Κείμενο: Θοδωρής Παπαδόπουλος (Κέντρο Ανάλυσης Κοινωνικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, Αγγλία). H EΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑ-ΑΛΗΘΕΙΑΣ KAI Η “ΝΕΑ” ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
Στο σχόλιο αυτό αναλύω γιατί ζούμε όχι απλώς στην εποχή της ΜΕΤΑ-πολιτικής αλλά και (ίσως κυρίως) στην εποχή της ΜΕΤΑ-ΑΛΗΘΕΙΑΣ, με την έννοια ότι η πρώτη συσχετίζεται άμεσα και (ανα)παράγεται από τη δεύτερη.
Το 2016, οι εκδόσεις που βγάζουν το διάσημο Λεξικό της Οξφόρδης ανακήρυξαν τη «μετα-αλήθεια» (post-truth) ως διεθνή λέξη της χρονιάς. Ο ορισμός που έδωσαν στη λέξη όταν την πρόσθεσαν στο λεξικό είναι ότι προσδιορίζει αυτό «που σχετίζεται ή δηλώνει περιστάσεις στις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν λιγότερο επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι οι εκκλήσεις στο συναίσθημα και την προσωπική πεποίθηση». Οι εκδότες είπαν ότι η χρήση του όρου «μετα-αλήθεια» αυξηθηκε μέσα στο 2016 κατά περίπου 2.000% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. (1)
Για όσες κι όσους ασχολούμαστε σοβαρά με τη δυνατότητα αυθεντικής δημοκρατικής πολιτικής (ως αξία καθ’ εαυτήν και ως διαδικασία) αυτή η έννοια δεν ήρθε ως έκπληξη. Έχουμε, νομίζω, βιώσει εδώ και χρόνια το πέρασμα σε μια εποχή όπου η πιθανότητα ανάδυσης ενός χώρου παραγωγικής πολιτικής επικοινωνίας στη βάση ορθολογικής συζήτησης έχει μειωθεί θεαματικά. Μιλάμε για την πιθανότητα ανάδυσης ενός θεσμικού χώρου αυθεντικής πολιτικής όπου, μέσω του ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΟΥ διαλόγου, δημοκρατικά πολιτικά υποκείμενα θα παράξουν απελευθερωτικές κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές με τις οποίες θα πορευτεί η κοινωνία. Πολιτικές με γνώμονα τα ιδεώδη του διαφωτισμού –την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη– για το κοινό καλό ανθρώπων και φύσης.
Αυτός ο βαθιά πολιτικός διάλογος, για να είναι παραγωγικός για το κοινό καλό, θα πρέπει οι συμμετέχοντες/-ουσες σε αυτόν να έχουν προ-αποδεχτεί ως πλαίσιό του τη θεμελιώδη συμφωνία της δημοκρατικής πολιτικής κοινωνίας. Δηλαδή, ότι ΑΣΧΕΤΑ με το πώς αισθανόμαστε προσωπικά και τι είδους ενδοσκόπηση κάνουμε ως υποκείμενα, συμφωνούμε να ΔΙΑΛΕΧΘΟΥΜΕ ΕΞΩΣΤΡΕΦΩΣ, ισότιμα και με σεβασμό, έχοντας προ-αποδεχτεί ότι η ΣΥΖΗΤΗΣΗ θα διεξαχθεί με ένα δι-υποκειμενικό κριτήριο ποιότητας επιχειρημάτων.
Δηλαδή με ορθολογικούς όρους, στη βάση της σχέσης αρχών-επιχειρημάτων-συμπερασμάτων που συνδέονται λογικά μεταξύ τους.
Όταν αυτή η παραδοχή δεν υφίσταται, τότε είμαστε πλέον στο βασίλειο της ΜΕΤΑ-αλήθειας: κανένα δι-υποκειμενικό κριτήριο δεν διασφαλίζει –έστω και εύθραυστα– την ποιότητα των επιχειρημάτων. Έτσι, η δυνατότητα παραγωγικής πολιτικής επικοινωνίας καταρρέει ακόμα και σαν ενδεχομενικότητα. Αυτό που αναδύεται είναι μια Βαβέλ μονολόγων που εκφέρονται από ναρκισσιστικά/αυτοαναφορικά υποκείμενα εγκλωβισμένα σε ένα γενικευμένο πόλεμο προπαγάνδας.
Η αναζήτηση αλήθειας μεταμορφώνεται σε αγώνα επιβολής συγκινησιακά φορτισμένων αφηγημάτων.
Το κριτήριο αλήθειας -αν υπάρχει- εδράζεται πλέον μόνο ΕΝΔΟΝ. Δεν υπάρχει δι-υποκειμενική αλήθεια αλλά μόνο η δικιά ΜΟΥ αλήθεια και αυτή της “φυλής” μου (tribe) που ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ και ΠΙΣΤΕΥΕΙ -με τη θρησκευτική διάσταση του όρου- τα ίδια με εμένα. Το κριτήριο είναι μόνο μέσα μου: δεν πα’ να λες εσύ ότι ο ήλιος λάμπει και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ να λάμπει – άμα εγώ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ότι δεν λάμπει, τότε όχι μόνο ΔΕΝ αναγνωρίζω ότι λάμπει αλλά και ΑΠΑΙΤΩ αυτη η λογική μου παράκρουση να αναγνωριστεί από τα αλλά υποκείμενα ως ισότιμη στην επιχειρηματολογική της ποιότητα. Σε αντίθετη περίπτωση -εάν δεν αναγνωριστεί ως τέτοια- κάθε κριτική προς την παράκρουσή μου προσλαμβάνεται ως επίθεση στην προσωπικότητά μου.
Αυτή η ριζική μεταμόρφωση της αλήθειας, η έκπτωσή της σε συγκινησιακό αφήγημα, (ανα)παράγει μια “νέα” κοινωνικο-πολιτική υποκειμενικότητα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: η όποια ορθολογική ανταλλαγή επιχειρημάτων στην οποία συμμετέχει δεν βιώνεται ως μια πολιτική εμπειρία ΣΥΝ-ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ επικοινωνίας αλλά, αντίθετα, ως μια συναισθηματική εμπειρία «βίας» και «τραύματος». Για το “νέο” υποκείμενο η αναπόφευκτη «τριβή» του διαλόγου πρέπει να αποφευχθεί πάσει θυσία σαν αίτιο δημιουργίας ψυχικού τραύματος. Και αυτή η θυσία συμπεριλαμβάνει τη θυσία της αρχής της λογικής συνέπειας αρχών-επιχειρημάτων-συμπερασμάτων.
Πρόκειται για ένα «νέο» κοινωνικό ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ που άγεται και φέρεται από ψευδο-ρομαντικά συναισθήματα. Όπου το δικό του τραύμα είναι το απολύτως ανώτερο και το πιο άξιο προσοχής, πέρα και πάνω των τραυμάτων των υπόλοιπων υποκειμένων. Και παραπέρα, το «νέο» κοινωνικο-πολιτικό υποκείμενο «αναγνωρίζει» τα άλλα υποκείμενα-συνομιλητές όχι ως ισότιμους συμπαραγωγούς πολιτικής στο αμφιθέατρο του δημοκρατικού διαλόγου αλλά ως αντιπάλους σε μια αρένα συγκινησιακού ανταγωνισμού όπου λυσσαλέα προσπαθεί να τα ξεδιαλύνει σαν φυλακισμένους με κριτήριο το δίπολο «φίλος-εχθρός» (τη διάκριση που έθεσε ως ούσια της πολιτικής ο φιλόσοφος του ναζισμού Carl Schmitt).
Η συνέπεια είναι ότι το δημόσιο/κοινό συμφέρον, δεν μπορεί “να προσδιοριστεί ούτε κατ’ ελάχιστο ως κάτι το καθολικό, ως υπερβαίνον το ιδιωτικό, με αποτέλεσμα να λείπει εκείνο το συνεκτικό αγαθό, που είναι σε θέση να συντονίσει την κοινωνία και να διασφαλίσει την τάξη της […] Συνακόλουθα, η αναγκαία πολιτική τάξη [θα προσθέσω: σε μια τέτοια ΜΕΤΑ-πολιτική κοινωνία] μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από τη διαθέσιμη δύναμη ή ισχύ μιας δεδομένης οργανωμένης ομάδας, καθώς η λεγόμενη συναίνεση, σε επίπεδο κοινωνίας, δεν είναι αρκούντως βαθιά, για να λειτουργήσει ως δικαιοκριτικό έρεισμα της πολιτικής τάξης” (2). Η ισχύς, η ωμή βία, συμβολική ή φυσική, επιβάλει την καθολικότητα ως άρνηση του διαλέγεσθαι.
Σε αυτή την εποχή της ΜΕΤΑ-πολιτικής που χαρακτηρίζεται από τον ανηλεή πόλεμο προπαγάνδας μεταξύ ΜΕΤΑ-αληθειών/αφηγημάτων, το “νέο” υποκείμενο αναζητά να προσκολληθεί σε μια ναρκισσιστική “χαρισματική” ηγετική προσωπικότητα ως οπαδός που είναι σε διαρκή ετοιμότητα να υπερασπιστεί την/τον ηγέτη μέχρι και του συμβολικού ή/και πραγματικού θανάτου των «εχθρών», αλλά και της προσωπικής του θυσίας. Κάτω από ειδικές συνθήκες, μάλιστα, μπορεί και το ίδιο να εξελιχθεί σε μια τέτοια ναρκισσιστική ηγετική προσωπικότητα.
Στο κείμενο έβαλα το «νέο» σε εισαγωγικά γιατί, ιστορικά, το υποκείμενο αυτό δεν είναι καθόλου νέο. Αυτή η «νέα» κοινωνικο-πολιτική υποκειμενικότητα δεν είναι παρά η δυναμική επαν-εμφάνιση της πρώτης (ψυχικής) ύλης του ολοκληρωτισμού, ανεξάρτητα με τι πολιτικό-ιδεολογικό ή «ηθικό» περιτύλιγμα προωθείται ο τελευταίος. (3)
Η κυριάρχηση αυτού του υποκείμενου θα σημάνει την αρχή του τέλους του διαφωτισμού, όχι μόνο ως πολιτική ηθική ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως ως ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Για όποια και όποιον αναγνωρίζει στον διαφωτισμό την υπόσχεση για την ανάδυση μια αυθεντικά δημοκρατικής κοινωνίας, η υπεράσπιση της δυνατότητας ΕΞΩΣΤΕΦΟΥΣ πολιτικού διαλόγου που διεξάγεται στη βάση του ορθολογικού δι-υποκειμενικού κριτήριου ποιότητας επιχειρημάτων, δεν είναι απλώς δέον αλλά ΚΑΘΗΚΟΝ.
———————————————————-
(1) Guardian, Tue 15 Nov 2016.
(2) Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, “Carl Schmitt: η πολιτική έννοια: φίλου & εχθρού” στο “http://hegel-platon.blogspot.com/2019/03/carl-schmitt.html”
(3) Σε καμία περίπτωση δεν καλώ να προσπαθήσουμε ώστε να ΕΞΟΡΙΣΤΕΙ το συναισθημα απο την πολιτική. Οχι απλώς είναι αδύνατο να γίνει αλλά ούτε και επιθυμητό. Επίσης ούτε προτέινω να υποβαθμιστεί το τραυμα που κουβαλάει η καθεμιά και ο καθένας μας. Τουναντιον, είναι αναπόφευκτο ότι θα επικαθορίσει την “σκοπιά” μας. Αλλα αν ειναι να κανουμε πολιτικά παραγωγική συζητηση αυτός ο διαλογος μπορεί να γίνει μόνο ΕΞΩΣΤΡΕΦΩΣ με βαση ενα δι-υποκειμενικό κριτήριο αξιολόγησης επιχειρημάτων. Ο αυτονομος/δημοκρατικός πολιτικός διαλογος ή θα ειναι παραγωγικός ή δεν θα υπάρξει. Απαιτεί από τα πολιτικά υποκέιμενα που συμμετέχουν σε αυτόν αυτο-περιορισμό και ορθολογική διαύγαση του συναισθηματος και του τραυματος – όχι εξορία τους ή αποφυγή τους. Ο αυτονομος/δημοκρατικός πολιτικός διαλογος είναι ΤΕΧΝΗ που πρέπει να την μαθουμε και να την ασκούμε οπως μαθαίνει κάποια/ος πιάνο. Χρειάζεται να την πάρουμε πάρα πολύ σοβαρά αυτή την Τέχνη και να την υπερασπιστούμε μέχρις εσχάτων. Δεν είναι μια απλή ανταλλαγή απόψεων και πληροφορίας ή μια ψυχαναλυτική άσκηση ενδοσκόπισης. Ούτε πρέπει να αφήσουμε να καταντήσει πασαρέλα να επιδεικνύει ο καθένας/μια πόσο πιο μεγαλο τραυμα είναι το δικό της/του μπας και πληρωθεί σε συμπάθεια και πολιτικό κεφάλαιο. Για να ζήσουμε πραγματικά ελεύθερες/οι ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ να διαυγάσουμε τα συναισθήματά μας όπως έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, να τους δώσουμε φωνή και να τα ακούσουμε προσεκτικά, αλλά σε άλλες στιγμές και χώρους – όχι την ώρα του ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ πολιτικού διαλόγου. Και δεν μπορούμε να αφησουμε τα συναισθήματα να ΡΥΘΜΙΣΟΥΝ ενδοσκοπικά τους όρους αυτού του διαλόγου. Αυτό είναι το ελάχιστο για την αυτοπροστασία της πολιτικής συλλογικότητας. Μπορούμε να ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΜΕ όμως ότι σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή θα αφήσουμε τα αισθήματα να μας κυβερνήσουν αλλά αυτό -για να είμαστε συνεπείς- μπορεί να γίνει μόνο αν δι-υποκειμενικά και ορθολογικά συναινεσουμε σε αυτό. Δηλαδή ότι σαν συλλογικότητα ΑΥΤΟ θέλουμε τώρα. Οπότε θα πάρουμε και την ευθύνη των πράξεων που θα ακολουθήσουν όσο υπέροχες ή αποκρουστικές θα είναι αυτές. Εν τέλει, η αυτόνομη/δημοκρατική πολιτική κοινότητα -για την υπερασπιση της ΔΙΚΙΑΣ ΤΗΣ, συλλογικής, υποκειμενικότητας- δεν μπορεί. δεν πρέπει να αφήσει να γίνει το τραύμα ΜΟΥ ή το συναίσθημα ΜΟΥ ή η πίστη ΜΟΥ δικαιολογία για τον ολοκληρωτισμό που θα θελήσω να ΤΗΣ επιβάλω. Έτσι την πατήσαμε με τον ρομαντισμό, που ήταν και είναι υπέροχα σαγηνευτικός αλλά και συνάμα, όπως μας διδαξε η ιστορία, άκρα επικινδυνος. Μια φορά στην ιστορία φτάνει.
Βλ. του ιδίου: