Του Αλέξανδρου Σχισμένου
Ντόρος για τον Καραγάτση στα ελληνικά ΜΜΕ. Αφού ασχολήθηκε και η “Καθημερινή” και το Παιδί Χωμενίδης, να πούμε πως ξανά στον δημόσιο διάλογο επιβλήθηκε η κουβέντα των σόσιαλ μίντια – ένδεια των θεσμικών ΜΜΕ και θρίαμβος της ανεξέλεγκτης γνώμης. Φαινόμενο της εποχής μας, θα λέγαμε.
Βέβαια, η ‘Καθημερινή’ και το Παιδί Χωμενίδης έθεσαν το μόνο ανόητο ερώτημα: “Με ποια αισθητικά, ιδεολογικά ή άλλα κριτήρια διαβάζουμε λογοτέχνες άλλων εποχών;”
Το ερώτημα, αν δεν είναι ρητορικό, είναι ανόητο γιατί δεν θα μπορούσαμε να διαβάσουμε λογοτέχνες άλλων εποχών παρά μόνο με τα κριτήρια της εποχής μας. Δηλαδή, τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για να διαβάσουμε το παρελθόν ανήκουν στην εποχή μας, αφού είμαστε η εποχή μας, όσο και τα λογοτεχνικά έργα του παρελθόντος ανήκουν στην εποχή τους και είναι η εποχή τους.
Όχι μόνο αναγκαστικά τα κριτήριά μας ανήκουν στον καιρό μας [τι ταυτολογία, Παιδί μου], αλλά και τα ίδια τα έργα του παρελθόντος μας επιβάλλουν να τα κρίνουμε με βάση τον καιρό μας.
Γιατί; Επειδή επιβίωσαν, με κάποιον τρόπο, ανάμεσα σε τόσα που χάθηκαν. Ο τρόπος που επιβίωσαν αφορά εξίσου την εποχή μας και την περασμένη εποχή, γιατί αυτό είναι το ερώτημα της διαχρονικότητας της λογοτεχνίας. Και η διαχρονικότητα είναι μορφή ιστορικότητας και μόνο από την κριτική ιστορική προοπτική μπορούμε να τα δούμε, συνειδητά ή μη.
Μάλιστα, αν εντοπίζονται σε αυτά τα έργα στοιχεία μισαλλοδοξίας, σεξισμού, ρατσισμού, μισογυνισμού, μισανθρωπίας κ.τ.λ. είναι διπλά αναγκαία η κριτική, διότι αποκαλύπτουν πώς αναπαράχθηκαν και συντηρήθηκαν στο φαντασιακό μας αυτά τα στοιχεία.
Ασφαλώς, στο πεδίο της κριτικής λογοτεχνίας, τα κριτήρια ζητούν να γίνουν “κανονικά”, οπότε, ορθότατα υπάρχει ενδιαφέρον γύρω από το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο των έργων και την προσωπικότητα των συγγραφέων. Αυτά είναι αναγκαία εργαλεία για την -όποια- κατανόηση της βλέψης των έργων και της πρόσληψής τους, αλλά δεν είναι αναγκαία εργαλεία για την κατεξοχήν απόλαυσή τους από την αναγνώστρια, την ακροάτρια ή τον θεατή.
Υπάρχει φυσικά πιθανότητα παρανάγνωσης ή διαστρεβλωμένης ερμηνείας [“παρανοϊκής κριτικής”] αλλά κυρίως αφορά τα πραγματολογικά ελλείμματα ή τις προφανείς ιδεοληψίες του κριτικού που ξανά όμως, δεν εμποδίζουν την κατεξοχήν απόλαυση των έργων και είναι θεωρητικά και αναλυτικά προβλήματα μελετητών εύκολο να αναδειχτούν από μελετητές.
Και τα ερμηνευτικά μας εργαλεία ανήκουν στην εποχή μας και το ίδιο ερώτημα δεν αφορά μόνο την τέχνη, αλλά κάθε παρελθοντική μορφή πολιτισμού: δηλαδή, με ποια κριτήρια θα κρίνουμε τα αυταρχικά καθεστώτα, τις κρατικές γενοκτονίες, τις ρατσιστικά και μισανθρωπικά στερεότυπα των άλλων εποχών;
Με τα δικά τους, εσώτερα ηθικά κριτήρια, τα εξ ορισμού ρατσιστικά και μισανθρωπικά ή με τα δικά μας;; Αν όχι με τα δικά μας, δεν ακυρώνεται η ίδια η κριτική στάση; Ασφαλώς.
Μήπως η τέχνη είναι αθώα των συνεπειών της; Μα τότε, πώς επιδρά στην κοινωνία; Μήπως δεν επιδρά; Μα τότε, γιατί το συζητάμε;
Αν μιλάμε για τη ‘Γέννηση ενός Έθνους’ του Γκρίφιν ως τεχνικό επίτευγμα, πρέπει να ξεχάσουμε ότι είχε ρατσιστικό περιεχόμενο και προκάλεσε ρητά τη δεύτερη ίδρυση της Κού-Κλουξ-Κλαν;
Ανόητο το ερώτημα που οδηγεί σε βλακώδη συμπεράσματα, άρνησης του αναστοχασμού και της κριτικής ικανότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι τίθεται από συντηρητικούς και αντιδραστικούς κύκλους, δηλαδή κύκλους που συντηρούν ενεργά τις κατεστημένες ανισότητες.
Η γυναικοκτονική πατριαρχία ως κυρίαρχο φαντασιακό συνδέει την εποχή του Καραγάτση με τη δική μας – τη διαφοροποιεί το εύρος και η αιχμή του καταγγελτικού φεμινιστικού λόγου που, επιτέλους, εκφράζεται δημόσια, αλλά παραμένει μειονεκτικός.
Αυτό αποδεικνύεται ιστορικά και από την καθιέρωση και δημοφιλία των έργων του Καραγάτση.
Το πώς κρίνουμε ένα έργο περασμένης εποχής, μας το δείχνει στην ίδια εφημερίδα ένας ώριμος καλλιτέχνης, ο Θ. Τερζόπουλος.
Η “Ορέστεια” του Αισχύλου είναι ένα έργο περασμένης εποχής, ασφαλώς διαχρονικό. Τι απάντηση θα δίναμε στο ανόητο ερώτημα αν αφορούσε την Ορέστεια;
Θα επέλεγα την παρακάτω φράση από τη συνέντευξη του Θόδωρου Τερζόπουλου (που θα ανεβάσει την τριλογία στην Επίδαυρο τον Ιούλη) στην “Κ”:
“Παράδειγμα: έρχεται ο Αγαμέμνων από την Τροία και η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα, του ετοιμάζει ένα κόκκινο χαλί. Αυτό το κόκκινο χαλί για εμένα είναι 22 σώματα του χορού, ματωμένα, φωτισμένα με κόκκινο φως, 22 νεκροί ή 22 φαντάσματα ή 22 μελλοθάνατοι. Κι αυτό με έβαλε σε άλλες σκέψεις. Eπρεπε να βρω εκείνες τις σημερινές παραμέτρους για να το μεθερμηνεύσω. Το υλικό αυτό «έγιναν» οι πόλεμοι, οι καταστροφές, άρχισα να το βλέπω σαν πρόσφυγας από τη Γάζα.”
Woke Ηράκλειτος:
“τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.” [απ. 89][Για τους ξύπνιους ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος ξαναγυρνά στο δικό του ιδιωτικό κόσμο.]
Ας το πω με σαφήνεια. Μπορούμε να ασκούμε δημόσια κριτική για κάθε δημόσιο κείμενο, λογοτεχνικό ή μη, βάσει των ιδεών που εκφράζει πέραν της αισθητικής του αρμονίας. Και κρινόμαστε και εμείς για την κριτική μας. Η υπεράσπιση της “παραδοσιακής αυθεντίας” του συγγραφέα με όρους αποσιώπησης των ιδεών που εκφράζει και λογοκρισίας της ριζοσπαστικής κριτικής είναι το κατεξοχήν πολιτικό εργαλείο που χρησιμοποίησε η αμερικάνικη νέα ακροδεξιά του Τραμπ για να ανέλθει στην εξουσία.
Δεν είναι νέο εργαλείο. Άρχισε από τον 19ο αιώνα, με την αποκατάσταση της μνήμης των ρατσιστών δουλοκτητών Νοτίων και τη δημιουργία του φανταστικού “παραδοσιακού Νότου” που οδήγησε στη θέσπιση των ρατσιστικών νόμων του “Τζιμ Κρόου” και του φυλετικού διαχωρισμού κατά τον 20ο αιώνα.
Ξεκίνησε ξανά τον 21ο αιώνα ως απάντηση στο αίτημα να γκρεμιστούν τα αγάλματα των ρατσιστών δουλοκτητών Νότιων στρατηγών που είχαν εγερθεί στις Νότιες Πολιτείες. Και φούσκωσε ως αντιδραστικό ρεύμα κατά την προεδρία Ομπάμα.
Το χρησιμοποίησε η καμπάνια του Τραμπ το 2016 ρητά, μετά τις υποδείξεις του “λάτρη του Θουκυδίδη” νεοφασίστα Steve Bannon, ο οποίος, πριν καταδικαστεί και εξαφανιστεί από το δημόσιο βίο, συμβούλευσε και τους Ευρωπαίους ακροδεξιούς για τη χρήση των προπαγανδιστικών εργαλείων της alt-right. Η “επανίδρυση”, το rebranding, του κόμματος της Μαρίν Λε Πεν από “Εθνικό Μέτωπο” σε “Εθνικό Συναγερμό” και η υιοθέτηση του προτύπου του “λευκού υπερασπιστή της παραδοσιακής Δυτικής κουλτούρας” βασίστηκαν σε παρόμοιους σχεδιασμούς και αποτέλεσαν κλειδί για την κανονικοποίηση και εκλογική εκτόξευση της ακροδεξιάς.
Στον πυρήνα αυτού του εργαλείου βρίσκεται ο ρητορικός μηχανισμός της αναγωγής στο παράλογο, που συνδέει αναίτια τα κριτικά συμπεράσματα με παράλογες απειλές, όπως το κάψιμο βιβλίων και η κατάργηση της λογοτεχνικής παράδοσης, στο πλαίσιο της παροξυσμικής συνωμοσιολογίας. Πετυχαίνουν έτσι διπλό στόχο: Αποκρύπτουν το πραγματικό περιεχόμενο της κριτικής και δαιμονοποιούν όποια ή όποιον τολμήσει να την κάνει. Ταυτίζουν την κριτική με την καταστροφή, την αποδόμηση με την εξάλειψη, την αμφισβήτηση με τον μηδενισμό κατά τρόπο ώστε να μην απομείνει χώρος για κριτικό αναστοχασμό, δημιουργική αμφισβήτηση και, κυρίως να αποφευχθεί το ιδεολογικό ξεγύμνωμα των κατεστημένων ανισοτήτων και του κυρίαρχου φαντασιακού κομφορμισμού.
Τώρα, με λύπη, βλέπω υποτίθεται ελευθεριακούς, αριστερούς, προοδευτικούς, τέλος πάντων μη συντηρητικούς ανθρώπους να αναπαράγουν πανικόβλητοι τα νεοδεξιά στερεότυπα περί “λογοτεχνικού κανόνα”, “παραδοσιακών ιδεών της εποχής τους”, “απειλή για κάψιμο του Σαίξπηρ”, “ακυρωτική κουλτούρα” κτλ. Και συμμετέχουν στην επίθεση απέναντι σε όσες τολμούν να ασκήσουν κριτική στα Ιερά Είδωλα. Ξεχνώντας ότι η αξία της κριτικής αλλά και της τέχνης είναι το γκρέμισμα των Ιερών Ειδώλων.
Αντιδραστικός είναι όποιος υπερασπίζεται τις κατεστημένες ιεραρχίες και τις θεσμισμένες ανισότητες, λέει ο Corey Robin που μελετά το φαινόμενο στο βιβλίο του The Reactionary Mind.
Η προπαγάνδα της νέας ακροδεξιάς είναι ύπουλη και διαποτίζει με μίσος τον δημόσιο διάλογο. Υπερασπίζεται συγκεκριμένα “Ιερά Τέρατα” και αποκρύπτει το ουσιώδες γεγονός ότι, π.χ. ο Μ. Καραγάτσης ήταν δηλωμένα μισογύνης και ρατσιστής. Και φρόντισε να το δηλώσει γραπτώς. Έγραφε και κριτική θεάτρου, εκτός από “αριστουργήματα” και εκεί, νομίζω, εξέφραζε τις προσωπικές του απόψεις. Ιδού λοιπόν τι έγραφε για το “Ημέρωμα της Στρίγγλας” το 1948:
“… υπάρχει ένα μεγάλο ηθικό και κατά τη γνώμη μου αληθέστατο δίδαγμα: ότι η ελεύθερη κι αυθαίρετη υποταγή της γυναίκας στον άντρα αποτελεί την βασικήν ευτυχίαν του γάμου… Φρονώ ότι όλες οι μαθήτριες των Γυμνασίων (οι αυριανές σύζυγοι) θα έπρεπε να ιδούν υποχρεωτικώς το έργο που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο. Για να διαλυθούν τα πιθανά φούμαρα του μυαλού τους, ότι η γυναίκα πρέπει να ψήνη το ψάρι στα χείλη του άντρα της για να του αποδείξη πως έχει… περσοναλιτέ!.“
Γιατί δεν τέθηκαν και αυτές οι πληροφορίες στον πρόσφατο δημόσιο διάλογο; Μα διότι ο διάλογος δεν έγινε επί του περιεχομένου της κριτικής στον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά, μέσω αντιπερισπασμού, επί του “θράσους” της άσκησης κριτικής στον συγγραφέα. Πού καταλήγουμε; Στην δαιμονοποίηση της κριτικής στάσης ως “ακυρωτικής” στάσης. Μα η απώλεια της κριτικής λειτουργίας στο κοινωνικό πεδίο σημαίνει ακριβώς και την απώλεια της δημιουργικής σχέσης μας με το παρελθόν. Για το οποίο παρελθόν, γράφει ο Καστοριάδης πως “η γνώση του αλλά και η κριτική πού του ασκούμε, αποτελεί τμήμα του αυτοστοχασμού μας. Και τούτο, όχι μόνον επειδή καθιστά φανερή τη σχετικότητα τού παρελθόντος μέσω της γνώσης άλλων εποχών, αλλά και επειδή αφήνει να διαφανεί ή σχετικότητα της συγκεκριμένης ιστορίας μέσω τού στοχασμού πού αφορά σε άλλες ιστορίες, ιστορίες πού ήυαν πράγματι δυνατές, χωρίς όμως να έχουν πραγματοποιηθεί.”
Και, εν τέλει:
Πείτε μου έναν συγγραφέα που η “ακυρωτική κουλτούρα” (sic) σας εμπόδισε να διαβάσετε. Δύσκολο. Η JK Rowling υπέστη πραγματικά “ακυρωτική” καμπάνια έπειτα από τις τρανσφοβικές της δηλώσεις και, όχι μόνο δεν μειώθηκε η προβολή ή οι πωλήσεις των βιβλίων της, αλλά συνέχισε να κάνει τρανσφοβικές δηλώσεις με μεγαλύτερη επιθετικότητα, πίσω από την ασπίδα του “προνομιούχου θύματος.”
Τότε πείτε μου έναν συγγραφέα που η “ακυρωτική κουλτούρα” (sic) σας εμπόδισε να ξεχάσετε ότι υπήρξε μισογύνης, φασίστας ή ρατσιστής. Ιδού το ζόρι.
Αχ, καημένοι Καραγάτση, Καζαντζάκη, Κίπλινγκ, Σελίν, Ουελμπέκ πώς θα μπορέσουν οι αναγνώστες σας να ξαναβρούν την κατασταλτική αθωότητά τους;
Μα, καταδικάζοντας την…. “ακυρωτική κουλτούρα” (sic)
Σκίτσο του Cabu από το 2015, δημοσιευμένο στο Charlie Hebdo, που απεικονίζει τον Μισέλ Ουελμπέκ στην αγκαλιά της Λε Πεν, η οποία του λέει: “Θα είσαι ο Μαρλώ μου” [υπουργός Πολιτισμού στην δεξιά κυβέρνηση Ντε Γκωλ μέχρι τον Μάη του ’68]
Συζήτηση1 Σχόλιο
“Τότε πείτε μου έναν συγγραφέα που η “ακυρωτική κουλτούρα” (sic) σας εμπόδισε να ξεχάσετε ότι υπήρξε μισογύνης, φασίστας ή ρατσιστής. Ιδού το ζόρι.”
Για μένα ως αναγνώστη δεν είναι και πολύ ζόρι διότι απλά δεν με αφορά. Δεν με αφορά αν ο Καραγάτσης υπήρξε κάτι απ’ αυτά για τον απλό λόγο ότι έχει πεθάνει. Αυτό που έχει παρουσία στο σήμερα είναι μόνο το έργο του. Το έργο μπορεί να είναι παιδί του συγγραφέα αλλά λειτουργεί αυτοτελώς. Δεν χρειάζεται να ξέρω τι ιδέες είχε ο συγγραφέας για να κάνω τις συνδέσεις μου με αυτό.