Daniel Sibony: Ανεργία. Η μη-αναγνώριση

0

Daniel Sibony: Ανεργία. Η μη-αναγνώριση [1]. Μετάφραση: Στέλιος Τσεκούρας – φυσικός

Η τύχη με έκαμε να συναντήσω, αυτούς τους καιρούς, ένα εντυπωσιακό πλήθος ανθρώπων που είναι παθιασμένοι με αυτό που κάνουν αλλά που τυπικά έχουν αποτύχει στην επιθυμία τους να κάνουν τη δουλειά τους να αναγνωριστεί, έχουν μπλοκαριστεί από τα εδραιωμένα πλαίσια – σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτα – με τα οποία οι υπεύθυνοι έχουν κατασκευάσει έναν τοίχο με τον οποίο ταυτίζονται: δεν περνάει κανείς.

Μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους που, συχνά, είναι μπλοκαρισμένοι και όχι αναγνωρισμένοι μπορούμε να κάνουμε εύκολη psy [2] και να πούμε ότι, συχνά για αυτούς, το να αναγνωριστούν είναι ένα ζωντανό και εξαιρετικά φλέγον σημείο του πεπρωμένου τους: ακριβώς την στιγμή που κινδύνευαν να αναγνωριστούν και να δρέψουν τον καρπό των προσπαθειών τους έκαναν την γκάφα που δεν έπρεπε να κάνουν, ή αλλιώς, ξαναβούταγαν, εξαφανίζονταν σαν να επαναλάμβαναν την καταραμένη στιγμή που ο ‘Άλλος’ είχε εξαφανιστεί για αυτούς – ή είχε λειώσει – σε σημείο που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα από αυτόν…

Αλλά είναι προτιμότερο να αναλύσουμε τη σύνδεση ανάμεσα σε κείνους που δραστηριοποιούνται όπως μπορούν και σε εκείνους που τους εμποδίζουν όπως μπορούν. Αυτό μπορεί να μας φωτίσει για αυτή την τεράστια ασθένεια που ονομάζεται ανεργία.

Τι συμβαίνει όταν ένα παθιασμένο με τη δουλειά του, της οποίας το αποτέλεσμα είναι θετικό, ον βλέπει τις προσπάθειές του να μην αναγνωρίζονται, να εμποδίζονται ή να περιφρονούνται; Αν πραγματικά είναι ‘τσιμπημένο’ συνεχίζει, όσο κι αν αυτό φαίνεται λίγο περίεργο ή λίγο τρελό ακόμα και στα ίδια του τα μάτια. Τέτοια στάση μπορεί να δώσει δυνατά έργα τα οποία, με ή χωρίς ΜΜΕ, ακολουθούν τον αυστηρό δρόμο τους.

Αλλά ο άνθρωπός μας μπορεί επίσης να απογοητευτεί. Η Γαλλία καταναλώνει αντικαταθλιπτικά με την σέσουλα. Βρίσκεται, λένε, στην πρώτη γραμμή.

Συχνότατα ένα τέτοιο άτομο αποσυνδέεται, αποεπενδύει αυτό που κάνει, σταματά τις προσπάθειές του, που στοχεύουν στο να κάνει ό,τι κάνει λίγο καλύτερα απ’ όσο γίνεται κανονικά (“trans-faire”). Σιγά-σιγά αν και είναι ενεργό στη δουλειά του, η καρδιά του δεν είναι εκεί. Με δυο λόγια μπαίνει σε καραντίνα, σχεδόν σε “ανεργία” αν και βρίσκεται στη δουλειά του. Αυτός ο συλλογισμός μας προτέπει να εξετάσουμε την ανεργία εν σπέρματι στην ενδημική κατάσταση πολλών από όσους εργάζονται: κουνιώνται, κάνουν χειρονομίες αλλά το ουσιώδες του Είναι τους είναι αδρανές, με αναστολές: δεν βρίσκουν πού να ενταχθούν, πού να αναγνωριστούν: χτυπάνε πάνω σε αόρατους τοίχους οι οποίοι συντρίβουν τους στόχους τους.

Τελικά, το φαινόμενο ανεργία δεν είναι η βίαιη ανάδυση μιας μη-θεσης, μιας αδειασμένης ή αδύνατης θέσης, αλλά ίσως μια αργή διάβρωση στην οποία μια γεμάτη και ζωντανή θέση αδειάζει λίγο-λίγο από την υπόστασή της και γίνεται αστήρικτη. Το υποκείμενο, αν και δραστήριο, παγώνει ή αποκαρδιώνεται μπροστά στο ανόητο και κακόβουλο εμπόδιο.

Τούτων λεχθέντων, αυτό το άδειασμα είναι ατομικό, σημειακό. Αλλά ένα είδος “πονηρού πνεύματος” αθροίζει αυτές τις μικρές ατομικές αποτυχίες, στο επίπεδο της επιχείρησης, του Λυκείου, της Πανεπιστημιακής Σχολής… Αυτό το πονηρό πνεύμα υπάρχει, είναι πραγματικό, δεν είναι ούτε δίκαιο, ούτε άδικο, αθροίζει τις σημειακές αποτυχίες και τούτα τα αθροίσματα αποκαλύπτουν μεγάλες κενές επιφάνειες και μεγάλα ελλείματα: η συνολική εικόνα περιέχει μικρά καθήκοντα τα οποία προστίθενται μέχρι την μέρα που γίνεται και η ίδια ένα τεράστιο καθήκον. Αποτέλεσμα: η επιχείρηση οφείλει να απολύσει, δηλαδή να παράγει ανέργους, το Λύκειο ή η Σχολή να κατεβάσουν το επίπεδο, πράγμα που παράγει μελλοντικούς ανέργους που θα πρέπει να εκπαιδευτούν ή μάλλον να επιμορφωθούν. Εκπληκτική αυτή η αναζήτηση επιμόρφωσης όταν αποτυγχάνει να εκπαιδεύσει ανθρώπους που έχουν παρακολουθήσει μακροχρόνιες επιμορφώσεις.

Έχουμε εδώ ένα δυναμικό τελεστή παραγωγό ανεργίας, αρχικά σε λανθάνουσα μορφή έπειτα σε κραυγαλέα μορφή – “δηλωμένη” ανεργία, σαν μια αρρώστεια που “δηλώνεται” πάνω σε παθογενή φόντο: όπως ένας διεστραμμένος τρόπος ύπαρξης γεννά μια αρρωστημένη κατάσταση και κατόπιν αναγνωρισμένες, επίσημες ασθένειες. Χρόνιες.

Φυσικά, έπειτα, ξεκινάμε αντίδοτα –θεραπείες ήπιες ή σοκαριστικές– διότι η επιθυμία να κάνουμε κάτι είναι συνολικά ακατάστρεπτη. Αλλά συχνά το αποτέλεσμα είναι πενιχρό: όπως όταν δημιουργούμε αστικές ερήμους, χωρίς ψυχή, για να στέλνουμε εκεί πλήθη (cohortes) ανιματέρ να ξαναεμφυσήσουν λίγη ψυχή. Το κακό με τα προάστια είναι μια πολεοδομική ανεργία για την οποία το αντίδοτο έρχεται πολύ αργά. Έχουμε μπλοκάρει ή έχουμε προκαλέσει κατάθλιψη σε μια κάποια ευχάριστη συμβίωση και μετά της έχουμε δώσει κάποια αναβολικά.

Αυτός ο γεννήτορας ανεργίας δεν έγκειται στην τεχνική πρόοδο· στην αυξημένη αποτελεσματικότητα· αντίθετα: άνθρωποι της εξουσίας ξεπερασμένοι από τον δυναμισμό κάποιων, από την αποτελεσματικότητά τους που ενοχλεί τα καθιερωμένα στελέχη, αισθάνονται απειλούμενοι και για να διατηρήσουν τη σημαντικότητά τους σπάνε την ορμή αυτών των ενοχλητικών ή τους μπερδεύουν. Είναι ότι ο ανίκανος (incompétent [3]) άνθρωπος, σε μια θέση εξουσίας, κάνει μεγάλο κακό. Είναι αρκετά έξυπνος για να καταλαβαίνει ότι απειλείται από όσους έχουν τη δεξιοτεχνία (savoirfaire). Τρομοκρατείται, συνεπώς καταλήγει να τρομοκρατεί, ή να αναστέλλει. Οι ανίκανοι άνθρωποι της εξουσίας αρνούνται να σας αναγνωρίσουν μια αξία διότι οι ίδιοι δεν έχουν αξία – καμμιά άλλη αξία από τη δύναμή τους να εμποδίζουν και να εγγράφουν τη θέση τους στην εμπόδιση που γεννά. Διότι και αυτοί επίσης πάσχουν από έλλειψη αναγνώρισης αλλά θέλουν να την κερδίσουν φτηνά: υποχρεώνοντας τον άλλο να γονατίσει μπροστά στον τοίχο που του αντιπαραθέτουν. (Αν η πτώση των τειχών στην Ανατολή μπορούσε να κάνει πιο ορατούς τους τοίχους εδώ…).

Είναι η δύναμη να εμποδίζεις, τυπικό χαρακτηριστικό τούτης της χώρας (εννοεί τη Γαλλία, Σ.Τ); Είναι αλήθεια ότι αλλού σέβονται περισσότερο τη δεξιοτεχνία, περισσότερο από τον τίτλο ή από το δίπλωμα ή από την τιμητική θέση. Εδώ η γιακωβίνικη κληρονομιά, η λατρεία της αντιπροσώπευσης φαίνονται αρκετά βαριές.

Αλλά αυτό το πρόβλημα είναι γενικό: οι άνθρωποι γίνονται ανίσχυροι – ανίσχυροι να χαίρονται τη ζωή τους και να λύνουν τα προβλήματά τους – όταν εκείνοι από τους οποίους εξαρτώνται ικανοποιούνται κυρίως με το να τους ευνουχίζουν.

Σε κάθε περίπτωση η ορμή εκείνων οι οποίοι επιθυμούν “να κάνουν κάτι” προσκρούει, σε όλα τα επίπεδα, στον ναρκισσισμό εκείνων οι οποίοι ταυτίζονται με τη θέση τους, θέση εξουσίας από την οποία γραπώνονται και απομονώνονται – η ζωή δεν φτάνει μέχρις αυτούς. Η γλώσσα τους είναι υπερβολικά φτωχή. Εξάλλου είναι προγραμματισμένοι να μην μιλούν παρά μια μόνον γλώσσα, τη δική τους – μοναδικότητα πολύ τυπική του ναρκισσισμού στην οποία δεν ακούμε παρά μόνο τον εαυτό μας και δεν καταλαβαινόμαστε παρά μεταξύ μας.

Τούτης της ναρκισσιστικής απόγνωσης, ορατής και από τις δυο πλευρές του τοίχου, είδαμε το κύριο αποτέλεσμα: αφαιρεί την ανάγκη να κάνεις οτιδήποτε. Και πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν έχουν ανάγκη για τίποτε, ούτε να μην κάνουν τίποτε. Είναι μια μορφή της διάσημης “κατήφειας” (morosité). Βιαζόμαστε να τους κρίνουμε: χαζολογάδες, συγκαταβατικοί καταθλιπτικοί. Τους ειρωνευόμαστε, τους νουθετούμε, τους περιθάλπουμε. Είναι πιό πολύπλοκο: το να μην ενδιαφέρεσαι για τίποτα, για τίποτε άλλο εκτός από σένα είναι συχνά σαν να αναγνωρίζεις τούτο: είχαμε αναγνωριστεί τόσο λίγο που πρέπει – προκειμένου να επιβιώσουμε – να επενδυθούμε σε ένα πράγμα: εμάς τους ίδιους. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να εξαφανιστούμε, να λιγοψυχήσουμε. Οι άνθρωποι αυτοί είναι στο προσκέφαλό τους, στο άκουσμα των αποσβεννυμένων δονήσεων του Είναι τους. Δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να ενδιαφερθεί παρά μόνο για το σύμπτωμα με το οποίο ταυτίζονται, το σύμπτωμα που γίνονται και με το οποίο τους αναγνωρίζουμε σε βάθος χρόνου. Οδηγούνται βήμα-βήμα προς μια ριζική ανεργία: έναν ναρκισσισμό σαν χαμένοι. Διότι το κάνω κάτι, παράγω αυτό το έργο ή αυτό το αντικείμενο σημαίνει βγαίνω από τον εαυτό μου. “Το να μην ενδιαφέρεσαι για τίποτα” είναι να επενδύεσαι μόνον στον εαυτό του για να προφυλαχτείς από μια ναρκισσιστική αιμοραγία. Το να μην ενδιαφέρεσαι παρά μόνον για σένα και το να αναγνωρίζεις ότι αυτό το ενδιαφέρον δεν στέκεται, αυτό είναι η κατάθλιψη. Να προσκρούεις σε τόσους τοίχους που να γίνεσαι ο ίδιος ο τοίχος στην βάση του οποίου κάθεσαι. Μπουχτισμένος.

Όλα τούτα είναι μακριά από την αποδεκτή και την αναμασημένη ιδέα: ότι η ανεργία είναι το αναπόφευκτο προϊόν της τεχνικής προόδου. Αυτή η ιδέα έχει για την ίδια τόσο πολλές φαινομενικότητες που πετυχαίνει να κρύβει καλά αυτό που έχει λανθασμένο. Πράγματι, μια κοινωνία σε πρόοδο, που αναπτύσσεται και πλουτίζει γιατί να είναι προφανές ότι θα υπάρξει θύμα του πλούτου της; Η πρόοδος στην εκτέλεση ενός καθήκοντος φτιάχνει ανθρώπους άχρηστους για αυτό το καθήκον: επιβάλλεται να ισχύει αυτό για όλα τα δυνατά καθήκοντα; Ήταν ταυτισμένοι μέχρι τέτοιο σημείο σε αυτή τη θέση για να μην έχουν πλέον καμμιά θέση εκτός από αυτήν;; Αυτή η πρόοδος απελευθερώνει τον άνθρωπο για άλλα καθήκοντα γιατί θα ήταν κατ’ αρχάς το δύσκολο καθήκον να καταδικαστούμε να μην κάνουμε τίποτε. Μια πιο ώριμη κοινωνία μπορεί να έχει κατ’αρχήν την κατάλληλη ωριμότητα για να μην εκκενώνει θέσεις, αλλά για να μετατοπίζει όσους βρίσκονται σε αυτές. Η θέση είναι πρώτα απόλα μια πράξη: μετακίνησης και τοποθέτησης. Η δύναμη που προσπορίζει τον πλούτο, των προϊόντων και της γνώσης, θα μπορούσε όχι να εμποδίζει τους ανθρώπους αλλά να τους επιτρέπει να κάνουν κάτι άλλο. Αντί να συγκεντρώνει τον πλούτο και να τους δίνει ίσα-ίσα ότι χρειάζονται για να το βουλώνουν και να μην επενδύουν παρά στον εαυτό τους.

Βέβαια υπάρχει ο ανταγωνισμός των κοινωνιών στις οποίες είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε για να παράγουμε. Ιαπωνία, Γερμανία… Με τι θα έμοιαζε η ηγεμονία τους αν κάποια στιγμή γενικευόταν; Θα είμασταν απλώς υποχρεωμένοι – ευγενικά – να καταναλώνουμε γιαπωνέζικα ή θάπρεπε να γίνουμε γιαπωνέζοι, πολιτιστικά; Με πιο λεπτοφυείς τρόπους από τα γενετικά πειράματα; Ανοικτά ερωτήματα. Αλλά αν τεθούν κάποια μέρα – ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει με πιό γελοίες μορφές – αυτό θα συμβεί σε μια κοινωνική διάρθρωση, την δική μας, που σημαδεύεται από τούτο το κουσούρι της μη-αναγνώρισης του άλλου. Στο ηθικό επίπεδο και στο πρακτικό πεδίο.

Η μη-αναγνώριση δεν είναι μόνον το αντίθετο της αχαριστίας, αυτής της ναρκισσιστικής συστολής όπου το υποκείμενο δεν θέλει να δώσει τίποτα από φόβο ότι δεν θα του μείνει τίποτα, ενόσω πρέπει να δώσει κάτι που δεν έχει στο τσεπάκι: μια κουβέντα, ένα σημάδι…

Ότι η αναγνώριση στοιχειώνει τις κοινωνίες μας της εικόνας, είναι περίπου μια δίκαιη επιστροφή. Το να φαίνεσαι, το να σε βλέπουν – τηλεόραση, περιοδικά,… – μ’άλλα λόγια το να έχεις ένα σημείο στήριξης διαφορετικό από σένα, μια εικόνα “αναγνωρίσιμη” από τρίτους, ακόμα κι αν έχουμε λίγες ψευδαισθήσεις για την αξία αυτής της εικόνας, αυτό εμπεριέχει μια νόμιμη πτυχή: το να κάνουμε τον άλλο να γνωρίζει ένα μέρος αυτού που είμαστε, να ανοίξουμε λίγο την ναρκισσική κάψουλα, να επιχειρήσουμε να ζήσουμε ένα
μοίρασμα…

Και για να δυσκολέψουμε τα πράγματα, η αναγνώριση αγγίζει την δοκιμασία της ταυτότητας, αυτής της, κοινής σε όλους, έμμονης ιδέας του τέλους του αιώνα μας: Ανατολή ή τρίτος κόσμος ή Δύση – ομάδες ή άτομα… Σε τι θα αναγνωριστούμε; Το έμβλημα σβήνει τη δοκιμασία της εν λόγω αναγνώρισης. Αλλά αυτή η διαφορά καθορίζει τη δυνατότητα να συναντήσουμε, και επομένως να ζήσουμε, αν είναι αλήθεια ότι το να ζούμε σημαίνει να συναντάμε κάτι άλλο, καινούργιο αν είναι δυνατόν, μέσα στο οποίο θα μπορέσουμε να αναγνωριστούμε έχοντας αρκετή “επαναφορά” [4] για να μην χαθούμε στην εικόνα του.

7/4/1992

Λίγα λόγια για τον Daniel Sibony, συγγραφέα του άρθρου:

Ο εβραϊκής καταγωγής στοχαστής Daniel Sibony, γεννήθηκε στο Μαρόκο το 1942 και είναι κάτοχος διδακτορικού στα Μαθηματικά (1967) (κάτω από την εποπτεία του σημαντικού μαθηματικού Gustave Choquet [1915-2006]) και διδακτορικού στη Φιλοσοφία (1985) (κάτω από την εποπτεία του Emmanuel Lévinas και των J.-T. Desanti, M. de Certeau, R. Misrahi, O. Revault d’Allones, H, Atlan) ενώ εργάστηκε πολλά χρόνια στο Παρίσι σαν πανεπιστημιακός και σαν ψυχαναλυτής! Τον ‘γνώρισα’ από την πολύ ενδιαφέρουσα video-συζήτηση [της σειράς DIALOGUES του Collège de France] που έκαμε με τον Alain Connes και με θέμα: Les notions de temps et de verité (οι έννοιες του χρόνου και της αλήθειας), η οποία έγινε στις 25/02/2019 και την οποία συστήνω ανεπιφύλακτα. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=SWgASHHanLU&ab_channel=FondationHugotduColl%C3%A8gedeFrance

Θεωρώ ότι ο βεβαρυμένος με τα “τρία κακά” της μοίρας του (εβραίος, άραβας και μαθηματικός) D. Sibony ανοίγει (θέτοντας τον Άνθρωπο στο επίκεντρο της ανάλυσής του) ορίζοντες στην σύγχρονη σκέψη και γι’ αυτό μετέφρασα το άρθρο του. Περιττό να τονίσω ότι τόσο η θεώρησή μου όσο και η εφαρμογή της θα έχουν σφάλματα τα οποία με βαραίνουν κατ’ αποκλειστικότητα! To ιδιαίτερο ενδιαφέρον του άρθρου για τους εκπαιδευτικούς (ανεξαρτήτως ειδικότητας) το διατυπώνει (σε άλλο του άρθρο του ίδιου βιβλίου) με λακωνικό και αφοπλιστικό τρόπο ο Sibony: “Γράφω σημαίνει φτιάχνω ένα ίχνος για να ‘συγκρατώ’ μια ιδέα, μια εικόνα, και να μπορώ να περνάω σε κάτι άλλο.” [5].

Στέλιος Τσεκούρας – φυσικός
Ηλιούπολη, Μάρτης 2024

——————————————————————–

[1] Daniel Sibony¨: Événements II, Psychopathologie du quotidien, Éditions du Seuil, Paris 1995, Chômage. La non-reconnaissance., σελ: 125-129.
[2] Ειρωνικός τρόπος του συγγραφέα να αναφερθεί στην ψυχολογία του συρμού. Σ.Τ.
[3] Το γαλλοελληνικό λεξικό του ΚΑΟΥΦΜΑΝ, 1995 προτείνει τη μετάφραση: αναρμόδιος, οποία είναι παραπλανητική. Προτίμησα την ερμηνεία: ανίκανος που υπονοείται ξεκάθαρα στο έγκριτο PETIT ROBERT, 1987. Σ.Τ.
[4] Υπονοεί κάτι που, μάλλον, μοιάζει με τη ‘δύναμη επαναφοράς’ του νόμου του Hooke. Σ.Τ.
[5] Daniel Sibony¨: Événements II, Psychopathologie du quotidien, Éditions du Seuil, Paris 1995, L’ argent
et le nombre, σελ: 194-197.

Αφήστε ένα σχόλιο

eight + seventeen =