Ορίζοντας το «δάσος»: Οι πρώτες διατάξεις & η προστασία του

0

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του δασολόγου Αντώνιου Καπετάνιου, Δάσος Είναι… Πώς το δάσος ορίζεται στη δασική νομοθεσία;, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2024, (διαθέτης: https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=65578). Το βιβλίο πραγματεύεται τον ορισμό του δάσους στη δασική νομοθεσία (νομικός ορισμός του δάσους), όπως μέσα από τα κατά καιρούς δασικά νομοθετήματα (το δασικό δίκαιο) αυτό θεωρήθηκε και ορίστηκε, από την έναρξη λειτουργίας του νέου ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα.

«Η αντίληψη για το δάσος συντελεί στην προστασία του, και ορίζοντάς το νομικά, το προσδιορίζεις κατά τον τρόπο που το προσλαμβάνεις για να το προστατεύσεις. Συνεπώς η διάταξη ορισμού του δάσους αποτελεί την κορυφαία διάταξη της δασικής νομοθεσίας, και για το λόγο τούτο η πραγμάτευσή της απαιτείται ειδικά και σε βάθος· κάτι που επιχειρείται με το παρόν πόνημα».

«Όποιος δεν φύτεψε ένα δένδρο, δεν πρέπει να ξαπλώνει στη σκιά του».
(Λαϊκή παροιμία)

Ξεκινώντας με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, διαπιστώνουμε ότι στα νομοθετήματα των Βαυαρών, αρχομένων με το νομοθετικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1836 «Περί των εις τα δάση γενομένων ανομημάτων», δεν ορίζεται το τι εστί δάσος. Οι Βαυαροί, έχοντας τη νοοτροπία των Βορείων, όντας εξοικειωμένοι με την εικόνα των δασοβριθών τόπων, θεωρούσαν δεδομένη την έννοια του δάσους και μη αμφισβητήσιμη, και επομένως την προστασία τους, και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητο να την προσδιορίσουν νομικώς. Αυτή η αντίληψη είναι εμφανής στα νομοθετήματα που συνέταξαν, εμπνεύσεως του νομομαθούς της Αντιβασιλείας Γκέοργκ Μάουρερ, στα οποία χρησιμοποιείται το «δάσος» ως αυτονόητη έννοια· κοινή για τον πολίτη, σύμφωνα με την αντίληψη για το φυσικό περιβάλλον, και προσδιορισμένη σαφώς στην ιδέα και την αντίληψη των Βορείων.

Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός της θεώρησης που υπήρχε για το δάσος από τους Έλληνες, σε σχέση με την αντίστοιχη από τους Βαυαρούς, τούτο που αναφέρεται από τον Μάουρερ στο μνημειώδες έργο του για την Ελλάδα με τον τίτλο «Ο ελληνικός λαός», ότι (σύμφωνα με τα λόγια του) «όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα, όλοι μας έλεγαν, κατά την αντίληψη που επικρατούσε, ότι δεν υπάρχουν πουθενά εθνικά δάση, όμως εμείς βρήκαμε τουλάχιστον τρία, από βελανιδιές και οξιές, στη Μεσσηνία, στην Εύβοια και τη Ρούμελη. Για να τα διαφυλάξουμε, τοποθετήσαμε μερικούς νεαρούς Γερμανούς δασολόγους, και με κανονισμό του Υπουργείου των Οικονομικών ρυθμίστηκε και η υλοτομία, γιατί στον τομέα αυτόν δεν υπήρχε πριν κανένας έλεγχος» (Maurer G. L., Ο ελληνικός λαός. Δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31 Ιουλίου 1834, μετάφραση: Όλγα Ρομπάκη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976, σελ. 588).

Σημειώνεται ότι κατά την αντίληψη των Βορείων, δάσος ήταν το αποτελούμενο έδαφος από υψηλή δασική βλάστηση κι όχι από θαμνώδη ή χαμηλή, ενώ οι Έλληνες θεωρούσαν την παντού κείμενη άγρια βλάστηση ως χαρακτηρίζουσα την έκταση σα βοσκότοπο. (…)

Από τα πρώτα λοιπόν νομοθετήματα που συνέταξαν οι Βαυαροί, ήταν και για τα δάση, που συνετάχθησαν στη βάση της γερμανικής περιβαλλοντικής κουλτούρας και κατά το πνεύμα της γερμανικής αυστηρότητας. Έβαλαν, έτσι, δι’ αυτών των νομοθετημάτων τις βάσεις συγκρότησης της δασικής προστασίας της δασικής νομοθεσίας, καθώς και της ανάπτυξης των δασών, σ’ ένα κράτος που τότε δημιουργείτο – τούτο πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε…

Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν κτητικές και φθαρτικές νοοτροπίες στον ορεινό χώρο, τόσον στη χρήση των εδαφών όσον και των δασών, απορρέουσες από το κακό παρελθόν της σκλαβιάς (περίοδος Τουρκοκρατίας). Έθεσαν, έτσι, υπό την εποπτεία της κρατικής διοίκησης τον ορεινό χώρο και τον οργάνωσαν εξαρχής, όπως φαίνεται και από τη μαρτυρία του Μάουρερ, που αναφέρει, όπως προεκτέθηκε, ότι έφερε Γερμανούς δασολόγους για να καθοδηγήσουν ως προς την προστασία και διαχείριση των ελληνικών δασών. (…)

Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ορισμός του δάσους σε νομοθέτημα, κι έκτοτε καθιερώθηκε ως ο αποκαλούμενος «νομικός ορισμός» του δάσους, στο νόμο ΑΧΝ΄ «Περί διακρίσεως και οροθεσίας των δασών» της 14ης Ιανουαρίου 1888. Θεωρήθηκε δε απαραίτητο στο παρόν νομοθέτημα να οριστεί η έννοια του δάσους ελλείψει επιστημονικού ορισμού (δεν υπήρχε στην ελληνική πραγματικότητα η επιστήμη της δασολογίας, ακόμα), καθότι η οροθεσία των δασών, που με αυτό το νομοθέτημα επιδιώκονταν, απαιτούσε σαφή προσδιορισμό τους. Μολαταύτα, ακόμα κι όταν θεμελιώθηκε στην Ελλάδα η δασολογική επιστήμη και εμπεριείχετο πλέον ο ορισμός του δάσους σε επιστημονικά συγγράμματα, μετά την ίδρυση της Ανωτέρας Σχολής Δασολογίας το έτος 1917 (στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικά, ενώ κατόπιν μεταφέρθηκε στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το έτος 1927), συνέχισε ο νομοθέτης να διατυπώνει ορισμό του δάσους (το «νομικό ορισμό»), βασιζόμενος ωστόσο στην επιστήμη, χωρίς όμως και να ταυτίζεται με αυτήν.

Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό του νόμου ΑΧΝ΄/1888, στο άρθρο 1 του νόμου, «δάσος είναι κάθε επιφάνεια του εδάφους που καλύπτεται εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, προοριζόμενη είτε για την παραγωγή ξυλείας είτε για την παραγωγή άλλων προϊόντων». Ενώ, «δασικά εδάφη είναι οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι ασκεπείς κορυφές ορέων και οι πλευρές αυτών, με κατωφέρεια πέραν του 36%». Διαπιστώνουμε, διατρέχοντας τη δασική ιστορία κατά τα επόμενα χρόνια, ότι η διατυπωθείσα εν προκειμένω κατάταξη (δάση και δασικά εδάφη) αποτέλεσε τη βάση ορισμού των δασών για τα ογδόντα περίπου επόμενα έτη λειτουργίας του ελληνικού κράτους!

Φωτογραφία: Σιέστα στο ελληνικό πευκοδάσος. Ελλάδα, δεκαετία 1950 (φωτογραφία: Anna Riwkin).

Το ενδιαφέρον εντούτοις του νόμου εστιάζεται στο άρθρο 2 αυτού, που αναφέρεται στα εδάφη που προορίζονται για το σχηματισμό δάσους, τα οποία βρίσκονται προφανώς εκτός του δάσους, και τα οποία, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη, αποτερματίζονται και οριοθετούνται. Αυτά τα εδάφη προσδιορίζονται επίσης ως «δασικά εδάφη». Τούτο αποτελεί μια νέα διάσταση στη θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος, σε σχέση με τις νοοτροπίες που επικρατούσαν για την «ελεύθερη χρήση» των δασικών εδαφών ή τη μη προστασία των «αγρίων τόπων». Δεικνύει αντίληψη περιβαλλοντική, στην πρωταρχική τουλάχιστον μορφή της, των χρόνων κείνων, οπού ακόμα η προστασία του δάσους δεν είχε ενταχθεί λειτουργικά στην αντίληψη των Ελλήνων. Επίσης δεικνύει θέληση δημιουργίας τάξης στο δασικό (και γενικότερα στο φυσικό) χώρο, κάτι που αποτυπώνεται και στην απαίτηση δέσμευσης εδαφών για τη δημιουργία δάσους, που αργότερα προσδιορίστηκε με την έννοια της αναδασωτέας έκτασης και της αναδάσωσης του εδάφους.

Η έννοια του δάσους στο βασικό τούτο νομοθέτημα αναφέρεται στοχευμένα στην παραγωγή δασικών προϊόντων, κι όχι λειτουργιών του δάσους, ακολουθώντας τη δασοκομική λογική θεώρησης των δασικών περιβαλλόντων. Τα δε δασικά εδάφη τα προσδιορίζει ο νόμος ως η κάθε ακάλυπτη από δασική βλάστηση έκταση, η οποία ευρίσκεται εντός των δασών κι έχει κλίση μεγαλύτερη του 36%. Με εγκύκλιο δε του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών (που ήταν αρμόδιος τότε για τα δάση) Χαριλάου Τρικούπη, με αριθμ. πρωτ. 15743/15-10-1888, επεξηγήθηκε ότι οι ασκεπείς εκτάσεις με κλίση κάτω του 36% αντιμετωπίζονται ως δάση. Επιπροσθέτως αναφέρονταν ερμηνευτικώς ότι η έννοια της ασκεπούς έκτασης παραπέμπει σε επιφάνεια εδάφους «άνευ καλύψεως οιασδήποτε βλαστήσεως», δηλαδή σε γυμνή επιφάνεια.

Το επίσης σημαντικό στοιχείο που καθορίστηκε με τις συγκεκριμένες διατάξεις, είναι η προστασία των φρυγάνων. Εμείς, ως σύγχρονοι, αποφασίσαμε ότι δεν αξίζει να προστατεύουμε την ταπεινή αυτή βλάστηση, όπως θα δούμε στο σχετικό κεφάλαιο του παρόντος πονήματος που αφορά στα φρύγανα, θεωρώντας ότι δεν έχει περιβαλλοντική προσφορά, ενώ οι πρόγονοί μας, στις αρχικές κείνες διατάξεις περί δασικής προστασίας, την προστάτευαν έχοντας εκτιμήσει τις προσφορές της!

Έτσι, με εγκύκλιο του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών (που ήταν αρμόδιος τότε για τα δάση) Χαριλάου Τρικούπη το έτος 1888, την αριθμ. 15888/15-12-1888, διευκρινιζόταν ότι, σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου ΑΧΝ΄/1888, στην έννοια του δάσους υπήγοντο και τα φρύγανα, καθότι ως ξυλώδης βλάστηση «μπορεί μεν να μην έχουσι μορφήν δάσους, όμως έχουσι τις προσφορές των»!

Δι’ αυτής της θεώρησης, πέραν βεβαίως της πρώιμης οικολογικής διάστασης της έννοιας της φύσης που ανεδείχθη για την ελληνική βλάστηση, αποσκοπείτο και η προστασία της δημόσιας περιουσίας των εκατομμυρίων στρεμμάτων φρυγανικών εκτάσεων της χώρας, που προέκυψαν από τη χρόνια υποβάθμιση των εδαφών, λόγω πυρκαγιών και υπερβόσκησης, και οι οποίες θα ήτο δυνατό να προστατευτούν μόνον αν θεωρούνταν ως δασικού χαρακτήρα! Η σκοπιμότητα της προστασίας των φρυγανικών εδαφών ως δημόσια περιουσία συμβάδιζε με την περιβαλλοντική διάσταση της προστασίας τους ως φυσικών (δασικών) οικοσυστημάτων, η οποία προέκυπτε διά της διαφύλαξης των εδαφών τους από χρήσεις ασύμβατες με τον φυσικό τους ρόλο και τον προορισμό τους, που θα τον αναιρούσαν ή θα τον εξαφάνιζαν.

Στον ορισμό του δάσους του πρώτου δασικού κώδικα, και συγκεκριμένα στο άρθρο 57 του νόμου 3077/1924, υπήρχε η έννοια του δάσους και του δασικού εδάφους, χωρίς άλλον προσδιορισμό έκτασης δασικού χαρακτήρα. Η έννοια της δασικής έκτασης, που μεταγενεστέρως καθιερώθηκε στο νομικό ορισμό του δάσους, δεν υπήρχε στον εν λόγω ορισμό (αυτή εισήχθη με τον επόμενο δασικό κώδικα, το νόμο 4173/1929, και συγκεκριμένα με την παράγραφο 2 του άρθρου 45 του νόμου).

Ο ορισμός του δάσους στον πρώτο δασικό κώδικα, το νόμο 3077/1924, ήταν λιτός και σύντομος, και κατά το μάλλον ή ήττον αντέγραφε ως προς το στοιχείο αυτό το νόμο ΑΧΝ΄/1888. Δάσος, λοιπόν, υφίστατο, με την κάλυψη του εδάφους, εν όλω ή εν μέρει, από άγρια ξυλώδη φυτά, οιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, που προορίζονταν για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων (αγαθών). Κάθε δε άλλη έκταση που ήταν ασκεπής εντός δάσους, ή αποτελούσε κορυφές ορέων ή πλευρές με απότομο κλίση, συνιστούσε δασικό έδαφος.

Ο παρόν ορισμός, παρά τη συντομία του, ήταν σαφής: δάσος, και μόνον δάσος, είναι κάθε επιφάνεια που φέρει άγρια ξυλώδη φυτά (ανεξαρτήτως της συνθέσεώς τους και του είδους τους, καθώς και καλύψεώς τους), ενώ κάθε έκταση που δε φέρει άγρια ξυλώδη φυτά, αλλά βρίσκεται επί αγόνων εδαφών, είναι δασικό έδαφος (που εντάσσεται σε καθεστώς δασοπροστασίας).

Ο ορισμός αυτός, όπως και ο προηγούμενος, του νόμου ΑΧΝ΄/1888, δεν εκφεύγει της δασοκομικής αντίληψης περί της έννοιας του δάσους, όμως δεν μπορούμε να μην παραγνωρίσουμε τη σημασία του σε σχέση με την περιβαλλοντική δασική προστασία των εκτάσεων, η οποία, ορίζοντας το δάσος, πλέον επάγεται με τον ειδικό δασικό νόμο, τον εισαχθέντα ως Κώδικα, και δεν αναφέρεται σε νόμο ειδικού σκοπού, όπως ήταν ο νόμος ΑΧΝ΄/1888, με τον οποίο αποσκοπούνταν η οροθεσία των δασών.

———————————————————
(…) Ο ορισμός του δάσους «βασάνισε» πολύ τη δασική διοίκηση και «βασανίστηκε» πολύ αναλυόμενος στη δασική νομοθεσία. Κατά την περίοδο λειτουργίας του νέου ελληνικού κράτους (μετά την Τουρκοκρατία), από το έτος 1832 που δημιουργήθηκαν οι πρώτοι δασικοί νόμοι και εντεύθεν, έως και σήμερα, η έννοια του δάσους στη δασική νομοθεσία άλλαξε αρκετές φορές, επαναδιατυπωμένος στα κατά καιρούς δασικά νομοθετήματα, σύμφωνα με τις λογικές, τις αντιλήψεις και τις συνθήκες εκάστης εποχής, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία ενός ευμετάβλητου κι εντέλει θολού καθεστώτος σε σχέση με τη δασική προστασία, η οποία εν πρώτοις άγεται από τη θεώρηση των εννοιών του δάσους, για τη διαμόρφωση του οικείου προστατευτικού πλαισίου. Και τούτη η κατάσταση, της ασταθούς και αβέβαιας θεώρησης του δάσους στη νομοθεσία που το αφορά, διαμόρφωνε αντίστοιχα αρνητικό περιβάλλον στην ίδια ταύτη τη συνθήκη της προστασίας του!

Είναι, αλήθεια, πράγμα οξύμωρο, τραγικό και συνάμα ανυπόστατο θα λέγαμε, η έννοια του δάσους, που αποτελεί βασική και εδραία έννοια, καθώς κι αξία αμετάβλητη, να μην μπορεί να οριστεί σταθερά, σύμφωνα με την οικολογική συνθήκη, και να μετεωρίζεται η θεώρηση του δάσους σύμφωνα με το κατά πώς το ορίζει η εκάστοτε δασική νομοθεσία.

(…) Υπό αυτό το πρίσμα, κι όπως η ιστορία το καταδείχνει, η νομική διάσταση της έννοιας του δάσους λαμβάνει διάφορες μορφές, σε σχέση με το πώς η επιστήμη της Δασικής Οικολογίας το εννοεί, και παρά το γεγονός ότι η νομική έννοια του δάσους εδράζεται στην επιστημονική.

Η έννοια του δάσους, έτσι, συνεπληρούται με την έννοια της δασικής έκτασης, ενώ στα προστατευτέα από τη δασική νομοθεσία περιβάλλοντα εντάσσονται και μορφές πρασίνου που απαιτούν τη δασική προστασία, όπως τα πάρκα και τα άλση, οι (δημόσιες) χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι βραχώδεις και οι πετρώδεις εκτάσεις –ενώ δεν περιλαμβάνονται οι φρυγανικές εκτάσεις, όπως είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο του παρόντος, παρά τον σημαντικό περιβαλλοντικό τους ρόλο στον ελληνικό φυσικό χώρο.

Η εν λόγω διάφορη θεώρηση των φυσικών περιβαλλόντων στις δασικές διατάξεις τα ταυτοποιεί και τα κατατάσσει κατά κατηγορία μορφής, και σε σχέση με την προστασία τους. Μολοντούτο, η προστασία τους δεν επέρχεται στο βαθμό που περιβαλλοντικά επιβάλλεται, λόγω του ότι υπεισέρχονται στοιχεία στον ορισμό που ανατρέπουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το σκοπό της προστασίας, και υπονομεύουν το διακύβευμα μιας προκύπτουσας εκ του νόμου θετικής περιβαλλοντικής δασικής πολιτικής.

Στοιχεία όπως είναι η ιδιοκτησία, η θέση των χορτολιβαδικών εκτάσεων, η μη συμπερίληψη των φρυγάνων στη δασική βλάστηση κ.ά., «κλέβουν» μέρος της προστασίας των ελληνικών φυσικών περιβαλλόντων!

Λόγω των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων που συνδέονται με τις χρήσεις γης και την ιδιοκτησία στην Ελλάδα, συχνά καταλήγει η ερμηνεία των εννοιών του δάσους, που σε νομικό επίπεδο τίθενται, ν’ απομακρύνει από την επιστημονική διάσταση της θεώρησής τους και από την εν γένει προστασία τους. Επισημαίνεται ότι επιστημονικά γίνεται αποδεκτό ότι όταν ένα δασικό οικοσύστημα υποβαθμίζεται, συνεπεία κυρίως των ανθρωπίνων επιδράσεων, μπορεί να μεταπίπτει σε αραιότερη μορφή δάσους ή σε μορφή χορτολίβαδου, με τη δυνατότητα εξέλιξης και σε πιο σύνθετες δασικές μορφές να μην αποκλείεται.

Η δυναμική των οικοσυστημάτων τα προσδιορίζει κάθε φορά ως προς την εν γένει φύση τους, με την προστασία τους όμως, σε κάθε περίπτωση να είναι δεδομένη, κάτι που από το νομικό ορισμό του δάσους δεν προκύπτει, κατά τον τρόπο και στο βαθμό που επιτάσσεται περιβαλλοντικά, βάσει της οικολογικής συνθήκης λειτουργίας των φυσικών περιβαλλόντων και σύμφωνα με την παρουσία τους και την προσφορά τους.

Κείνο δε που ιστορικά διαπιστώνεται εν σχέσει με τους ορισμούς του δάσους στους ισχύοντες κατά καιρούς δασικούς νόμους, είναι ότι, οι αρχικοί ορισμοί του δάσους στους νόμους αυτούς, που είχαν γενικό χαρακτήρα, περιελάμβαναν στη δασική προστασία κάθε άγριας μορφής βλάστηση, ακόμα και της θεωρούμενης ως «μη βλάστησης» (των γυμνών «άγριων» τόπων).

Ενώ οι μετέπειτα τεχνικοί ορισμοί, ακόμα δε και οι αποκαλούμενοι ως «περιβαλλοντικοί ορισμοί», αφαιρούσαν στοιχεία ή και αντικείμενα της δασικής προστασίας, σύμφωνα με τα καθεστώτα δασικής προστασίας που καθιερώνονταν! Το γεγονός αυτό δηλοί πολλά σε σχέση με την προστασία των φυσικών περιβαλλόντων στη χώρα μας· τότε, επόμενα και σήμερα!

Τελικώς, το δάσος διά του ορισμού του στο ισχύον δασικό δίκαιο προστατεύεται; Η απάντηση είναι πως ναι, όχι όμως στο βαθμό και στο επίπεδο που απαιτείται για την προστασία που επιβάλλεται σύμφωνα με το σημαντικό προορισμό των ελληνικών φυσικών περιβαλλόντων.

Περιβάλλοντα χάνονται και η ελληνική φύση υποβαθμίζεται, με τις απώλειες να δικαιολογούνται στη βάση της λογικής της μη προστασίας που επέρχεται από το ισχύον νομικό καθεστώς αναφοράς της. Υπό αυτή την έννοια η ευθύνη του δασικού δικαίου για το φυσικό περιβάλλον είναι μεγάλη, μια ευθύνη προστασίας μα κι απωλειών!

Αφήστε ένα σχόλιο

twenty − 1 =