Γράφει ο Γιώργος Παπαχριστοδούλου*
Χαλκίδα. Φτάνοντας στο τέλος της Σκαλκώτα, τον προσπερνάμε βιαστικά. Πίσω του στέκει ό,τι απέμεινε από το ενετικά τείχη της πολιτείας του Ευρίπου. Τον μετέφεραν εκεί, πριν εγκατασταθεί επισήμως το Λαογραφικό Μουσείο. Τα εγκαίνια του τελευταίου, για τη δημιουργία του οποίου μόχθησαν ιδιαίτερα οι Δημήτρης Μαδεμοχωρίτης και Ελευθέριος Ιωαννίδης (και άλλοι που θα άξιζαν ξεχωριστού κειμένου), πραγματοποιήθηκαν στις 2 Αυγούστου 1982.
Εκείνος βρίσκεται εκεί τα τελευταία σαράντα χρόνια, λίγους μήνες παραπάνω. Σχεδόν έναν αιώνα φώτιζε τους διαβάτες, τους κλέφτες και τους αστυνόμους, τους εραστές, όσους γυρνούσαν οινόφλυκτοι σπίτι, όσους ξεκινούσαν νωρίς τις παγωμένες νύχτες για το μεροκάματο. Σήκωνε απορημένος τα φρύδια του, γελούσε, θύμωνε, ερεθιζόταν, σκεφτόταν δίκαιο τι θα πει, ζήλευε τους γλάρους που πετούν ψηλά. Αν μιλούσαν τα μάτια του…
Πανύψηλος, με την ανθρακί του κορμοστασιά, αναρωτιέται σήμερα τι σημαίνουν τα led, τα «έξυπνα» φώτα, τα δίκτυα. Ακούει τη νέα γλώσσα, προσπαθεί να καταλάβει. Κάτι του θυμίζει. Τον καιρό που γεννήθηκε. Πιθανότατα στη μεγάλη χώρα, πέρα από τον Ατλαντικό. Κάποιος λέει ότι οι πατεράδες του, που έριξαν το χυτό υλικό στο καλούπι, ήταν μετανάστες. Μόχθησαν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Κάτι είχε γίνει στο Σικάγο τότε. Το θυμούνται αυτό το γεγονός και εδώ, κάθε πρωτομαγιά, όταν αφήνουν λίγα λουλούδια στο μνημείο που προσπαθεί να τον δει με την άκρη του ματιού. Το κορμί του αντέχει ακόμη, αν και η σκουριά αρχίζει να τον ενοχλεί λιγάκι. Πρέπει να είναι φτιαγμένος από άριστο υλικό.
Πώς να έφτασε εδώ; Με το καράβι μάλλον. Πρώτα έπιασε λιμάνι. Ποιο λιμάνι; Τα αδέλφια του, πού να βρίσκονται; Στη Μασσαλία, την Ερμούπολη, τον Πειραιά; Χρόνια περιμένει ένα γράμμα, έστω ένα e-mail. Και αν τον δημιούργησαν στο χυτήριο του Δημοσθένη, μέσα σε μια νύχτα που η παραρλάμα είχε αποκτήσει την πρώτη του μορφή; Πού και πού, τον «συλλάβαμε», να στοχάζεται για το νόημα της τέχνης, τους ξυλουργούς της γειτονιάς που άφησαν τις μπλάνες τους χωρίς να βρίσκουν κάποιον να τις παραδώσουν, τα σπίτια που γκρεμίστηκαν και στρώθηκε άσφαλτος. Απολαμβάνει πάντοτε τους μηρούς των κοριτσιών, τα στήθη των αγοριών, τα φιλιά που φτιάχνουν στην πόλη ένα πεδίο επιθυμίας.
Ένα απόγευμα ένας περαστικός τού διάβασε αποσπάσματα από ένα βιβλίο:
«Κατά βάση το έργο τέχνης ήταν πάντα αναπαραγώγιμο. Αυτό που παρακμάζει στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης είναι η αίγλη του. Η τεχνική της αναπαραγωγής αποσπά το προϊόν της αναπαραγωγής από τον χώρο της παράδοσης. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των αντιγράφων βάζει στη θέση της μοναδιαίας-παρουσίας του τη μαζική-παρουσία του» (Walter Benjamin, Δοκίμια για την τέχνη, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κάλβος, 1978).
Δεν απάντησε. Είχε χρόνο. Πάντα έχει. Είναι συνταξιούχος. Πόσο θα ήθελε να πεταχτεί εκεί πάνω στην πλατεία να χαιρετήσει τους φίλους του τους ευκάλυπτους, να δει τον ανδριάντα, να ακούσει τις σειρήνες, να ανέβει στο ραδιόφωνο να μάθει τι είναι η κονσόλα, να μυρίσει ψητό, να ακούσει πάλι «Αλιβέρι-Μονόδρι-Κονίστρες-Κύμη», να διαπιστώσει εάν είναι αλήθεια εκείνο που λένε για την άνοστη ομοιομορφία των αντιγράφων.
Τι να έχει αλλάξει μέσα σε 30 χρόνια; Υπάρχει ακόμη το παγοδρόμιο; Εκείνο το εστιατόριο; Είναι συνταξιούχος για αυτό του έφεραν και έναν προβολέα να κάνει τη δουλειά. Οι γειτόνισσές του οι κάππαρες, στα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης, είχαν ξεκινήσει να πρασινίζουν. Ήθελε να περιμένει. Τα κουβεντιάζουν αυτά για τον κύκλο του χρόνου και της φύσης αντικρίζοντας από ψηλά το καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής, τα αυτοκίνητα που αναζητούν θέση, τα γατόνια που τριγυρνούν χωρίς να σκαρφαλώνουν, όσους κάθονται να ξαποστάσουν στο παγκάκι, όσους συζητούν δυνατά για προβλήματα στη δουλειά, το σπίτι, το σχολείο. Είναι το κάθε μέρα των ανθρώπων.
Του αρέσει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, όσο και εάν στο προηγούμενο σπίτι του κινδύνευσε μια φορά όταν κάτι πιτσιρικάδες γύρεψαν να τον πληγώσουν με τις σφεντόνες τους και κάτι πέτρες. Ένα απόγευμα, ενώ ο ήλιος έγερνε στον Χτυπά, αποκρίθηκε: «Αυτά ο Μπένγιαμιν τα γράφει με αφορμή τον κινηματογράφο. Εμένα με φτιάξανε να φωτίζω τις νύχτες. Είμαι επίτευγμα των αλμάτων της τεχνικής. Δημιουργήθηκα για την πόλη, αυτόν τον θαυμαστό κόσμο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι δίνει τη δυνατότητα της ελευθερίας. Στην πόλη ζω. Για αυτήν γεννήθηκα. Καμιά φορά αισθάνομαι ένα εργαλείο – εργαλείο που έχει ψυχή. Είμαι όμως κομμάτι της παράδοσης; Θέλετε να με κλείσετε σε μουσείο; Για δες τι λέει πιο κάτω ο Μπένγιαμιν όταν σημειώνει ότι το αντίγραφο συναντά τον άνθρωπο στην εκάστοτε κατάστασή του, κάτι που κάνει επίκαιρο το προϊόν της αναπαραγωγής, κλονίζοντας το παραδοσιακό. Νεοτερικότητα, αγαπητέ μου. Τώρα με ωμέγα, με όμικρον γράφεται, δεν ξέρω. Αυτή είναι. Σε αυτή γεννηθήκαμε, αυτήν κουβαλάμε. Καληνύχτα».
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Γράφει η «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΥΒΟΙΑ» στο φύλλο της Πέμπτης 24 Ιουνίου 1982: «Αυτός, ο υπέροχος φανοστάτης. Ευτυχώς που περισώθηκε το δείγμα! Ένας υπέροχος φανοστάτης, αληθινό έργο τέχνης. Τοποθετημένος στην πλατεία της Πυροσβεστικής από τις αρχές του αιώνα, μεταφέρθηκε από τον Δήμο στη γωνία της οδού Σκαλκώτα όπου η άλλοτε εστία μόλυνσης, το μεσαιωνικό φρούριο, μετατράπηκε σε εστία πολιτισμού στεγάζοντας το (υπό ίδρυσιν;;) ιστορικό αρχείο και το λαογραφικό μουσείο. Σπουδαία σκέψη».
Περισσότερα δεν καταφέραμε (ακόμη) να μάθουμε για αυτόν. Κάποιες πληροφορίες τις υποθέσαμε, κάποιες μας τις δίνει ο ίδιος. Για παράδειγμα: το 1899 η αμερικανική εταιρεία Thomson-Houston (πρόδρομος της General Electric) με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας ιδρύουν την «Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία». Στις 4 Νοεμβρίου 1901, 5 το απόγευμα, ημέρα Κυριακή η Χαλκίδα γίνεται μια από τις πρώτες πόλεις του νεοελληνικού κρατιδίου που ηλεκτροφωτίζεται (τα γραφεία της Ηλεκτρικής βρίσκονταν στη σημερινή πλατεία μπροστά από το ταχυδρομείο). Ο χαρακτήρας πανηγυρικός: «Περατωθέντος του αγιασμού ο Υπουργός (σ.σ. Βουδούρης) επίεσεν κομβίον και μετεδόθη εις άπασαν την πόλιν άπλετον φως υπό τας ζητωκραυγάς του εθνουσιασμένου πλήθους παιανιζούσης της φιλαρμονικής» (εφ. Εμπρός, 5/11/1901). Να τοποθετήθηκε τότε ο φανοστάτης ή αργότερα; Δεν γνωρίζουμε.
Ίσως μας διαφωτίσουν παλιοί υπάλληλοι του δήμου, άνθρωποι της γειτονιάς, τα αρχεία της πόλης (η πρόσβαση στα οποία, δυστυχώς, είναι εξαιρετικά δύσκολη αφού η Χαλκίδα δεν έχει συγκεντρωμένο κάπου όλο το υλικό της).
Σε κάθε περίπτωση, ο φανοστάτης μπροστά από το λαογραφικό μουσείο, αποτελεί μνημείο της νεότερης ιστορίας, ένα τοπόσημο, το οποίο καταρχήν πρέπει άμεσα να συντηρηθεί με ένα κονδύλι από το δημοτικό ταμείο. Επιπλέον, θα μπορούσε να κηρυχτεί διατηρητέος, μέσω μιας εμπεριστατωμένης πρότασης την οποία θα συνέτασε ο Δήμος ή το τοπικό τμήμα της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, σε συνεργασία με την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να συνεισφέρουν με πληροφορίες ερευνήτριες/-ές της τοπικής ιστορίας, κάθε πολίτης που ενδιαφέρεται για τη διάσωση της ιστορικής μνήμης, πολύ περισσότερο όταν ο φανοστάτης κατοικεί στο ιστορικό κέντρο (συνοικία του Κάστρου), μπροστά από ό,τι απέμεινε από τα ενετικά τείχη.
*Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα Προοδευτική Εύβοια, Παρασκευή 1η Ιουλίου 2022