27 Ιανουαρίου 1945 – 27 Ιανουαρίου 2024

0

(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Περπατάω στο Άουσβιτς. Η μέρα είναι σκοτεινή, βροχερή, κι αυτό μου δίνει μια κάποια ανακούφιση, δεν θα μπορούσα να είμαι εδώ σε μέρα ηλιόλουστη. Δεν θέλω να περιγράψω τι είδα, και μάλλον δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα. Νομίζω πως ένα άδειασμα έγινε μέσα μου, καθώς ό,τι είχα διαβάσει, ακούσει και δει όλα αυτά τα χρόνια έπαψε να είναι μακρινό. Ήμουν εκεί και άδειαζα σε κάθε βήμα. Ήμουν εκεί και δεν κινδύνευα κι αυτό μου δημιουργούσε ενοχές, σαν να έπαιρνα στους ώμους μου τα δεινά του κόσμου, τα πιο βαριά δεινά. Ήμουν εκεί κι ήθελα να φωνάξω. Δεν είμαι εβραία, γνωρίζω προσωπικά μόνο έναν άνθρωπο που έχασε την οικογένειά του στο Ολοκαύτωμα. Τον ντρέπομαι λίγο. Στο Άουσβιτς ντρεπόμουν πολύ. Μόνο μια φορά ντράπηκα ξανά τόσο πολύ, στις 07.10.2023 και στη σιωπή που ακολούθησε. Το Άουσβιτς υπήρξε στη σιωπή, σκέφτομαι. Και λόγω της σιωπής. Ο Χόρχε Σεμπρούν είχε σημειώσει πως κοντά στο στρατόπεδο δεν ακούστηκαν ποτέ πουλιά.

Περπατάω στο Άουσβιτς. Στους «κοιτώνες» ζωντανεύει στο μυαλό μου εκείνη η φωτογραφία των σκελετωμένων ανθρώπων, ένας απ’ αυτούς τους σκελετούς ήταν ο μετέπειτα νομπελίστας της ειρήνης  Έλι Βίζελ. Το 2014 έγραψε ένα άρθρο όπου καταδίκαζε την τακτική της Χαμάς να χρησιμοποιεί τα παιδιά ως ανθρώπινη αλυσίδα. Δεν δημοσιεύτηκε. Οι New York Times είπαν πως «θα δημιουργούσε ανησυχία στους αναγνώστες της εφημερίδας».

Δεν θέλω να μιλήσω για το Άουσβιτς. Ανασύρω στο μυαλό μου επιζώντες του Ολοκαυτώματος συγγραφείς, αυτοί να μιλήσουν, έχουν πει τόσα, και τίποτα δεν καταλάβαμε.

«Ήμουν εκεί, στα στρατόπεδα, αλλά δεν μιλάω ποτέ γι’ αυτό το πράγμα», είπε ο Έλι Βίζελ στον συγγραφέα Φρανσουά Μωριάκ. Και τότε ο Μωριάκ τον κοίταξε κι άρχισε να κλαίει, να κλαίει. Και όταν σταμάτησε, του είπε: “Να μιλήσεις”. Και ο Έλι Βίζελ, ο αριθμός A-7713 της δεύτερης κουκέτας σ’ εκείνη την πασίγνωστη φωτογραφία του Άουσβιτς, 20 χρόνια μετά μίλησε. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο του Η Νύχτα πούλησε μόνο 1.000 αντίτυπα. “Πρέπει πάντα να διαλέγουμε πλευρά. Η ουδετερότητα βοηθάει τον καταπιεστή, ποτέ το θύμα. Η σιωπή βοηθάει τον βασανιστή, ποτέ τον βασανιζόμενο.” – γράφει.

«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένoι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δε γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει.”: Πρίμο Λέβι. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1944, 650 Εβραίοι, μεταξύ αυτών και ο Πρίμο Λέβι, στοιβάχτηκαν σε ένα τρένο και μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Εκεί καταγράφηκε ως το νούμερο 174.517 και παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωσή του στις 27 Ιανουαρίου 1945. Από τους 650 Εβραίους που μεταφέρθηκαν εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου στο Άουσβιτς τελικά επέζησαν μόλις 20 άτομα. Ο Πρίμο Λέβι επέζησε αλλά αυτοκτόνησε το 1987.

“Όμως η έκπληξη πάγωσε απότομα. Μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή συνδεδεμένη με τέσσερα βρόμικα φορτηγά βαγόνια, πρόβαλε από τους λόφους και σταμάτησε στο σταθμό. Η εμφάνιση της ήταν όσο ξαφνική κι αναπάντεχη σαν να βγήκε στην επιφάνεια στα έγκατα της γης. “Μπείτε μέσα” ούρλιαξαν αθέατες φωνές. Και τα βαγόνια κατάπιαν τους ανθρώπους. Κι αυτούς που στέκονταν – άλλος μ’ ένα μπουκάλι λεμονάδα στο χέρι, άλλος μ’ ένα κομμάτι σοκολάτα, – όλους τους κατάπιαν με τόση ευκολία. Σαν σπόρους σιτάρι ριγμένους στη χοάνη. Παρόλα αυτά, ο δόκτωρ Πάπενχαϊμ πρόλαβε να εκστομίσει την ακόλουθη παρατήρηση: “Αφού τα βαγόνια είναι τόσο βρόμικα σημαίνει πως δεν έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας”.”: Άαρον Άπελφελντ. Ο Άαρον Άπελφελντ συνελήφθη το 1940 και εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζι με τον πατέρα του, αφού προηγουμένως είδε την εκτέλεση της μητέρας του, μπροστά στα μάτια του. Το ‘σκασε από το στρατόπεδο και περιπλανήθηκε για τρία χρόνια στα βουνά της Ουκρανίας. Το 1946, 14 χρονών, πήγε στην Παλαιστίνη.

«Ξεφυλλίζω το παλιό μου ημερολόγιο. Είναι το 1946, το έτος που ήρθα στο Ισραήλ, και το ημερολόγιο είναι ένα μωσαϊκό λέξεων στα γερμανικά, τα γίντις, τα εβραϊκά, έως και τα ρουθήνια. Λέω “λέξεις” κι όχι “φράσεις” επειδή στα 1946 δεν ήμουν σε θέση να συνδέσω τις λέξεις σε φράσεις και οι λέξεις ήταν οι πνιχτές κραυγές ενός δεκατετράχρονου, σχεδόν αφασικού, εφήβου, που είχε χάσει όλες τις γλώσσες που μιλούσε. Το ημερολόγιο του χρησίμευε για κρυψώνα όπου σώρευε τα υπολείμματα της μητρικής του γλώσσας και τις λέξεις που είχε μόλις αποκτήσει.  Χωρίς γλώσσα, όλα είναι χάος, σύγχυση και φόβος για πράγματα για τα οποία δεν θα έπρεπε κανείς να φοβάται.» – Άαρον Άπελφελντ. Στα πρώτα χρόνια του, το Ισραήλ δεν είχε ούτε γλώσσα…

«Ο Αντισημιτισμός είναι μέσα στον αντι-ισραηλισμό ή αντισιωνισμό, όπως η καταιγίδα μέσα στα σύννεφα. Όταν μιλάει πρόστυχα, τότε μιλά για «το εγκληματικό κράτος του Ισραήλ». Όταν εμφανίζεται ευπρεπής, τότε μιλά για τo «προωθημένο φυλάκιο του Ιμπεριαλισμού». Δεν έχω πρόθεση να δικονομήσω για όλα όσα κάνουν οι διάφορες Κυβερνήσεις του Ισραήλ. Οι προσωπικές μου σχέσεις με αυτήν την χώρα… είναι πρακτικά μηδέν. Δεν την επισκέφτηκα ποτέ, δεν μιλώ την γλώσσα της, ο πολιτισμός της μου είναι και μάλιστα κατά προσβλητικό τρόπο ξένος, η θρησκεία της δεν είναι η δικιά μου. Παρόλα αυτά η ύπαρξη αυτού του κράτους είναι για μένα σημαντικότερη από την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου.» – Ζαν Αμερί. Ο Ζαν Αμερί συνελήφθη το 1943, βασανίστηκε από την Γκεστάπο και μεταφέρθηκε πρώτα στο Άουσβιτς και κατόπιν στο Μπούχενβαλντ και στο Μπέργκεν-Μπέλζεν, απ’ όπου απελευθερώθηκε το 1945. Αυτοκτόνησε το 1978.

Nach Auschwitz ein Gedicht zu schreiben ist barbarisch: είναι η γνωστή φράση του Τέοντορ Αντόρνο από διάλεξη του το 1949. «Το να γράφεις ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο» είπε και τροφοδότησε χιλιάδες συζητήσεις, τι εννοούσε, τι πρέπει να κάνουμε αν είναι έτσι, μπορεί να υπάρξει τελικά ποίηση μετά το Άουσβιτς; μπορεί να υπάρξει τέχνη αφού η τέχνη απέτυχε να σώσει; Δεν νομίζω ότι η τέχνη είναι εδώ για να σώζει, κι αν κάποτε κάποιοι το πίστεψαν, η Ιστορία τους διέψευσε. Γράφει όμως ο Ζάουμε Καμπρέ στο Confiteor:  “Φτιάξαμε μουσεία για να θυμόμαστε το Άουσβιτς, λείπει όμως κάτι: η αλήθεια του βιώματος. Αυτό δεν μπορεί να το μεταδώσει καμία μελέτη. Μπορεί μόνο η τέχνη. Ναι, η ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ.” Ίσως λοιπόν έτσι να φτάσαμε στην ποίηση του Günter Eich, της Ingeborg Bachmann, του Thomas Bernhardt, εδώ του Paul Celan:

Χώμα ήταν μέσα του κι

εκείνοι έσκαβαν.

Έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι κυλούσε

η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν υμνούσαν το θεό,

που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,

που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα γνώριζε.

Έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια·

δεν έγιναν σοφοί, ούτε εμπιστεύτηκαν λόγους ασμάτων,

δεν επινόησαν κάποιου είδους γλώσσα.

Έσκαβαν.

—————————————————————————————————————————————————————

Η τέχνη δεν σώζει αλλά σκάβει το παρελθόν και το μέλλον του ανθρώπου. Και ο Ίμρε Κέρτες, ο νομπελίστας επιζών του Άουσβιτς, τέλειωσε την ομιλία του στην απονομή των Νόμπελ το 2002 έτσι: «Προτιμώ να πω: η λογοτεχνία πρέπει να υπηρετήσει το μέλλον. Διότι σύμφωνα με τα όσα πιστεύω, όταν αναλογίζομαι την τραυματική επίδραση του Άουσβιτς, έρχομαι αντιμέτωπος με τα θεμελιώδη ζητήματα της βιωσιμότητας και της δημιουργικής δύναμης του σημερινού ανθρώπου· που σημαίνει ότι όταν αναλογίζομαι το Άουσβιτς, σκέφτομαι κατά παράδοξο τρόπο το μέλλον παρά το παρελθόν.»

Ας είναι αυτό το μέλλον ελεύθερο από το αντισημιτικό μίσος, αυτό το μίσος που υπήρξε δομικό στοιχείο του ναζισμού αλλά στηρίζει και πολλούς -ισμούς της δικής μας εποχής. Ναι, ένα μέλλον ελεύθερο από το μίσος, τις συλλογικές πλάνες, τις απάνθρωπες γεωπολιτικές αναλύσεις που συμφωνούν σήμερα να στείλουν τους εβραίους στη θάλασσα… Για να ανθίσει το μέλλον όμως, είναι γνωστό πως το παρόν θέλει δουλειά πολλή.

—————————————————————————————————————————————————————

Το σημερινό Στιγμιότυπο είναι αφιερωμένο στη Σάνι, την Ναάμι, την Έντεν, τον Κέσσετ, την Αλίνα, τον Κφιρ και τον Αριέλ, τη Λίρον, τον Ιτάι, τον Γιόσι, την Νόα, τον Όφερ, την Ίντα, τη Ρουθ, την Νόια, τον Έρικ…

Πηγές

  1. Η Νύχτα, Έλι Βίζελ, Εκδ. Μεταίχμιο, Μτφρ. Γ. Ξενάριος
  2. Εάν αυτό είναο άνθρωπος, Πρίμο Λέβι, Εκδ. Άγρα, Μτφρ. Χ. Σαρλικιώτη
  3. Μπατενχάιμ 1939, Άαρον Άπελφελντ, Εκδ. Εστία, Μτφρ. Μάγκυ Κοέν
  4. Ιστορίες μιας ζωής, Άαρον Άπελφελντ, Εκδ. Εστία, Μτφρ. Μάγκυ Κοέν
  5. Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, Ζαν Αμερί, Εκδ.Άγρα, Μτφρ. Γ. Καλαφατίδης
  6. Confiteor, Ζάουμε Καμπρε, Εκδ.Πόλις, Μτφρ. Σ. Ευρυβιάδης
  7. Άρθρο ‘Αποψιλωμένα ποιήματα’ στα μεταπολεμικά ερείπια, του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου, https://frear.gr/?p=28661

Η κεντρική φωτογραφία είναι από το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες είναι εξώφυλλα βιβλίων επιζώντων του Ολοκαυτώματος, είτε αναφέρονται στο άρθρο είτε όχι.

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο

18 + 10 =