Κείμενο: Φατός Ρόσα
7 Αυγούστου 1991.
Η ημερομηνία αυτή είναι χαραγμένη στην ψυχή χιλιάδων Αλβανών μεταναστών που ζούνε στην Ιταλία και άλλων που δεν κατάφεραν να περάσουν απέναντι. Ήταν η δεύτερη φορά που οι Αλβανοί κάνουν ντου στο λιμάνι του Δυρραχίου, η πρώτη έγινε τον Μάρτη του 1991 λίγες μέρες μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα (Φλεβάρη έπεσε το καθεστώς).
Όπως και τον Μάρτη, έτσι και τον Αύγουστο, κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα ανοίξει το λιμάνι. Στόμα με στόμα η φήμη αυτή έφτασε σε πολλά μέρη της κεντρικής Αλβανίας και σε κάποια μέρη της νότιας και βόρειας Αλβανίας.
Τότε ήμουν 16 στα 17 μου. 1 χρόνο πριν έρθω Ελλάδα.
Μαζί με άλλα παιδιά φύγαμε από το χωριό (κρυφά από τους γονείς μου γιατί ο πατέρας μου δεν με άφηνε να φύγω) και βγήκαμε στο κεντρικό εθνικό δίκτυο. Ήταν περίπου 1 ώρα το μεσημέρι. Τότε δεν είχαμε εθνική οδό παρά μονάχα το εθνικό δίκτυο που μοιάζει με επαρχιακή οδό σήμερα (εδώ να ευχαριστήσουμε τους Νάνο και Μπερίσα που δανείστηκαν για να φτιάξουν εθνική οδό).
Όταν φτάσαμε στο κεντρικό δίκτυο βρήκαμε και άλλα παιδιά είτε από το χωριό μου είτε από το διπλανό χωριό που ήταν ένα βήμα από το εθνικό δίκτυο.
Κάναμε οτοστόπ αλλά τα αυτοκίνητα δεν σταματούσαν. Τότε μόνο φορτηγά ή μίνι-φορτηγά είχαμε. ΙΧ μόνο τα στελέχη του Κόμματος είχαν…
Με πολλές προσπάθειες, πετάγοντας πέτρες στα φορτηγά, καταφέραμε να σταματήσουμε ένα. Ήταν ένα από εκείνα τα φορτηγά που κουβαλάνε μακριά φορτία και δεν έχουν προστατευτικά στα πλάγια.
Κρατιόμασταν ο ένας πίσω από τον άλλον αφού οι μπροστινοί κρατιόντουσαν στην οροφή της καμπίνας. Όπως πηγαίναμε, σταματούσαμε στον δρόμο και παίρναμε και άλλους και έτσι γέμισε η καρότσα. Από εκείνο το χωριό, το Δυρράχιο απέχει λιγότερο από 30 χιλιόμετρα.
Λίγο πριν από το Δυρράχιο, στην είσοδο της κωμόπολης Γκόλεμ, τα αντίστοιχα ΜΑΤ είχανε κλείσει τον δρόμο και δεν μας άφηναν να περάσουμε. Εμείς όμως κάναμε τα πάντα για να περάσουμε και τα ΜΑΤ μάς χτυπούσαν με τα γκλομπ.
Τρέξαμε οι περισσότεροι και βγήκαμε στις γραμμές του τρένου που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Επειδή ήμασταν πολλά άτομα την ώρα που μας την πέσανε τα ΜΑΤ, έχασα την παρέα μου. Μέσα από τις γραμμές φτάσαμε στο λιμάνι.
Όταν έφτασα στο Λιμάνι, αντίκρισα μια εικόνα που μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου.
Τότε οι αρχές έκαναν λόγο για 100.000 ψυχές στο λιμάνι του Δυρραχίου.
Όταν έφτασα εγώ, το διάσημο πλοίο «Βλόρα» μόλις είχε αρχίσει να απομακρύνεται από το λιμάνι. Ήταν περίπου στα 10 μέτρα και απομακρυνόταν σιγά σιγά με δεκάδες άτομα να πέφτουν στη θάλασσα και να σκαρφαλώνουν από σκοινιά που κρεμόντουσαν από τις δυο πλευρές του πλοίου. Επειδή δεν ήξερα καλό κολύμπι, φοβόμουν να πέσω στο νερό γιατί δεν ήξερα αν θα προλάβω να πιαστώ από το σκοινί.
Όσο το πλοίο απομακρυνόταν, χανόντουσαν και οι ελπίδες για τον παράδεισο. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το ωραίο ηλιοβασίλεμα με το πλοίο να χάνεται από τα μάτια μου.
Τα μεσάνυχτα έφτασα σπίτι μου και μόλις μπαίνω στο σπίτι μου, πετάγεται η μάνα μου. «Ο πατέρας σου πού είναι;»
«Τι;»
«Ο πατέρας σου πού είναι; Δεν τον είδες;»
Μέσα μου είπα, «ωχ, γλύτωσα τις σφαλιάρες» αφού θα μου τις έριχνε επειδή είχα κάνει προσπάθεια να φύγω.
Ο πατέρας μου όμως είχε φύγει από το πρωί χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Κάποιοι από την παρέα μου είχαν δει τον πατέρα μου και του είχαν πει ότι με είχαν δει στο λιμάνι.
Ο πατέρας μου με έψαχνε στο πλοίο, μισογεμάτο με ζάχαρη που είχε έρθει από την Κούβα και μισογεμάτο με τις 10.000 ψυχές που κατάφεραν να περάσουν απέναντι.
Ένα γεγονός κατά το οποίο έχασαν τη ζωή τους 500 Αλβανοί, είτε επειδή πνίγηκαν, είτε επειδή τους σκότωσαν κάποιοι γιατί δεν τους άρεσαν οι φάτσες τους, είτε επειδή κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να λύσουν τις διαφορές τους…
Τις λεπτομέρειες τις αναφέρω στο βιβλίο μου (Εγώ, ο Λάθρομετανάστης, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος, 2017).
ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ