Η αποδόμηση του Πλάτωνα από τον Καστοριάδη (για το βιβλίο Ο Πολιτικός του Πλάτωνα)

0

Κείμενο: Γιώργος Ν. Οικονόμου [πρώτη δημοσίευση, Εφημερίδα των Συντακτών, 19 Μαρτίου 2021].

Για το βιβλίο Κορνήλιος Καστοριάδης: Ο Πολιτικός του Πλάτωνα, Μτφ. Ζωή Καστοριάδη, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 2020, σελ. 328

To βιβλίο αυτό του Κορνήλιου Καστοριάδη κυκλοφόρησε επί τέλους σε δεύτερη έκδοση ύστερα από πολλά χρόνια αφότου είχε εξαντληθεί η πρώτη έκδοση. Πρόκειται για σεμινάρια που έγιναν το 1986 στην EHESS και συνιστούν μια εκπληκτική διεισδυτική ανάλυση και οξύτατη κριτική του Πολιτικού, ενός από τους πιο δύσκολους διαλόγους του Πλάτωνα – δύσκολος από την άποψη τόσο της στριφνώδους δομής του όσο και της ασάφειας στη θεματολογία του. Ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει τον διάλογο περίεργο και παράξενο, διότι περιέχει πολλές παραδοξότητες, αντιφάσεις, ανώμαλα σημεία ή παρεκβάσεις που έχουν περισσότερη βαρύτητα από το κυρίως σώμα του διαλόγου. Επί πλέον, προσάπτει στον Πλάτωνα σοφιστεία, διαστρέβλωση ελληνικών αντιλήψεων, ψεύδη, ρητορεία, λήψη του ζητουμένου, τα οποία αυτός χρησιμοποιεί προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Αναγνωρίζει όμως τον μεγάλο φιλόσοφο και την αξία της πλατωνικής φιλοσοφίας, η οποία οφείλεται, εκτός των άλλων, στον απορητικό χαρακτήρα της, στα διαρκή ερωτήματα που θέτει στις ίδιες τις θέσεις της, στη δύναμη γραφής, στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας και του ορθολογικού συλλογισμού. Πιστεύει ότι στον Πολιτικό μπορούμε να δούμε έναν μεγάλο γνήσιο στοχαστή εν ώρα εργασίας, τη στιγμή που αναπτύσσει τη σκέψη του, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη δομή και τη μορφή, χωρίς ακαδημαϊσμούς και κανόνες.

Ο Καστοριάδης αποδεικνύεται βαθύς γνώστης και οξυδερκής αναλυτής της πλατωνικής φιλοσοφίας και επιχειρεί την ανάγνωση του Πολιτικού σε πολλά επίπεδα, τεμαχίζοντάς τον σε ορισμούς, παρεκβάσεις και παρεμπίμποντα θέματα. Κατ’ αρχάς τον τοποθετεί, όπως όλοι σχεδόν οι ερευνητές, στην τελευταία περίοδο της πλατωνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ερωτήματα που θέτει ο Πλάτων στην ίδια του τη θεωρία, από μία προσπάθεια για αλλαγή στις απόψεις του στο πολιτικό, οντολογικό, γνωσιολογικό μεθοδολογικό επίπεδο.

Προσπαθεί να εγκαταλείψει την απολυτότητα των προηγουμένων διαλόγων και υιοθετεί μία θεωρία του μικτού, της μίξεως, πράγμα που, κατά κάποιον τρόπο, σημαίνει προσπάθεια προσγείωσης από τον υπερουράνιο τόπο των Ιδεών στον πραγματικό κόσμο των ανθρωπίνων, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τη θεωρία των Ιδεών.

Στο πολιτικό επίπεδο αυτό μεταφράζεται από την προσπάθεια να εγκαταλειφθεί η απόλυτη αλήθεια και η απολυταρχική πολιτεία του φιλοσόφου βασιλέως (Πολιτεία) και να προσεγγισθεί διαφορετικά η ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο Πλάτων προσπαθεί να παραδεχθεί ότι στον πραγματικό κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια γνώση ούτε τέλειος διακανονισμός, άρα είναι αδύνατον να υπάρξει κάποιος κάτοχος της αληθούς επιστήμης, ο οποίος θα μπορούσε να κυβερνήσει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Συνεπώς πρέπει να βρεθεί άλλη λύση, το μικρότερο κακό (δεύτερος πλους), που είναι οι νόμοι.

Ο Πολιτικός είναι, για τον Καστοριάδη, το ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο, από την Πολιτεία στο τελευταίο του έργο, τους Νόμους, στους οποίους δέχεται αιρετούς άρχοντες και νόμους που απουσίαζαν εκκωφαντικώς από τους προηγούμενους σχετικούς διαλόγους. Έτσι, ο Πολιτικός αποτελεί μία κρίσιμη στιγμή στην εξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας, την οποία ο Καστοριάδης επιχειρεί να αναδείξει στα σεμινάρια αυτά.

Εξετάζει λοιπόν αναλυτικά τους επιχειρούμενους ορισμούς του πολιτικού ανδρός, τις παρεκβάσεις και τα παρεμπίπτοντα θέματα του Πολιτικού. Κατ’ αρχάς προτείνονται από τον Πλάτωνα δύο ορισμοί του πολιτικού (ποιμήν, υφαντής) για να εγκαταλειφθούν στη συνέχεια, αλλά όχι εντελώς ο δεύτερος. Από τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του Καστοριάδη θα αναφέρουμε μερικές.

Μία άποψη του Πλάτωνα αντίθετη με τις ελληνικές αντιλήψεις είναι η ταύτιση του πολιτικού με τον βασιλέα. Η ταύτιση αυτή, παρατηρεί ο Καστοριάδης, είναι απαράδεκτη και τερατώδης για τους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους, διότι την εποχή αυτή δεν υπάρχουν βασιλείς εν Ελλάδι, εκτός των δύο βασιλέων στη Σπάρτη, οι οποίοι όμως δεν έχουν μεγάλη εξουσία και δεν αποτελούν παράδειγμα της παραδοσιακής βασιλείας. Οι Μακεδόνες, αν και ομιλούν μια ελληνική παραλλαγή, δεν ανήκουν στον ελληνικό κόσμο της πόλεως, ακριβώς διότι έχουν βασιλέα, δεν έχουν πόλεις και γραπτούς νόμους. Όταν οι Έλληνες ομιλούν περί βασιλέως τον 5ο και 4ο αιώνα εννοούν ένα και μόνο πρόσωπο, τον μεγάλο βασιλέα, τον Πέρση βασιλέα.

Ο Πλάτων ταυτίζει επίσης τον πολιτικό με τον επιστήμονα, και την πολιτική με την επιστήμη. Αυτό όμως είναι αυθαιρεσία και λογικό λάθος, διότι γίνεται «λήψη του ζητουμένου», αλλά είναι και ξένο προς την ελληνική αντίληψη περί πολιτικής, η οποία αναφέρεται σε κάποια γνώση πρακτική και δεξιότητα εμπειρική. Αυτή η ελληνική αντίληψη χαρακτηρίζει την πολιτική των υπαρκτών πόλεων καθώς και τις απόψεις πολλών άλλων συγγραφέων, όπως του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, των τραγικών, του Δημοσθένη κ.ά. Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του κάνει την διάκριση μεταξύ επιστήμης, τέχνης και φρονήσεως, και αποφαίνεται ότι αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική είναι η φρόνησις και όχι η επιστήμη.

Η φρόνησις στον Αριστοτέλη και στους Έλληνες γενικώς, υπάρχει ακριβώς εκεί όπου δεν υπάρχει επιστήμη.

Ο Πλάτων αναπτύσσει επίσης την άποψη ότι αυτός ο «βασιλικός επιστήμων» πρέπει να κυβερνά χωρίς νόμους, άποψη εξ ίσου αδιανόητη και ξένη για τον ελληνικό κόσμο. Ο γραπτός νόμος είναι βασική θεμελιώδης αξία στην πραγματική ζωή των πόλεων, όπως και στην ελληνική γραμματεία από τον Αναξίμανδρο και τον Ηράκλειτο μέχρι τον Πίνδαρο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Ο Καστοριάδης υπενθυμίζει τη συνομιλία του Δημάρατου και του Ξέρξη, στην οποία ο Δημάρατος τονίζει τη σπουδαιότητα του νόμου για τους Έλληνες.

Εν συνεχεία, ο Πλάτων παραδέχεται ότι είναι δύσκολο να βρεθεί στην υπάρχουσα πραγματικότητα ο επιστήμων βασιλεύς και συνεπώς πρέπει οι πόλεις να αρκεσθούν στο μικρότερο κακό, στους νόμους, παρόλες τις ελλείψεις τους και τις ατέλειές τους. Όμως η καταληκτική παράγραφος του Πολιτικού δημιουργεί πάλι προβλήματα, αφού υποστηρίζει ότι η «βασιλική τέχνη», ο βασιλικός πολιτικός ανήρ πρέπει να υφαίνει το ύφασμα της πολιτείας, να «άρχη και να επιστατή». Συνεπώς η συζήτηση περί των νόμων στον Πολιτικό παραμένει προβληματική, πράγμα που επιβεβαιώνεται ακόμη και στους Νόμους, αφού εκεί οι νόμοι τίθενται όχι από τους κατοίκους της πολιτείας, αλλά από τον Αθηναίο Πλάτωνα με τη βοήθεια και τη συγκατάθεση των θεών, εγκαθιδρύοντας τη θεοκρατία και την τυφλή υποταγή των υπηκόων, υπό την εποπτεία του ολιγομελούς νυκτερινού συλλόγου.

Ένα άλλο αρνητικό του Πολιτικού, που επισημαίνει ο Καστοριάδης, είναι το αξίωμα ότι υπάρχει μια ορθή πολιτεία, η οποία ορίζεται από την επιστήμη και είναι μοναδική, άριστη και πρώτη.

Με βάση αυτή την ιδεατή κατασκευή κρίνονται η πραγματικότητα και τα υπαρκτά πολιτεύματα ως μη ορθά, μη γνήσια, ατελή και μιμήματα αυτής της υποτιθεμένης ορθής πολιτείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, να συγκαλύπτεται η αλήθεια ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποια τέλεια πολιτεία ορισμένη άπαξ διά παντός, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν νόμοι οι οποίοι να περιλάβουν όλες τις πτυχές της διαρκώς μετασχηματιζόμενης κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας.

Θα πρέπει συνεπώς να καταδικασθεί οριστικώς η πλατωνική ουτοπία, αλλά και κάθε ουτοπία, δηλαδή η πίστη και η απόπειρα να επιτευχθεί η δήθεν τέλεια πολιτεία. Δεν υπάρχει τέλεια και ιδανική πολιτεία, αλλά δίκαιη ή δικαιότερη.

Ένα άλλο σημείο που επισημαίνει ο Καστοριάδης είναι η εχθρότητα του Πλάτωνα προς τη δημοκρατία που υποβόσκει σε όλο τον Πολιτικό. Αυτό επιβεβαιώνεται και σε όλους σχεδόν τους σχετικούς διαλόγους, στους οποίους ο Πλάτων δυσφήμησε με σοφιστείες, ρητορείες και δραματικές σκηνοθεσίες (πράγματα που κατηγορεί στους άλλους), βασικές αντιλήψεις, αξίες, πολιτικούς και θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας. Δυσφήμησε τους σοφιστές, τους ρήτορες, τον ίδιο τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή, τον Μιλτιάδη κ.λπ. και παρουσίασε τη δημοκρατία ως το πολίτευμα του αμόρφωτου όχλου, του οποίου χαρακτηριστικά είναι η άγνοια, τα αχαλίνωτα πάθη, τα εγωιστικά συμφέροντα και όχι η επιστήμη και η αρετή. Το μίσος του Πλάτωνα δεν αφορά μόνο τους κακούς δημαγωγούς και τα λάθη της δημοκρατίας, αλλά κυρίως τη θεσμίζουσα ακμάζουσα δημοκρατία του 5ου αι., όπως επισημαίνει και ο Ρierre Vidal-Naquet στον πρόλογο του βιβλίου. Ο Πλάτων δηλαδή θέλησε να απαξιώσει πλήρως τη δημοκρατία και να καταστρέψει τη βασική σημασία της: την ικανότητα του δήμου να αυτοκυβερνηθεί. Αυτή τη διαστρεβλωμένη εικόνα της δημοκρατίας κληροδότησε στους μεταγενέστερους επί αιώνες, εφοδιάζοντας με ψεύδη κάθε αντιδημοκρατική θεωρία και ιδεολογία.

Επομένως ο Πλάτων είναι υπεύθυνος για τη συγκάλυψη και διαστρέβλωση θεμελιωδών ελληνικών αντιλήψεων και σημασιών και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του ελληνικού κόσμου στο επίπεδο της θεωρίας. Το κυριότερο, στα μάτια των μεταγενεστέρων ένα ιστορικό γεγονός, το τέλος της δημοκρατίας, θα φαίνεται μέσα από το έργο του Πλάτωνα όχι ως ιστορική τραγωδία, αλλά ως νομοτελειακή καταστροφή, ως περίπτωση εγγενούς φιλοσοφικής δικαιοσύνης.

Έτσι λοιπόν ο Καστοριάδης διαλύει μια λανθασμένη αντίληψη που ήταν και είναι πολύ διαδεδομένη, και η οποία θεωρεί τον Πλάτωνα ακρογωνιαίο λίθο ή θεμέλιο της ελληνικής πολιτικής σκέψης και τον κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπό της, ενώ δεν είναι παρά μία μόνο πτυχή της και εν πολλοίς διαστρεβλωτής και αρνητής αυτής της σκέψης. Η αληθής πολιτική σκέψη πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στη δημοκρατική πολιτική δημιουργία του 5ου αιώνα, σε ορισμένους Σοφιστές, στον Πρωταγόρα, στον Δημόκριτο, στον Θουκυδίδη, στους τρεις τραγικούς και στον Αριστοτέλη.

Ο P. Vidal-Naquet σημειώνει ότι ο Πλάτων βρήκε στο πρόσωπο του Καστοριάδη έναν ισάξιο αντίπαλο.

Πράγματι, εάν κάποιος επιθυμεί να δει τι διακυβεύθηκε στη σκέψη και στην πολιτική ειδικώτερα, ποιες είναι οι ρίζες και η πορεία των αντιδημοκρατικών, αυταρχικών και ανελεύθερων θεωριών, αυτή η ανάλυση του Καστοριάδη είναι απαραίτητη. Διότι ακόμη και σήμερα η «πλατωνική γοητεία» δεν επιτρέπει σε κάποιους σοβαρούς ερευνητές να παραδεχθούν ότι ο Πλάτων υπήρξε μέγας εχθρός και διαστρεβλωτής της δημοκρατίας, ότι ίδρυσε ένα ιδεοκρατικό αντιδημοκρατικό και στο τέλος ένα θεοκρατικό πολίτευμα, με αποτέλεσμα οι ερευνητές αυτοί να διαιωνίζουν την εξιδανικευμένη εικόνα του.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές απόψεις (και οι οντολογικές) του Καστοριάδη είναι ακριβώς αντίθετες από αυτές του Πλάτωνα, και συνάγονται από την ανάλυση του Πολιτικού, αλλά κυρίως υπάρχουν αναλυτικά σε άλλα έργα του περί αυτονομίας και δημοκρατίας.

Επειδή το κείμενο του Καστοριάδη προέρχεται από μεταγραφή προφορικών παραδόσεων, σε κάποια σημεία υπάρχουν κάποιες ασάφειες, όπως λ.χ. όταν χαρακτηρίζεται η πολιτεία των Νόμων ως ένα είδος μυστικής ολιγαρχίας (που είναι σωστό), ενώ στην επόμενη σελίδα χαρακτηρίζεται ως «σχεδόν δημοκρατική ή αριστοκρατική». Δηλαδή συγχέεται ολιγαρχία, αριστοκρατία και δημοκρατία!

Τέλος, θα ήθελα να διατυπώσω μία διαφωνία για τη μετάφραση των αριστοτελικών όρων επιείκεια ως «ακριβοδικία» και επιεικής ως «ακριβοδίκαιος». Κατά τη γνώμη μου, η μετάφραση αυτή δεν είναι σωστή διότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επίσης τον όρο «ακριβοδίκαιος» στον οποίο αντιπαραθέτει τον όρο «επιεικής».

Πράγματι στα Ηθικά Νικομάχεια 5, 1138α1-3 γράφει: «Φανερόν δ’ εκ τούτου ο επιεικής τίς έστιν. ο γαρ τοιούτος προαιρετικός και πρακτικός, και ο μη ακριβοδίκαιος επί το χείρον αλλ’ ελαττωτικός, καίπερ έχων τον νόμον βοηθόν επιεικής έστι». Σε μετάφραση: «Είναι φανερό από αυτά τι είναι ο επιεικής: είναι ο άνθρωπος που επιλέγει και κάνει αυτού του είδους τις πράξεις, που δεν είναι ο αυστηρός τηρητής του γράμματος του νόμου προς το χειρότερο (που δεν είναι ακριβοδίκαιος), αλλά λαμβάνει το μικρότερο μέρος, μολονότι έχει την υποστήριξη του νόμου». Επιεικής, λοιπόν, για τον φιλόσοφο, είναι ο μη ακριβοδίκαιος, αυτός που δεν εφαρμόζει ακριβώς τον νόμο, μολονότι ο νόμος είναι με το μέρος του. Επομένως, δεν πρέπει να μεταφράζονται αναγκαστικώς οι αρχαιοελληνικοί όροι στα νέα ελληνικά, διότι δημιουργούνται προβλήματα.


Του Πιερ Βιντάλ-Νακέ (από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου):

Γνωρίζαμε στο πρόσωπο του Κορνηλίου Καστοριάδη (1922-1997) έναν από τους θεμελιωτές του “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”, του περιοδικού που αντιστάθηκε σε κάθε είδους σταλινισμό, διατηρώντας την ιδέα της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της κριτικής της γραφειοκρατικής κοινωνίας. Γνωρίζαμε τον φιλόσοφο της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας, τον θεωρητικό της ψυχής, τον συγγραφέα της σειράς «Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου». Γνωρίζαμε ότι ήταν εξοικειωμένος, όντας και ο ίδιος ελληνικής καταγωγής, με τα μεγάλα κείμενα της αρχαίας Ελλάδας από τον Όμηρο έως τον Αριστοτέλη. Δεν τον είχαμε δει ποτέ όμως να αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο των Ελλήνων φιλοσόφων και τον διαυγέστερο εχθρό της δημοκρατίας, τον Πλάτωνα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αφιέρωσε το σημαντικότερο τμήμα του σεμιναρίου του το 1985-1986 σε ένα κείμενο λιγότερο γνωστό απ’ ό,τι η “Πολιτεία” ή οι “Νόμοι”, στον “Πολιτικό”, έναν διάλογο όπου ο Πλάτων θεωρητικοποιεί την ιδεολογική τρομοκρατία και αντιπαραθέτει το ιδεώδες του φιλοσόφου-βασιλέως στα διάφορα υπαρκτά πολιτεύματα. Ο Πλάτων βρήκε στο πρόσωπο του Κορνηλίου Καστοριάδη έναν αντίπαλο του μεγέθους του.

Αφήστε ένα σχόλιο

one × five =