(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
[Ο Jacques Gotko ήταν εβραίος ζωγράφος που γεννήθηκε στην Οδησσό και μεγάλωσε στη Γαλλία. Οι ναζί χαρακτήρισαν το σύνολο του έργου του “εκφυλισμένη τέχνη” και κατέστρεψαν όλους τους πίνακες του που βρήκαν στο στούντιο του ή αλλού. Το 1941 τον συνέλαβαν και τον έστειλαν σε διάφορα στρατόπεδα, με τελευταίο το Άουσβιτς όπου εκτελέστηκε το 1943. Είχαν προηγηθεί οι εκτελέσεις της αδερφής και της μητέρας του. Θα έλεγε κανείς πως τον εξαφάνισαν από τη ζωή, από την τέχνη, από τη μνήμη. Ο Jacques Gotko όμως, έβρισκε τρόπους να ζωγραφίζει μέσα στα γκέτο και στα στρατόπεδα. Έφτιαξε έτσι νέα έργα, που τα διέσωσαν συγκρατούμενοι του και σήμερα εκτίθενται στο Ghetto Fighters’ House στο Ισραήλ και στο Μουσείο Σύγχρονης Ιστορίας στο Παρίσι. Νομίζω πως μπορούμε να απομονώσουμε από τους Αιρετικούς του Λεονάρδο Παδούρα, μια απλή, πολύ κοινή, πολύ σπουδαία φράση, και να την αφιερώσουμε στον Jacques Gotko: – πώς νιώθεις; – ζωντανός.]
Τι ήταν λοιπόν η «εκφυλισμένη τέχνη»; Ποιος έκρινε τι ανήκε σ’ αυτή και τι όχι; Τι έπαθαν τα έργα που χαρακτηρίστηκαν έτσι και οι δημιουργοί τους; Και τι στάση κράτησε ο απλός κόσμος απέναντι σ’ αυτό το έγκλημα;
Το ναζιστικό καθεστώς δυσφήμησε την τέχνη που ήταν ασύμβατη με την ιδεολογία του ονομάζοντας την «εκφυλισμένη». Ο Χίτλερ ήταν ριζικά αντίθετος στον μοντερνισμό και καταδίωξε όλες τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις. Επιπλέον, επιβλήθηκαν απαγορεύσεις σε έργα και εκθέσεις εβραίων και κομμουνιστών ή αντικαθεστωτικών καλλιτεχνών. Στις αρχές του 1933 έγινε στη Δρέσδη μια έκθεση με τίτλο «Εκφυλισμένη Τέχνη». To 1937, όταν πια είχαν είχαν κατασχεθεί πάρα πολλά έργα από τα γερμανικά μουσεία, ο υποτιμητικός ορισμός επανήλθε και έγινε τίτλος στην επόμενη, πολύ μεγαλύτερη, έκθεση στο Μόναχο. Πολλά έργα ήταν κρεμασμένα στραβά ή ανάποδα, υπήρχαν προσβλητικά γκράφιτι στους τοίχους, μια αίθουσα με έργα αφηρημένης τέχνης είχε τον τίτλο ««αίθουσα παραφροσύνης». Η έκθεση ταξίδεψε και σε άλλες γερμανικές πόλεις ως το 1941. Την παρακολούθησαν πάνω από τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Περνούσαν μπροστά από τα αριστουργήματα του Μαξ Μπέκμαν, του Καντίνσκι, του Κίρχνερ, του Ότο Ντιξ, και τα χλεύαζαν, τα έφτυναν, ναι, τα έφτυναν.
[Ο Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ αυτοκτόνησε το 1938, λίγο πριν η ναζιστική Γερμανία προσαρτήσει την Ελβετία, όπου ο Κίρχνερ είχε καταφύγει από το 1917, όταν έπαθε νευρικό κλονισμό από τα όσα έζησε στον α παγκόσμιο πόλεμο. Είχε προηγηθεί η καταστροφή, κλοπή, παράνομη πώληση, τουλάχιστον 600 έργων του από τους ναζί, και φυσικά η ένταξή του στους εκφυλισμένους καλλιτέχνες. 25 έργα του εκτέθηκαν στην έκθεση “εκφυλισμένης τέχνης” του Μονάχου. “Το μεγαλύτερο βάρος από όλα είναι η καταπίεση του πολέμου και η αυξανόμενη επιπολαιότητα. Μου δίνει ακατάπαυστα την εντύπωση ενός αιματηρού καρναβαλιού. Νιώθω σαν το αποτέλεσμα να είναι στον αέρα και όλα είναι αναποδογυρισμένα… Παράλληλα, προσπαθώ να βάλω μια τάξη στις σκέψεις μου και να δημιουργήσω μια εικόνα της εποχής μέσα από τη σύγχυση της, που είναι τελικά η δουλειά μου.”]
Δείτε πώς περιγράφει το θέμα ο Νταβίντ Φενκινός στο βιβλίο του «Σαρλότ» (βιβλίο για τη Σαρλότ Σαλομόν, την εβραία ζωγράφο που εκτελέστηκε στο θάλαμο αερίων στο Άουσβιτς, 26 χρονών έγκυος, πρόλαβε όμως να σώσει τα έργα της κρύβοντάς τα, χίλια επτακόσια έργα που έγιναν γνωστά πολλές δεκαετίες αργότερα).
“Οι ναζί αποφάσισαν να χτυπήσουν και τους ζωγράφους.
Πρέπει να ξεριζωθεί η μοντέρνα τέχνη.
Πώς τολμούν να ζωγραφίζουν οτιδήποτε άλλο εκτός από ξανθούς χωρικούς;
Πρέπει να δοξάζουν τους αθλητές, να δίνουν αξία στη δύναμη και την αρρενωπότητα.
Κι οπωσδήποτε, όχι στα βασανισμένα, συστρεφόμενα, στοιχειωμένα κορμιά του Μπέκμαν.
Τι φρίκη αυτός ο καλλιτέχνης, αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία της εκφυλισμένης τέχνης.
Ο Μαξ Μπέκμαν, γερμανική ιδιοφυία,
αποφασίζει να εκπατριστεί το 1937.
Αμέσως μόλις άκουσε το λόγο του Χίτλερ στο Μόναχο:
“Τι παράγετε;
συστρεφόμενους ανάπηρους και κρετίνους.
Γυναίκες που εμπνέουν μόνον αηδία.
Άνδρες που μοιάζουν πιο πολύ με ζώα παρά με ανθρώπους.
Παιδιά, που αλλοίμονό μας αν υπήρχαν τέτοια…
Θα θεωρούνται αμέσως θεϊκή κατάρα!”
Προσδιορισμένη έτσι, η εκφυλισμένη τέχνη βρίσκεται
στο κέντρο μιας μεγάλης ρετροσπεκτίβας.
Πρέπει να δείξουν ότι απαγορεύεται να αγαπούν.
Να εκπαιδεύσουν το μάτι, να διαμορφώσουν το γούστο.
Και κυρίως: να υποδείξουν τους ενόχους της παρακμής.
Τιμητική θέση μεταξύ τους κατέχουν ο Μαρκ Σαγκάλ,
ο Μαξ Ερνστ και ο Όττο Ντιξ.
Πλήθος μαζεύεται να φτύσει την εβραίικη τέχνη.
Μετά τα καμένα βιβλία, οι πίνακες σκεπάζονται από ροχάλες.”
[…]
[Ο Τζορτζ Γκρος άλλαξε το μικρό του όνομα από Γκεοργκ σε Τζορτζ ως αντίδραση στον γερμανικό εθνικισμό, από το 1916. Στα έργα του περνάνε πόρνες και μαστροποί, χαρτοπαίκτες και αλκοολικοί, ο χριστός με αντιασφυξιογόνα μάσκα (συνελήφθη γι’ αυτό), πολεμοκάπηλοι και ανάπηροι πολέμου, περιθώριο και άρχουσα τάξη, πολίτες διεφθαρμένοι εξίσου από τη φτώχεια ή από τον πλούτο. Οι άνθρωποι έχουν κι οι ίδιοι ευθύνη για την κατάντια τους, αυτό ζωγραφίζει ο Γκρος. O πίνακάς του Πυλώνες της κοινωνίας, του 1926, απεικονίζει τον φασίστα δικαστή με τη σβάστικα στη γραβάτα, έναν εκπρόσωπο του ακροδεξιού τύπου, έναν βουλευτή με σκουπίδια στο κεφάλι του, έναν παπά και έναν στρατιωτικό που δέρνει πίσω πίσω. Ο τίτλος παραπέμπει στο έργο του Ίψεν “τα στηρίγματα της κοινωνίας”, του 1877. Φυσικά τα έργα του χαρακτηρίστηκαν “εκφυλισμένη τέχνη”. Ο ίδιος, βαθιά αντιφασίστας, πρώην σπαρτακιστής, πολλάκις συλληφθείς, είχε προλάβει να φύγει για τις ΗΠΑ από το 1932.]
Τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ένα έργο “εκφυλισμένη τέχνη” ήταν ομιχλώδη, και οι επιτροπές στις οποίες ανατέθηκαν οι κατασχέσεις έλαβαν πολλές αυθαίρετες αποφάσεις. Έτσι, ο γλύπτης Rudolf Belling βρέθηκε να «συμμετέχει» με έργα του και στην έκθεση εκφυλισμένης τέχνης και σε μία ταυτόχρονη έκθεση «καλής» τέχνης που γινόταν επίσης στο Μόναχο, για να δείξει τη διαφορά, να δείξει ποια είναι η τέχνη η σωστή για τους ναζί. Το βέβαιο είναι πως στην πρώτη γραμμή των “εκφυλισμένων καλλιτεχνών” βρέθηκαν, εκτός των εβραίων ζωγράφων, εκείνοι που αποτύπωσαν όπως κανένας άλλος στον κόσμο τον πόλεμο, τις συνέπειες του, την ευθύνη της κοινωνίας, καταφέρνοντας όμως να μην αισθητικοποιήσουν ούτε στιγμή την αθλιότητα. Σαν να προσπαθούσαν από το 1920 ο Ντιξ, ο Γκρος, ο Μπέκμαν, ο Κίρχνερ και όλοι οι άλλοι να προειδοποιήσουν με τη ζωγραφική τους για την άλλη, την πιο μεγάλη φρίκη που ερχόταν.
[Ο Gert Heinrich Wollheim είχε μια μυθιστορηματική ζωή. Πολέμησε στον α παγκόσμιο πόλεμο και, όπως οι περισσότεροι στρατιώτες αυτού του πολέμου, επέστρεψε με μια δόση υγιούς τρέλας. Έφτιαξε τότε έναν πίνακα, τον Τραυματία, που θεωρείται ένας από τους πιο σκληρούς πίνακες όλων των εποχών και μάλλον γι’ αυτό έκανε και μια γκεστ εμφάνιση στην ταινία Η σιωπή των αμνών ως σχέδιο του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Οι πίνακες του Wollheim φυσικά χαρακτηρίστηκαν από τους ναζί εκφυλισμένοι και πολλοί καταστράφηκαν. Ο ίδιος το ‘σκασε στη Γαλλία όπου συμμετείχε στην αντίσταση, τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν σε διάφορα στρατόπεδα, και εντέλει με τη βοήθεια μιας χωρικής διέφυγε και κατέληξε στην Νέα Υόρκη.]
Είχα διαβάσει κάπου πως όλη η ιστορία της “εκφυλισμένης τέχνης” πυροδοτήθηκε, δεν ξέρω με ποιον τρόπο εννοούσαν, από μια γυναίκα: τη Leoni (στον ομότιτλο πίνακα του Ότο Ντιξ) που στην έκθεση “εκφυλισμένης τέχνης” μετονομάστηκε από τον μηχανισμό του Γκαίμπελς σε “Dirnkopf”,”Το κεφάλι μιας πόρνης”. Το μήνυμα ήταν σαφές: η Leoni είναι μια πόρνη και οι πόρνες διάβρωναν το αίμα και την κουλτούρα των γερμανών. Η γυναίκα του τρίτου Ράιχ έπρεπε να κρατάει και να θηλάζει παιδιά, αφού η μητρότητα θεωρούνταν εθνική υπηρεσία. Η “νέα γυναίκα” της Βαϊμάρης που δούλευε εκτός σπιτιού, έπινε, κάπνιζε, είχε σεξουαλική ζωή, έκοβε τα μαλλιά της και φορούσε φούστες πάνω από το γόνατο, απλώς εξαφανίστηκε. Τώρα, υπήρχε μόνο η αγία οικογένεια με τα ξανθά μαλλιά και μια μάνα χωρίς διακριτά ατομικά χαρακτηριστικά, απλώς εκεί. Αυτή την ιδεολογία έπρεπε να υπηρετεί η «σωστή» τέχνη λοιπόν.
[Σε όλη τη ζωή του ο Όττο Ντιξ διωκόταν για το έργο του από τους φασίστες και τους ηθικολόγους. Οι πίνακες του Prague Street (όπου μπροστά απ’ το καροτσάκι ενός αναπήρου φαίνεται το φυλλάδιο με τίτλο “Έξω οι Εβραίοι!”, ενώ οι βιτρίνες του καταστήματος εμπορεύονται ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος), οι Ανάπηροι πολέμου, ο Πωλητής σπίρτων, ανάγκαζαν την κοινωνία να κοιταχτεί στον καθρέφτη, και να πάρει θέση, κι αυτό τους ενοχλούσε. Ο πίνακας του “Το χαράκωμα” προκάλεσε τόσο σάλο που το μουσείο Wallraf-Richartz που τον φιλοξενούσε τον έκρυψε πίσω από μια κουρτίνα. Λίγο μετά, το 1925, απέλυσαν τον διευθυντή του μουσείου (παρά τη χρήση κουρτίνας) και αργότερα (και) αυτός ο πίνακας βρέθηκε στην έκθεση “εκφυλισμένης τέχνης” των ναζί. Οι ναζί κατάσχεσαν συνολικά 200 έργα του, κάποια από τα οποία συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση του Μονάχου. Πολλά τα έκαψαν. Ο ίδιος αποσύρθηκε στην ύπαιθρο και βυθίστηκε σε μια εσωτερική εξορία.]
20.000 έργα απομακρύνθηκαν από τα γερμανικά μουσεία. Κάποια τα πούλησαν σε άλλες χώρες, κάποια τα κατέστρεψαν για κάποια αγνοούμε την τύχη τους. Είναι γνωστό πως έκαψαν 5.000 έργα. Υπολογίζεται, ότι οι ναζί λεηλάτησαν περίπου το 20 τοις εκατό όλης της τέχνης που έγινε ποτέ. Το 1945 αμερικανικά στρατεύματα εντόπισαν 12.000 έργα τέχνης κρυμμένα σε ορυχείο στην Αυστρία. Στα μουσεία έμειναν κενά, πολλά από αυτά υπάρχουν ακόμα. Τρύπες που χάσκουν με αναίδεια, και θυμίζουν τα τρία εκατομμύρια ανθρώπους που έφτυναν πίνακες ζωγραφικής, γράφοντας μια από τις πιο άθλιες στιγμές της ιστορίας της τέχνης, όπου το άτομο έγινε πλήθος κι έχασε κάθε αίσθηση του καλού, του κακού, ακόμα και του όμορφου, σίγουρα του δικαιώματος μας να αναπαριστούμε τον κόσμο όπως τον νιώθουμε κι όχι όπως (εξ)υπηρετεί την εξουσία .
Ο Τόμας Μαν το είχε κλείσει σε μια πρόταση όλο:
“Η ανοχή γίνεται έγκλημα όταν εφαρμόζεται στο κακό.”
Πηγές
- Κατάλογος της έκθεσης “The Art of Society 1900 – 1945”, Νέα Πινακοθήκη του Βερολίνου
- Ομάδα facebook Degenerate Art
- Βιβλίο «Σαρλότ» του Νταβίντ Φενκινός, Μτφρ. VARON-VASSARD ODETTE, Εκδ. Εστία
- https://www.art22.gr/ άρθρο «Η λεηλασία του Χίτλερ και η δύναμη της Τέχνης»
- https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/degenerate-art-1
Δείτε:
- Ταινία «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα» του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, 2019
- Ντοκιμαντέρ «Χίτλερ εναντίον Πικάσο και των Άλλων» του Claudio Poli
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από την έκθεση “εκφυλισμένης τέχνης”, και μία από την αποθήκη Schloss Niederschoenhausen, με πίνακες των Βαν Γκογκ, Ανρί Ματίς, Πικάσο, που έχουν κατασχεθεί ως “εκφυλισμένοι”.
Οι πίνακες του άρθρου είναι, με τη σειρά που τους βλέπουμε:
- Jacques Gotko: Despite Everything
- Ernst Ludwig Kirchner: Potsdammer Platz, 1914
- Max Beckmann: The Night 1919
- George Grosz: The Pillars of Society 1926
- Gert Heinrich Wollheim: Walking girl, 1921
- Otto Dix: Leoni, 1923
- Otto Dix: Pprager street, 1920