Φατός Ρόσα: «30 χρόνια λαθρομετανάστης»

0

Του Φατός Ρόσα

Όταν πέρασα τα ελληνοαλβανικά σύνορα για πρώτη φορά ήταν 1/7/1992.

Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι, πηγαίνοντας στην Ελλάδα, θα κοιμάμαι έξω, κάτω από λεμονιές και ελιές ή σε πρόχειρες σκηνές που φτιάχναμε από νάιλον το οποίο βρίσκαμε στα σκουπίδια λίγο έξω από την Ακράτα· εκεί όπου οι κάτοικοι πετούσαν διάφορα που δεν μπορούσαν να τα ρίξουν στο κάδο σκουπιδιών ή που δεν θέλανε να πληρώσουν κάποιον «γύφτο» παλιατζή. Κάποιοι κλέβαν το νάιλον από τα περιβόλια. Στην Ακράτα έμεινα 4 χρόνια κατά διαστήματα. Τα πρώτα δύο χρόνια γιατί με μάζευαν οι μπάτσοι ή πήγαινα Αλβανία επειδή έφευγαν οι άλλοι και δεν μπορούσα να μείνω μόνος μου αφού κοιμόμασταν έξω.

Θυμάμαι που μια φορά έμεινα για 1,5 χρόνο, δυο χειμώνες και ένα καλοκαίρι σερί, έξω σε πρόχειρη σκηνή.

Σαν παιδάκι εγώ είχα φανταστεί ότι, αν κατάφερνα να πάω έξω, θα κοιμόμουν σε ωραίο σπίτι, όπου θα έχω ένα ωραίο δωμάτιο και ένα μπάνιο, όπου θα κάνω μπάνιο σε μπανιέρα ή σε ντουζ.

Η μετανάστευσή μου στην Ελλάδα προέκυψε εντελώς τυχαία. Εγώ πάντα ήθελα να πάω Ιταλία… Γερμανία… Γαλλία ή Αμερική. Αυτό επειδη έβλεπα ταινίες στην τηλεόραση του γείτονα Μουράτ –γιατί εμείς σαν οικογένεια ούτε ραδιόφωνο δεν είχαμε– και μου άρεσε να πάω έξω. Βλέποντας ταινίες εγώ νόμιζα ότι έξω η ζωή θα είναι απλή και όμορφη, όπως στις ταινίες.

Όταν πρωτοπέρασα τα σύνορα, δεν φανταζόμουν ότι θα δουλεύω όλη μέρα κυρίως στην οικοδομή και το μεσημέρι που θα σχολάσω θα πηγαίνω σε μια πρόχειρη καλύβα με νάιλον και θα τρώω ψωμί με βιτάμ.

Σπανίως αγοράζαμε φέτα, κάνα παραδάκι ή ζαμπόν κονσέρβα.

Ξέρετε γιατί;

Επειδή μας φαίνονταν ακριβά. Που όντως ήταν ακριβά για μας, γιατί εμείς ακόμα μιλούσαμε με δεκάρικα και κατοστάρικα. Τα χιλιάρικα άργησαν να έρθουν σε εμάς. Δεν έχει σημασία πότε ήρθαν τα χιλιάρικα στο μάτι ή τον μισθό του Αλβανού εργαζόμενου στην Αλβανία. Απλώς είχαμε άλλη αντίληψη.

Αυτό που αντίκρισα εγώ σαν παιδάκι τότε δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δουλεύαμε όλη μέρα σαν σκυλία και δεν ταΐζαμε τον εαυτό μας.

Νά’ ναι καλά κάποιοι για τους οποίους δουλεύαμε στο μάζεμα λεμονιών κ ελιών ή στο καθάρισμα κάνα κήπου οι οποίοι μας δίναν κάνα πιάτο φαΐ. Όταν λέω πιάτο, εννοώ βαρβάτο.

Επειδή ήμουν ο πιο μικρός της παρέας (παρέα η οποία προέκυψε τυχαία εκεί) δεν έλεγα και πολλά.

Οι μεγάλοι σε ηλικία όμως ήτανε τόσο χαζοί που είχαν αυτή τη μανία να μαζέψουμε λεφτά. Αυτό τους είχε βαρέσει τον εγκέφαλο. Κάτι όμως που το πέρασαν και σε έμενα.

Είχε μέρες που αυτοί, πολλές φόρες, πλακωνόντουσαν στις μπύρες στο καφενείο. (Προσωπικά άργησα να δοκιμάσω τη γεύση της μπύρας) αλλά για το φαΐ τσιγκουνεύονταν.

Ρούχα πότε δεν αγοράζαμε. Μας χάριζαν. Εγώ όμως δεν δεχόμουν να μου χαρίσουν ρούχα. Δεν ξέρω γιατί. Ακόμα και τώρα δεν δέχομαι να μου χαρίσουν ρούχα.

Αν έβρισκα κάνα «κάλο» ρούχο στα σκουπίδια, εκεί έξω από την Ακράτα, τα έπαιρνα και τα έπλενα αλλιώς την έβγαζα με αυτά που είχα φέρει μαζί μου. Τα χαρισμένα ποτέ δεν μου άρεσαν.

Αν κάποιος που εκτιμούσα μου χάριζε κάποιο ρούχο, επειδή δεν ήθελα να τον προσβάλλω, το έπαιρνα και το έδινα σε κάποιον άλλον που διψούσε για τζάμπα ρούχο.

Όταν λέμε διψούσε, εννούμε εκείνους τους τύπους που το παίζανε νταήδες και πετυχημένοι όταν γύριζαν στην Αλβανία με σάκους γεμάτους ρούχα – χαρισμένα ή μαζεμένα από τα σκουπίδια.

Η κακία τους όμως δεν τελείωνε εκεί. Πουλούσαν μούρη για το ποιος είχε μαζέψει τα περισσότερα λεφτά στην παρέα. Τότε τα λεφτά τα κρατούσαμε στην αρχή στην τσέπη και μετά τα πρώτα κρούσματα ληστών τα δίναμε σε κάποιον γνωστό.

Εγώ π.χ. τα έδινα στον κύριο Πλάτανο. 75 χρονών τότε, που είχε ένα μπακάλικο απ’ όπου εμείς ψωνίζαμε.

Πολλές φορές ο κύριος Πλάτανος μάς έκανε τραπέζι. Μαγείρευε η γυναίκα του, η κύρια Τασία, μαζί με τη νύφη της η οποία έμενε στον πρώτο όροφο πάνω από το μπακάλικο.

Τέτοιο τραπέζι μονό η μάνα στα παιδιά της κάνει. Όμως εμείς για τον κύριο Πλάτανο και την κύρια Τασία ήμασταν δικά τους παιδιά.

Κάποιοι από μας το υπερεκτιμούσαμε και τον ευχαριστούσαμε από τα βάθη της καρδιάς μας, ενώ κάποιοι πονηροί λέγανε ότι το κάνει για εντυπώσεις.

Απέναντι ακριβώς από το μπακάλικο ήταν ένα καφέ ουζερί όπου εκεί μαζευόντουσαν όλοι οι νταήδες της Ακράτας.

Πίναν και τρώγανε του σκασμού αφού ο ιδιοκτήτης είχε μια ψησταριά μπροστά στην βεράντα. Εμείς εκεί δεν πηγαίναμε γιατί εκεί συχνάζαν και μπάτσοι αλλά κυρίως γιατί δεν μας γούσταραν. Μας γούσταραν από τις 7 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα για την οικοδομή, τα λεμόνια, της ελιές, τους κήπους και ό,τι άλλο ντρεπόντουσαν να κάνουν τα παιδιά τους ή οι ίδιοι.

Όταν μας εκανε το τραπέζι ο κύριος Πλάτανος αυτοί λέγανε ότι το κάνει για να μας εκμεταλλευτεί σαν πελάτες αφού εμείς εκεί ψωνίζαμε και ξέραν ότι μας φυλάει τα χρήματα.

«Σας γδέρνει, ρε, δεν το καταβαίνετε; Βάζει τα λεφτά σας στην τράπεζα και παίρνει τους τόκους. Κορόιδα… ε κορόιδα…»

Στη γειτονιά μου τώρα υπάρχουν κάποιοι μετανάστες και μένουν σε παλιά σπίτια και τους βλέπω συχνά να ψωνίζουν στο σουπερμάρκετ. Ψωνίζουν, όπως εγώ τότε. Κάνουν οικονομίες επειδη πίσω έχουν οικογένειές, παιδιά, γονείς ή άλλες ανάγκες που ο καθένας μας δεν ξέρει.

Φυσικά έμενα μου φαίνεται σαν να ήταν εχθές που έφυγα τέτοια ώρα από το σπίτι…

——–

Ο Φατός Ρόσα είναι συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου που περιγράφει τη «λαθραία» ζωή του: «Εγώ, ο Λάθρομετανάστης» (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος,2017).

Το βιβλίο τούτο είναι μια μαρτυρία ψυχής μέσα σε έναν κόσμο χωρίς ψυχή. Είναι η οδύσσεια ενός “λαθρομετανάστη”, ενός ανθρώπου που θέλησε να κερδίσει την ελευθερία του και ένα καλύτερο αύριο, περνώντας μέσα από τις μυλόπετρες απάνθρωπων κρατικών μηχανών. Με τις σκληρές αλήθειες του, είναι μια γροθιά στο πρόσωπο όλων εκείνων που κάνουν πως δεν βλέπουν το δράμα των μεταναστών, αλλά και στο πρόσωπο των “φιλάνθρωπων” οργανώσεων -μεταναστών και μη- που δεν χάνουν ευκαιρία να μεταφράσουν σε χρήμα τα κροκοδείλια δάκρυά τους για την ανθρώπινη δυστυχία… Είναι επίσης μια γροθιά στο πρόσωπο κάποιων παλιών μεταναστών, έτοιμων πάντα να εκμεταλλευτούν τους αναξιοπαθούντες συμπατριώτες τους – και όχι μόνο.
Τέλος, είναι μια γροθιά στο πρόσωπο της Λερναίας Ύδρας του καπιταλισμού, ο οποίος, μέσω των πολέμων που εξαπολύει και των συνθηκών που διαμορφώνει με τους βάρβαρους σχεδιασμούς του, πέρα από τις εκατόμβες θυμάτων που προκαλεί, αναγκάζει εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Με τα λόγια του συγγραφέα, “ο μετανάστης είναι της γης ο κολασμένος. Μια φορά μετανάστης, μια ζωή μετανάστης”. Κι εμείς, δανειζόμενοι τα λόγια του Ναζίμ Χικμέτ, θα προσθέταμε ότι όπως όλοι οι καταπιεζόμενοι έτσι και ο μετανάστης “είναι ένας άνθρωπος που τον ‘μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε”… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου Από τον “Κομμουνιστικό παράδεισο” του Ενβέρ Χότζα στην καπιταλιστική “Ελευθερία”: Αναμνήσεις ενός νεαρού Αλβανού (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2020).

Ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό μας διηγείται τον τρόπο ζωής του στην Αλβανία μέσα από τις αναμνήσεις και τις προσωπικές του εμπειρίες. Μας μιλάει για τον τρόπο ζωής στην φυλακισμένη Αλβανία του Ενβέρ Χότζα. Μας περιγράφει πώς κυβερνούσε τότε το καθεστώς στην Αλβανία, πως φαντάζονταν ο ίδιος την Ελλάδα και τι αντίκρισε όταν έφτασε στην Ελλάδα. Μας περιγράφει με τον τρόπο του την πτώση του καθεστώτος το 1991, την εισβολή των Αλβανών στις ξένες πρεσβείες στα Τίρανα, την μαζική φυγή των Αλβανών από τα λιμάνια της Αλβανίας κυρίως του Δυρραχίου όπου εκεί οι Αλβανοί πολίτες διψασμένοι για ελευθερία κάναν κατάληψη στα πλοία για να περάσουν στις Ιταλικές ακτές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 


ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ:

30 χρόνια εθνορατσιστικής συκοφαντίας είναι αρκετά!

 

Αφήστε ένα σχόλιο

17 − 5 =