Ανταπόκριση του Γιώργου Λούκα (εκπαιδευτικός, Ataxia School) από την επίσκεψη του στις κοινότητες των Σαν. Οι Βουσμάνοι Σαν, σύγχρονοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ζουν στα βάθη της ερήμου Καλαχάρι, στα σύνορα της σημερινής Ναμίμπιας και Μποτσουάνας.
Το φως σκορπίζει διάσπαρτο μέσα απ’ τα φύλλα του μεγάλου δέντρου που γέρνει πάνω στην άμμο. Οι Βουσμάνοι Σαν απλώνονται σε φαρδύ κύκλο, έτοιμοι για τη συνέλευσή τους. Απόψε ο σκοπός είναι λεπτός — πώς θα μεταμορφώσουν τη δωρεά μας σε κοινό καλό χωρίς να διαταράξουν την ισορροπία τους. Εδώ δεν υπάρχει έδρα∙ η σκιά του δέντρου είναι η φυσική αίθουσα. Ένας δυτικός ίσως θα έβλεπε φτώχεια — παλιά ρούχα , πλαστικά μπουκάλια, γυμνά πόδια στην ροζωπή άμμο. Εγώ βλέπω ελευθερία: ανθρώπους ριζωμένους στο τοπίο όπως τα άγρια βότανα ανάμεσα στους θάμνους.
Σε λίγα λεπτά ο κύκλος ζωντανεύει μια ιστορία τόσο παλιά όσο κι ο άνθρωπος. Για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης παρουσίας στη Γη οι κοινότητες οργανώνονταν έτσι: μοιράζονταν, γελούσαν, μετακινούνταν πριν οι ρίζες γίνουν δεσμά. Οι κυνηγο‑τροφοσυλλέκτες βρήκαν αμέτρητους τρόπους να ξεφουσκώνουν την εξουσία πριν φουσκώσει. Ο κυνηγός με το μεγάλο θήραμα γίνεται στόχος πειραγμάτων· τα δώρα διατρέχουν συγγενικά δίκτυα ώσπου να μη μείνει πλεόνασμα· κι αν κάποιος θελήσει να διατάξει, ξυπνά μόνος , ενώ οι άλλοι έχουν μετακομίσει παραπέρα. Αυτά κατέγραψε ο Pierre Clastres, αυτά μέτρησε ο Richard Lee, αυτά βάφτισε ο Marshall Sahlins «αρχική ευημερία».
Ύστερα ήρθε το κράτος — όχι ως ώριμο στάδιο, αλλά ως άλμα. Ο James Scott το περιγράφει καθαρά: πρώτα τα φορολογήσιμα σιτηρά, ύστερα οι τοίχοι που κρατούν τους καλλιεργητές μέσα, μετά οι γραφειοκράτες που μετρούν, διορθώνουν, τιμωρούν. Οι Deleuze & Guattari το διατύπωσαν ακόμη πιο αιχμηρά ως μηχανισμό σφετερισμού: παίρνει γη, χαράσσει σύνορα, εφευρίσκει χρέη και ονομάζει τη βία του «νόμιμη τάξη». Εμείς, στην καλύτερη εκδοχή, αυτό το σύστημα συγκεντρωτικού συντονισμού της ανθρώπινης διάνοιας και μόχθου το υμνούμε ως κράτος δικαίου και το θεμελιώνουμε πάνω στο αφήγημα του κοινωνικού συμβολαίου.
Κι έπειτα φτάνει η ώρα της ψηφοφορίας. Τα παιδιά βρίσκονται μέσα στον κύκλο· ένα αγόρι κυλά έναν σπόρο στην άμμο με το μεγάλο δάχτυλο, μα σηκώνει το χέρι όταν έρχεται η ζυγιά. Άλλα παίζουν, άλλα ακούν — όλα όμως ψηφίζουν· η γνώμη τους μετρά. Οι Σαν δεν είναι ρομαντικό κατάλοιπο· είναι ζωντανή απόδειξη ότι οι κοινωνίες μπορούν, ξανά και ξανά, να προτιμούν τη διανομή από τη συσσώρευση, τη συμμετοχή από την ανάθεση. Ο Clastres είχε δίκιο: δεν είναι κοινωνίες πριν από το κράτος, αλλά ενάντια στο κράτος. Οι μελέτες των Graeber, Scott και Deleuze & Guattari δείχνουν πως το κράτος δεν αποτελεί φυσικό πεπρωμένο, αλλά ποιοτικό άλμα επιβολής που δένει την αυτοοργάνωση σε έλεγχο, φόρο, γραφειοκρατία.
Η συνέλευση των Σαν θυμίζει ότι η ελευθερία δεν χρειάζεται μεσολαβητές. Σε αντίθεση με τις ιεραρχίες της Δύσης, όπου αποφάσεις παίρνονται από μακρινούς τρίτους που συναντούμε, αν ποτέ, κάθε τέσσερα χρόνια, εδώ η ζωή βιώνεται καθημερινά σε κάθε της έκφανση· η άμμος δεν είναι ιδιοκτησία, είναι κοινός ορίζοντας.
Κυρίως, διδάσκει πως υπάρχουν τρόποι να ζούμε μαζί χωρίς να καταπιέζουμε ο ένας την άλλη . Όταν τα παιδιά μιλούν και τα σώματα ακούν, κάτι κινείται μπροστά — ή ίσως πίσω, σ’ ένα μονοπάτι που ο πολιτισμός μας ξέχασε μα παραμένει ανοιχτό. Η δωρεά μας θα χαθεί σχεδόν αμέσως στο κύκλωμα του μοιράσματος — κι έτσι θα διατηρηθεί για όλους.
-ΣTO KATΩΦΛΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΠΟΥ ΑΚΟΥΕΙ-
Οι μέρες στον καταυλισμό κυλούν αργά· ένα ρυθμικό τίποτα, όπως η άμμος που γλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλα και χάνεται στην ομοιογένειά της. Τις πρώτες μέρες μια τροφική δηλητηρίαση με καθήλωσε — τίποτε δεν σε ξεγυμνώνει τόσο όσο μια ασθένεια τέσσερις ώρες μακριά από το πλησιέστερο νοσοκομείο. Κι εκεί, μέσα στην πιο απόλυτη υλικότητα του σώματος, ξεσπά ένα όνειρο· ο πατέρας μου πέθανε. Είχα χρόνια να κοιμηθώ και να θυμάμαι τα όνειρα μου με λεπτομέρειες.
«Ποιος έφυγε άραγε στ’ αλήθεια; Ο πατέρας, η σιωπή ανάμεσά μας, ο παλιός εαυτός μου ή ο φόβος να τον αφήσω πίσω;»
Στον ύπνο — το προνομιακό πεδίο όπου ο μύθος συναντά τη βιογραφία — μπερδεύτηκε η απώλεια του πατέρα του φίλου μου, του Κώστα, και η εξάντληση της δικής μου αντοχής. Ίσως όλα μαζί κηδεύτηκαν άυλα, σε μια τελετή μετάβασης χωρίς μάρτυρες· μια liminal στιγμή όπου το «πριν» έχει ήδη σβήσει κι όμως το «μετά» δεν έχει ακόμη ονοματιστεί.
Η καθημερινότητα με τους Σαν επαναπροσδιόρισε μέσα μου τι θα πει κοινότητα: η χαρά, ο πόνος, ένα κομμάτι αγριοπέπονου ή !Nara μοιράζονται ανεπιτήδευτα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κλείνονται ερμητικά τα μονοπάτια μοναχικών περιπλανήσεων. Το πρωί ακολουθούμε ιχνηλασίες springbok πάνω στον κοκκινωπό μωσαϊκό·Το απόγευμα ρεμβασμός και παιχνίδι. Το βράδυ χοροί γύρω από τη φωτιά.
Μέσα σε αυτή τη μετατόπιση συνειδητοποίησα ή μάλλον ένιωσα και το γιατί απομακρύνθηκα από το διδακτορικό από ένα δυτικό πανεπιστήμιο που με μύησε στη λεπταίσθητη βία της «αντικειμενικής» επιστήμης και του μονοπωλείου της γνώσης. Όπως ερμηνεύει η Trish Glazebrook (2001) διαβάζοντας Heidegger, η νεωτερική επιστήμη ασκεί τριπλή κυριαρχία:
-Επιβάλλει αφηρημένα εννοιολογικά σχήματα στη φύση.
-Υποτάσσει εκ των προτέρων τα φαινόμενα στη μεθοδολογία της.
-Γενικεύει ορθολογικά, αφαιρώντας ιστορικότητα και σχέση.
Με άλλα λόγια, δεν αποκαλύπτει τα όντα· τα προστάζει να φανούν όπως τα χρειάζεται.
«Η επιστήμη δεν είναι παρά ένα ακόμη εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου· η ιδέα ότι αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη πηγή αλήθειας είναι περιοριστική και επικίνδυνη.» — έλεγε ο Paul Feyerabend. Το κύριο θέμα είναι πώς χρησιμοποιείται και πώς διαχέεται θα πούμε εμείς.
Παρά τις φαινομενικά απελευθερωτικές θεωρήσεις των τελευταίων δεκαετιών — αποαποικιακές, φεμινιστικές, κοινωνικο/κατασκευαστικές — η γνώση εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα σε κανονιστικές δομές εξουσίας. Τα πανεπιστήμια, τα εκδοτικά μονοπώλια και τα ερευνητικά κέντρα αναπαράγουν νέες μορφές ελιτισμού, δίνοντας «αυθεντία» σε όσους χειρίζονται τις σωστές θεωρητικές διαλέκτους και αποκλείοντας φωνές που μιλούν σε άλλες γλώσσες — κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η αποαποικιακή κριτική ριζώνει αυτή τη συζήτηση σε ιστορικό έδαφος. Ο Walter Mignolo (2011) και οBoaventura de Sousa Santos (2014) δείχνουν πώς η δυτική επιστημολογία λειτούργησε ως μηχανισμός αποικιοποίησης της γνώσης, επιβάλλοντας μια «καθολική» αλήθεια εις βάρος τοπικών κοσμοαντιλήψεων. Αν, όπως γράφει η Donna Haraway (1988), «η γνώση είναι πάντα τοποθετημένη, συγκεκριμένη και προϊόν σχέσεων», τότε οι γραφειοκρατικές αλυσίδες των impact factor θυμίζουν πατρικές εντολές που ρυθμίζουν ποιος μιλά και ποιος σιωπά. Ο Pierre Bourdieu (1998) μας θυμίζει ότι οι ακαδημαϊκοί χώροι είναι πεδία μάχης, όπου η ισχύς καθορίζει ποιο νόημα περνά για γνώση.
Εδώ η ιστορία συναντά τον μύθο: ο θάνατος του πατέρα στο όνειρο δεν είναι μόνο ιδιωτικό πένθος· είναι και αλληγορία για την κατάρρευση μιας πατρικής τάξης πραγμάτων που κατοπτρίζεται στους «πατέρες» της ακαδημαϊκής αυθεντίας. Όπως ο βιολογικός πατέρας, έτσι και ο επιβλέπων καθηγητής μπορεί να γίνει μορφή εξουσίας που, πίσω από ριζοσπαστικά ρητορικά σχήματα, επιτηρεί σύνορα νόησης.
Αν ο πατέρας στο όνειρο πέθανε, ίσως πέθανε μαζί του και η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μία, μοναδική λεωφόρος προς την αλήθεια — η λεωφόρος των καθηγητάδων που φυλάν τις μπάρες έχοντας τις μύτες ψηλά. Ο θάνατος του πατέρα (και των πολύμορφων πατρικών φιγούρων) συναντά τον θάνατο μιας ολόκληρης κοσμοαντίληψης· αυτής που μονοπωλούν οι διατριβές, τα εργαστήρια και οι συλλογισμοί publish or perish. Στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δυτική και πρωτογενή οπτική, ο θρήνος γίνεται δημιουργία: θάβεις ιδέες και αρχές για να φυτρώσουν σχέσεις και σιωπές με λόγο δικό τους.
Η κόκκινη άμμος της Καλαχάρι θυμίζει πως ο κόσμος δεν είναι υπόστρωμα υπολογισμού, αλλά συνομιλητής. Όταν πέφτει η νύχτα, ο Γαλαξίας πάνω από τα κλαδιά της camelthorn μοιάζει με φωτεινό μονοπάτι από τις καρδιές των νεκρών. Εδώ, σε μια κοινωνία που ξέρει να θρηνεί συλλογικά, ο πατέρας — πραγματικός ή εσωτερικός — ξανασυστήνεται όχι ως απώλεια αλλά ως κενό που επιτρέπει την αναπνοή.
Η αγάπη δεν είναι δυνατότητα επιβολής. Είναι ρωγμή φιλοξενίας· ένα «έλα» που ψιθυρίζεται πρώτα στον εαυτό κι ύστερα στον άλλον, είτε αυτός είναι ο πατέρας μας, ο άγνωστος ερευνητής ή κάποιος που ζητά βοήθεια μέσα στον χρόνο που στερεύει. Κι αν η νεωτερική επιστήμη μάς δίδαξε να γνωρίζουμε -αντιερωτικά-, το μάθημα εδώ — ανάμεσα στα mopane, τις πατημασιές gemsbok και τα τραγούδια των Σαν — είναι να ανα/γνωρίζουμε ως νηφάλιες αισθαντικότητες. Να ξαναδιαβάζουμε τον κόσμο σαν να γράφεται την ίδια στιγμή που τον ζούμε.
Και για όσους/όσες φτάσατε ως εδώ…
Την ημέρα της ονομαστικής μου εορτής, του Αγίου Γεωργίου, επιστρέφω στην ετυμολογία που ποτέ δεν τίμησα: γῆ + ἔργον. Δεν όργωσα χωράφι· όργωσα όμως πάνω σε σκληρή πνευματική γη, σπέρνοντας θεωρίες και πράξεις που αναμένουν την άνοιξη για να ξεπεταχτούν.Εδώ, στην Καλαχάρι, συνειδητοποιώ πως η γη φυλά γνώσεις που ούτε τα εργαστήρια, ούτε οι αλγόριθμοι «βλέπουν» — τη διαδρομή του νερού κάτω από τον ασβέστιο, το πότε ένα φύλλο mopane γίνεται φάρμακο για στομάχι, το κράτημα του ανέμου για να μην χαθεί το βέλος.
Αυτή η τοπική γνώση αποσύρεται σιωπηλά, καθώς μια υπερορθολογική επιστήμη – στα χέρια τεχνοκρατών και βιαστών του λόγου – διεκδικεί την αποκλειστικότητα της αλήθειας. Η ημερομηνία της γιορτής μου γίνεται έτσι μικρό μνημόσυνο για όσα χάνουμε όταν η γη παύει να είναι δασκάλα και μετατρέπεται σε «πόρο» υπολογισμού.
Υστερόγραφο απείθειας
Κι όσο για το μονοπώλιο της γνώσης και τους καθηγητάδες που το νέμονται με ύφος — ας μετρήσουν citations· εγώ ιχνηλάτησα αστερισμούς και πατημασιές στην άμμο, χαρτογράφησα άλλες οντολογίες και άφησα το διδακτορικό αναπνεύσει στην ανοιχτωσιά της ερήμου.