Κακοποίηση παιδιών: Η παιδική φωνή να γίνει λόγος

0

Με αφορμή την υπόθεση παιδοβιασμού στα Σεπόλια, θυμίζουμε ένα άρθρο της Sevasti-Melissa Nolas για μία χαρακτηριστική υπόθεση παιδικής κακοποίησης στην Αγγλία το 2014. Αυτό το άρθρο* ρίχνει πραγματικά φως σε ορισμένες από τις περιπλοκές που εμπλέκονται στη σεξουαλική κακοποίηση/εκμετάλλευση παιδιών:

Πρόσφατα έγραψα ένα σύντομο κομμάτι στο ενημερωτικό δελτίο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του Sussex εστιάζοντας σε μία από τις πέντε κριτικές που αναπτύσσω για την τρέχουσα κατάσταση της συμμετοχής των παιδιών. Αυτό το ονομάζω μία θεσμική κριτική. Η κριτική κινείται προς την κατεύθυνση ότι, παρά τις μεγάλες υλικές, συμβολικές και πρακτικές επενδύσεις για την ανάπτυξη της θεσμικής ικανότητας για την εφαρμογή του άρθρου 12 (δικαίωμα ενός παιδιού να ακούγεται και να ζητείται η γνώμη του για αποφάσεις που το αφορούν), οι φωνές των παιδιών παραμένουν ανήκουστες στην πράξη και στην καθημερινή τους ζωή με, κατά καιρούς, ολέθριες συνέπειες.

Αρχικά με ώθησε να σκεφτώ το κενό των παιδικών φωνών από αυτό που συνέβη στο Rochdale το 2012. […] Στην έρευνά μου είχα συναντήσει ένα ειδησεογραφικό άρθρο για τη Suzie, ένα νεαρό κορίτσι που είχε κάνει επανειλημμένες προσπάθειες να ειδοποιήσει τις αρχές για το τι της συνέβαινε. Η διαδικτυακή κάλυψη του BBC ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί της Suzie για σοβαρή σεξουαλική επίθεση αρχικά «δεν αναγνωρίστηκαν» από την αστυνομία και το χρονολόγιο των γεγονότων που παρείχε το BBC περιέγραφε μια σειρά προσπαθειών να αναγνωριστούν οι εμπειρίες της. Οι προσπάθειές της αντιμετωπίστηκαν με αδράνεια από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η αστυνομία δεν δέχτηκε αρχικά την πραγματικότητά της. Αργότερα, όταν αποδέχτηκαν το τι συνέβαινε, δεν έλαβαν αρκετά σοβαρά υπόψη την καταγγελία της ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Τέλος, η προσοχή των κοινωνικών υπηρεσιών για παιδιά απομακρύνθηκε επανειλημμένα από την ανάγκη της Suzie για προστασία (που εξακολουθεί να είναι τεχνικά παιδί στο πλαίσιο της UNCRC) προς τις ανάγκες του αγέννητου μωρού της.

Οι συνεχείς αποκαλύψεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και εκμετάλλευσης στην Αγγλία κατά τους επόμενους 24+ μήνες, μου έδωσαν πολλές ευκαιρίες να σκεφτώ τις θεσμικές δυναμικές της συμμετοχής των παιδιών πέρα από τη συνήθη κριτική του «συμβολισμού» (δηλαδή ότι οι προσπάθειες να ακουστούν και να εμπλακούν τα παιδιά στη λήψη αποφάσεων δεν είναι ουσιαστικές, παραγωγικές ή δεν οδηγούν σε οποιαδήποτε βελτίωση για τα παιδιά και όσους εργάζονται μαζί τους). Σε αυτή την περίπτωση ήταν η Suzie, ένα νεαρό κορίτσι που εξέφρασε τις ανησυχίες της. Δίχως αποτέλεσμα. Η φωνή της απλά δεν «είχε βάρος».

Για μένα οι εμπειρίες της Suzie, και άλλες παρόμοιες εμπειρίες, εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την πράξη του λόγου που διέπει τη συμμετοχή των παιδιών και με αυτό που ονομάζω «κοινωνική ακουστική»: τις ιδιότητες ενός χώρου οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο μετάδοσης του ήχου μέσα σε αυτόν. Η έρευνα που διάβαζα υποδήλωνε πως η παιδική ηλικία βρίσκεται στο κενό. Κι ο ήχος δεν ταξιδεύει στο κενό.

Φέτος τον Αύγουστο αποκαλύφθηκαν περισσότερες ειδήσεις για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, αυτή τη φορά στο Ρόδερχαμ, και έγιναν και πάλι συνδέσεις με την υπόθεση της Laura Wilson, μιας 17χρονης που βρέθηκε δολοφονημένη στο Ρόδερχαμ τον Μάιο του 2012. Η Λάουρα, μητέρα μιας κόρης 4 μηνών τη στιγμή του θανάτου της, ήταν γνωστή στις τοπικές υπηρεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ζούσε σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Ρόδερχαμ και ήταν γνωστό πως βίωνε σωματική και συναισθηματική κακοποίηση στην οικογένειά της. Η Λάουρα είχε επίσης μαθησιακές δυσκολίες. […] Η αμφισβήτηση της υπόθεσής της είχε ως αποτέλεσμα την ασυνεπή και αποσυνδεδεμένη φροντίδα της και η δημοσιογραφική έρευνα περιέγραφε επίσης πώς οι υπηρεσίες δεν είχαν λάβει επαρκώς υπόψη τις ανάγκες της (ειδικά τις μαθησιακές της δυσκολίες).

Ενώ η κάλυψη των μέσων μαζικής ενημέρωσης αρέσκεται να υφαίνει ιστορίες σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών γύρω από μια αφήγηση ευθύνης (που συνήθως αποδίδεται σε μεμονωμένους κοινωνικούς λειτουργούς), η Ανεξάρτητη Έρευνα για τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση Παιδιών στο Ρόδερχαμ μας παρέχει μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση στο ότι περιγράφει ένα κενό που υπερβαίνει τα παιδιά και τους νέους που μπορεί ή όχι να προσπαθούν να ακουστούν.

[…] Οι εργαζόμενοι σε θέματα νεολαίας, οι εργαζόμενοι στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων και άλλοι επαγγελματίες επίσης δεν εισακούστηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις αποθαρρύνθηκαν ενεργά από το να κάνουν οποιεσδήποτε αποκαλύψεις σχετικά με το τι συνέβαινε στο Ρόδερχαμ. Μια ερευνήτρια μιλώντας ανώνυμα στο Radio 4 Today’s Programme σχετικά με τα ευρήματά της για τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών και την απάντηση του Συμβουλίου του Ρόδερχαμ σε αυτά τα ευρήματα, είπε ότι της ζητήθηκε από ανώτερα στελέχη να επεξεργαστεί τα σχόλια και τα ευρήματά της για να δώσει μια πολύ διαφορετική εικόνα, όχι απαραίτητα για το τι είχε συμβεί στα νεαρά άτομα, αλλά μια πολύ διαφορετική ιστορία για τις επαγγελματικές απαντήσεις που δόθηκαν. Και είχε την εντύπωση ότι επρόκειτο σε μεγάλο βαθμό για την παρουσίαση του Ρόδερχαμ με έναν ευνοϊκό τρόπο.

Εκθέσεις και εμπειρίες όπως οι παραπάνω υποδηλώνουν ότι η πράξη συμμετοχής στον λόγο είναι πολύ πιο περίπλοκη και υπερβαίνει την προσωπική ικανότητα φωνής και τη διαπροσωπική δυναμική του διαλόγου όπως περιγράφεται στο Άρθρο 12: ένα παιδί που εκφράζει πόνο και ένας ενήλικας επαγγελματίας ή μια ομάδα επαγγελματιών που ακούν και ανταποκρίνονται σε αυτή την εμπειρία και πληροφορία. Τα όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για τις ιστορικές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών που διαπράχθηκαν από τον Jimmy Savile και άλλα δημόσια πρόσωπα, αποκαλύπτουν τη συνενοχή αξιόπιστων θεσμών – ενώ σε ορισμένα σημεία εμπλέκεται και το ευρύ κοινό. […]

Σε ποια θεωρία μπορούμε να βασιστούμε για να κατανοήσουμε το τι μπορεί να συμβαίνει στις φωνές των παιδιών;

Εμπνευσμένη από κάποια από τα γραπτά του David Oswell για την ελεύθερη βούληση, την παιδική ηλικία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και, όπως υποδηλώνουν οι σχετικές αναφορές για το «κενό» και την «ακουστική», περιεργάζομαι μια ηχητική αναλογία για να σκεφτώ μέσα από τη δυναμική της συμμετοχής των παιδιών. Η φωνή αποτελεί μια τόσο κεντρική έννοια για τον φεμινισμό –και για τις παιδικές σπουδές επίσης–, που ακόμη και αν, όπως υποστήριξε πειστικά η Laura Lundy (2007), «η φωνή δεν είναι αρκετή», αξίζει να αναλύσουμε την έννοια της φωνής θεωρητικά για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί χρειάζεται μια πιο ολιστική προσέγγιση των δικαιωμάτων των παιδιών.

Ο Oswell, αντλώντας από την κλασική διάκριση μεταξύ φωνής και λόγου, που συνδέεται με την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα αντίστοιχα, υποστηρίζει ότι τα βρέφη και τα παιδιά έχουν φωνή αλλά «όχι πολιτικό λόγο, όχι οργανωμένη πολιτική έκφραση» και ότι «οι φωνές γίνονται πολιτικός λόγος μόνο μέσω συμμαχιών και δικτυώσεων με άλλους» (Oswell, 2009, σελ. 6-14).

«Τα παιδιά», σύμφωνα με τον Όσγουελ, «δεν μιλούν μόνα τους» (σ.14). Με άλλα λόγια, πρόκειται για τις συνδέσεις που γίνονται μέσω του λόγου και που οδηγούν εν τέλει σε δράση.

…[Έ]ρευνες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την ηχητική αναλογία («μακάρι κάποιος να είχε ακούσει» και «κάποιος από αυτούς [αναφερόμενος στα μέλη της επιτροπής] να είχε ιστορικό παροχής φωνής σε ευάλωτα άτομα ώστε να προσφέρει σημαντική εμπειρογνωμοσύνη στην έρευνα»). Ωστόσο, οι μαρτυρίες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής μας οδηγούν στην ιδέα ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο για να μετατραπεί η φωνή σε λόγο:

«Η ομάδα και όλα όσα έκαναν ήταν περισσότερα από το γεγονός ότι απλά μας γνώρισαν. Δεν μας πίεσαν, αλλά μας γνώρισαν. Χτίστηκε αυτή τη σχέση και… προφανώς όταν νιώσαμε ότι μπορούσαμε να τους εμπιστευτούμε, το αναδείξαμε και τους είπαμε τι συμβαίνει. Αυτό ήταν καλύτερο από τη συμπεριφορά “ω, μόλις σε γνώρισα, πες μου τι συμβαίνει”. Ήταν ωραίο το χτίσιμο αυτής της σχέσης» (λόγια νεαρού στο Berelowitz et al, 2013).

[…] Η απουσία ασφαλών χώρων και ευκαιριών διαμόρφωσης δημιουργικής και παραγωγικής αλληλεγγύης στην καθημερινή ζωή για τα παιδιά και τους νέους (και για ορισμένους από αυτούς περισσότερο από άλλους) θα πρέπει να μας κάνει να στρέψουμε το βλέμμα μας στις ευρύτερες κοινοτικές και εθνικές δυναμικές. Η γνώση μας για τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών μέχρι σήμερα υποδηλώνει μια πολύ πιο περίπλοκη και ελλιπή αφήγηση για τις κακοποιήσεις που περιλαμβάνει την πολιτική της ηλικίας, των φυλετικών σχέσεων, του φύλου, της σεξουαλικότητας, της τοπικής πολιτικής και των αυξανόμενων ανισοτήτων που υπερβαίνουν την απλή ιστορία των ευάλωτων παιδιών, των κακών δραστών και των ανεπαρκών υπηρεσιών.

Η κατανόηση των παιδικών κακοποιήσεων και εκμετάλλευσης απαιτεί αναλυτικό θάρρος καθώς αφορά την καρδιά της σύγχρονης βιωμένης εμπειρίας. Απαιτεί επίσης να σκεφτόμαστε διαφορετικά τα παιδιά, την παιδική ηλικία και τη συμμετοχή· να ενώνουμε τα σημεία μεταξύ της συμμετοχής και άλλων ζητημάτων που αφορούν λιγότερο τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα στην παιδική ηλικία· να σκεφτόμαστε πώς αναδύεται μια απάντηση κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανισότητα, τη βία και την εκμετάλλευση στην παιδική ηλικία. Η θεώρηση της συμμετοχής ως ηθικής ευαισθησίας στην καθημερινή ζωή και ως κίνησης των παιδιών μέσα στους θεσμικούς χώρους είναι κεντρικό μέλημα της Μελέτης Connectors.

[…] Υπάρχει ένα ακόμη θεωρητικό έργο που επανεμφανίστηκε στον ορίζοντά μου προσφάτως, καθώς προσπάθησα να καταπιαστώ με την ερώτηση «πώς στο καλό είναι αυτό δυνατό και γιατί εξακολουθεί να συμβαίνει;» Το κλασικό βιβλίο του Stanley Cohen States of Denial κάνει μια νηφάλια ανάγνωση σε αυτό το πλαίσιο των ιστοριών παιδικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Ο Κοέν πραγματοποίησε μια διεξοδική, αδυσώπητη και συμπονετική ανάλυση όλων των τρόπων με τους οποίους οι ανθρώπινες θηριωδίες και ο πόνος είναι δυνατοί και συνεχίζουν να επιτρέπεται να συμβαίνουν. Οι καταστάσεις άρνησης, δημόσιες και ιδιωτικές, βρίσκονται στον πυρήνα αυτού και ο Κοέν προειδοποιεί να μην παρακάμπτεται η πολιτική ανάλυση του ιδιωτικού και κοινωνικού πόνου.

Είναι πολύ καλό να δούμε ότι η ίδια η «άρνηση» κατονομάζεται δημόσια ως μια πτυχή της σύνθετης εικόνας που αναδύεται για τις παιδικές κακοποιήσεις. Η αναγνώριση αυτή, όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε ασχολείται με την προσωπική και κοινωνική αλλαγή, είναι το πρώτο βήμα σε ένα μακρύ και συνεχές ταξίδι προσωπικού και κοινωνικού μετασχηματισμού.

[…]


* Ο αυθεντικός τίτλος αυτού του κειμένου ήταν «What’s the frequency, Kenneth?» και αναφέρεται στο τραγούδι των REM εμπνευσμένο από μια φαινομενικά τυχαία πράξη βίας. Μία εξήγηση για το τι είχε συμβεί τελικά δόθηκε πολύ αργότερα.

Αφήστε ένα σχόλιο

ten + two =