνια που έζησε στη Σιβηρία τα αφιέρωσε στη μελέτη της φυσικής ιστορίας, φτάνοντας σε πρωτοπόρα για τη εποχή συμπεράσματα. Με τη διαπίστωσή του ότι το κλίμα αλλάζει, άνοιξε τον δρόμο για τη σημερινή κλιματική επιστήμη. Παράλληλα, μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του Μάρρεϋ Μπούκτσιν στη διαμόρφωση του σώματος ιδεών που ονόμασε κοινωνική οικολογία προήλθε από τη μελέτη του έργου του Κροπότκιν. Το παρακάτω άρθρο του Mike Davis δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Transnational Institute of Social Ecology, ενώ η πλήρης μορφή του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Left Review (τεύχος 97, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2016). Ο Mike Davis είναι συγγραφέας, κοινωνιολόγος, θεωρητικός της πόλης και της αστικής ανάπτυξης, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής. Ευρέως γνωστός για την έρευνά του σε θέματα εξουσίας και κοινωνικών τάξεων στη Νότια Καλιφόρνια. Μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε από τον Δημήτρη Πλαστήρα.

Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή συνήθως παρουσιάζεται ως πρόσφατη ανακάλυψη, με μια ιστορία που δεν φτάνει πέρα από τον Charles Keeling και τις δειγματοληπτικές αναλύσεις ατμοσφαιρικών αερίων που πραγματοποίησε στο σταθμό του κοντά στη κορυφή του Μάουνα Λόα τη δεκαετία του ’60 ή στην καλύτερη ως το θρυλικό άρθρο του Svarte Arrhenius για τις εκπομπές άνθρακα και το φαινόμενο του θερμοκηπίου το 1896. Στην πραγματικότητα, οι επιβλαβείς κλιματικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα η επίδραση της αποψίλωσης των δασών και των αγροτικών καλλιεργειών στα επίπεδα της ατμοσφαιρικής υγρασίας, έχουν παρατηρηθεί, και συχνά με υπερβολή, από τον Διαφωτισμό έως τα τέλη του δέκατου ενάτου αιώνα. Η ειρωνεία της επιστήμης της Βικτωριανής εποχής όμως ήταν πως, αν και η ανθρώπινη επίδραση στο κλίμα, είτε ως αποτέλεσμα αποψίλωσης είτε βιομηχανικής μόλυνσης, είχε ευρέως αναγνωριστεί, και κάποιες φορές είχε προβλεφθεί σαν μια επικείμενη καταστροφή για τις μεγάλες πόλεις, ελάχιστοι αν όχι κανένας από τους μεγάλους στοχαστές αναγνώρισαν ένα μοτίβο φυσικής κλιματικής μεταβλητότητας στην αρχαία ή σύγχρονη ιστορία. Η λαϊελιανή (Charles Lyell) κοσμοθεωρία, που αποθεώθηκε από τον Δαρβίνο στην Προέλευση των Ειδών, αντικατέστησε τον βιβλικό καταστροφισμό με μια θεωρία αργής γεωλογικής και περιβαλλοντολογικής εξέλιξης μέσα στον χρόνο. Παρά την ανακάλυψη της Εποχής των Παγετώνων από τον Ελβετό γεωλόγο Louis Agassiz στα τέλη της δεκαετίας του 1830, η σύγχρονη επιστημονική τάση ήταν εναντίον των κλιματικών διαταραχών, είτε περιοδικών ή προοδευτικών, σε κλίμακα ιστορικού χρόνου. Η κλιματική αλλαγή, όπως και η εξέλιξη, μετριόταν σε απροσδιόριστα μακρά χρονικά διαστήματα (eons) και όχι σε αιώνες (centuries).

Παραδόξως, χρειάστηκε η «ανακάλυψη» ενός υποτιθέμενου ετοιμοθάνατου πολιτισμού στον Άρη ώστε να ανάψει τελικά το ενδιαφέρον για την ιδέα, που προτάθηκε πρώτα από τον αναρχικό γεωγράφο Κροπότκιν στα τέλη της δεκαετίας του 1870, πως τα 14.000 χρόνια από την τελευταία περίοδο που οι παγετώνες ήταν στη μέγιστη έκτασή τους (Glacial Maximum) αποτελούσαν μια εποχή συνεχιζόμενης και καταστροφικής αποξήρανσης του εσωτερικού των ηπείρων. Η θεωρία αυτή –μπορούμε να την αποκαλέσουμε «παλιά κλιματική ερμηνεία της ιστορίας»– ήταν ιδιαίτερα σημαντική στις αρχές του 20ού αιώνα, γρήγορα όμως ξεθώριασε με την έλευση της δυναμικής μετεωρολογίας κατά τη δεκαετία του 1940, δίνοντας έμφαση στην αυτορρυθμιζόμενη κλιματική ισορροπία. Αυτό που πολλοί πίστευαν φανατικά πως ήταν κλειδί στην παγκόσμια ιστορία βρέθηκε και έπειτα χάθηκε, απαξιώνοντας αυτούς που το ανακάλυψαν σχεδόν εντελώς όπως και οι διακεκριμένοι αστρονόμοι που είχαν δει (και σε κάποιες περιπτώσεις, ισχυριζόταν πως φωτογράφισαν) κανάλια πάνω στον Κόκκινο Πλανήτη. Αν και το επίμαχο κομμάτι αφορούσε κυρίως γερμανόφωνους και αγγλόφωνους γεωγράφους και ορεντιαλιστές, η αρχική θεωρία –η μεταπαγετική ξήρανση ως τον μηχανισμό πίσω από την ιστορία της Ευρασίας– πήρε μορφή μέσα στη «σχολή ανώτατων σπουδών» του Τσάρου: στο διαβόητο Φρούριο των Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη, όπου ο νεαρός πρίγκηπας Piotr Kropotkin, μαζί με άλλους επιφανείς διανοούμενους, κρατούνταν ως πολιτικός κρατούμενος.

Αποστολή στη Σιβηρία

Ο διάσημος αναρχικός ήταν επίσης και ένας πρώτης τάξης φυσικός επιστήμονας, φυσικός γεωγράφος και εξερευνητής. Το 1862, προσφέρθηκε εθελοντικά να αυτοεξοριστεί στην ανατολική Σιβηρία ώστε να ξεφύγει από την αποπνικτική ζωή του αυλικού σε μια όλο και πιο αντιδραστική αυλή. Ο Αλέξανδρος Β’ του προσέφερε μια θέση στο τάγμα της επιλογής του, επέλεξε μια νεοσύστατη μονάδα Κοζάκων στην Υπερβαϊκάλη, όπου η εκπαίδευση, το θάρρος και η αντοχή του γρήγορα τον έφεραν στο να ηγηθεί μιας σειράς αποστολών –τόσο για επιστημονικούς όσο και για λόγους κατασκοπείας– σε ένα αχανές, ανεξερεύνητο συνονθύλευμα βουνών και ερημότοπων τάιγκα που πρόσφατα είχαν προσαρτηθεί από την Αυτοκρατορία. Είτε μετρηθεί ως φυσική πρόκληση είτε ως επιστημονικό επίτευγμα, οι εξερευνήσεις του Κροπότκιν στη χαμηλότερη κοιλάδα του Αμούρ και στη καρδιά της Μαντσουρίας, ακολουθούμενη από μια ηρωϊκή ανίχνευση της «τεράστιας και ερημωμένης  ορεινής περιοχής  ανάμεσα στον Λένα στη Βόρεια Σιβηρία και στα άνω όρια του Αμούρ κοντά στην Τσιτά», ήταν συγκρίσιμες με τη Μεγάλη Βόρεια Αποστολή του Vitus Bering κατά τον 18ο αιώνα ή με τις σύγχρονες εξερευνήσεις του Υψίπεδου του Κολοράντο από τον John Wesley Powell και τον Clarence King.

Έπειτα από χιλιάδες μίλια ταξιδιού, συνήθως σε τραχύ έδαφος, ο Κροπότκιν ήταν σε θέση να δείξει πως η ορογραφία της βορειοανατολικής Ασίας ήταν ιδιαίτερα διαφορετική από αυτή που είχαν οραματιστεί ο Alexander von Humboldt και οι ακόλουθοί του. Επίσης ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να δείξει πως το υψίπεδο ήταν ένας «βασικός και ανεξάρτητος τύπος του ανάγλυφου της Γης» με τόσο ευρεία «κατανομή όσο οι οροσειρές».

Ο Κροπότκιν συνάντησε επίσης ένα γρίφο στην Σιβηρία που αργότερα προσπάθησε να επιλύσει στη Σκανδιναβία. Ενώ βρισκόταν στο επικό του ταξίδι στο ορεινό έδαφος μεταξύ του Λένα και του άνω Αμούρ, η ανακάλυψη από τον ζωολόγο σύντροφο του, τον Poliakov, «παλαιολιθικών απολιθωμάτων στους αποξηραμένους πυθμένες συρρικνωμένων λιμνών και άλλων παρόμοιων παρατηρήσεων» έδωσαν στοιχεία για την αποξήρανση της Ασίας. Αυτό συμφωνούσε με τα ευρήματα άλλων εξερευνητών στην Κεντρική Ασία –ιδιαίτερα στη στέπα της Κασπίας και στη λεκάνη του Ταρίμ– ερειπωμένων πόλεων σε ερήμους και ξηρές λίμνες που κάποτε είχαν γεμίσει μεγάλες λεκάνες.

Μετά την επιστροφή του από τη Σιβηρία, ο Κροπότκιν πήρε μια αποστολή από τη Ρωσική Γεωγραφική Εταιρεία για τη μελέτη των λιθώνων των παγετώνων και των λιμναίων κύκλων στη Σουηδία και τη Φινλανδία. Οι θεωρίες του Agassiz για την εποχή των πάγων ήταν σημαντικό θέμα συζήτησης στους ρωσικούς επιστημονικούς κύκλους, αλλά η φυσική του πάγου δεν ήταν ακόμη κατανοητή. Μέσα από λεπτομερείς παρατηρήσεις των ραβδώσεων των επιφανειών των βράχων, ο Κροπότκιν συμπέρανε ότι η τεράστια μάζα των ηπειρωτικών στρωμάτων πάγου τα έκανε να ρέουν πλαστικά, σχεδόν σαν ένα υπερ-ρευστό υγρό – το «πιο σημαντικό επιστημονικό του επίτευγμα» σύμφωνα με έναν ιστορικό της επιστήμης. Επίσης πείστηκε πως οι ευρασιατικοί παγετώνες εκτείνονταν νότια ως τον 50ο παράλληλο. Αν αυτό ήταν όντως αλήθεια, σήμαινε πως με την υποχώρηση του πάγου, η βόρεια στέπα έγινε ένα τεράστιο μωσαϊκό λιμνών και βάλτων (σκέφτηκε πως ένα μεγάλο μέρος της Ευρασίας θα έμοιαζε κάποτε με τα έλη του Πρίπετ), που στη συνέχεια στέγνωσαν και μετατράπηκαν σε λιβάδια και τελικά άρχισαν να μετατρέπονται σε έρημο. Η ξήρανση είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία (η οποία προκαλούσε, και όχι προκαλούμενη από, μειωμένη βροχόπτωση) που ο Κροπότκιν πίστευε πως ήταν ορατή σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο.

Μια αδρή περιγραφή αυτής της τολμηρής θεωρίας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε μια συνάντηση της Γεωγραφικής Εταιρείας τον Μάρτιο του 1874. Λίγο μετά την ομιλία, συνελήφθη από τον φοβερό Τρίτο Τομέα και κατηγορήθηκε ως ένας «Borodin», μέλος μιας κρυφής αντιτσαρικής ομάδας, του Κύκλου του Τσαϊκόφσκι (Nikolai Tchaikovsky). Χάρη σε αυτή την «ευκαιρία για διακοπές που του δόθηκε» και στην ειδική άδεια από τον Τσάρο (Ο Κροπότκιν παρέμενε πρίγκηπας) μπόρεσε να προμηθευτεί βιβλία και να συνεχίσει την επιστημονική του συγγραφή μέσα στη φυλακή, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος της σχεδιαζόμενης δίτομης παρουσίασης των θεωριών του για τους παγετώνες και το κλίμα.

Αυτή ήταν η πρώτη επιστημονική απόπειρα να γίνει μια ολοκληρωμένη υπόθεση για τη φυσική κλιματική αλλαγή ως κύριο κινητήριο μοχλό στην ιστορία του πολιτισμού.

Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, η διανόηση κατά τον Διαφωτισμό και την πρώιμη Βικτωριανή εποχή δεχόταν γενικά πως το κλίμα ήταν ιστορικά σταθερό, στατικό, με τα ακραία φαινόμενα να είναι απλώς τα άκρα ενός μέσου όρου.

Αντίθετα, η επίδραση τη ανθρώπινης παρέμβασης στο τοπίο πάνω στον κύκλο του νερού συζητιόταν από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Για παράδειγμα, ο Θεόφραστος, ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, πίστευε πως η αποξήρανση μιας λίμνης κοντά στη Λάρισα στη Θεσσαλία είχε μειώσει την ανάπτυξη του δάσους και είχε κάνει το κλίμα πιο ψυχρό. Δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο Κόμης de Buffon, ο Κόμης de Volney, ο Thomas Jefferson, ο Alexander von Humboldt, ο Jean-Baptiste Boussingault και ο Henri Becquerel (για να αναφέρω μια μικρή λίστα) ανέφεραν το ένα παράδειγμα μετά το άλλο για το πώς η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία άλλαζε δραστικά τα τοπικά κλίματα μέσα από την αποψίλωση δασών και της εκτεταμένης γεωργίας. «Ο Buffon», έγραψε ο Clarence, «συμπέρανε πως ήταν δυνατό για τον άνθρωπο να ρυθμίσει ή να αλλάξει ριζικά το κλίμα». Δίχως μακρόχρονα κλιματικά αρχεία που ίσως να αποκάλυπταν μεγάλες φυσικές μεταβολές στα καιρικά μοτίβα, οι φιλόσοφοι αντίθετα πιάστηκαν από τις αμέτρητες περιστασιακές αναφορές για μειωμένες βροχοπτώσεις στο πέρασμα στις καλλιέργειες φυτειών στα νησιά των αποικιών. Στο ίδιο κλίμα, ο μεγαλύτερος αδερφός του Auguste Blanqui, ο πολιτικός οικονομολόγος Jerome-Adolphe Blanqui, αργότερα ανέφερε τη Μάλτα ως παράδειγμα μιας ανθρωπογενούς νησιωτικής ερήμου και προειδοποίησε πως η συστηματικά υλοτομημένοι πρόποδες των γαλλικών Άλπεων κινδύνευαν να μετατραπούν σε μια ξερή «Arabia Petraea», ως το τέλος της δεκαετίας του 1840, σύμφωνα με το Michael Williams, «η αποψίλωση και η επακόλουθη ερημοποίηση ήταν ένα από τα μεγάλα ‘μαθήματα της ιστορίας’ που κάθε μορφωμένος άνθρωπος γνώριζε».

Δύο από αυτούς τους εγγράμματους ανθρώπους ήταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, και οι δύο ήταν γοητευμένοι από την προειδοποιητική αφήγηση του Βαυαρού βοτανολόγου Karl Fraas για τη μεταμόρφωση του κλίματος της ανατολικής Μεσογείου από την εκκαθάριση της γης και τη βοσκή. Ο Fraas ήταν μέλος της εντυπωσιακής επιστημονικής ακολουθίας που συνόδευε τον Βαυαρό πρίγκηπα Όθωνα, όταν έγινε βασιλιάς της Ελλάδας το 1832. Γράφοντας στον Engels το 1868, ο Marx είχε ενθουσιαστεί με το βιβλίο:

«Ισχυρίζεται πως σαν αποτέλεσμα της καλλιέργειας και σε συνάρτηση με τον βαθμό της, η δροσιά, τόσο αγαπημένη από τον χωρικό χάθηκε (γι’ αυτό και τα φυτά μεταναστεύουν από τον νότο προς τον βορρά) και τελικά ο σχηματισμός στεπών ξεκινά. Τα πρώτα αποτελέσματα της καλλιέργειας είναι χρήσιμα, αργότερα καταστροφικά λόγω της αποψίλωσης των δασών κ.λπ. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας βαθιά μορφωμένος φιλόλογος (έχει γράψει βιβλία στα ελληνικά) και χημικός, ειδικός στις καλλιέργειες κ.λπ. Το τελικό συμπέρασμα είναι πως η καλλιέργεια όταν προχωρά με πρωτόγονο τρόπο και δίχως να ελέγχεται συνειδητά (καθώς ένας αστός φυσικά δεν φτάνει σε αυτό), αφήνει πίσω της ερήμους, Περσία, Μεσοποταμία κ.λπ. Ελλάδα. Εδώ ξανά υπάρχει μια υποσυνείδητη σοσιαλιστική τάση!»

Ομοίως ο Engels, αναφερόμενος αργότερα στην αποψίλωση της Μεσογείου στη Διαλεκτική της Φύσης, προειδοποιούσε πως έπειτα από κάθε «ανθρώπινη νίκη», «η φύση παίρνει την εκδίκησή της»: «Κάθε νίκη, είναι αλήθεια, στην αρχή φέρνει τα αποτελέσματα που περιμένουμε, αλλά σε δεύτερο και τρίτο χρόνο έχει πολύ διαφορετικά, απρόβλεπτα αποτελέσματα που πολύ συχνά ακυρώνουν τα πρώτα». Αν όμως η φύση έχει δόντια με τα οποία δαγκώνει πίσω την ανθρώπινη κατάκτηση, ο Engels δεν είδε κανένα στοιχείο πως οι φυσικές δυνάμεις δρουν σαν ανεξάρτητοι παράγοντες αλλαγής μέσα στο εύρος του ιστορικού χρόνου. Όπως τόνισε σε μια περιγραφή του σύγχρονου Γερμανικού τοπίου, ο πολιτισμός είναι προμηθεϊκός ενώ η φύση είναι το πολύ αντιδραστική:

«Είναι διαβολικά λίγο αυτό που έχει απομείνει από τη φύση όπως ήταν στη Γερμανία όταν οι Γερμανικές φυλές μετανάστευσαν σε αυτή. Η επιφάνεια της γης, το κλίμα, η βλάστηση, η πανίδα και τα ίδια τα ανθρώπινα όντα έχουν αλλάξει πάρα πολύ, και όλα αυτά οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα, ενώ οι αλλαγές της φύσης στη Γερμανία που έχουν συμβεί σε αυτή τη χρονική περίοδο δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση είναι ανυπολόγιστα μικρές».

Το νέο σχετικό βιβλίο των εκδόσεων Black Rose Books (πατήστε την εικόνα)

Σε αντίθεση με τον 17ο αιώνα, όταν σεισμοί, κομήτες, λοιμοί και αρκτικοί χειμώνες ενίσχυσαν μια κατακλυσμική εικόνα της φύσης ανάμεσα στους μεγάλους σοφούς όπως ο Newton, ο Halley και ο Leibniz, ο καιρός και η γεωλογία στην Ευρώπη του 19ου αιώνα έμοιαζαν σταθερά από δεκαετία σε δεκαετία σαν να είναι ο χρυσός κανόνας. Για αυτόν τον λόγο, ο Marx και ο Engels δεν σκέφτηκαν την πιθανότητα πως οι φυσικές συνθήκες παραγωγής τις δυο τρεις τελευταίες χιλιετίες μπορεί να ήταν αντικείμενο κατευθυνόμενης εξέλιξης ή επικής διακύμανσης, ή πως το κλίμα έτσι είχε τη δική του διακριτή ιστορία, που συνεχώς διασταυρωνόταν και συνδημιουργούσε μια διαδοχή διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών. Σίγουρα πίστευαν πως η φύση είχε ιστορία, αλλά πως υπήρχε σε μακροχρόνιες εξελικτικές ή γεωλογικές κλίμακες. Όπως και οι περισσότεροι μορφωμένοι άνθρωποι στη μεσοβικτωριανή Αγγλία, δέχονταν την οπτική του ομοιομορφισμού πάνω στην ιστορία της γης του Σερ Charles Lyell, πάνω στην οποία ο Δαρβίνος έχτισε τη θεωρία του της φυσικής επιλογής, ακόμη κι αν σατήριζαν την αντανάκλαση της φιλελεύθερης αγγλικής ιδεολογίας στην ιδέα της γεωλογικής σταδιακότητας.

Η μακρά διεθνής διαμάχη, που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1830 γύρω από την «ανακάλυψη» από τον Agassiz της Μεγάλης Εποχής των Παγετώνων, δεν έθεσε το ανθρωποκεντρικό αυτό μοντέλο υπό αμφισβήτηση, μιας και οι γεωλόγοι είχαν για χρόνια πρόβλημα με τη χρονολόγηση της Πλειστόκαινου: ήταν ανήμποροι να βρουν τη σειρά της διαδοχής ανάμεσα σε όσα παρέσερναν οι παγετώνες ή να υπολογίσουν τη σχετική ηλικία των ευρημάτων από αρχαίους ανθρώπους και μεγαπανίδα, των οποίων η ανακάλυψη είχε γίνει μια σταθερή πηγή ενθουσιασμού στους μεσοβικτωριανούς καιρούς. Αν και «η μελέτη των παγετώνων άνοιξε τον δρόμο για την αντίληψη της πραγματικότητας των βραχυπρόθεσμων αλλαγών στο κλίμα σε σχέση με τον γεωλογικό χρόνο», δεν υπήρχε μέτρο για τη χρονική απόσταση της Εποχής των Παγετώνων από το σύγχρονο κλίμα. Ο Cleveland Abbe, ο μεγαλύτερος Αμερικάνος επιστήμονας του κλίματος των τελών του 19ου αιώνα, εξέφρασε την άποψη της σχολής της «ρασιοναλιστικής κλιματολογίας» όταν το 1899 έγραφε πως «μεγάλες αλλαγές συνέβησαν στη διάρκεια των γεωλογικών εποχών ίσως 50.000 χρόνια μακριά», αλλά «καμιά σπουδαία κλιματική αλλαγή δεν παρουσιάστηκε από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας».

Η αποξήρανση της Ασίας

Ο Κροπότκιν αμφισβήτησε αυτή την ορθοδοξία, υποστηρίζοντας μια συνέχεια των παγκόσμιων κλιματικών δυναμικών μεταξύ του τέλους της εποχής των παγετώνων και της σύγχρονης εποχής. Μακριά από το στατικό μοντέλο στο οποίο πίστευαν οι πρώιμοι μετεωρολόγοι, το κλίμα άλλαζε συνεχώς κατά κάποια έννοια προς μια κατεύθυνση στη διάρκεια της ιστορίας και δίχως τη βοήθεια του ανθρώπου. Το 1904, στη δέκατη τρίτη επέτειο της αρχικής του παρουσίασης στους Ρώσους γεωγράφους, και εν μέσω αρκετού δημόσιου ενδιαφέροντος για πρόσφατες αποστολές στο εσωτερικό της Ασίας από τον Σουηδό γεωγράφο Sven Hedin και τον Αμερικάνο γεωλόγο Raphael Pumpelly, η Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία προσκάλεσε το Κροπότκιν να αναλύσει την άποψή του.

Στο άρθρο του, ισχυρίστηκε πως οι πρόσφατες εξερευνήσεις, όπως του Hedin, είχαν δικαιώσει πλήρως τη θεωρία του για τη γρήγορη αποξήρανση στη μετα-παγετωνική εποχή, αποδεικνύοντας πως «από έτος σε έτος τα όρια των ερήμων επεκτείνονται». Βασισμένος σε αυτή την ασταμάτητη τάση από παγετώνα σε λίμνη και από λιβάδια σε έρημο, πρότεινε μια εκπληκτικά νέα θεωρία. Το Ανατολικό Τουρκεστάν και η Κεντρική Μογγολία, υποστήριξε, ήταν κάποτε καλά αρδευόμενα και «προηγμένα σε πολιτισμό»:

«Όλα αυτά έχουν τελειώσει τώρα, και πρέπει να υπήρξε γρήγορη αποξήρανση της περιοχής αυτής που έσπρωξε τους κατοίκους της να φύγουν διά της Γιουνκαριανής Πύλης, προς τις πεδιάδες του Μπακλάς και του Όμπι, και κατόπιν, σπρώχνωντας τους πρώην κατοίκους των πεδιάδων, παράγοντας τις μεγάλες μεταναστεύσεις και εισβολές στην Ευρώπη που πραγματοποιήθηκαν στους πρώτους αιώνες της εποχής μας».

Ούτε ήταν απλώς μια κυκλική διακύμανση: η προοδευτική αποξήρανση, τόνιζε ο Κροπότκιν, «είναι ένα γεωλογικό γεγονός», και η Λιμναία Περίοδος (>Ολόκαινος) πρέπει να γίνει αντιληπτή σαν μια εποχή επεκτεινόμενης ξηρασίας. Όπως είχε γράψει πέντε χρόνια νωρίτερα: «Και τώρα είμαστε ολοκληρωτικά σε μια περίοδο ταχείας αποξήρανσης, συνοδευόμενης από τη δημιουργία ξηρών πεδιάδων και στεπών, και ο άνθρωπος πρέπει να βρει τι σημαίνει να ελέγχει η αποξήρανση της οποίας είναι θύμα ήδη η Κεντρική Ασία και που απειλεί τη Νοτιοανατολική Ευρώπη». Μόνο μία ηρωική και συντονισμένη δράση –η φύτευση εκατομμυρίων δέντρων και το άνοιγμα χιλιάδων αρτεσιανών πηγαδιών– θα μπορούσε να σταματήσει τη φυσική ερημοποίηση.

Η υπόθεση του Κροπότκιν για τη φυσική, προοδευτική αλλαγή του κλίματος είχε μια διαφορετική υποδοχή: χαιρετίστηκε με περισσότερο σκεπτικισμό στην ηπειρωτική Ευρώπη από ό,τι στον αγγλόφωνο κόσμο ή ανάμεσα σε επιστήμονες που εργάζονταν στην έρημο. Στη Ρωσία, που οι συνεισφορές του στη φυσική γεωγραφία ήταν πολύ καλά γνωστές, υπήρξε έντονο ενδιαφέρον μετά τον λιμό του 1891-92, για την κατανόηση του αν η ξηρασία στην στέπα, το νέο σύνορο στη καλλιέργεια σιτηρών, ήταν το αποτέλεσμα της καλλιέργειας η ένας οιωνός της υφέρπουσας ερημοποίησης. Για το γεγονός αυτό, οι δυο διεθνώς αναγνωρισμένες αυθεντίες στο θέμα, ο Aleksandr Voeikov –πρωτοπόρος της σύγχρονης κλιματολογίας και παλιός συνεργάτης του Κροποτκιν στα 1870– και ο Vasili Dokuchaev, αναγνωρισμένος ως ο πατέρας «της επιστήμης του εδάφους», βρήκαν ελάχιστες ενδείξεις για την ύπαρξη οποιασδήποτε από τις δυο διεργασίες. Κατά την άποψή τους, το κλίμα της στέπας δεν άλλαξε στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, αν και η διαδοχή ξηρών και υγρών ετών μπορεί να είναι κυκλικής φύσης. Ο Voeikov, όπως πολλοί άλλοι σύγχρονοι επιστήμονες στην Ευρώπη, έδειχνε ενδιαφέρον αν δεν ήταν ήδη πεπεισμένος από τις ιδέες για την κλιματική μεταβλητότητα που προωθούσε ο Γερμανός Eduard Brückner. […]

Στην πραγματικότητα, η θεωρία του Κροπότκιν, βασισμένη στο γεωγραφικό ανάγλυφο και στην υπόθεση ενός Ευρασιατικού παγετώνα, ήταν ένα άλμα υπόθεσης μακριά από κάθε δεδομένο για τις προηγούμενες κλιματολογικές συνθήκες ή τα αίτια τους. Πράγματι, ήταν ουσιαστικά μη δοκιμασμένη. Η θεωρητική σε αντίθεση με την περιγραφική μετεωρολογία, για παράδειγμα, ήταν ακόμη στα σπάργανά της. Κατά σύμπτωση, το άρθρο του Κροπότκιν δημοσιεύτηκε σχεδόν ταυτόχρονα με ένα ασαφές άρθρο ενός Νορβηγού επιστήμονα με το όνομα Jacob Bjerknes που έθετε τα πρώτα θεμέλια για τη φυσική της ατμόσφαιρας, με τη μορφή μιας δεκάδας βασικών εξισώσεων προερχόμενες από τη μηχανική των ρευστών και τη θερμοδυναμική. «Αυτός [o Bjerknes]συνέλαβε την ατμόσφαιρα», σημειώνει ένας ιστορικός της γεωφυσικής, «από μια καθαρά μηχανική και φυσική οπτική, σαν μια ‘μηχανή κυκλοφορίας αέριων μαζών’, κινούμενη από την ηλιακή ακτινοβολία και εμποδιζόμενη από την περιστροφή, εκφραζόμενη με τοπικές διαφορές στην ταχύτητα, τη πυκνότητα, την ατμοσφαιρική πίεση, τη θερμοκρασία και την υγρασία». Θα χρειαζόταν περισσότερο από μισός αιώνας ώστε αυτοί οι εννοιολογικοί σπόροι να εξελιχθούν στη σύγχρονη δυναμική μετεωρολογία. Στο μεταξύ, ήταν αδύνατο να προταθεί ένα κλιματικό μοντέλο για τη θεωρία του Κροπότκιν. […]

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ωστόσο, η προοδευτική θέρμανση του εσωτερικού της Ασίας παρήγαγε ένα δίκτυο ξήρανσης που οι μελετητές προειδοποιούν πως μπορεί να είναι το πρελούδιο για τη μελλοντική βόρεια εξάπλωση των ερήμων. Στο μεταξύ, άλλοι επιστήμονες του κλίματος έχουν εκφράσει ανησυχίες πως τα επίπεδα βροχόπτωσης στη δυτική Ασία αλλάζουν επίσης ριζικά. Μια ερευνητική ομάδα βασιζόμενη στο LDEO (Lamont-Doherty Earth Observatory) του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, που μελετά τις σύγχρονες και τις ιστορικές μεγαξηρασίες, πρόσφατα δημοσίευσε ένα άρθρο που προειδοποιούσε πως η καταστροφική ξηρασία μεταξύ 2007-’10 στη Συρία, η πιο σοβαρή στην οργανική καταγραφή και βασικός καταλύτης για την κοινωνική αναταραχή, ήταν μάλλον κομμάτι μιας «μακροχρόνιας τάσης ξήρανσης» που σχετιζόταν με τις ανοδικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό έρχεται ανησυχητικά σε συμφωνία με μια προηγούμενη μελέτη  που προέβλεψε πως ολόκληρη η κλιματολογική εύφορη ημισέληνος, από την κοιλάδα του Ιορδάνη έως τους πρόποδες του Ζάγκρος, θα εξαφανιστεί πιθανώς μέχρι το τέλος του αιώνα.

«Οι τροφοδοτούμενες από τη βροχή καλλιέργειες επέτρεψαν στους πολιτισμούς να ανθίσουν στην περιοχή της εύφορης ημισελήνου, η ευλογία αυτή όμως σύντομα θα εξαφανιστεί εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής που προκάλεσε ο άνθρωπος» .

Η Ανθρωπόκαινος, όπως φαίνεται, μπορεί να δικαιώσει τελικά τον Κροπότκιν.

Βλ. επίσης:

Κροπότκιν: η σχέση του με τα Χριστούγεννα & τον Άγιο Νικόλαο

Αφήστε ένα σχόλιο

3 + eleven =