Κείμενο: Γεωργία Κανελλοπούλου
Όχι! Θέλω μόνο την ελευθερία!
Δόξα, χρήμα είναι φυλακές.
Ωραία σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Α, αφήστε με να βγω
Δεν συναναστρέφομαι με κανονισμούς
Πού θέλω να κοιμηθώ;
Στον κήπο….
Πουθενά τοίχος -η απόλυτη σύμπνοια-
εγώ και το σύμπαν,
και τι ησυχία, τι γαλήνη να μη βλέπεις πριν κοιμηθείς το φάντασμα της ντουλάπας
αλλά το μέγα φέγγος, μαύρο και δροσερό, όλων των άστρων μαζι,
τη μεγάλη απέραντη άβυσσο επάνω
να στέλνει αύρες και ευσπλαχνίες από ψηλά στο πρόσωπο μου,
κρανίο που το σκεπάζει η σάρκα,
όπου μόνο τα μάτια – άλλος ουρανός – αποκαλύπτουν το μεγάλο μυστηριώδες ον.
Δεν θέλω! Δώστε μου την ελευθερία!
Θέλω να είμαι ο εαυτός μου.
Μη με ευνουχίζετε με ιδανικά,
Μη μου φοράτε το ζουρλομανδύα των τρόπων!
Μη με σκοτώνετε εν ζωή!
Μη με κάνετε υποδειγματικό καί κατανοητό!
Θέλω να ξέρω να πετάω αυτή την μπάλα ψηλά στο φεγγάρι
Και να την ακούσω να πέφτει στο διπλανό κήπο!
Θέλω να ξαπλώσω στο γρασίδι, και να σκέφτομαι “αύριο θα πάω να την πιάσω..”
Αύριο θα πάω να την πιάσω στο διπλανό κήπο…
Αύριο θα πάω να την πιάσω στο διπλανό…
να την πιάσω στο διπλανό
στο διπλανό
κήπο.
27.453 χειρόγραφα βρήκαν στο σπίτι του Φερνάντο Πεσσόα όταν πέθανε.
Πέθανε μια κι έξω, διαλυμένος από το ποτό στα 47 του, γράφει η βικιπαίδεια, όμως ο Ζοζέ Σαραμάγκου έχει άλλη γνώμη: στο βιβλίο του Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις λέει πως ο Πεσσόα, αφού πέθανε, δεν έφυγε, αλλά τριγυρνούσε για εννιά μήνες ακόμα στη Γη με τους ζωντανούς, και συναντιόταν με τον Ρικάρντο Ρέις, έναν από τους εαυτούς του, που καθόλου δεν είχε σκοπό να πεθάνει. Ερωτεύτηκε μάλιστα ο Ρικάρντο τότε – τι μπλέξιμο!
Ο Φερνάντο Πεσσόα είναι ο ποιητής που έχει μέσα του άλλους 80, τους «ετερώνυμους», και καθένας από τους 80 αυτούς ετερώνυμους έχει την ξεχωριστή υπόστασή του, το επάγγελμά του, τους φίλους του, και κυρίως τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, «αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο», λέει ο ίδιος.
Να, ο Ρικάρντο Ρέις είναι ένας από τους 80, φιλομοναρχικός γιατρός εξόριστος στη βραζιλία, και κάποιοι ακόμη πολύ γνωστοί είναι ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός και θαυμαστής του Ουίτμαν, υπογράφει μάλιστα και το παραπάνω ποίημα, ο Αλμπέρτο Καέιρο, δάσκαλος, και ο ο Μπερνάντο Σοάρες, βοηθός λογιστή, που στο Βιβλίο της ανησυχίας λέει μεταξύ άλλων πως «τον εκνευρίζει η ευτυχία όλων αυτών των ανθρώπων που δεν ξέρουν ότι είναι δυστυχείς».
Στο απίστευτο διήγημα λογικής που έγραψε με τον οξύμωρο τίτλο Ο Αναρχικός Τραπεζίτης, ο Φερνάντο Πεσσόα ξετυλίγει μια βαθιά ριζοσπαστική σκέψη, που ανακατεύει την εικόνα του ακόμα περισσότερο. Ένα απόσπασμα που αποδεικνύει γιατί το βιβλίο είναι επίκαιρο έναν αιώνα μετά την έκδοση του είναι αυτό:
«Τα κοινωνικά επινοήματα είναι κακά, γιατί είναι επινοήματα, το χρήμα, το κράτος, η οικογένεια, οι θρησκείες. Το να αναλώνουμε όλη μας την ευφυία στο να εγκαθιδρύσουμε ένα κοινωνικό επινόημα στη θέση του άλλου, είναι παραλογισμός αν όχι έγκλημα. Γιατί υπηρετεί τον συνειδητό στόχο, να μην αλλάξει τίποτα ποτέ».
Τελικά ο Πεσσόα είναι μια διαρκής έκπληξη, σαν να ανοίγεις την πόρτα και να μπαίνει μέσα μια παρέα ογδόντα αυτόνομων τύπων που όλοι κάτι έχουν να σου πουν και τσακώνονται ποιος θα σου πει την εκδοχή του πρώτος. Το ότι ο άνθρωπος αυτός με αυτά τα γραφόμενα, ονειρευόταν (και) πορτογαλικές αυτοκρατορίες, είναι ίσως άλλη μια απόδειξη ότι έχει δίκιο· δεν είμαστε μόνο ένα πράγμα.
ΠΗΓΕΣ
- Το ποίημα είναι του Φερνάντο Πεσσόα – Άλβαρο ντε Κάμπος. Από τα Ποιήματα του Πεσσόα των εκδόσεων printa, σε μετάφραση του Γ. Σουλιώτη.
- Ο αναρχικός τραπεζίτης, Φερνάντο Πεσσόα, εκδ. Gutenberg.
- Το βιβλίο της ανησυχίας, Φερνάντο Πεσσόα, εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις, Ζοζέ Σαραμάγκου, εκδ. Αλεξάνδρεια.
Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο, είτε από το Μουσείο Πεσσόα στη Λισαβώνα, στο κτίριο του σπιτιού του, είτε από τις βόλτες του στην αγαπημένη του πόλη. Το γλυπτό είναι έξω από το Cafe A Brasileira, ένα από τα στέκια του Πεσσόα στη Λισσαβώνα, και είναι έργο του γλύπτη Lagoa Henriques.