Το Ξεχασμένο Κίνημα Εργατικών Συμβουλίων της Άνοιξης της Πράγας (1968-’69)

0

Στο βιβλίο του It’s Not Over: Learning From the Socialist Experiment, ο Pete Dolack αφηγείται εκ νέου την ιστορία του κινήματος των εργατικών συμβουλίων στην πρώην Τσεχοσλοβακία, το οποίο ξεπήδησε έπειτα από τη σοβιετική εισβολή του 1968:

Την εποχή της σοβιετικής εισβολής [τον Αύγουστο του 1968] στην Τσεχοσλοβακία, δύο μήνες μετά τη σύσταση των πρώτων εργατικών συμβουλίων, υπήρχαν ίσως λιγότερα από δύο ντουζίνες από αυτά – αν και αυτά συγκεντρώνονταν στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και ως εκ τούτου αντιπροσώπευαν έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Αλλά το κίνημα απογειώθηκε, και έως τον Ιανουάριο του 1969 υπήρχαν Συμβούλια σε περίπου 120 επιχειρήσεις, που εκπροσωπούσαν περισσότερους από 800.000 εργαζόμενους – περίπου το ένα έκτο των εργαζομένων της χώρας. Αυτό συνέβη παρά τη νέα διάθεση αποθάρρυνσης από την κυβέρνηση, από τον Οκτώβριο του 1968.

Από την αρχή, αυτό ήταν ένα κίνημα βάσης από-τα-κάτω που ανάγκασε το κόμμα, την κυβέρνηση και τις διοικήσεις των επιχειρήσεων να αντιδράσουν. Τα Συμβούλια σχεδίασαν τα δικά τους καταστατικά και τα εφάρμοσαν από την αρχή. Το σχέδιο καταστατικού για το εργοστάσιο Wilhelm Pieck στην Πράγα (ένα από τα πρώτα, που δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1968) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.

«Οι εργάτες του εργοστασίου W. Pieck (CKD Πράγα) επιθυμούν να εκπληρώσουν ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή το δικαίωμα των εργατών να διαχειρίζονται το δικό τους εργοστάσιο», ανέφερε η εισαγωγή του καταστατικού. «Επιθυμούν επίσης έναν στενότερο δεσμό μεταξύ των συμφερόντων ολόκληρης της κοινωνίας και των συμφερόντων του κάθε ατόμου. Για τον σκοπό αυτό, αποφάσισαν να εγκαθιδρύσουν την εργατική αυτοδιαχείριση».

Όλοι οι εργαζόμενοι που δούλευαν για τουλάχιστον τρεις μήνες, εκτός από τον διευθυντή, είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν, και οι εργαζόμενοι στο σύνολό τους, που ονομάζονταν ως η «Συνέλευση των Εργαζομένων», ήταν το ανώτατο όργανο το οποίο θα λάμβανε όλες τις θεμελιώδεις αποφάσεις. Με τη σειρά της, η Συνέλευση θα εξέλεγε το εργατικό συμβούλιο για να εκτελεί τις αποφάσεις του συνόλου, να διαχειρίζεται το εργοστάσιο και να προσλαμβάνει τον διευθυντή. Τα μέλη του συμβουλίου θα υπηρετούσαν διαδοχικά, θα εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία και θα ήταν ανακλητά. Ο διευθυντής θα επιλεγόταν έπειτα από εξέταση του κάθε υποψηφίου που θα διεξαγόταν από ένα σώμα που αποτελούνταν από την πλειοψηφία των εργαζομένων και μια μειοψηφία από εξωτερικές οργανώσεις.

Ένας διευθυντής θα ήταν ο ανώτατος διαχειριστής, ισοδύναμος με τον διευθύνοντα σύμβουλο μιας καπιταλιστικής εταιρείας. Το εργατικό συμβούλιο θα ήταν το ισοδύναμο ενός διοικητικού συμβουλίου σε μια καπιταλιστική εταιρεία της οποίας οι μετοχές διακινούνται στο χρηματιστήριο. Αυτός ο εποπτικός ρόλος, ωστόσο, θα ήταν ριζικά διαφορετικός: Το εργατικό συμβούλιο θα έπρεπε να αποτελούνταν από εργαζόμενους που ενεργούν προς το συμφέρον των συναδέλφων τους και, θεωρητικά, με γνώμονα και το ευρύτερο καλό της κοινωνίας.

Αντιθέτως, σε μια καπιταλιστική εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από κορυφαία στελέχη της εταιρείας, τους φίλους του διευθύνοντος συμβούλου, στελέχη από άλλες εταιρείες στις οποίες υπάρχει σύμπνοια συμφερόντων, και ίσως μια ή δύο διασημότητες, και το διοικητικό συμβούλιο έχει υποχρέωση μόνο απέναντι στους κατόχους των μετοχών της εταιρείας. Αν και αυτή η υποχρέωση απέναντι στους μετόχους είναι αρκετά ισχυρή σε ορισμένες χώρες ώστε να κατοχυρώνεται σε νομικά καταστατικά, η ιδιοκτησία των μετοχών κατανέμεται σε τόσους πολλούς που το διοικητικό συμβούλιο συχνά ενεργεί προς το συμφέρον αυτής της ανώτατης διοίκησης, κάτι που μεταφράζεται στην ελάχιστη δυνατή ανεμπόδιστη μεταφορά πλούτου προς τα πάνω. Αλλά σε περιπτώσεις όπου το διοικητικό συμβούλιο τηρεί το νόμιμο καθήκον του και κυβερνά προς το συμφέρον των κατόχων των μετοχών, αυτό το καθήκον σημαίνει απλώς τη μεγιστοποίηση της τιμής των μετοχών με κάθε απαραίτητο μέσο, μη εξαιρουμένων των μαζικών απολύσεων, των μειώσεων μισθών και της αφαίρεσης παροχών από τους εργαζομένους. Σε κάθε περίπτωση, η καπιταλιστική εταιρεία κυβερνάται αντίθετα με τα συμφέροντα του εργατικού δυναμικού της (του οποίου οι συλλογικές προσπάθειες αποτελούν την πηγή των κερδών), σύμφωνα με τον νόμο.

Η Εθνική Συνέλευση επιδίωξε να κάνει νόμο τα καταστατικά

Τα καταστατικά του εργοστασίου Wilhelm Pieck ήταν παρόμοια με τα καταστατικά που εκδίδονταν σε άλλες επιχειρήσεις που δημιουργούσαν εργατικά συμβούλια. Ήταν λογικό να συσταθεί μια εθνική ομοσπονδία συμβουλίων για να συντονίσει το έργο τους και η οικονομική δραστηριότητα να έχει σχέση με το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Ενόψει της καταληκτικής ημερομηνίας της κυβέρνησης για τη διαμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας που θα έδινε νομική υπόσταση στα συμβούλια, πραγματοποιήθηκε Γενική Συνέλευση των Εργατικών Συμβουλίων στις 9 και 10 Ιανουαρίου 1969 στο Πίλσεν, μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές πόλεις της Τσεχοσλοβακίας (ίσως πιο γνωστή διεθνώς για τις διάσημες μπύρες της). Μια έκθεση 104 σελίδων άφησε πίσω της ένα καλό αρχείο της συνάντησης (ήταν επίσης μαγνητοσκοπημένη). Εκπρόσωποι από όλη την Τσεχία και τη Σλοβακία συγκεντρώθηκαν για να παράσχουν τις απόψεις των συμβουλίων και να βοηθήσουν στην προετοιμασία του εθνικού νόμου.

Οι ηγέτες των συνδικάτων ήταν μεταξύ των συμμετεχόντων στη συνάντηση και υποστήριξαν τους συμπληρωματικούς ρόλους των συνδικάτων και των συμβουλίων (τα συνδικάτα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, συγκάλεσαν τα δύο τρίτα των συμβουλίων). Ένας από τους πρώτους ομιλητές, ένας μηχανικός που ήταν πρόεδρος του τοπικού συνδικάτου του στο Πίλσεν, είπε ότι η καταμερισμός των καθηκόντων αποτελούσε μια φυσική εξέλιξη:

«Για εμάς, η ίδρυση εργατικών συμβουλίων συνεπάγεται ότι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε ένα καθεστώς σχετικής ανεξαρτησίας για την επιχείρηση, ότι η εξουσία λήψης αποφάσεων θα διαχωριστεί από τις εκτελεστικές εξουσίες, ότι τα συνδικάτα θα έχουν το ελεύθερο να εφαρμόσουν τις δικές τους επιμέρους πολιτικές, ότι σημειώνεται πρόοδος προς την επίλυση του προβλήματος της σχέσης των παραγωγών με αυτό που παράγουν, δηλαδή, αρχίζουμε να λύνουμε το πρόβλημα της αποξένωσης».

Σε αυτή τη συνάντηση εκπροσωπήθηκαν περίπου 190 επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων 101 εργατικών συμβουλίων και 61 προπαρασκευαστικών επιτροπών για τη δημιουργία συμβουλίων. Οι υπόλοιπες ήταν συνδικαλιστικές ή άλλου είδους επιτροπές. Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με την ομόφωνη ψήφιση ενός ψηφίσματος 6 σημείων, που περιελάμβανε «το δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση ως αναφαίρετο δικαίωμα του σοσιαλιστή παραγωγού».

Το ψήφισμα δήλωνε:

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι τα Εργατικά Συμβούλια μπορούν να βοηθήσουν στον εξανθρωπισμό τόσο της εργασίας όσο και των σχέσεων εντός της επιχείρησης και να δώσουν σε κάθε παραγωγό την αίσθηση ότι δεν είναι απλώς ένας υπάλληλος, ένα απλό στοιχείο εργασίας στη διαδικασία παραγωγής, αλλά και ο οργανωτής και ο συνδημιουργός αυτής της διαδικασίας. Γι’ αυτό θέλουμε να τονίσουμε εκ νέου εδώ και τώρα ότι τα συμβούλια πρέπει πάντα να διατηρούν τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα και τους ζωτικούς δεσμούς τους με τους εκλογείς τους, αποτρέποντας έτσι τη δημιουργία μιας ειδικής κάστας “επαγγελματικών στελεχών της αυτοδιαχείρισης”».

Αυτός ο δημοκρατικός χαρακτήρας, και η δημοτικότητα της έννοιας, αποδεικνύεται από τη μαζική συμμετοχή — μια έρευνα σε 95 Συμβούλια διαπίστωσε ότι το 83% των εργαζομένων είχαν συμμετάσχει στις εκλογές των συμβουλίων. Πραγματοποιήθηκε μια σημαντική μελέτη σε αυτά τα 95 συμβούλια, που εκπροσωπούσαν τον κατασκευαστικό και άλλους τομείς, και μια ενδιαφέρουσα τάση προέκυψε από τα δεδομένα σχετικά με το υψηλό επίπεδο εμπειρίας που ενσωματώνεται στα εκλεγμένα μέλη των συμβουλίων. Περίπου τα τρία τέταρτα των μελών των συμβουλίων βρίσκονταν στους χώρους εργασίας τους για περισσότερα από δέκα χρόνια, και ως επί το πλείστον για περισσότερα από 15 χρόνια. Περισσότερο από το 70% των μελών των συμβουλίων ήταν τεχνικοί ή μηχανικοί, περίπου το ένα τέταρτο ήταν χειρώνακτες εργάτες και μόνο το 5% προερχόταν από το διοικητικό προσωπικό. Αυτά τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν έναν ισχυρό βαθμό ψήφου υπέρ αυτών που θεωρούνταν ως οι καλύτεροι υποψήφιοι, όχι ως αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας που οι εργαζόμενοι απλά ψηφίζουν τους φίλους τους ή υποψηφίους σαν αυτούς — επειδή το συμβουλιακό κίνημα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στους τομείς της μεταποίησης, οι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν για τα μέλη των συμβουλίων ήταν χειρώνακτες εργάτες.

Αυτά τα αποτελέσματα κατέδειξαν υψηλό επίπεδο πολιτικής ωριμότητας εκ μέρους των Τσεχοσλοβάκων εργατών. Μια άλλη ένδειξη αυτής της σοβαρότητας είναι ότι το 29% όσων εκλέχθηκαν σε συμβούλια είχαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πιθανώς υψηλότερο μέσο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό που κατείχαν τότε οι διευθυντές. Πολλοί διευθυντές στο παρελθόν είχαν τοποθετηθεί στις θέσεις τους μέσω πολιτικών διασυνδέσεων, και η επιθυμία να εξεγερθούν ενάντια στη μερικές φορές ερασιτεχνική διοίκηση έπαιξε ρόλο στο κίνημα των συμβουλίων. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι περίπου τα μισά μέλη των συμβουλίων ήταν επίσης μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι Τσεχοσλοβάκοι εργάτες συνέχισαν να πιστεύουν στον σοσιαλισμό, ενώ απέρριπταν το επιβληθέν σύστημα σοβιετικού τύπου.

Η κυβέρνηση επιδίωξε να αποδυναμώσει τον εργατικό έλεγχο

Η κυβέρνηση συνέταξε ένα νομοθετικό νομοσχέδιο, αντίγραφα του οποίου κυκλοφόρησαν τον Ιανουάριο του 1969, αλλά το νομοσχέδιο δεν κατατέθηκε ποτέ καθώς η σοβιετική πίεση στην ηγεσία του τσεχοσλοβακικού κόμματος εντάθηκε και οι σκληροπυρηνικοί άρχισαν να επιβάλλονται. Το νομοσχέδιο θα άλλαζε το όνομα των εργατικών συμβουλίων σε συμβούλια επιχειρήσεων και θα αποδυνάμωνε ορισμένα από τα καταστατικά που είχαν διαμορφωθεί από τα ίδια τα συμβούλια. Αυτές οι υποχωρήσεις περιελάμβαναν μια πρόταση για άσκηση βέτο από πλευράς του κράτους στην επιλογή διευθυντών επιχειρήσεων, ότι το ένα πέμπτο των συμβουλίων των επιχειρήσεων θα αποτελείται από μη εκλεγμένους εξωτερικούς ειδικούς και ότι τα συμβούλια αυτών που το νομοσχέδιο αναφέρει ως «κρατικές επιχειρήσεις» (τράπεζες, σιδηρόδρομοι και άλλες οντότητες που θα παρέμεναν άμεσα ελεγχόμενες από την κυβέρνηση) θα μπορούσαν να έχουν μόνο μια μειοψηφία μελών που θα εκλέγονται από τους ίδιους τους εργαζομένους και θα επιτρεπόταν κυβερνητικό βέτο στις αποφάσεις των συμβουλίων.

Αυτή η προτεινόμενη υπαναχώρηση αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις. Η καθημερινή συνδικαλιστική εφημερίδα Práce, σε σχόλιό της τον Φεβρουάριο, και ένα ομοσπονδιακό συνέδριο των συνδικάτων, τον Μάρτιο, χαρακτήρισαν και οι δύο το κυβερνητικό νομοσχέδιο «το ελάχιστο αποδεκτό». Σε σχόλιο της Práce, ένας μηχανικός και ακτιβιστής των συμβουλίων, ο Rudolf Slánský ο νεώτερος (γιος του εκτελεσμένου αρχηγού του κόμματος), έθεσε το κίνημα των συμβουλίων στο πλαίσιο του ζητήματος της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων.

«Η διαχείριση της οικονομίας του έθνους μας είναι ένα από τα κρίσιμα προβλήματα», έγραψε ο Slánský.

«Η βασική οικονομική αρχή στην οποία στηρίζεται ο γραφειοκρατικός-συγκεντρωτικός μηχανισμός διαχείρισης είναι η άμεση άσκηση των λειτουργιών ιδιοκτησίας της εθνικοποιημένης βιομηχανίας. Το κράτος, ή ακριβέστερα διάφορα κεντρικά όργανα του κράτους, αναλαμβάνουν αυτό το καθήκον. Είναι σχεδόν περιττό να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ένα από τα κύρια μαθήματα του μαρξισμού, δηλαδή ότι αυτός που έχει ιδιοκτησία έχει εξουσία… Η μόνη δυνατή μέθοδος μετατροπής του γραφειοκρατικού-διοικητικού μοντέλου της σοσιαλιστικής μας κοινωνίας σε δημοκρατικό μοντέλο είναι η κατάργηση του μονοπωλίου της κρατικής διοίκησης στην άσκηση των λειτουργιών ιδιοκτησίας και η αποκέντρωσή της προς εκείνους των οποίων το συμφέρον έγκειται στη λειτουργία της σοσιαλιστικής επιχείρησης, δηλαδή στις συλλογικότητες των εργαζομένων των επιχειρήσεων».

Απευθυνόμενος στους γραφειοκράτες που αντιτάχθηκαν στη μείωση του κεντρικού ελέγχου, ο Slánský έγραψε:

«[Α]υτοί οι άνθρωποι αρέσκονται στο να συγχέουν ορισμένες έννοιες. Λένε, για παράδειγμα, ότι αυτός ο νόμος θα σήμαινε τη μετατροπή της κοινωνικής ιδιοκτησίας στο σύνολό της σε ιδιοκτησία μιας ομάδας, παρ’ όλο που σαφώς δεν πρόκειται για ζήτημα ιδιοκτησίας, αλλά μάλλον για το ποιος ασκεί δικαιώματα ιδιοκτησίας στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας, αν είναι ο κρατικός μηχανισμός ή οι σοσιαλιστές παραγωγοί απευθείας, δηλαδή οι συλλογικότητες των επιχειρήσεων».

Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ένταση μεταξύ των καθηκόντων της εποπτείας και της καθημερινής διαχείρισης. Ένας άλλος σχολιαστής, ένας καθηγητής νομικής, δήλωσε:

«Δεν πρέπει… να θέτουμε τη δημοκρατία και την τεχνική ικανότητα ως αντίθετα, αλλά να αναζητούμε μια αρμονική ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο συνιστωσών… Ίσως θα ήταν καλύτερο να μην μιλάμε για μεταβίβαση λειτουργιών αλλά μάλλον για μεταβίβαση καθηκόντων. Τότε θα είναι απαραίτητο η κατάλληλη μεταβίβαση να υπαγορεύεται από τις ανάγκες και όχι από λογικές δόγματος ή γοήτρου».

Αυτές οι συζητήσεις δεν θα είχαν καμία ευκαιρία να εξελιχθούν.

Τον Απρίλιο του 1969, ο Alexander Dubček αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του πρώτου γραμματέα του κόμματος και αντικαταστάθηκε από τον Gustáv Husák, ο οποίος δεν έχασε χρόνο και ξεκίνησε την καταστολή. Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε τον Μάιο. Οι κυβερνητικοί και κομματικοί αξιωματούχοι ξεκίνησαν μια εκστρατεία κατά των συμβουλίων.

Η κυβέρνηση απαγόρευσε επίσημα τα Εργατικά Συμβούλια τον Ιούλιο του 1970, αλλά μέχρι τότε αυτά είχαν ήδη εξαφανιστεί.

——————————————————

* Το παρόν αποτελεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο It’s Not Over: Learning From the Socialist Experiment, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Zero Books. Οι παραπομπές παραλείπονται. Οι πηγές που παραλείπονται και αναφέρονται σε αυτό το απόσπασμα είναι: Robert Vitak, “Workers Control: The Czechoslovak Experience,” Socialist Register, 1971· Oldřich Kyn, “The Rise and Fall of the Economic Reform in Czechoslovakia,” American Economic Review , Μάιος 1970· και διάφορα άρθρα που έχουν ανθολογηθεί στο Vladimir Fišera, Workers’ Councils in Czechoslovakia: Documents and Essays 1968-69, St. Martin’s Press, 1978.

** Διαδικτυακή πηγή: https://www.workerscontrol.net/authors/forgotten-workers%E2%80%99-control-movement-prague-spring

Αφήστε ένα σχόλιο

2 × 4 =