Έμφυλο ζήτημα & γλωσσικός ακτιβισμός: τι τρέχει με το γένος στη γλώσσα;

0

Παραθέτουμε δύο κεφάλαια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το βιβλίο του γλωσσολόγου Φοίβου Παναγιωτίδη* Μέσα από τις λέξεις. Θέματα στη γραμματική των λέξεων για όσους (νομίζουν ότι) βαριούνται τη γλωσσολογία (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021). Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση. Η ανάγνωσή τους πιστεύουμε πως συμβάλλει στην περαιτέρω κατανόηση του γλωσσικού φαινομένου και του έμφυλου ζητήματος εντός αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Θηλυκοί εαυτοί – Πώς κάνουμε γλωσσολογία

Με αφορμή ένα σχετικά επίκαιρο ζήτημα θα προσπαθήσω να μιλήσω απλά για το πώς κάνουμε γλωσσολογία. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο εμπειρικό πρόβλημα θα ξεναγήσω τώρα τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε κάποιες βασικές μεθόδους της θεωρητικής γλωσσολογίας. Υπενθυμίζω ότι θεωρητική γλωσσολογία είναι ο κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει το γλωσσικό φαινόμενο καθαυτό, συνεπώς είναι ο κλάδος που δίνει έμφαση στη γλωσσική δομή, δηλαδή στη γραμματική.

Όταν λέμε γραμματική δεν εννοούμε εδώ τη σχολική γραμματική ή την περιγραφή της γλώσσας, αλλά το υπόρρητο, υποσυνείδητο ας πούμε, σύστημα κανόνων με βάση τους οποίους συναρμόζουμε τους φθόγγους και πραγματώνουμε τους ήχους της γλώσσας (φωνολογία), τα στοιχεία της γλώσσας για να φτιάξουμε λέξεις (μορφολογία) και τις λέξεις για να φτιάξουμε προτάσεις (σύνταξη). Άρα, όταν μιλάμε για γλώσσα καθαυτή, μιλάμε από τη μια για λέξεις και από την άλλη για υπόρρητους γραμματικούς κανόνες με τους οποίους χτίζονται οι γλωσσικές δομές.
Το έμφυλο ζήτημα

Βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια η εύλογη και κοινωνικώς αναγκαία προσπάθεια να δημιουργηθούν και να παγιωθούν όροι στο θηλυκό γένος για επαγγέλματα και άλλες ιδιότητες. Για παράδειγμα, όροι όπως το «βουλεύτρια» και το προϋπάρχον «βουλευτίνα» έγιναν πιο συνήθεις και συνειδητά χρησιμοποιούνται ευρύτερα.

Μία ενδιαφέρουσα τάση που σχετίζεται με όλη αυτή την προσπάθεια είναι η χρήση εκ μέρους γυναικών του γλωσσικού τύπου «εαυτή» για να αναφερθούν στον (θηλυκό) εαυτό τους. Χρησιμοποιούν οι ομιλήτριες αυτές προτάσεις όπως π.χ. «Δεν μπορώ να υποβάλω την εαυτή μου σε αυτές τις διαδικασίες».

Δεν βρίσκουν όλοι και όλες αυτή τη χρήση του «εαυτή» αποδεκτή, ενώ για πολλούς ομιλητές και πολλές ομιλήτριες είναι απλώς σόλοικη. Το γλωσσολογικό πρόβλημα λοιπόν που καλούμαστε να διερευνήσουμε είναι το εξής: τι συμβαίνει με το «εαυτή»;

Σε πρώτη φάση πρέπει να σπάσουμε το πρόβλημα σε επιμέρους υποζητήματα, που είναι πάντοτε χρήσιμη μέθοδος. Εδώ λοιπόν δύο από τα βασικά υποζητήματα είναι τα εξής:
• Για ποιους λόγους να αντιδρά κανείς στη χρήση του «εαυτή»;
• Μέχρι πού μπορούμε να αλλάξουμε τη γλώσσα; Ποια είναι τα όρια της γλωσσικής αλλαγής;

Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο υποζήτημα.

«Κακά ελληνικά» και άλλα δαιμόνια

Στη θεωρητική γλωσσολογία μελετούμε την ενδιάθετη γραμματική των φυσικών ομιλητών. Για να τη μελετήσουμε βασιζόμαστε και στη διερεύνηση της γλωσσικής διαίσθησης, η οποία εκφράζεται μέσα από κρίσεις των φυσικών ομιλητών για τη γραμματικότητα μιας πρότασης. Για παράδειγμα, ένας ομιλητής της ελληνικής θα θεωρήσει το «*Μία πουλάκι κάθονταν» αντιγραμματικό ― αυτό δηλώνει και ο αστερίσκος μπροστά από ένα παράδειγμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πρόσφατα επιβεβαιώθηκε πως η κάπως πρόχειρη δειγματοληψία τέτοιων διαισθητικών κρίσεων εκφερόμενων από φυσικούς ομιλητές είναι εξίσου ακριβής με πιο συστηματικές πειραματικές διερευνήσεις τις γραμματικότητας.

Βεβαίως στη γλωσσολογία γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι διάφορες γλωσσικές κρίσεις δεν έχουν απαραιτήτως την πηγή τους στην ενδιάθετη γλωσσική διαίσθηση, άρα ότι δεν είναι όλες οι κρίσεις γραμματικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, βεβαίως και το «*Μία πουλάκι κάθονταν» χτυπάει άσχημα γιατί παραβιάζει γραμματικούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας που όλοι οι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής διαθέτουμε ως ενδιάθετη γνώση. Τι συμβαίνει όμως με τη φερόμενη διαφορά μεταξύ «ως» και «σαν»;

Στο πλαίσιο της γλωσσικής ρύθμισης έχει προταθεί το «ως» να χρησιμοποιείται μόνον όταν μιλάμε για πραγματική ιδιότητα, ενώ το «σαν» να χρησιμοποιείται μόνον όταν παρομοιάζουμε. Σύμφωνα με αυτή την προσπάθεια εξομάλυνσης της χρήσης στη βάση ενός απλού αλλά μη γραμματικού κανόνα, πρέπει να λέμε «ως» όταν όντως έχουμε την ιδιότητα και «σαν» όταν δεν την έχουμε. Για παράδειγμα, αν πούμε «Συμπεριφέρομαι ως σοβαρός άνθρωπος» θα πρέπει να σημαίνει ότι όντως είμαι σοβαρός άνθρωπος, ενώ «Συμπεριφέρομαι σαν σοβαρός άνθρωπος» θα πρέπει να σημαίνει ότι δεν είμαι σοβαρός άνθρωπος.

 

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς εμπειρικά ότι αυτός ο κανόνας δεν είναι γραμματικός: κανείς δεν θα πει «άσε με να φάω ως άνθρωπος», παρά «άσε με να φάω σαν άνθρωπος»· και μάλλον όντως είμαστε άνθρωποι και στις δύο περιπτώσεις. Επίσης, αν δεν σε δασκαλέψουν, δεν θα ακολουθήσεις τον εν λόγω κανόνα. Απεναντίας, οι πραγματικοί γραμματικοί κανόνες κατακτώνται από όλους μας χωρίς διδασκαλία σε τρυφερή ηλικία και ευθύνονται για το ότι το «*Μία πουλάκι κάθονταν» είναι χάλια.

Επίσης, σκεφτείτε τώρα τη διαφορά μεταξύ του «βουλεύτρια» και του «βουλευτίνα». Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν και τους δύο όρους. Άλλοι κανέναν από τους δύο. Άλλοι έναν από τους δύο. Άλλοι, τέλος, θα χρησιμοποιήσουν έναν από τους δύο όρους αναπτύσσοντας και επιχειρήματα γιατί δεν τους αρέσει ο άλλος. Εδώ λοιπόν υπεισέρχονται ζητήματα γούστου («μπανάλ το βουλευτίνα!», «Κάπως μου χτυπάει το βουλεύτρια…») τα οποία τελικά δεν είναι παρά μεταμφιεσμένα ζητήματα κύρους, προκατάληψης, αυθεντίας, ή και εξουσίας. Άρα τέτοιες κρίσεις είναι εν πολλοίς εξωγραμματικές και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της κοινωνιογλωσσολογίας.

Η κοινωνιογλωσσολογία μελετάει τη λειτουργία της γλώσσας μέσα στην κοινωνία, πώς επηρεάζουν οι κοινωνικοί παράγοντες τη γλώσσα, αλλά και πώς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να αλληλεπιδράσουμε κοινωνικά και να ορίσουμε κοινωνικά τον εαυτό μας και τους άλλους.

 

Εδώ λοιπόν βλέπουμε τρεις παράγοντες που συμπλέκονται στο ζήτημα «τι συμβαίνει με την εαυτή»: η απόπειρα να καθιερωθεί το «εαυτή» είναι σαφώς απόπειρα να ρυθμιστεί η γλώσσα. Είναι όμως απόπειρα τύπου «εισάγω έναν όρο», όπως στην περίπτωση των «βουλεύτρια» και «βουλευτίνα»; Ή μήπως είναι απόπειρα να δημιουργηθεί ένας κανόνας που δεν συμβαδίζει απαραιτήτως με την ενδιάθετη γραμματική των φυσικών ομιλητών, όπως η τεχνητή διάκριση μεταξύ «σαν» και «ως»;

Αν το «εαυτή» είναι ένας νεολογισμός όπως τα «βουλεύτρια» και «βουλευτίνα», τότε οι όποιες αντιδράσεις εναντίον του όρου πρέπει να εξεταστούν από την κοινωνιογλωσσολογία. Σε αυτή την περίπτωση τέτοιες αντιδράσεις θα μας πουν περισσότερα π.χ. για τον στιγματισμό όρων σε «-ίνα» (π.χ. «μπατσίνα», «αρχηγίνα», «αραπίνα», «γερακίνα» κτλ.) αλλά και για τα σεξιστικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, και πολύ λιγότερα για την ίδια τη γλώσσα και τη γραμματική της.

Αν όμως το «εαυτή» είναι όντως σόλοικο, δηλαδή προϊόν ενός κανόνα ρύθμισης που παριστάνει τον γραμματικό κανόνα, καλή ώρα σαν τη διάκριση μεταξύ «ως» και «σαν», τότε οι όποιες αντιδράσεις εναντίον του όρου έχουν να κάνουν και με την ίδια την ενδιάθετη γραμματική. Σε αυτή την περίπτωση το «εαυτή» θα μας χτυπάει για γραμματικούς λόγους, όπως μας χτυπάει άσχημα το «*Μία πουλάκι κάθονταν».

Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ η φύση των αντιδράσεων κατά του «εαυτή».

Η βασική απάντηση είναι γιατί θέλουμε να κατανοήσουμε τη γλώσσα και το γλωσσικό φαινόμενο. Είναι απαραίτητο επίσης να θυμόμαστε ότι ο χαρακτήρας της γλώσσας, όπως και κάθε φαινομένου στη φύση, μπορεί να ερμηνευθεί αποτελεσματικά όταν κοιτάζουμε ακραίες ή περιθωριακές περιπτώσεις: π.χ. την ελεύθερη πτώση στο κενό ή τη συμπεριφορά του νεόπλαστου όρου «εαυτή». Τα πιο οριακά φαινόμενα διαφωτίζουν καλύτερα τη φύση των παραγόντων που τα προκαλούν, όπως π.χ. η έλλειψη ατμόσφαιρας αναδεικνύει το ότι η μάζα δεν παίζει ρόλο στην ταχύτητα της ελεύθερης πτώσης.

Μια δεύτερη απάντηση, λίγο πρακτικότερη, είναι η εξής: εάν το «εαυτή» είναι νεολογισμός όπως το «βουλεύτρια», τότε η καθιέρωσή του εξαρτάται από κοινωνικούς και κοινωνιογλωσσικούς παράγοντες και παλεύεται, δηλαδή θα μπορούσε να επιτευχθεί. Αν όμως η εισαγωγή του «εαυτή» είναι απόπειρα επέμβασης στη γραμματική τότε μάλλον είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Υπάρχουν άλλωστε πρόσφατα παραδείγματα αποτυχημένων επεμβάσεων στη γραμματική.

Neo εναντίον they

Στην αγγλική γλώσσα καταβαλλόταν προσπάθεια εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα να χρησιμοποιείται μία προσωπική αντωνυμία που δεν θα προϋποθέτει το βιολογικό φύλο, αφού στη γλώσσα αυτή το he πάντοτε αναφέρεται σε αρσενικές οντότητες και το she σε θηλυκές. Το ζητούμενο λοιπόν θα ήταν μια καινούργια αντωνυμία επίκοινου γένους, χωρίς διάκριση αρσενικού και θηλυκού. Υπήρξαν πάρα πολλές προτάσεις, όπως thon, e, ae, co, ve, xe, per, ze κτλ. Αυτές οι νεόπλαστες αντωνυμίες ονομάζονται neo pronouns στα αγγλικά. Όλες ανεξαιρέτως απέτυχαν να μπούνε στη χρήση και ξεχάστηκαν εν πολλοίς.

Θα ισχυριζόταν κανείς ότι η αποτυχία των αντωνυμιών επίκοινου γένους οφείλεται στα σεξιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Δεν θα αρκούσαν όμως τα αντανακλαστικά αυτά για να εξηγήσουν την παταγώδη αποτυχία τους, δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερος κόσμος πρόθυμα και συστηματικά χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί περιφράσεις όπως ‘he or she’. Αλλού βρισκόταν το πρόβλημα με τις νεόπλαστες αντωνυμίες επίκοινου γένους, δηλαδή τα thon, e, ae, co, ve, xe, per, ze κτλ.

Το πρόβλημα βρισκόταν στο ότι οι αντωνυμίες στα αγγλικά αποτελούνται (και) από γραμματικά στοιχεία (ο τεχνικός όρος είναι «λειτουργικές κατηγορίες»). Όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο κεφάλαιο «Τι ήξερε ο Διονύσιος ο Θραξ», οι αντωνυμίες αποτελούν μέρος της γραμματικής μιας γλώσσας και δεν ανήκουν σε εκείνες τις λέξεις της που μπορούμε εύκολα να πλάσουμε ως νεολογισμούς (π.χ. «βουλεύτρια») ή να δανειστούμε (π.χ. «χιπχόπ»).

Πιο συγκεκριμένα, στα αγγλικά το λεγόμενο φυσικό γένος που χαρακτηρίζει τις αντωνυμίες he και she δεν γίνεται να απουσιάζει από αντωνυμία που φέρει ενικό αριθμό. Θα αντιτείνει κανείς ότι το it δεν χαρακτηρίζεται από φυσικό γένος. Όντως, όμως γι’ αυτόν τον λόγο το it μπορεί να αναφέρεται μόνο σε άψυχα ή σε φερόμενα ως άψυχα όντα, από αυτοκίνητα και φυτά, μέχρι σαύρες και μπαλόνια. Στο θέμα αυτό επανερχόμαστε στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Αρσενικό-θηλυκό, γραμματικό ή φυσικό».

Τη λύση φυσικά στην αναζήτηση επίκοινης αντωνυμίας την είχε ήδη δώσει η ίδια η γραμματική της αγγλικής γλώσσας. Επί αιώνες στην καθομιλουμένη μορφή της αγγλικής χρησιμοποιείται η αντωνυμία they ως επίκοινη, τουλάχιστον από την εποχή του Σαίξπηρ.

Βεβαίως οι φιλόλογοι στιγμάτιζαν και ακόμη στηλιτεύουν τη χρήση αυτή του they γιατί τη θεωρούν λάθος. Εδώ και πάλι έχουμε μια απόπειρα ρύθμισης της χρήσης του they με βάση μια απλή επιφανειακή ανάλυση του πώς λειτουργεί: «το they είναι πληθυντικός, άρα προτάσεις όπως ‘If someone feels neglected, they should speak up’ είναι λάθος». Η ειρωνεία βεβαίως βρισκόταν στο ότι μια πρόταση όπως η παραπάνω είναι μια χαρά γραμματική: καθόλου δεν παραβιάζει κανόνες της αγγλικής γλώσσας ως ενδιάθετης γνώσης, απεναντίας συμμορφώνεται με αυτούς. Άρα, η επιφανειακή ανάλυση όχι μόνο είναι εσφαλμένη, αλλά επίσης γίνεται αιτία να στιγματίζεται μια γραμματική χρήση. Πώς όμως γίνεται να είναι εντάξει το they σε παραδείγματα όπως το παραπάνω;

Πάρα πολύ πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι το they δεν φέρει πληθυντικό αριθμό· ίσα ίσα δεν φέρει καθόλου αριθμό (όπως το it δεν φέρει καθόλου γένος), γεγονός που το καθιστά κατάλληλο να αναφέρεται και σε όντα ανεξαρτήτως γένους («If someone feels neglected, they should speak up») αλλά και σε πλήθη όντων («They are a formidable team»).

Εδώ βλέπουμε κάτι πολύ σημαντικό στη θεωρητική γλωσσολογία: η φαινομενικά απλή γραμματική περιγραφή, π.χ. «το they είναι αντωνυμία πληθυντικού αριθμού», μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύ λάθος εκτιμήσεις, και σε ακόμα πιο λάθος απόπειρες ρύθμισης. Η φαινομενικά απλή γραμματική πραγματικότητα, έστω και μιας ταπεινής αντωνυμίας, είναι απατηλά και μόνο απλή. Τις περισσότερες φορές απαιτούνται πολύπλοκες αναλύσεις για να αναλυθεί και να ερμηνευθεί η γλωσσική δομή, όπως π.χ. για να κατανοήσουμε σε βάθος πώς αλληλεπιδρούν τα γραμματικά χαρακτηριστικά γένος και αριθμός. Αυτή είναι μια κατάσταση που ακροθιγώς υπαινίχθηκα εδώ και που θα ξανασυναντήσουμε στο κεφάλαιο «Επέστρεφε ξανά και ξανά».

Με αυτά υπόψη, ας δούμε τι γίνεται με τον εαυτό.

Διερευνώντας τον εαυτό

Είδαμε λοιπόν ότι κάποιες ρυθμιστικές προσπάθειες, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις τους, εισάγουν νέες λέξεις (νεολογισμούς) και μπορούν να είναι επιτυχημένες υπό τις κατάλληλες κοινωνικές προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση του «βουλεύτρια».

Επίσης είδαμε ότι προσπάθειες να ρυθμιστεί η γραμματική μιας γλώσσας, π.χ. με την εισαγωγή νέων αντωνυμιών ή μιας τεχνητής αντίθεσης «ως/σαν», είναι καταδικασμένες στην αποτυχία.

Τέλος, σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η προσπάθεια να ρυθμιστεί «από τα πάνω» η γραμματική μιας γλώσσας, όπως π.χ. με την εισαγωγή μιας νέας αντωνυμίας, μπορεί να προσκρούει σε στοιχεία του γραμματικού συστήματος τα οποία δεν κατανοούμε ακόμα πλήρως, αφού η σύγχρονη γλωσσολογία γεννήθηκε μόλις πριν περίπου έναν αιώνα. Με άλλα λόγια, πολλές φορές οι προσπάθειές μας να ρυθμίσουμε τη γλώσσα (π.χ. «ως/σαν») ή να εξοβελίσουμε τελείως κάποιες χρήσεις (π.χ. το they ως επίκοινο) μπορεί να βασίζονται σε ελλιπείς αναλύσεις ή και σε πλάνες.

Το στοιχείο «εαυτός» στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει αυτοπάθεια, όταν δηλαδή σε μια πρόταση δύο ορίσματα ενός ρήματος ταυτίζονται μεταξύ τους, όταν ας πούμε ταυτίζεται το υποκείμενο με το αντικείμενο.

Με απλά λόγια: όταν λέμε «Ο Νίκος κοιτάζει τον εαυτό του (στον καθρέφτη)» εννοούμε ότι αυτός που κοιτάζει (ο Νίκος) και αυτός που ο Νίκος κοιτάζει, το υποκείμενο και το αντικείμενο, ταυτίζονται. Απεναντίας, αν πούμε «Ο Νίκος τον κοιτάζει», τότε ο Νίκος κοιτάζει κάποιον άλλο ή κάτι άλλο – αλλά πάντως όχι τον εαυτό του.

 

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η αυτοπάθεια δεν δηλώνεται από σκέτο το στοιχείο «εαυτός» αλλά από ολόκληρη τη φράση «τον εαυτό του». Συνεπώς, στον πληθυντικό λέμε «Οι γάτοι κοιτάζουν τον εαυτό τους (στον καθρέφτη)» ή και «Οι γάτοι κοιτάζουν τους εαυτούς τους (στον καθρέφτη)». Σε αυτό τα ελληνικά μοιάζουν με πολλές άλλες γλώσσες, όπως τα βασκικά, στα οποία η αυτοπάθεια δηλώνεται με τη φράση bere burua, που κυριολεκτικά σημαίνει «το κεφάλι του».

Ας πούμε τώρα ότι το υποκείμενο της πρότασης είναι γένους θηλυκού. Στην τρέχουσα χρήση θα είχαμε «Η Νίκη κοιτάζει τον εαυτό της (στον καθρέφτη)». Στην αυτοπαθή φράση «τον εαυτό της», το θηλυκό γένος της Νίκης σημειώνεται πάνω στο κτητικό στοιχείο «της». Γιατί όμως να μη σημειώνεται το γένος και στο στοιχείο «εαυτό», οπότε να έχουμε «#Η Νίκη κοιτάζει την εαυτή της (στον καθρέφτη)»; (η δίεση πριν από ένα γλωσσολογικό παράδειγμα δηλώνει ότι το παράδειγμα αυτό δεν είναι αποδεκτό σε όλες τις ποικιλίες μιας γλώσσας).

Στη (θεωρητική) γλωσσολογία χρησιμοποιούμε τον όρο «ποικιλία» ως όρο-ομπρέλα που καλύπτει περιγραφές όπως «γλώσσα» (π.χ. η αλβανική), «διάλεκτος» (π.χ. η κρητική), «ντοπιολαλιά» (π.χ. της Λέσβου), «κοινωνιόλεκτος» (π.χ. της εργατικής τάξης του Βόλου), «ιδιόλεκτος» (π.χ. του συγγραφέα Πάνου Θεοδωρίδη) – ακόμα και το «ιδίωμα» (π.χ. της Κέρκυρας), όρο που επινόησαν Έλληνες γλωσσολόγοι γιατί ο όρος «διάλεκτος» φάνταζε στο ακροατήριό τους απειλητικός για την εθνική ενότητα. Χρησιμοποιούμε τον ουδέτερο όρο «ποικιλία», διότι η διάκριση γλώσσας και διαλέκτου δεν είναι γραμματική αλλά γίνεται με όρους ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς κ.ο.κ.

 

Η σύντομη απάντηση είναι επειδή το «εαυτός» είναι ουσιαστικό και όχι επίθετο, άρα δεν κλίνεται ως προς το γένος όπως π.χ. κλίνεται το «δικός, δική, δικό». Αν το «εαυτός» ήταν επίθετο θα κλινόταν ήδη, θα είχαμε δηλαδή τύπους όπως «*εαυτός, εαυτή, εαυτό» που θα συμφωνούσαν λ.χ. με το υποκείμενο και θα είχαμε προτάσεις όπως «#Η Νίκη κοιτάζει την εαυτή της (στον καθρέφτη)» αλλά και «*Το καναρίνι κοιτάζει το εαυτό του (στον καθρέφτη)». Συνεπώς κάθε σχετική ρυθμιστική προσπάθεια θα περίσσευε.

Στην νέα ελληνική όμως ο «εαυτός» είναι ουσιαστικό, όπως λ.χ. είναι ουσιαστικό το «πάρτη», του οποίου το γένος δεν αλλάζει: «Η Νίκη κοιτάει/προσέχει/νοιάζεται (για) την πάρτη της» όπως και «Ο Νίκος κοιτάει/προσέχει/νοιάζεται (για) την πάρτη του» αλλά και «Το κεφάλαιο κοιτάει/προσέχει/νοιάζεται (για) την πάρτη του».

Το ότι το «εαυτός» είναι ουσιαστικό διαπιστώνεται εύκολα, αφού απαντάται και εκτός αυτοπαθών φράσεων: π.χ. «η φροντίδα για τον εαυτό», «ο παλιός/ψευδής/άλλος εαυτός» κτλ. Όντως πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ουσιαστικό, αφού δεν φαίνεται να καταδηλώνει κάποια έννοια όπως π.χ. το ουσιαστικό «καναρίνι» αλλά θα δούμε και στο κεφάλαιο «Τι ήξερε ο Διονύσιος ο Θραξ;» πως όντως ο «εαυτός» είναι ουσιαστικό. Είναι μάλιστα τόσο κανονικό ουσιαστικό, που σχηματίζει μέχρι και το υποκοριστικό «εαυτούλης».

Το ότι το «εαυτός» είναι ουσιαστικό γένους αρσενικού έχει τόση σημασία σε επίπεδο νοήματος όση το ότι το ουσιαστικό «προσωπικότητα» είναι θηλυκού, δηλαδή καμία.

Συνεπώς;

Το αίτημα για εκτενέστερη γλωσσική εκπροσώπηση των γυναικών αλλά και κάθε ατόμου εκτός της ετεροκανονικής διάκρισης «αρσενικό-θηλυκό» είναι δίκαιο και αναγκαίο. Ωστόσο το αίτημα αυτό περιορίζεται από τα όρια της γραμματικής, τα οποία είναι πολύ πιο στενά από τα όρια της νόησής μας.

Οι γλωσσολόγοι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η γραμματική, με τη γλωσσολογική σημασία που δώσαμε, αλλάζει με κάθε νέα γενιά που την κατακτά κατά τη νηπιακή της ηλικία αλλά ποτέ μέσω άνωθεν ρύθμισης. Η άνωθεν ρύθμιση απεναντίας είναι αποτελεσματικότερη σε θέματα λεξιλογίου. Γενικότερα, αυτό που με σχετική ευκολία μπορούμε να αλλάξουμε στη γλώσσα είναι οι λέξεις, τις οποίες δανειζόμαστε ή πλάθουμε και μετά τις ρίχνουμε στην κοινωνία για να δοκιμάσουν την τύχη τους, από το «αμφίψωμο» μέχρι την «ιστοσελίδα» – κι όλες τις ενδιάμεσες περιπτώσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αρσενικό-θηλυκό, γραμματικό ή φυσικό – Τι τρέχει με το γένος στη γλώσσα

Gender troubles

Το γένος αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα στη γραμματική θεωρία. Για να γίνει κατανοητό το γιατί, ας ξεκινήσουμε με μία απλή σύγκριση με τον αριθμό. Η κατηγορία του αριθμού καθορίζει το πλήθος· ο ενικός αριθμός είναι για ένα, ο πληθυντικός για πολλά: «Έφαγα το ψάρι» (ένα ψάρι), «έφαγα τα ψάρια» (παραπάνω από ένα). Επίσης πολλές φορές ο ενικός αριθμός χρησιμοποιείται για να δηλώσει είδος, π.χ. «έφαγα ψάρι (κι όχι τυρί)» ή μη αριθμήσιμη ουσία, π.χ. «ήπια γάλα». Σε γενικές γραμμές λοιπόν η ερμηνεία του αριθμού είναι διαφανής και ο αριθμός, ενικός ή πληθυντικός, σημαίνει κάτι: ένα ή πολλά.

Το γένος όμως είναι μια άλλη ιστορία. Η μητέρα είναι όντως θηλυκή και ο αδερφός είναι όντως αρσενικός. Τι συμβαίνει όμως σε γλώσσες όπως η δική μας με τους τοίχους (που είναι γένους αρσενικού αλλά αρσενικοί δεν είναι); Γιατί οι καρέκλες είναι γένους θηλυκού; Κι αυτά χωρίς καν να βάλουμε στη συζήτηση π.χ. τη Θεσσαλονίκη, όπως στο παρακάτω σατιρικό μιμίδιο:

Από την άλλη, αν το γένος στη γλώσσα ήταν πάντοτε αυθαίρετο, όπως στην περίπτωση των ουσιαστικών «τοίχος» και «καρέκλα», θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για μια καθαρά ενδογραμματική υπόθεση, όπως λ.χ. η ονομαστική και η αιτιατική πτώση, για τις οποίες δεν έχει νόημα να αναζητούμε σημασία. Θυμηθείτε π.χ. τις λεπτές διακρίσεις που δημιουργεί η παρουσία ή η απουσία γενικής πτώσης στο κεφάλαιο «Μπύρες και Παπαδόπουλοι», τη διαφορά μεταξύ «δύο μπουκάλια μπύρας» και «δύο μπουκάλια μπύρα», οι οποίες ωστόσο δεν προκύπτουν από το ότι τάχα η ίδια η γενική σημαίνει κάτι.

Όμως δεν είναι καθόλου έτσι: το γένος δεν είναι πάντοτε αυθαίρετο, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των «τοίχος», «καρέκλα» ή «Θεσσαλονίκη». Όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω, το πρόβλημα προκύπτει ακριβώς επειδή το γένος πολλές φορές όντως έχει ερμηνεία. Με δυο λόγια, το γένος ως κατηγορία μάς δυσκολεύει ακριβώς επειδή επαμφοτερίζει: πότε φαίνεται να έχει ερμηνεία, όπως ο αριθμός, και πότε να είναι μια αυθαίρετη ενδογραμματική υπόθεση, όπως η πτώση.

Γένος και φύλο δεν ευθυγραμμίζονται…

Θα μπορούσε κανείς να προσπαθήσει να βρει μία λύση στον επαμφοτερίζοντα χαρακτήρα του γένους με το να ισχυριστεί ότι το γένος έχει μεν ερμηνεία στα έμψυχα ουσιαστικά αλλά ότι είναι όντως αυθαίρετο όταν το ουσιαστικό που το φέρει καταδηλώνει κάτι άψυχο: ο γάτος είναι αρσενικός, η γάτα είναι θηλυκή, ο θείος αρσενικός, η θεία θηλυκή· ο τοίχος και ο λόγος και ο Βόλος είναι αρσενικά ουσιαστικά αλλά σίγουρα το φύλο τους δεν είναι αρσενικό, ενώ η καρέκλα και η ελπίδα και η Θεσσαλονίκη θηλυκά ουσιαστικά αλλά σίγουρα το φύλο τους δεν είναι θηλυκό: τα άψυχα δεν έχουν φύλο.

Καλώς ή κακώς η γενίκευση αυτή δεν μπορεί να σταθεί: πρώτα πρώτα τα αρσενικά αγόρια και τα θηλυκά κορίτσια είναι γένους ουδετέρου. Εξαιρέσεις σαν κι αυτές έχει γίνει προσπάθεια να δικαιολογηθούν με τους εξής όρους: τα αγόρια είναι «μη πρωτοτυπικά μέλη» του αρσενικού φύλου και τα κορίτσια είναι «μη πρωτοτυπικά μέλη» του θηλυκού φύλου, συνεπώς κάπως προκύπτει ή έστω δικαιολογείται γιατί αυτά τα ουσιαστικά είναι γένους ουδετέρου.

Έλα όμως που έχουμε και κορίτσαρους γένους αρσενικού και αγορίνες γένους θηλυκού. Αυτά τα παραδείγματα ανατρέπουν κάθε προσπάθεια να συνδεθεί απλοϊκά και άμεσα το βιολογικό και κοινωνικό φύλο με το γένος στη γλώσσα: οι αγορίνες, γραμματικού γένους θηλυκού, γίνονται αντιληπτές ως επιτατικά αρσενικές ενώ οι κορίτσαροι, γραμματικού γένους αρσενικού, γίνονται αντιληπτοί ως επιτατικά θηλυκοί.

Τέλος, μιλώντας για έμψυχα όντα που δεν είναι άνθρωποι, υπάρχουν αρσενικές καμηλοπαρδάλεις γένους θηλυκού, θηλυκοί ρινόκεροι γένους αρσενικού – χώρια που κάποιοι λέμε «ζέβρες» και κάποιοι «ζέβροι», χωρίς καν να ασχοληθούμε με το φύλο των συμπαθών ριγέ ζώων της σαβάνας.

… εκτός όταν ευθυγραμμίζονται

Παρά την εκ πρώτης όψεως εικόνα σύγχυσης, φαίνεται όντως να υπάρχει κάποιος συσχετισμός μεταξύ ουσιαστικών που καταδηλώνουν έμψυχα όντα και ερμηνεύσιμου γένους, όπου το αρσενικό φύλο ευθυγραμμίζεται με το αρσενικό γένος και το θηλυκό φύλο με το θηλυκό γένος. Για να εντοπίσουμε όμως τους συσχετισμούς αυτούς πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τις προφανείς περιπτώσεις. Ας δούμε δύο παραδείγματα.

Ελάχιστοι από εμάς χρησιμοποιούν το ουσιαστικό οδός ή ψήφος ως γένους θηλυκού, όπως είναι η δόκιμη χρήση. Όλο και μας ξεφεύγουν κάτι «τους οδούς» ή «ταχυδρομικός ψήφος». Ενδεχομένως για την τάση να αποδίδεται αρσενικό γένος στα ουσιαστικά αυτά να φταίει η κατάληξη -ος, που στην πλειονότητα των περιπτώσεων απαντά σε ουσιαστικά γένους αρσενικού. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι και η «οδός» και η «ψήφος» είναι γένους θηλυκού αλλά όχι θηλυκές: το γένος τους είναι όντως αυθαίρετο, είναι κάτι που πρέπει να μάθουμε (αν τελικά το μάθουμε) όταν μαθαίνουμε τα ουσιαστικά αυτά.

Απεναντίας, εάν η γιατρός είναι γυναίκα, κανείς δεν θα πει ούτε «*η νεαρός γιατρός» ούτε «*η γιατρός ήταν καταπονημένος». Παρότι το θηλυκό ουσιαστικό «(η) γιατρός» επίσης έχει κατάληξη -ος, οι φυσικοί ομιλητές δεν έχουν ουδέποτε πρόβλημα να του αποδώσουν ορθά το θηλυκό γένος. Συνεπώς, στην περίπτωση του «η γιατρός» το θηλυκό γένος δεν είναι καθόλου αυθαίρετο, αλλά εντελώς ερμηνεύσιμο: μία γιατρός είναι, βεβαίως, γυναίκα γιατρός. Σε αυτή την περίπτωση κανείς δεν κάνει λάθος, όπως ίσως στα «οδός» και «ψήφος».

Ένα άλλο παράδειγμα που θα μας βοηθήσει να φωτίσουμε τη φύση του γένους στη γραμματική είναι το πώς λειτουργεί το γένος στους ποσοδείκτες. Υπενθυμίζω ότι ποσοδείκτες είναι οι λέξεις εκείνες που σημαίνουν ποσότητα, λ.χ. «όλοι», «μερικοί», «κάποιοι», «πολλοί» κτλ. (θυμηθείτε και το κεφάλαιο «Όλες οι κάμπιες: ο καθολικός ποσοδείκτης»). Οι ποσοδείκτες στα ελληνικά κλίνονται ως προς το γένος (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο) κατά κανόνα συμφωνώντας με κάποιο ουσιαστικό: «Όλες οι λάμπες ήταν καμένες», «Όλοι οι λαμπτήρες ήταν καμένοι», «Όλα τα λαμπάκια ήταν καμένα». Σε αυτήν την περίπτωση το γένος τους είναι προϊόν συμφωνίας με το γένος των ουσιαστικών και συνεπώς αυθαίρετο.

Τι συμβαίνει όμως με το γένος στους ποσοδείκτες όταν δεν είναι αποτέλεσμα συμφωνίας; Σε αυτή την περίπτωση, το αρσενικό γένος καθίσταται ερμηνεύσιμο και σημαίνει «αρσενικοί άνθρωποι», το θηλυκό γένος σημαίνει «θηλυκοί άνθρωποι», ενώ το ουδέτερο σημαίνει πλέον «μη ανθρώπινα πράγματα, γεγονότα κτλ.».

Για παράδειγμα, αν ακούσω εκτός συμφραζομένων «Όλες/όλοι είναι έτοιμες/έτοιμοι για τη γιορτή» θα καταλάβω ότι η ομιλήτρια αναφέρεται σε ανθρώπους· αν όμως ακούσω «Όλα είναι έτοιμα για τη γιορτή» θα καταλάβω ότι η ομιλήτρια αναφέρεται σε πράγματα, σε προετοιμασίες κτλ. Συνεπώς στους ποσοδείκτες το γένος είναι ερμηνεύσιμο, παρότι δεν περιέχουν ουσιαστικά κανενός είδους.

Παρόμοια συμπεριφορά έχουν και τα δεικτικά «αυτή/αυτός/αυτό»: όταν χρησιμοποιούνται εκτός συμφραζομένων δείχνουν ή αναφέρονται σε αρσενικό άνθρωπο, θηλυκό άνθρωπο ή κάτι άψυχο αντίστοιχα. Αν βλέπουμε στην τηλεόραση κάποια πολυπρόσωπη συναυλία και αναφωνήσουμε «αυτήν είδα τις προάλλες στον δρόμο», πρόκειται για γυναίκα, αν πούμε «αυτόν είδα τις προάλλες στον δρόμο», πρόκειται για άντρα. Αν πούμε «αυτό είδα τις προάλλες στον δρόμο», θα δείχνουμε ή θα αναφερόμαστε σε κάποιο πράγμα.

Εναλλακτικά, το ουδέτερο «αυτό» εκτός συμφραζομένων (κι όχι π.χ. όταν αναφέρεται σε ένα μέλος μιας ομάδας που ήδη συζητήσαμε) αναφέρεται σε κάτι εκνηπιωμένο ή σε κάτι που αντιμετωπίζεται ως πράγμα: αν πούμε «ποιος το κάλεσε αυτό;» ή «αυτό πότε έμαθε να μιλάει;» και δείχνουμε ή αναφερόμαστε σε κάποιον άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός είτε είναι νήπιο, είτε αντιμετωπίζεται ως νήπιο ή και χειρότερα: ως μη έμψυχο ή μη ανθρώπινο – πολλές φορές με προσβλητικές συνυποδηλώσεις.

Γραμματικό και φυσικό γένος

Πώς μπορούν οι ποσοδείκτες και ουσιαστικά όπως «(η) γιατρός» να μας βοηθήσουν καταλάβουμε πώς λειτουργεί το γραμματικό γένος; Ένας τρόπος είναι να προτείνουμε ότι το αυθαίρετο και το ερμηνεύσιμο γένος αποτελούν στην πραγματικότητα δύο διαφορετικές γραμματικές κατηγορίες: το γραμματικό γένος, που είναι το αυθαίρετο, και το φυσικό γένος, που είναι το ερμηνεύσιμο.

Η υπόθεση ότι το γένος χωρίζεται στην πραγματικότητα σε δύο κατηγορίες, το γραμματικό και το φυσικό, υπήρχε σαν ιδέα από τις αρχές του 21ου αιώνα αλλά αναπτύχθηκε και υποστηρίχθηκε με εμπειρικά δεδομένα από τη Ρουθ Κρέιμερ (Ruth Kramer) πριν από περίπου δέκα χρόνια. Ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά αυτή τη διχοτομία όμως.

Σε γλώσσες όπως τα αγγλικά υπάρχει μόνο φυσικό γένος και δεν υπάρχει (εδώ και αιώνες) γραμματικό γένος: το she αναφέρεται σε έμψυχο θηλυκό, το he σε έμψυχο αρσενικό και όλα τα άλλα είναι it. Στην ενότητα «Neo εναντίον they» του κεφαλαίου «Θηλυκοί εαυτοί» είδαμε τις επιπλοκές που δημιουργεί αυτή η κατάσταση όσον αφορά την ανάγκη για μια επίκοινη αντωνυμία, και πώς η σταδιακή αποδοχή του they συμπληρώνει αυτό το κενό.

Απεναντίας, σε μια γλώσσα όπως τα ελληνικά ή τα γαλλικά όλα ανεξαιρέτως τα ουσιαστικά διαθέτουν γραμματικό γένος, το οποίο είναι αυθαίρετο και δεν έχει κάποια ερμηνεία: τα «τοίχος», «λόγος», «Βόλος», «λαμπτήρας» έχουν αρσενικό γραμματικό γένος, τα «καρέκλα», «ελπίδα», «Θεσσαλονίκη», «λάμπα» θηλυκό γραμματικό γένος κ.ο.κ. Ωστόσο και σε γλώσσες όπως τα ελληνικά ή τα γαλλικά υπάρχει φυσικό γένος, που είναι μια χαρά ερμηνεύσιμο, δηλαδή έχει σημασία: το αρσενικό για αρσενικά έμψυχα (π.χ. «βουλευτής», «(ο) γιατρός»), το θηλυκό για θηλυκά έμψυχα (π.χ. «βουλεύτρια», «βουλευτίνα», «(η) βουλευτής», «(η) γιατρός», «γιατρίνα», «γιατρέσα», «γιάτρισσα» κτλ.). Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, δεν υπάρχει ουδέτερο φυσικό γένος: φυσικό γένος, αρσενικό ή θηλυκό, φαίνεται να έχουν μόνο τα έμψυχα.

Ένα καίριο ζήτημα είναι ότι το φυσικό γένος δεν σημειώνεται απαραιτήτως στα έμψυχα ουσιαστικά:
• Σε ένα ουσιαστικό όπως το «μητέρα», γραμματικό και φυσικό γένος ταυτίζονται.
• Σε ένα ουσιαστικό όπως το «(η) γιατρός», γραμματικό και φυσικό γένος διίστανται, με το φυσικό να υπερισχύει.
• Σε έμψυχα ουσιαστικά τέλος όπως το «κορίτσι», το γραμματικό γένος είναι ουδέτερο ενώ το φυσικό γένος μπορεί να είναι θηλυκό, αν είναι παρόν μέσα στην πρόταση.

Αυτό το τελευταίο σενάριο δημιουργεί πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα επειδή σε μία πρόταση όπως «άσε το κορίτσι να αποφασίσει μόνο του», έχουμε μόνο το γραμματικό γένος (ουδέτερο), όπως φαίνεται από τη συμφωνία στο «μόνο του»· σε μία επίσης γραμματική πρόταση όπως «άσε το κορίτσι να αποφασίσει μόνη της», είναι παρόν και το φυσικό γένος (θηλυκό), όπως και πάλι αποτυπώνεται στη συμφωνία στο «μόνη της»·

Ένα δεύτερο καίριο ζήτημα είναι ότι οι ποσοδείκτες που δεν συνοδεύονται από κάποιο εμφανές ουσιαστικό φέρουν φυσικό γένος, κι αυτό ισχύει και για τα δεικτικά, όπως είδαμε παραπάνω – πάντοτε όταν χρησιμοποιούνται εκτός συμφραζομένων, βεβαίως. Απεναντίας, μια χαρά αναφέρεται σε έμψυχα όντα το ουδέτερο σε ένα εκφώνημα όπως «Είναι όλα παρόντα», αν λ.χ. τα συμφραζόμενα αφορούν τα μέλη ενός σωματείου.

Υπενθυμίζω λοιπόν ότι αν δεν αναφερόμαστε ήδη σε κάτι ουδέτερο (π.χ. μέλη), εκφράσεις όπως «Όλα είναι έτοιμα για τη γιορτή» αναφέρονται σε πράγματα, σε προετοιμασίες κτλ. ενώ αν πούμε «αυτό είδα τις προάλλες στον δρόμο», θα δείχνουμε ή θα αναφερόμαστε σε πράγμα ή (χειρότερα) σε ένα εκνηπιωμένο ή απανθρωποποιημένο ον. Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, δεν υπάρχει ουδέτερο φυσικό γένος, μόνο (έμψυχο) αρσενικό και (έμψυχο) θηλυκό.

Συνεπώς στο σατιρικό μιμίδιο, ο εικονιζόμενος περνάει το γραμματικό θηλυκό γένος του «Θεσσαλονίκη» για φυσικό και για αυτό και τη θεωρεί γυναίκα – τόσο απλά.

Πέρα από το δυαδικό γένος

Αυτό που λέμε γένος στη γλώσσα διχοτομείται λοιπόν σε γραμματικό γένος (που αποτελεί μια εσωτερική υπόθεση της γραμματικής) και σε φυσικό γένος (που δίνει πληροφορίες για το βιολογικό / κοινωνικό φύλο). Απ’ ό,τι δείχνει η συμπεριφορά των ποσοδεικτών και των δεικτικών, που μπορούν να σημειώνουν φυσικό γένος, το φυσικό γένος προϋποθέτει ότι κάτι είναι έμψυχο ή ότι γίνεται αντιληπτό ως έμψυχο. Επίσης φαίνεται ότι ακόμα και στα ελληνικά υπάρχουν μόνο δύο φυσικά γένη (έμψυχα a priori): το θηλυκό και το αρσενικό – ζήτημα το οποίο έχει μελετήσει σε βάθος η Έλενα Αναγνωστοπούλου. Ουδέτερο φυσικό γένος δεν υπάρχει. Όπως είδαμε, λέγοντας «έφτασαν όλα» ή «ποιος το κάλεσε αυτό;» αναφερόμαστε σε πράγματα, νήπια, ή εκνηπιωμένα άτομα.

Θυμηθείτε τώρα και πάλι τη συζήτηση στην ενότητα «Neo εναντίον they»: τι συμβαίνει με την ανάγκη για επίκοινη αντωνυμία στα ελληνικά; Επίσης, δεδομένου ότι τα βιολογικά φύλα είναι πολλά και εξαρτώνται από τρεις τουλάχιστον παράγοντες (γενετικούς, ορμονικούς και ανατομικούς – οι οποίοι σαφώς δεν συμπίπτουν πάντοτε) και δεδομένης της ανάγκης για διαφοροποιήσεις στην έκφραση του κοινωνικού φύλου, πώς θα αποφευχθεί η τεχνητή (αν και ευρέως αποδεκτή) διχοτομία που το γραμματικό σύστημα της γλώσσας επιβάλλει; Πιο συγκεκριμένα: αν μόνο τα έμψυχα ουσιαστικά φέρουν φυσικό γένος, αυτό θα είναι θηλυκό ή αρσενικό. Το ουδέτερο δεν είναι φυσικό γένος. Τι πρέπει να κάνουμε;

Ας ξεκινήσουμε από το τι δεν χρειάζεται να κάνουμε. Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε καινούργιους θηλυκούς όρους για επαγγέλματα, ιδιότητες κτλ. Ενδεχομένως να είναι επιθυμητό, και πολλές φορές είναι (π.χ. «βουλεύτρια»), όμως δεν είναι απαραίτητο. Θυμηθείτε την περίπτωση του «(η) γιατρός», όπου το φυσικό γένος ανεξαιρέτως υπερισχύει επί του γραμματικού χωρίς πρόβλημα, παρότι βεβαίως υπάρχουν και τα «γιατρίνα», «γιατρέσα», «γιάτρισσα» κτλ.

Δεύτερον, δεν πρέπει να συγχέουμε το γραμματικό με το φυσικό γένος. Θα φέρω ένα απλό παράδειγμα. Σε αυτό το βιβλίο αναφέρομαι συχνά στους αναγνώστες. Παρότι είναι έμψυχο, χρησιμοποιείται χωρίς φυσικό γένος, μόνο με γραμματικό, άρα συμπεριλαμβάνει και τις αναγνώστριες (και όλο το αναγνωστικό κοινό). Το ότι αυτό το ζήτημα είναι γραμματικό και όχι θέμα ιδεολογίας φαίνεται από το παρακάτω παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι μία πόλη είχε από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος 11 δημάρχους και 3 δημαρχίνες. Ας πούμε επίσης ότι στο πλαίσιο επετειακών εορτασμών μία επιτροπή αποφασίζει να ανακηρύξει τον καλύτερο δήμαρχο που υπηρέτησε ποτέ την πόλη αυτή. Θα λάβει υπόψη της τις δημαρχίνες; Βεβαίως. Ας συνεχίσουμε τώρα με την υπόθεση ότι η επιτροπή αυτή ανακηρύσσει λ.χ. την Παναγιώτα Παναγιωτίδη (απλή συνωνυμία) ως… τι;

Αν την ανακηρύξει ως «Την καλύτερη δήμαρχο/δημαρχίνα που είχε ποτέ η πόλη μας», τότε η σύγκριση είναι μόνο μεταξύ της κυρίας Παναγιωτίδη και των άλλων δύο γυναικών που κατείχαν το αξίωμα αυτό. Σαφώς δεν είναι αυτή η πρόθεση της επιτροπής, η επιτροπή συνέκρινε και τα 14 άτομα που κατείχαν το δημαρχιακό αξίωμα στην πόλη τους. Άρα θα ανακηρύξουν την κυρία Παναγιωτίδη ως «Τον καλύτερο δήμαρχο που είχε ποτέ η πόλη μας», όπου το «δήμαρχος» θα φέρει αποκλειστικά γραμματικό γένος. Για παρόμοιους λόγους, η κυρία Σακελλαροπούλου είναι την εποχή που γράφεται αυτό το βιβλίο «η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας» (φυσικό και γραμματικό γένος μαζί) αλλά είναι «ο ένατος πρόεδρος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας» (μόνο γραμματικό γένος).

Τρίτον, το ουδέτερο γένος είναι μόνο γραμματικό. Αυτό σημαίνει ότι στους ποσοδείκτες και στα δεικτικά η χρήση του εκτός συμφραζομένων (αν δηλαδή δεν εννοούμε π.χ. μέλη) προϋποθέτει ότι μιλάμε για άψυχα ή νήπια κτλ. Συνεπώς η χρήση ουδετέρων ποσοδεικτών και δεικτικών ώστε να συμπεριλαμβάνονται όλα τα φύλα ή για να αναφερόμαστε σε άτομα μη δυαδικού ή ρευστού φύλου είναι βαθύτατα προβληματική για γραμματικούς λόγους:

επειδή στη γλώσσα μας δεν υπάρχει ουδέτερο φυσικό γένος, το ουδέτερο δεν είναι συμπεριληπτικό όλων των φύλων και γενών. Συνεπώς η χρήση του ουδετέρου είτε αποκλείει όλα τα έμψυχα όντα είτε τα εκνηπιώνει.

Το τι θα κάνουμε είναι κάτι που θα αποφασίζουν οι κοινότητες και η χρήση εντός των ορίων της γραμματικής. Σε καμιά περίπτωση δεν θα αποφασιστεί άνωθεν από σοφούς γλωσσολόγους ή, χειρότερα, από πατερναλιστές λογίους. Μία λύση ίσως βρίσκεται στη γενικευμένη οικειοποίηση του φυσικού θηλυκού γένους, με όσα σοβαρά πολιτικά προβλήματα συνεπάγεται. Μια άλλη λύση είναι η δημιουργία αντωνυμικών περιφράσεων όπως στα ταϋλανδικά (θυμηθείτε την ενότητα «”εγώ” όπως λέμε “μπάρμπα”;» στο κεφάλαιο «Τι ήξερε ο Διονύσιος ο Θραξ;»), όπως «το άτομό μου» ή κάτι δημιουργικότερο ή και κομψότερο.

Είμαι βέβαιος ότι μέσα από τους περιορισμούς που θέτει το γένος στη γλώσσα θα αναδυθεί η δημιουργικότητα που φέρει στον λόγο λίγη παραπάνω δικαιοσύνη και ορατότητα για όσα άτομα την διεκδικούν δικαίως.


Βλ. επίσης το σχετικό βίντεο από την ομιλία του Παναγιωτίδη με τίτλο: «Βουλεύτριες, μεταναστά ή όταν «εγώ νιώθω χαρούμενο»: θεωρητική γλωσσολογία και γλωσσικός ακτιβισμός».

Εδώ ο γλωσσολόγος προτείνει περαιτέρω λύσεις στο ζήτημα της συμπερίληψης όλων των φύλων. Ο γλωσσικός ακτιβισμός συχνά βασίζεται σε μια ντερμινιστική αντίληψη ότι η γλώσσα αδιαμεσολάβητα επηρεάζει στάσεις και κοινωνικές πρακτικές. Ξεκινώντας από αυτή την προβληματική παραδοχή, ο ομιλητής θα εξετάσει πώς τελικά ο γλωσσικός ακτιβισμός κατά του σεξισμού και κατά των διαφόρων φυσικοποιήσεων που επιβάλλει η πατριαρχία μπορεί να καταστεί πιο τελέσφορος σε βάθος χρόνου.:

* Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής θεωρητικής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (2000) και συγγραφέας του Μίλα μου για γλώσσα: Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013) καθώς και δύο μονογραφιών: της Pronouns, Clitics and empty nouns (Benjamins, 2002) και της Categorial Features: a generative theory of word class categories (Cambridge University Press, 2015). Έχει κάνει πάνω από 190 ανακοινώσεις και διαλέξεις ενώ έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται οι γραμματικές κατηγορίες, τα επίθετα, οι ρίζες, οι αντωνυμίες, το ονοματικό σύνολο, οι μεικτές κατηγορίες και η σύνταξη της ελληνικής και των βαλκανικών γλωσσών. Από τη διαδικτυακή πλατφόρμα Mathesis (mathesis.cup.gr) προσφέρεται το ανοιχτό μάθημά του Τι είναι γλώσσα; Από τη νόηση στη φωνή.

Αφήστε ένα σχόλιο

3 × 2 =