(Απόσπασμα από το άρθρο του John Friedmann Το Δικαίωμα στην Πόλη, που δημοσιεύτηκε στο 1ο Τεύχος του περιοδικού Κοινωνία και Φύση, Μάιος-Αύγουστος 1992)
Υπάρχουν μόνο δύο περιπτώσεις που οι άνθρωποι καταλαμβάνουν το δρόμο και τον διεκδικούν για τον εαυτό τους: όταν διαδηλώνουν και όταν πανηγυρίζουν. Οι διαμαρτυρίες και οι πανηγυρισμοί δεν είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά. Και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, το κράτος είναι πάντα πρόθυμο να προστατέψει την ανιαρή, καθημερινή ομοιομορφία της πόλης. Ακόμη και η μικρότερη ρωγμή στην αναγκαστική πειθαρχία, γίνεται αντιληπτή από τις αρχές σαν μία πρόσκληση στην αναρχία.
Πριν λίγα χρόνια, ένας φίλος με προσκάλεσε στο πανηγύρι της Αγίας Άννης, πολιούχου της Τουντέλα στη βάσκικη επαρχία της Ναβάρας.
Για τρία μερόνυχτα, το αρχαίο κέντρο της πόλης, με το λαβύρινθο των οικισμών, έσφυζε από ζωή. Καθώς νέοι και γέροι ξεχύνονταν και καταλάμβαναν τους δρόμους, η πόλη αρνιόταν να κοιμηθεί. Για εβδομήντα δύο αδιάκοπες ώρες, με τη δική τους άμπωτη και πλημμυρίδα του χρόνου, χιλιάδες άνθρωποι, χαλαρά συναθροισμένοι σε μικρές ομάδες, χόρευαν, έτρωγαν, έπιναν, μιλούσαν και ξαναχόρευαν. […]
Εκεί στην Τουντέλα έμαθα ότι μια πόλη μπορεί πραγματικά να ονομάζεται πόλη, όταν οι δρόμοι της ανήκουν στους ανθρώπους. Οι δρόμοι είναι πρώτα χώροι ανθρώπινων συναντήσεων κι έπειτα κυκλοφοριακές αφετηρίες που διευκολύνουν το εμπόριο. Στους δρόμους είναι που οι άνθρωποι εκφράζουν το κυριαρχικό τους δικαίωμα στην πόλη ως πολιτική κοινότητα, με δικό της όνομα και μνήμη. […]
Το ίδιο ισχύει και στη Ρεσίφε ή στο Ρίο την εποχή του καρναβαλιού. Κάθε χρόνο το Φεβρουάριο οι favelados κατεβαίνουν από τους λόφους. Κατεβαίνουν με τα λεωφορεία, από τα εργατικά προάστια της πόλης, για να γιορτάσουν τη ζωή στους δρόμους, που στη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου τούς είναι ουσιαστικά απαγορευμένο.
Η εύθυμη ζωή ενός καρναβαλιού δεν συμβιβάζεται εύκολα με τη μεγάλη ταχύτητα του χρήματος, που είναι πρωταρχικός δείκτης επιτυχίας της κοινωνίας μας. Και όταν η γιορτή τελειώσει, οι δρόμοι ξαναγίνονται κυκλοφοριακές αρτηρίες με τα συγχρονισμένα σήματα του STOP και του GO. Διωγμένοι για άλλη μια φορά από τους δρόμους, οι άνθρωποι ξαναγυρίζουν στην περιφέρεια της πόλης των πλουσίων, στις φαβέλες τους. Η φωτεινή ανάμνηση των λίγων ημερών που γιόρτασαν το κυριαρχικό τους δικαίωμα στην πόλη, θα τους συντηρήσει για άλλον ένα χρόνο.”
———————————————————————————————————————-
Σημειώσεις της Γεωργίας Κανελλοπούλου
1. Δυο λόγια για τις φωτογραφίες
Όλες οι φωτογραφίες είναι από τη σειρά Μάσκες που έφτιαξαν η φωτογράφος Inge Morath και ο καρτουνίστας Saul Steinberg, σε μια από τις πιο παράξενες και ευφάνταστες συνεργασίες όλων των εποχών. Εξηγεί η Inge: “Το 1956 πήγα στη Νέα Υόρκη και ζήτησα από τον Saul να συναντηθούμε. ‘Ηρθε στο ραντεβού φορώντας στο κεφάλι του μια χάρτινη σακούλα όπου είxε ζωγραφίσει το πορτρέτο του. Από εκείνη τη στιγμή ως το 1962, ξεκινήσαμε μαζί μια σειρά από φωτογραφίες που την είπαμε Μάσκες.”
Τους φαντάζομαι σοβαρούς να δουλεύουν, τους φαντάζομαι και να ξεκαρδίζονται οι δυό τους, και ξέρω, το βλέπω δηλαδή, πως δεν είχαν στο μυαλό τους κανένα καρναβάλι, αλλά μόνο το μασκάρεμα: το με το ζόρι χαμόγελο της Αμερικής των 50s, το μουδιασμένο χαμόγελο της Ευρώπης που προσποιούνταν πως όλα θα γίνουν όπως πριν, σαν να μην είχαν γίνει οι δύο πόλεμοι, σαν να μην είχε υπάρξει Άουσβιτς. Καλοντυμένες κυρίες και αυτάρεσκοι επιχειρηματίες, η αγία μασκαρεμένη οικογένεια, το αμερικάνικο όνειρο, όλα πίσω απ’ τις μάσκες της Inge και του Saul, έτοιμα να ανατραπούν…
2. Ο John Friedmann ήταν, τον καιρό δημοσίευσης του άρθρου του στο Κοινωνία και Φύση, καθηγητής και διευθυντής του Προγράμματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Μεταπτυχιακής Σχολής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.