Του David Graeber, adbusters.org
Υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι, σε μια γενιά περίπου, ο ίδιος ο καπιταλισμός δεν θα υπάρχει πια – επειδή, όπως μας υπενθυμίζουν συνεχώς οι οικολόγοι, είναι προφανώς αδύνατο να διατηρηθεί μια μηχανή αέναης ανάπτυξης για πάντα σε έναν πεπερασμένο πλανήτη, ενώ παράλληλα η σημερινή μορφή του καπιταλισμού δεν φαίνεται να είναι ικανή να δημιουργήσει το είδος των τεράστιων τεχνολογικών ανακαλύψεων και κινητοποιήσεων που θα απαιτούνταν για να αρχίσουμε να βρίσκουμε και να αποικίζουμε άλλους πλανήτες. Ωστόσο, μπροστά στην προοπτική του πραγματικού τέλους του καπιταλισμού, η πιο συνηθισμένη αντίδραση –ακόμη και από εκείνους που αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί»– είναι απλώς ο φόβος.
Προσκολλούμαστε σε αυτό που υπάρχει επειδή δεν μπορούμε πλέον να φανταστούμε μια εναλλακτική λύση που δεν θα ήταν ακόμη χειρότερη.
Πώς φτάσαμε εδώ; Η δική μου υποψία είναι ότι βλέπουμε τα τελικά αποτελέσματα της στρατιωτικοποίησης του ίδιου του αμερικανικού καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχει κατασκευαστεί ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός για τη δημιουργία και τη συντήρηση της απελπισίας, μια γιγαντιαία μηχανή σχεδιασμένη, πρώτα και κύρια, για να καταστρέψει κάθε αίσθηση πιθανών εναλλακτικών μελλοντικών λύσεων.
Στη ρίζα της βρίσκεται μια πραγματική εμμονή των ηγετών του κόσμου –ως απάντηση στις αναταραχές της δεκαετίας του 1960 και του 1970– να διασφαλίσουν ότι τα κοινωνικά κινήματα δεν θα μπορέσουν να αναπτυχθούν, να ευδοκιμήσουν ή να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις· ότι όσοι αμφισβητούν τους υπάρχοντες κανονισμούς εξουσίας δεν θα μπορέσουν ποτέ, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να θεωρηθούν ότι κερδίζουν. Για να γίνει αυτό απαιτείται η δημιουργία ενός τεράστιου μηχανισμού στρατών, φυλακών, αστυνομίας, διαφόρων μορφών ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας και αστυνομικών και στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, καθώς και μηχανών προπαγάνδας κάθε πιθανής ποικιλίας, οι περισσότερες από τις οποίες δεν επιτίθενται άμεσα σε εναλλακτικές λύσεις, αλλά δημιουργούν ένα διάχυτο κλίμα φόβου, ωχαδερφιστικής συμμόρφωσης και απλής απελπισίας που καθιστά κάθε σκέψη για αλλαγή του κόσμου, μια άσφαιρη φαντασίωση.
Η διατήρηση αυτού του μηχανισμού φαίνεται πιο σημαντική για τους εκφραστές της «ελεύθερης αγοράς» από τη διατήρηση οποιουδήποτε είδους βιώσιμης οικονομίας της αγοράς. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτό που συνέβη στην πρώην Σοβιετική Ένωση; Κανονικά θα φανταζόταν κανείς ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα οδηγούσε στη διάλυση του στρατού και της KGB και στην ανοικοδόμηση των εργοστασίων, αλλά στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Αυτό είναι απλώς ένα ακραίο παράδειγμα αυτού που συνέβαινε παντού.
Οικονομικά μιλώντας, κάθε μηχανισμός εξουσίας αποτελεί ένα καθαρά νεκρό βάρος· όλα τα όπλα, οι κάμερες παρακολούθησης και οι μηχανές προπαγάνδας είναι εξαιρετικά ακριβά και δεν παράγουν πραγματικά τίποτα, και χωρίς αμφιβολία αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο που συμπαρασύρει ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα προς τα κάτω – μαζί με την ψευδαίσθηση που παράγεται ότι υφίσταται κάποιο ατελείωτο καπιταλιστικό μέλλον που έθεσε τις βάσεις για τις αρχικές ατελείωτες φούσκες. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο έγινε η αγορά και η πώληση κομματιών αυτού του μέλλοντος, και η οικονομική ελευθερία περιορίστηκε για τους περισσότερους από εμάς στο δικαίωμα να αγοράζει κανείς ένα μικρό κομμάτι της δικής του μόνιμης υποταγής.
Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι υπήρξε μια βαθιά αντίφαση μεταξύ της πολιτικής προσταγής να καθιερωθεί ο καπιταλισμός ως ο μόνος δυνατός τρόπος διαχείρισης των πάντων και της μη αναγνωρισμένης ανάγκης του ίδιου του καπιταλισμού να περιορίσει τους μελλοντικούς του ορίζοντες, ώστε η κερδοσκοπία, όπως ήταν αναμενόμενο, να μην πάει περίπατο. Όταν η κερδοσκοπία όντως τρελάθηκε και ολόκληρη η μηχανή κατέρρευσε, μείναμε στην παράξενη κατάσταση να μην μπορούμε καν να φανταστούμε κάποιον άλλο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να διευθετηθούν τα πράγματα.
Το μόνο πράγμα που μπορούμε να φανταστούμε είναι η καταστροφή.