Κείμενο της ρωσικής συλλογικότητας Antijob.Media. Φωτογραφία κειμένου: Διαμαρτυρία εργαζομένων έξω από το εργοστάσιο του Βίμποργκ
Πριν από καιρό γράψαμε για τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή, αλλά όπως σωστά σημείωσαν οι αναγνώστες μας, κάτι παρόμοιο, αλλά δυστυχώς σε μικρότερη κλίμακα και με τις δικές του ιδιαιτερότητες, είχε συμβεί και στη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υπήρξαν αρκετές απόπειρες των εργατών να πάρουν τον έλεγχο των επιχειρήσεών τους με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Θα σας διηγηθούμε την ιστορία της πιο επιτυχημένης από αυτές, της χαρτοβιομηχανίας του Βίμποργκ, και θα προσπαθήσουμε να τη συγκρίνουμε με την ιστορία της κατάληψης του εργοστασίου κεραμικών Zanon από Αργεντινούς εργάτες.
Το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού του Βίμποργκ, λοιπόν, είναι μια επιχείρηση που βρίσκεται στο χωριό Σοβιέτσκι κοντά στο Βίμποργκ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 υπήρχαν περισσότεροι από 2000 εργαζόμενοι και στην πραγματικότητα ήταν η επιχείρηση μέσω της οποίας βιοπορίζονταν η πόλη. Ήταν δύσκολο να βρεθεί άλλη δουλειά. Τη δεκαετία του ’90 η επιχείρηση ιδιωτικοποιήθηκε και μέσω ενός απλού σχεδίου με εργολαβικές εταιρείες, οι οποίες προμήθευαν τις πρώτες ύλες σε φουσκωμένες τιμές και αγόραζαν τα προϊόντα σε χαμηλές τιμές, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία. Οι ωφελημένοι από όλη αυτή τη διαδικασία ήταν προφανώς οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης. Επιδίωκαν σκανδαλωδώς έναν απλό στόχο – να αντλήσουν κεφάλαια για τις τσέπες τους και μετά να εξαφανιστούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Τότε – υπάρχουν πολλές παρόμοιες ιστορίες – οι καπιταλιστές προτιμούσαν να παίζουν σύντομα, να πετύχουν το τζακ ποτ και να προχωρούν σε νέους στόχους. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι έμεναν χωρίς μισθούς για μήνες, ακόμη και χρόνια και αργότερα χωρίς δουλειά, αφού η πτωχευμένη επιχείρηση θα έκλεινε και τα περιουσιακά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του ακριβού εξοπλισμού, θα πωλούνταν. Αυτό θα γινόταν και εδώ, αλλά υπήρξε διαφορετική εξέλιξη.
«Βελτιστοποίηση» στα πρότυπα της δεκαετίας του ’90
Οι ιδιοκτήτες της νέας εταιρείας «Nimonor Investments», που αγόρασε το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού του Βίμποργκ, θέλησαν να το μετατρέψουν σε πριονιστήριο, απολύοντας με αυτόν τον τρόπο το μισό εργατικό δυναμικό. Αντικατέστησαν την ασφάλεια του εργοστασίου με τη δική τους και προφανώς αργότερα θα μπορούσαν εύκολα να ξεκινήσουν το ξεπούλημα των «περιττών» περιουσιακών στοιχείων. Όμως οι εργαζόμενοι του εργοστασίου οργανώθηκαν και σχημάτισαν τη δικιά τους περιφρούρηση, με σκοπό να φυλάει την επιχείρηση παράλληλα με την ασφάλεια των ιδιοκτητών. Στη συνέχεια, καθώς οι εργαζόμενοι δεν λάμβαναν μισθούς για μήνες, οργάνωσαν μια γενική συνέλευση και ίδρυσαν ένα συνδικάτο αποτελούμενο από εργάτες και τοπικούς δημοτικούς συμβούλους. Πιστεύουμε ότι αυτοί, θα πρέπει να αναφερθούν ξεχωριστά.
Αναμφίβολα, όπως και τώρα, υπήρχαν πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι που ήταν οι ίδιοι επιχειρηματίες ή εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα κάποιας επιχείρησης. Αλλά τότε ακόμη οι τοπικές εκλογές δεν είχαν υποβαθμιστεί εντελώς σε μια απάτη και ως εκ τούτου μεταξύ των δημοτικών συμβούλων μπορούσαν να βρεθούν και άνθρωποι που δεν ήταν ενταγμένοι στο σύστημα και ήταν έτοιμοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να το πολεμήσουν. Υπό μια ορισμένη έννοια, η ύπαρξη τέτοιων ανθρώπων ήταν καλή. Είναι πολύ πιθανό (αλλά δεν είναι σίγουρο) ότι οι εργαζόμενοι δεν θα τολμούσαν να πολεμήσουν τους ιδιοκτήτες χωρίς αυτούς που είχαν κάποια δύναμη στα χέρια τους. Αλλά εδώ γίνεται εμφανής η τεράστια αντίθεση με την κατάσταση των κατειλημμένων εργοστασίων της Αργεντινής. Στην Αργεντινή αν υπήρχαν εξωτερικοί ακτιβιστές που τους βοήθησαν, πρώτον δεν ήταν δημοτικοί σύμβουλοι και δεύτερον, η κύρια οργανωτική δουλειά γινόταν από τους ίδιους τους εργάτες. Και ακόμη πιο σημαντικό, στις περισσότερες από τις κατειλημμένες επιχειρήσεις εισήχθη η πρακτική των τακτικών συνελεύσεων των εργατών για την επίλυση ζητημάτων παραγωγής και διαχείρισης. Δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο στο εργοστάσιο του Βίμποργκ. Δυστυχώς, η τάση να στηρίζεται κανείς στους ανθρώπους της εξουσίας είχε αποδειχθεί πολύ επίμονη στη Ρωσία. Όπως θα δούμε αργότερα, αυτό θα έβαζε τέλος στο καλό ξεκίνημα των εργαζομένων.
Έτσι, το σωματείο άρχισε να λειτουργεί. Προσπάθησε να αναγκάσει τις αρχές να λύσουν το πρόβλημα του βιοπορισμού των εργαζομένων, να αναγκάσει – μέσω του κρατικού μηχανισμού – τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης να ακολουθήσει τη σύμβαση βάσει της οποίας είχε αποκτήσει το εργοστάσιο, δηλαδή να μην το επαναπρογραμματίσει και να διατηρήσει όλες τις θέσεις εργασίας. Όταν έγινε σαφές ότι αυτό ήταν ανώφελο, η συνδικαλιστική επιτροπή κάλεσε γενική συνέλευση των εργαζομένων στην οποία αποφάσισαν να ξεκινήσουν την παραγωγή ανεξάρτητα, χωρίς τον ιδιοκτήτη. Η συνέλευση αποφάσισε να λειτουργήσει το εργοστάσιο υπό μια νέα μορφή ιδιοκτησίας – ως συλλογική ιδιοκτησία των εργαζομένων της (CJSC «Vyborg PPM»). Οι φορολογικές αρχές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν κάτι τέτοιο, αλλά οι εργαζόμενοι απείλησαν να αποκλείσουν τον αυτοκινητόδρομο «Σκανδιναβία» που συνδέει τη Ρωσία με τη Φινλανδία.
Ο αγώνας και τα αποτελέσματα
Τη μέρα που ο κόσμος βγήκε να μπλοκάρει τον αυτοκινητόδρομο, το ζήτημα επιλύθηκε σε λιγότερο από δέκα λεπτά και η συλλογικότητα των εργαζομένων ξεκίνησε την παραγωγή στο εργοστάσιο του Βίμποργκ, παρά τη θέληση του επίσημου ιδιοκτήτη. Με αυτό το τρόπο το εργοστάσιο λειτούργησε για λίγο λιγότερο από 2 χρόνια (από τις 6 Μαρτίου 1998 έως τις 18 Ιανουαρίου 2000). Υπήρξαν αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες αρπαγής του από τους νέους «ιδιοκτήτες» (η Nimonor Investments πούλησε το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού στον Alexander Sabodazh). Στη δεύτερη προσπάθεια, στο εργοστάσιο εισέβαλαν οι ειδικές δυνάμεις «Tayfun» (Τυφώνας). Οι εργαζόμενοι όμως ανάγκασαν τους επιδρομείς να αποχωρήσουν. Εν μέσω της σύγκρουσης ορισμένοι από τις ειδικές δυνάμεις ανοίγουν πυρ εναντίον των εργατών. Ως αποτέλεσμα αρκετοί από τους εργάτες τραυματίστηκαν. Μιλούσαν ήδη για την αγορά όπλων και την οργάνωση της άμυνας της επιχείρησης, αλλά μετά τις πρώτες αποτυχίες ο νέος ιδιοκτήτης αρχίζει να ενεργεί πιο πονηρά.
Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να πετύχει το σκοπό του με τη βία, οργάνωσε έναν οικονομικό αποκλεισμό με την υποστήριξη των αρχών. Όλα τα συμβόλαια με το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού μπλοκαρίστηκαν, οι μεταφορές δεν επιτράπηκαν εκεί. Αυτό προκάλεσε περισσότερες καθυστερήσεις στους μισθούς. Ο δημοτικός σύμβουλος και επικεφαλής της Νομοθετικής Συνέλευσης του Βίμποργκ Ρουμπίνοβιτς, ο οποίος προηγουμένως είχε υποστηρίξει τους εργάτες, και ο επικεφαλής της συνδικαλιστικής επιτροπής Κιριάκοφ, ο οποίος συνδεόταν μαζί του, ξαφνικά αυτομόλησαν στο πλευρό των νέων «αφεντικών». Στο τέλος όλα κατέληξαν με μια ασήμαντη δωροδοκία. Ο νέος ιδιοκτήτης άρχισε να πληρώνει στους εργάτες 1000-1500 ρούβλια ο καθένας για να υπογράψουν μια αίτηση για την μεταφορά τους από το εργοστάσιο χαρτοπολτού και χαρτιού του Βίμποργκ στη δική του εταιρεία, και πολύ σύντομα πάνω από το μισό του συνολικού αριθμού των εργατών υπέκυψαν.
Όπως μπορούμε να δούμε, η εξάρτηση από τους δημοτικούς συμβούλους πρόδωσε τους εργαζόμενους. Μόλις εξαγοράστηκαν, όλα κατέρρευσαν. Ομοίως με τον Sabodazh, ο Πούτιν εξαγόρασε την εργατική τάξη της Ρωσίας με «σταθερότητα» σε κλίμακα χώρας. Στο τέλος, όπως δείχνουν οι έρευνες, τα κύρια εργαλεία του είναι η υπακοή και η ισχύς.
Λοιπόν, και τι γίνεται με την Αργεντινή; Το εργοστάσιο κεραμικών Zanon (τώρα FaSinPat) βρίσκεται ακόμα υπό τον έλεγχο των εργαζομένων. Η κατάληψή του γέννησε ένα ολόκληρο κίνημα εργατικής αυτοοργάνωσης σε διάφορες επιχειρήσεις. Εξαιτίας αυτού, στην Αργεντινή εξακολουθούμε να βλέπουμε τον αγώνα των «από κάτω» ενάντια στο κεφάλαιο. Και η έκβασή του δεν έχει ακόμη προκαθοριστεί. Εν τω μεταξύ, στη δική μας περίπτωση, για να το θέσουμε ήπια, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Ωστόσο, τίποτα δεν μας εμποδίζει να αντλήσουμε διδάγματα από τα μαθήματα του παρελθόντος και να μην εμπιστευτούμε ξανά τη μοίρα μας σε άλλους. Είμαστε βέβαιοι ότι αργά ή γρήγορα η ρωσική εργατική τάξη θα έχει την ευκαιρία να διορθώσει αυτό το λάθος. Είναι σημαντικό να μην το παραβλέψουμε και να μην αναθέσουμε ξανά τον αγώνα για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά μας σε κάποιον άλλο.