Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης
Σε κάθε περίοδο εκλογών επανέρχεται το ζήτημα της αποχής, και κατά πόσον αυτή συνιστά μια αποτελεσματική στάση ή όχι. Μάλιστα, είναι συχνό το φαινόμενο αυτή η στάση να αποκαλείται «αντι-»πολιτική ή μη πολιτική, από τους πολιτικούς αντιπάλους του αντιεξουσιαστικού χώρου. Οι απαντήσεις που προτάσσουν οι διάφορες εκφάνσεις του μοναδικού πολιτικού χώρου που είναι υπέρ της αποχής, του αντιεξουσιαστικού χώρου, ποικίλουν. Ακριβώς, όμως, επειδή αποτελούν θέσεις που ανάγονται εν τέλει σε συγκεκριμένες μορφές στράτευσης υπέρ συγκεκριμένων συλλογικοτήτων, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: τα άτομα που για διάφορους λόγους δεν είναι πια οργανωμένα σε κάποια αναρχική/αντιεξουσιαστική συλλογικότητα, σε κάποια εργατική συλλογικότητα, ή σε κάποια συνέλευση γειτονιάς στην οποία συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό άτομα του α/α χώρου, καταλήγουν με την πάροδο των χρόνων να νιώθουν ότι δεν «ανήκουν» με τη στενή έννοια στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
Αυτό αφορά σε μεγάλο βαθμό τη δομή των πολιτικών διαδικασιών του α/α χώρου, σε αντιδιαστολή με τις κομματικές οργανώσεις. Μια κομματική οργάνωση έχει μέλη καθώς και πολιτική περιφέρεια, από την οποία προσπαθεί να αντλήσει μέλη και ψήφους. Η ύπαρξη της ψήφου, δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στη στράτευση και τη στήριξη, αλλά και έναν ταυτόχρονο σχετικισμό μεταξύ των δύο. Όσο πιο κοντά βρίσκονται οι εκλογές, τόσο περισσότερο μια κομματική οργάνωση θα προσπαθήσει να κολακέψει την πολιτική της περιφέρεια, δίνοντάς της την αίσθηση ότι η «στήριξη», δηλαδή η ψήφιση, αρκεί για να νιώσει το άτομο της πολιτικής περιφέρειας ότι έχει πολιτική συμμετοχή. Αυτό φυσικά έχει επίπτωση σε όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, όπου η έκκληση της κομματικής οργάνωσης είναι «οργανωθείτε», και όχι «ψηφίστε», αφού οι εκλογές τότε είναι πολύ μακριά.
Το βασικό που προσφέρει η ψήφος στο άτομο που ψηφίζει είναι προσωρινή ανακούφιση από τις τύψεις της έλλειψης στράτευσης, δηλαδή της οργάνωσης ως ουσιώδους πολιτικής συμμετοχής.
Ας έρθουμε τώρα στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Υπάρχουν πάλι συλλογικότητες, αλλά και διαδικασίες όπως οι διάφοροι τύποι συνελεύσεων, που έχουν λίγο διαφορετική δομή – αν και στο επίπεδο απαιτήσεων ως προς την ενασχόληση με αυτές (το πόσο «τρέξιμο» θέλουν), το αποτέλεσμα είναι πάνω κάτω το ίδιο, ενίοτε και περισσότερο, όταν συνδυάζεται με τη συμμετοχή σε κάποιον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο ή κατάληψη. Υπάρχουν κι εδώ μέλη και πολιτική περιφέρεια, με τη διαφορά ότι, ενώ είναι αναγκαστικά πιο σαφές και στο τυπικό επίπεδο το ποιο άτομο είναι μέλος μιας πολιτικής συλλογικότητας, στις περιπτώσεις των συνελεύσεων μπορεί να υπάρξει σχετικισμός ως προς τον τρόπο προσδιορισμού των ενεργών μελών.
Αυτό δεν αφορά τα μέλη που όντως συμμετέχουν, αλλά τα άτομα της πολιτικής περιφέρειας, τα οποία έχουν το περιθώριο, επειδή δεν τα παίρνει κανείς από το χέρι να υπογράψουν μια κάρτα μέλους (όπως στις κομμουνιστικές οργανώσεις), να αποκτούν το περιθώριο συνειδητής σχετικοποίησης της έννοιας της «συμμετοχής». Η μη συμμετοχή στις εκλογές, αφαιρεί το χάσμα μεταξύ στράτευσης και στήριξης, επειδή δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο η «στήριξη» (πέρα από τη στήριξη κάποιων δράσεων), και η στράτευση όμως είναι διαφορετικού τύπου από αυτή που υπάρχει στις κομμουνιστικές οργανώσεις.
Στον αντιεξουσιαστικό χώρο, στράτευση σημαίνει σταθερή συμμετοχή σε συγκεκριμένες πολιτικές διαδικασίες αυτού του χώρου. Η σχετικοποίηση της έννοιας της συμμετοχής από άτομα της πολιτικής περιφέρειας συλλογικοτήτων και συνελεύσεων του α/α χώρου, αφήνει το περιθώριο για life style αναρχισμό, από τον οποίο το άτομο της πολιτικής περιφέρειας αντλεί μια επιφανειακή ανακούφιση ως προς τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό σε ιδεολογικό επίπεδο, όχι όμως σε πολιτικό, όταν η κοινωνική συνθήκη είναι δύσκολη, όπου το ερώτημα «τι πρέπει να κάνω πολιτικά αυτή τη στιγμή;» επανέρχεται με ένταση, ακυρώνοντας την οποία ανακούφιση είχε βρει το άτομο στο επίπεδο του ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού με ασαφείς όρους, οι οποίοι είναι ασαφείς για το ίδιο λόγω έλλειψης ουσιώδους συμμετοχής.
Πιο συγκεκριμένα, όταν η κοινωνική, οικονομική κ.ά. συνθήκη γίνεται δύσκολη, αυτά τα άτομα κάνουν συνήθως τον εξής εσωτερικό μονόλογο: «Δεν συμμετέχω σε κάποια συλλογικότητα ή συνέλευση εδώ και κάποιο καιρό, δυσκολεύομαι να μπω στη διαδικασία να ψάξω πού να συμμετέχω, θα προτιμούσα να προκύψει από μόνο του κάπως πιο φυσικά για να μη ζοριστώ, αλλά στο ενδιάμεσο νιώθω ότι κάτι πρέπει να γίνει επειδή τα πράγματα πάνε όλο και χειρότερα».
Εδώ ακριβώς, η ψηφοφορία, αυτό το χάπι προσωρινής ανακούφισης από τις τύψεις της έλλειψης πολιτικής συμμετοχής, εμφανίζεται δελεαστική.
1. Λόγοι ανεπαρκούς πολιτικής απεύθυνσης του α/α χώρου
Το ζήτημα είναι να μπορέσουμε να βρούμε τον λόγο για τον οποίο ο α/α χώρος δεν καταφέρνει να πείσει επαρκώς αυτόν τον κόσμο. Αυτός ο λόγος θα είναι ο ίδιος για τον οποίο ο α/α χώρος αδυνατεί να αρθρώσει πειστικό πολιτικό λόγο στο εντελώς «ευρύ» κοινό, το οποίο, λόγω πολιτικής απραξίας, τον ταυτίζει είτε με έναν life style αναρχισμό είτε με μεμονωμένες δράσεις που κυκλοφορούν στον χώρο των social media, και από εκεί αποσπασματικά στα media.
Ένας λόγος, είναι η ανεπάρκεια των θεωρητικών εργαλείων του αναρχισμού ή αντίστοιχα της αυτονομίας. Επειδή η συγκρότηση μιας πολιτικής θέσης με αναφορά σε πρόσωπα (όπως Bakunin, Kropotkin κ.ά.) γίνεται πρωτίστως σε ιδεολογική βάση, ενώ όταν φτάνουμε στο πολιτικό επίπεδο ο ίδιος ο α/α χώρος έχει «ξεχάσει» να συγκροτήσει μια πολιτική ανάλυση που αναδεικνύει επαρκώς τα αδιέξοδα της αστικής δημοκρατίας αλλά και γενικότερα της αντιπροσώπευσης, ανεξάρτητα από το αν στη συνέχεια, υιοθετώντας κανείς αυτή την ανάλυση, ο μοναδικός πολιτικός χώρος στον οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί, είναι ο α/α χώρος. Πρόκειται για στρατηγικό λάθος ως προς τη συγκρότηση του πολιτικού λόγου, και αφορά κυρίως τη μη επαρκή κατάδειξη του πώς η συμμετοχή στις εκλογές εμποδίζει την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών διεκδίκησης. Δεν επαρκεί, ως απάντηση στην ερώτηση «για ποιο λόγο να μην ψηφίσω;» η επίκληση ενός αναρχικού ιδεώδους, η παράθεση των αντιδραστικών χαρακτηριστικών της σοβιετίας ή η απλή αναφορά της έννοιας της ανάθεσης σε ένα βερμπαλιστικό πλαίσιο (το οποίο επιδέξια έχουν αντιγράψει οι διάφοροι εξωκοινοβουλευτικοί υποστηρίζοντας με νοητικές ακροβασίες ότι η ψήφος μόνο σε αυτούς δεν είναι ανάθεση). Χρειάζεται κάτι πιο ισχυρό ως επιχείρημα, και κάτι πιο σχετικό με τη δομή των πολιτικών διαδικασιών, αντί για την παράθεση ιδεολογικών θέσεων.
Άλλωστε, και στον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο, οι χιλιάδες κόσμου που συμμετείχαν τουλάχιστον από το ’08 και μετά σε διαδικασίες του, δεν το έκαναν επειδή είχαν πειστεί με κάποιο συγκεκριμένο αναρχικό θεωρητικό σχήμα, ή επειδή πίστεψαν ότι μια συγκεκριμένη συλλογικότητα ή μέτωπο συλλογικοτήτων να φέρει την εξέγερση στην Ελλάδα. Σίγουρα, ορισμένες συλλογικότητες ανέπτυξαν τέτοιες ψευδαισθήσεις, κατ’ αντιστοιχία με τις κομμουνιστικές οργανώσεις∙ αυτά συμβαίνουν σε κάθε πολιτικό χώρο. Η μαζική συμμετοχή, όμως, στις πολιτικές διαδικασίες του α/α χώρου υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια κυρίως για τους εξής λόγους:
- τη δυνατότητα άμεσης, ισότιμης συμμετοχής και αυτόβουλης προσέλευσης σε ανοιχτές πολιτικές διαδικασίες και το ανθρώπινο κλίμα σε αυτές, στοιχεία εντελώς διαφορετικά από αυτά των διαδικασιών των κομμουνιστών οργανώσεων
- την άμεση παρέμβαση στις γειτονιές και τη συγκρότηση μιας άλλης κοινωνικής πραγματικότητας σε αυτές, με καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, όχι σε ένα μακρινό μέλλον αλλά σε πραγματικό χρόνο (που κορυφώθηκε στη φάση της απο-Εξαρχειοποίησης με τη συγκρότηση τέτοιων δομών σχεδόν σε κάθε περιοχή της Αττικής)
- τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των διαδικασιών του α/α χώρου σε συνθήκες συγκεκριμένης διεκδίκησης, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η τάση επικοινωνιακής εξαργύρωσης της κάθε πολιτικής ενέργειας σε εκλογικές διαδικασίες, λόγω της αποχής, εξ ου και η απόλυτη επικέντρωση στην αποτελεσματικότητα των διεκδικήσεων
- την αντιμετώπιση της συγκρότησης κοινωνικών δομών ως αυτοσκοπού και πραγμάτωσης της αυτοοργάνωσης, και όχι απλώς ένα μέσο προσέγγισης νέων μελών, όπως συμβαίνει με τα «στέκια» των κομμουνιστικών οργανώσεων, τα οποία έχουν καθαρά εργαλειακό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν εξαρχής συνήθως
- τη μη εξάρτηση της συχνότητας, της έντασης και της αποτελεσματικότητας των πολιτικών διαδικασιών του α/α χώρου από εξωγενείς παράγοντες, όπως οι εκλογές και αντίστοιχα φαινόμενα, γεγονός που βοηθούσε και στη διατήρηση της δυναμικής.
Η συγκρότηση μιας αντιεξουσιαστικής πολιτικής θεώρησης, θα έπρεπε να γίνει με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά πάλης σε συνδυασμό με μια αναλυτική κριτική στην έννοια της αντιπροσώπευσης, όπως αυτή εμφανίζεται στα γραπτά των κλασικών φιλελεύθερων, αλλά και με την ανάδειξη των φιλελεύθερων καταλοίπων στις πολιτικές διαδικασίες των κομμουνιστικών κομμάτων, και μέσα από εκεί να αναδειχθεί ο προβληματικός χαρακτήρας της γενικότερης πολιτικής τους λειτουργίας σε όλες τις πολιτικές διαδικασίες, και όχι μόνο ως προς τη συμμετοχή τους στην εκλογική φενάκη. Η αναζήτηση των θεωρητικών εναλλακτικών σε επαρκείς αναρχικούς συγγραφείς, αν υπάρχουν, θα έπρεπε κανονικά να έπεται των παραπάνω. Τα δύο πρώτα βήματα δεν έχουν γίνει, και η απόδοση ενός μεγαλείου σε συγγραφείς που δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος, οδηγεί σε αδύναμο λόγο ως προς την πολιτική απεύθυνση στο ευρύ κοινό, λόγω της κραυγαλέας θεωρητικής ανεπάρκειας, ειδικά συγκεκριμένων «κλασικών θεωρητικών» του αναρχισμού: Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον Μπακούνιν, ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν ήταν θεωρητικός, έθεσε ορισμένα καίρια πολιτικά ζητήματα στη εποχή του, κυρίως στην πράξη, και απλώς τα κατέγραψε όπως μπορούσε ως σκέψεις, έχοντας πολύ περιορισμένες δυνατότητες. Αν το Θεός και Κράτος διαβαστεί στα σοβαρά, αποτελεί στην καλύτερη παιδικό ανάγνωσμα.
Ας μην φοβόμαστε να τα πούμε αυτά, ή και κάποια ακόμη πιο χοντρά: Η ανώτερη θεωρητική συγκρότηση του Μαρξ έναντι του Μπακούνιν, και του Λένιν έναντι του Κροπότκιν, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, επειδή δεν μας συμφέρει. Ίσα ίσα, πηγαίνοντας πέρα από αυτήν, μπορούμε να δείξουμε ότι η γενικότερη θεωρητική συγκρότηση των συγκεκριμένων συγγραφέων που είχαν και πολιτική δράση, σε καμία περίπτωση δεν αρκεί ώστε να αποδεχθούμε τις κομμουνιστικές θέσεις σε επίπεδο πολιτικού περιεχομένου, μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρξε θεωρητική παραγωγή αντίστοιχου βεληνεκούς την ίδια περίοδο από αντιεξουσιαστική πλευρά. Είναι σαν να πηγαίνει κανείς στο 18ο αιώνα και να αποδέχεται την ανωτερότητα του φιλελευθερισμού επειδή δεν υπήρξε τότε συγκροτημένη κομμουνιστική θεωρία.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι κομμουνιστικές οργανώσεις τού σήμερα έχουν καλύτερη θεωρητική συγκρότηση από τις αντίστοιχες αναρχικές∙ κυρίως έχουν κληρονομήσει ένα σύνολο τσιτάτων και γραφικών συμπεριφορών, όπως και την ψευδαίσθηση ότι η δική τους ηγεσία είναι πιο φωτισμένη από τις άλλες, κάνοντας πιο «επιστημονική» μαρξιστική ανάλυση της πραγματικότητας από αυτές. Το ότι ημερομηνία λήξης του μπολσεβικισμού έχει περάσει, μπορεί να καταδειχθεί με την ανάδειξη της σύγχρονης δομικής ανεπάρκειας των κομμουνιστικών οργανώσεων να συγκροτήσουν οποιαδήποτε εσωτερική δυναμική στο σήμερα∙ όχι με την υποβάθμιση των μαρξικών και των μαρξιστικών εργαλείων μιας άλλης εποχής, ή με την ιεροποίηση αναρχικών θεωρητικών.
Ο λόγος που ο α/α χώρος δεν μπορεί να πείσει επαρκώς πρώην άτομα της περιφέρειάς του, αλλά και το ευρύ κοινό, είναι ότι δεν έχει αναπτύξει μια δομική κριτική της αντιπροσώπευσης, και το πώς αυτή εμποδίζει τις από τα κάτω πολιτικές διαδικασίες διεκδίκησης. Δεν είναι εφικτό να το κάνουμε στη γενική περίπτωση στο πλαίσιο αυτού του κειμένου. Αυτό που μπορούμε όμως να κάνουμε, είναι να δώσουμε μια μικρογραφία αυτής της ανάλυσης εστιάζοντας στην παρούσα πολιτική κατάσταση σε αυτή την περίοδο.
2. Ανάδειξη της ανεπάρκειας των εκλογών
Η πιο δύσκολη περίοδος για να πείσει κανείς ένα άτομο για την απόρριψη των εκλογών ως μέσου είναι μια προεκλογική περίοδος, όπως αυτή που διανύαμε και διανύουμε. Ο προεκλογικός «πυρετός» προκαλεί εκτεταμένη τρικυμία εν κρανίω στο κοινό που κοιτάει «προς τα Αριστερά», και το οποίο μπορεί πολύ εύκολα να δελεαστεί από 4 επιλογές:
(α) την ψήφο σε μια κεντροαριστερή αντιπολίτευση/κυβέρνηση με μεγάλο ποσοστό, προκείμενου να φύγει ή να μην επανέλθει η επάρατη Δεξιά.
(β) τη «γλυκανάλατη» ψήφο σε κάτι ελαφρώς πιο αριστερό από την κεντροαριστερή αντιπολίτευση/κυβέρνηση, η οποία θα «ασκήσει πίεση» στο μεγαλύτερο κεντροαριστερό αδελφάκι της «προς τα Αριστερά».
(γ) την «ταξική» ψήφο σε κομμουνιστικές πρωτοπορίες του 0,000001%.
(δ) την κατά μέσο όρο διατήρηση της παγκόσμιας σταθεράς 5% του ΚΚΕ, με στατιστικό σφάλμα ± 2 μονάδες.
Ο μεγάλος πειρασμός σε αυτό το σημείο είναι να αρχίσουμε να ασκούμε κριτική σε πολιτικούς φορείς που αντιστοιχούν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες, προκειμένου να καταδείξουμε ότι, αφού αυτές είναι ανεπαρκείς, η μόνη επιλογή που μένει είναι αυτή του α/α χώρου. Αν ή όταν το κάνουμε αυτό, πάντα η συζήτηση αναλώνεται σε επιμέρους και εντελώς αδιάφορες «αναλύσεις», καφενειακού τύπου, περί του τι «είναι» και τι «λένε» κάποιες τις οργανώσεις που υπάγονται στις παραπάνω κατηγορίες.
Ο λόγος για τον οποίο ο εν λόγω πειρασμός πρέπει να αποφευχθεί, είναι μεθοδολογικός: αν προσέξετε, στην παραπάνω κατηγοριοποίηση θεωρείται δεδομένη η διαίρεση του πολιτικού πεδίου με βάση τα αποτελέσματα που προκαλούν οι εκλογές. Από αυτήν απορρέει η ψευδής ταύτιση του «πολιτικού» στοιχείου με το «κομματικό», η οποία αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος, και στην οποία θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρώτα, είναι αναδείξουμε τον ψευδή χαρακτήρα των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται από τις κομματικές οργανώσεις προς τους ψηφοφόρους-πελάτες, σε σχέση με το αποτέλεσμα που θα έχει μια ψήφος προς αυτές, αντί να εγκλωβιστούμε σε μια αδιάφορη και αδιέξοδη συζήτηση για επιμέρους οργανώσεις.
2.1. Μορφές και επιχειρήματα των κομματικών οργανώσεων
Η ψήφος προς έναν κεντροαριστερό σχηματισμό, παρουσιάζεται ως βέλτιστη επιλογή με βάση ένα κριτήριο αποτελεσματικότητας, αφού αποτελεί το πιο «σίγουρο» μέσο για να μην επανέλθει/συνεχίσει τη δράση της η «Δεξιά». Η συγκεκριμένη επιλογή, παρουσιάζει επίσης το ελκυστικό χαρακτηριστικό ότι δεν απαιτεί καμία στράτευση με φυσική παρουσία ή γενικότερα εμπλοκή του πελάτη-ψηφοφόρου με τον πολιτικό φορέα. Είναι ανάθεση της μίας φοράς, χωρίς περαιτέρω επικοινωνία.
Οι παραλλαγές της «γλυκανάλατης» ψήφου μπορεί να είναι κάποια πρότερη διάσπαση της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης/κυβέρνησης (π.χ. Μέρα 25, Πλεύση Ελευθερίας τώρα), μέτωπα οργανώσεων με βασική συνιστώσα μια τέτοια διάσπαση (π.χ. ΛΑ.Ε. παλιότερα), ή κάποια οργάνωση/μέτωπο οργανώσεων που έχει ελάχιστα στελέχη από την υπάρχουσα κεντροαριστερή αντιπολίτευση/κυβέρνηση και παίζει το ρόλο του «φτωχού πλην τίμιου» 3-4%, το οποίο ζητά εκλογική ελεημοσύνη, δίνοντας έμφαση στην ηθικολογία, και απευθύνεται κυρίως σε μεσοαστικά στρώματα και παιδιά μεγαλοαστών, παρέχοντάς τους ένα τρόπο να νιώσουν «διαφορετικοί»/εναλλακτικοί στον κοινωνικό τους περίγυρο (ΣΥ.ΡΙΖ.Α. του 4%).
Σε οργανωτικό επίπεδο, το «φτωχό πλην τίμιο» 4% είναι συνήθως μέτωπο οργανώσεων, αρκετές από τις οποίες είναι γυρολόγοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και κάποιες άλλες θα είναι προσωποκεντρικές οργανώσεις αναγνωρίσιμων ατόμων που συνήθως έχουν αποχωρήσει από τον τρέχοντα κεντροαριστερό φορέα, ή θα μπορούσαν εύκολα να είναι σε αυτόν (π.χ. Κωνσταντόπουλος, Κουβέλης παλιότερα, Λαφαζάνης και Κωνσταντοπούλου πιο πρόσφατα). Πιο σπάνια, εμφανίζεται κάποια μονοπρόσωπη εκλογική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), της οποίας ηγείται κάποια Βαρουφακοειδής «μεγαλοφυΐα» / «ισχυρή προσωπικότητα», η οποία καταφέρνει να μαζέψει το αντίστοιχο ποσοστό χωρίς να συνταχθεί με άλλες οργανώσεις (π.χ. Βαρουφάκης σήμερα).
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο, είναι ότι η μονοπρόσωπη πολιτική εταιρεία ενός φωστήρα έχει ελάχιστα οργανωμένα μέλη, και δεν ζητά από τον πελάτη-ψηφοφόρο την εμπλοκή του στην οργάνωση, ενώ δίνει έμφαση στην «επιστημονικότητα» του «προγράμματός» της, η οποία εδράζεται στην αυθεντία του εν λόγω φωστήρα. Ένα μέτωπο με τον αντίστοιχο ρόλο, έχει αθροιστικά λίγα παραπάνω μέλη, και αποτελείται από οργανώσεις που επιδιώκουν να εγγράψουν καινούργια, κυρίως μέσω του αντίστοιχου μειοψηφικού εντός της αριστεράς σχηματισμού στις φοιτητικές εκλογές.
Η απεύθυνση και των δύο προς πελάτες-ψηφοφόρους έχει δύο μέρη: (1) η ψήφος προς αυτούς παρουσιάζεται ως πιο αποτελεσματική σε σχέση την ψήφο σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αφού η -διαφαινόμενη- παρουσία τους στη Βουλή «θα επηρεάζει περισσότερο τα πράγματα»∙ (2) η ψήφος προς αυτούς παρουσιάζεται ως πιο ηθική σε σχέση με την ψήφο προς τον πιο κεντροαριστερό φορέα, ο οποίος εμφανίζεται να έχει «προδώσει τον λαό» σε κάποια προηγούμενη συνθήκη, και γι’ αυτό το λόγο δεν θα έπρεπε «να τους ξαναεμπιστευτεί ο λαός».
Οι οργανώσεις και τα μέτωπα της «γλυκανάλατης» ψήφου επιδιώκουν πιο έντονα την εγγραφή μελών σε σχέση με τον αντίστοιχο κεντροαριστερό φορέα, αλλά λιγότερο έντονα σε σχέση με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Τα μέλη αυτών των οργανώσεων είναι επιρρεπή στην εξαργύρωση πολιτικών καταστάσεων και ρόλων για την προσωπική τους ανέλιξη, λίγο λιγότερο σχέση με τα αντίστοιχα της πιο κεντροαριστερής, και λίγο περισσότερο σε σχέση με τα -επίδοξα ή υπάρχοντα- επαγγελματικά στελέχη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και τη δυνατότητα υπόσχεσης όλο και περισσότερων (αλλά όχι πολλών ή μεγάλων) πιθανών ανταλλαγμάτων προς τον πελάτη-ψηφοφόρο, όπως κινείται κανείς από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά προς την κεντροαριστερά. Στην περίπτωση της «γλυκανάλατης» ψήφου, αυτό συνήθως σημαίνει κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα επί πληρωμή στο πανεπιστήμιο, κάποια θέση σε ΜΚΟ ή κάποιο ίδρυμα κ.ά. Αυτή η πρακτική συνιστά υποπερίπτωση της γενικότερης σχέσης που οικοδομείται με τους πελάτες-ψηφοφόρους και τα επαγγελματικά στελέχη, όπου τα στελέχη «λύνουν διάφορα προβλήματα» για τους πελάτες τους, επειδή η οργάνωση έχει (θεσμικές) «άκρες».
Τα παραπάνω δεν αποτελούν ούτε «ελληνικό φαινόμενο», ούτε φαινόμενο μεμονωμένης «διαφθοράς» προσώπων ή οργανώσεων. Αποτελεί δομικό στοιχείο των διαδικασιών «ανάθεσης», δηλαδή, εν τέλει, της ύπαρξης επαγγελματικών πολιτικών στελεχών, και το οποίο μειώνεται η αυξάνεται ανάλογα με την εγγύτητα μιας οργάνωσης σε θεσμικές θέσεις και συνολικότερα στον κρατικό μηχανισμό και τις μεγάλες πηγές χρηματοδότησης.
Η «ταξική» ψήφος στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά πουλιέται λίγο διαφορετικά στους ψηφοφόρους-πελάτες. Εδώ η αποτελεσματικότητα της ψήφου παρουσιάζεται ως επιχείρημα μόνο σε σχέση με την αποχή (με φιλελεύθερα επιχειρήματα όπως: «η αποχή και τα λευκά πάνε στο πρώτο κόμμα»). Σε δεύτερο επίπεδο η ψήφος σε κάθε τέτοια οργάνωση ή μέτωπο οργανώσεων παρουσιάζεται ως πιο ηθική τόσο σε σχέση με την ψήφο σε κάποιο συγκριτικά πιο δεξιό μόρφωμα (π.χ. Μέρα 25), όσο και σε σχέση με την ψήφο στο ΚΚΕ, με βάση την εκάστοτε ανάλυση που έχει κάθε αριστερή οργάνωση για το ΚΚΕ. Σε σχέση με πιο δεξιές οργανώσεις όπως το Μέρα 25, οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις έχουν πιο ενεργή προσπάθεια εγγραφής μελών, γι’ αυτό και η ψήφος σε αυτά παρουσιάζεται και ως «καταγραφή δυναμικής» της ευρύτερης δράσης τους, ενώ αναπαράγεται πολύ έντονα η λογική της αναγωγής των φιλικών σχέσεων σε αιτία «πολιτικής» στήριξης μέσω της ψήφου.
Το ΚΚΕ πουλάει το πακέτο της αποτελεσματικότητας της ψήφου σε αυτό (α) συγκριτικά με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά (β) συγκριτικά με την αποχή, και της ηθικότερης στάσης της στήριξης σε αυτό, σε σχέση με τα ξεκάθαρα πιο δεξιά μορφώματα (π.χ. Μέρα 25 και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τώρα). Ως προς τη σχέση της οργάνωσης με το ευρύ κοινό, ισχύει περίπου ό,τι και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Ορισμένες διαφορές είναι ότι το ΚΚΕ ως μεγαλύτερο μαγαζί σε σχέση με τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις έχει περισσότερα επαγγελματικά στελέχη, αλλά και τη δυνατότητα σε ορισμένες περιπτώσεις να βολεύει και εργασιακά κάποια μέλη του, επειδή δεν είναι λίγα τα μέλη και τα άτομα της πολιτικής του περιφέρειας που είναι «μικρά» αφεντικά (η κατηγορία των «μικρών αφεντικών» αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία των αφεντικών στην ελλάδα, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες). Γι’ αυτό παρατηρείται και το αρκετά αστείο φαινόμενο όπου αφεντικά κάνουν «κομμουνιστική» εκλογική προπαγάνδα στους εργαζόμενούς τους, τουλάχιστον σε αυτούς που δεν πρόσκεινται πολιτικά σε αυτό, αφού συνήθως κάποιοι από τους εργαζόμενούς τους είναι μέλη ή περιφέρεια του ΚΚΕ. Τέλος, το ΚΚΕ έχει πλεονέκτημα του trademark «ΚΚΕ» σε σχέση με τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, πειστήριο «αυθεντικότητας» και «ιστορικότητας».
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχουμε κυρίως ένα συνδυασμό αποτελεσματικότητας και ηθικότητας, με διαφορετικά επιχειρήματα στην κάθε περίπτωση.
2.2. Η καλλιέργεια της εικόνας του «υπεύθυνου ψηφοφόρου»
Η ηθική πλευρά της απεύθυνσης των κομματικών οργανώσεων προς το ευρύ κοινό, είναι φτιαγμένη για ανθρώπους που δεν ασχολούνται με πολιτικές διαδικασίες, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς αποτελούν την κοινωνική πλειοψηφία. Και είναι ακριβώς οι ψευδαισθήσεις περί της ψηφοφορίας ως «πολιτικής πράξης», που προωθούν την συνέχιση της απουσίας τους από τις πολιτικές διαδικασίες. Ο πελάτης-ψηφοφόρος καλείται να κάνει μια κοντόφθαλμη επιλογή, αγνοώντας το παρελθόν και το εγγύς μέλλον, προκειμένου να νιώσει καλά με τον εαυτό του, αμέσως μετά την ψηφοφορία, και για λίγες μέρες μετά από αυτή.
Ακριβώς επειδή δεν κάνει τίποτα πολιτικά γενικώς, όταν έρχεται μια ειδική συνθήκη όπου υποτίθεται ότι «αποφασίζει» και «πράττει πολιτικά», αν προσπεράσει αυτή τη στιγμή χωρίς να «κάνει κάτι», έρχεται αντιμέτωπος με την σύνολη πολιτική του ανυπαρξία. Αντιθέτως, με τη συμμετοχή του στη ψηφοφορία, έχει τη δυνατότητα να ισοσταθμίσει νοερά την πολιτική του ανυπαρξία με μια μεμονωμένη πράξη, η οποία δεν είναι δεσμευτική για τον ίδιο από κει και πέρα, νιώθοντας ότι «έκανε το καθήκον του ως πολίτης».
Προϋπόθεση της παραπάνω συλλογιστικής είναι μια συγκεχυμένη εννοιολόγηση των όρων «πολιτική διαδικασία» και «πολιτική πράξη». Οι πολιτικές πράξεις είναι αποτελέσματα πολιτικών διαδικασιών. Οι πολιτικές διαδικασίες είναι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και συντονισμού δράσεων. Οι εκλογές επί της ουσίας δεν αποτελούν πολιτική διαδικασία, επειδή σε αυτές, τα υποκείμενα ούτε αποφασίζουν ούτε δρουν, αλλά αντιθέτως, μεταβιβάζουν τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και δράσης σε άλλα άτομα και φορείς. Μόνο αυτοί, στη συνέχεια, προβαίνουν σε πολιτικές πράξεις (νομοθετήματα κ.ά.). Αυτό συμβαίνει ακόμα και σε διαδικασίες όπου τα άτομα που έχουν μεταβιβάσει την πολιτική τους ιδιότητα σε άλλους, συμμετέχουν με φυσική παρουσία σε μια ευρύτερη διαδικασία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συνδικαλιστικές και φοιτητικές παρατάξεις στις αντίστοιχες γενικές συνελεύσεις των συλλόγων/σωματείων τους.
3. Συμπεράσματα
Οι άνθρωποι καλούνται κάθε φορά να αποφασίσουν αν θέλουν να συμμετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες που θα αποφασίζουν οι ίδιοι το περιεχόμενο και τον τρόπο λειτουργία τους, ή σε διαδικασίες που θα μεταβιβάζουν το πολιτικό τους δικαίωμα σε άλλους. Μπορούν βέβαια και να μη συμμετέχουν σε καμία πολιτική διαδικασία. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος καλεί σε συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες, με αποχή από τις εκλογές, οι οποίες τις υποσκελίζουν. Οι κομματικές οργανώσεις καλούν σε συμμετοχή στις εκλογές, και οδηγούν στην αποχή από τις πολιτικές διαδικασίες, στην οποία εθίζουν την πολιτική τους περιφέρεια και αρκετά μέλη τους, αναπαράγοντας την ανάθεση και στο εσωτερικό τους. Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή, η αποχή τόσο από τις πολιτικές διαδικασίες, όσο και από τις εκλογές. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ποια από τις δύο πρώτες επιλογές οδηγεί σε αυτή.
Το πρόσφατο αποτέλεσμα των εκλογών είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γίνει αντιληπτό ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν μέσω των εκλογών. Όπως δεν θα άλλαζαν αν ήταν ο Σύριζα κυβέρνηση, ή αν ο Βαρουφάκης θα έκανε νέα 10λεπτα shows στη βουλή. Κάθε φορά υπάρχει μια κυβέρνηση, και κάθε φορά περνούν αντιδραστικά νομοσχέδια. Ναι, με δεξιές κυβερνήσεις περνούν περισσότερα συνήθως, τα οποία όμως εμπεδώνονται κυρίως όταν δεν καταργούνται από τις επόμενες, μη δεξιές κυβερνήσεις.
Το θέμα είναι πότε υπάρχουν συγκεκριμένες ισχυρές πολιτικές διαδικασίες διεκδίκησης που αναγκάζουν κυβερνήσεις να αποσύρουν νομοσχέδια, ή να μην τα εφαρμόσουν ακόμα κι αν τα έχουν ψηφίσει, ή, το κυριότερο, να επιβάλλουν συγκεκριμένες διεκδικήσεις, ως κατακτήσεις, έναντι της εκάστοτε κυβέρνησης. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για τον κόσμο που σταμάτησε μετά το ’17-’18 ή μέσα στην πανδημία να συμμετέχει σε τέτοιες διαδικασίες, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν από μόνα και τους, και ότι «Κούλης είναι σε λίγα χρόνια θα έρθει κάτι άλλο», να ξαναρχίσουν να συμμετέχουν σε αυτές, ή να ξεκινήσουν νέα εγχειρήματα. Το ερώτημα δεν είναι πόσα αντιδραστικά νομοσχέδια πέρασε η ΝΔ ή πόσα ο Σύριζα, αλλά από πότε έχει να αποσυρθεί/μη εφαρμοστεί νομοσχέδιο, λόγω ισχυρής κοινωνικής αντίστασης, που δεν περιορίζεται απλώς σε μια “μεγάλη” πορεία (δηλαδή “κανονική”, με τα πριν το ’15 standards), και μετά τελειώνει.
Χωρίς συνελεύσεις γειτονιάς δεν θα μείνει ούτε ένα πάρκο σε όλη την Αττική που δεν θα πάθει “ανάπλαση”. Χωρίς φοιτητικό κίνημα που δεν ασχολείται με ανούσιες φοιτητικές εκλογές-πυροτεχνήματα για το ποιος θα αποπειράται καλύτερα το καπέλωμα των γενικών συνελεύσεων στο πανεπιστήμιο, αλλά με συγκεκριμένες διεκδικήσεις μέσα σε αυτό, θα καταλήξουμε άμεσα να μπαινοβγαίνει πανεπιστημιακή αστυνομία και δεν θα κουνιέται φύλλο.
Χωρίς συνδικαλισμό από τα κάτω που δεν εξαρτάται από επαγγελματίες παραγοντίσκους (μεταξύ των οποίων και οι κομμουνισταράδες που κοιτάνε να γίνουν ισόβια επαγγελματικά στελέχη), δεν θα μείνει κανένα εργασιακό δικαίωμα, και δεν θα βελτιωθεί η κατάσταση. Έχουν διαλυθεί τα τελευταία χρόνια αρκετές γειτονιές (ειδικά του κέντρου), και οι πολιτικές διαδικασίες που αυτές είχαν, όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και στο κεντρικό πολιτικό. Η παρούσα συνθήκη είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να εμπεδώσουμε όλοι ακόμη μια φορά, ότι πρέπει να συμμετέχουμε σε πολιτικές διαδικασίες επειδή μόνο αυτές μπορούν να αλλάξουν το οτιδήποτε, όχι από χόμπι.
Συνήθως όμως οι άνθρωποι επιλέγουν να αναλάβουν το κόστος των επιλογών που ξέρουν ότι είναι αναγκαίες, κάθε φορά που γίνεται εντελώς σαφές ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν αλλιώς. Τώρα είναι ακόμη μία τέτοια συνθήκη, από τις πολλές.