Βιβλιοκριτική για την Τρικυμία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, εκδόσεις Νεφέλη, μτφρ. Ν. Χατζόπουλος.* Κείμενο για το Αυτολεξεί: Αναστάσιος-Μάριος Μιχαηλίδης, φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Institute for World Philosophical Research (IWPR).
Πάθη, ίντριγκες και έντονα ερωτικά σκιρτήματα είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα του Σαίξπηρ. Η Τρικυμία ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση. Στο εν λόγω έργο, ωστόσο, παρατηρείται μια διαφορά σε σχέση με προηγούμενα θεατρικά έργα του δραματουργού. Μέσα από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, καθώς και από την τελική έκβαση του έργου, φαίνεται πως ο Σαίξπηρ έχει την ανάγκη να καταλαγιάσει.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη του Μιλάνου και στη συνέχεια σε ένα απομακρυσμένο νησί, όταν ο αδελφός του δούκα του Μιλάνου (Αντόνιο) με τη βοήθεια του βασιλιά της Νάπολης (Αλόνσο) εκθρονίζουν τον δούκα του Μιλάνου (Πρόσπερο) με πραξικοπηματικό τρόπο και αναλαμβάνουν αυτοί την εξουσία, εξορίζοντας τον Πρόσπερο και την κόρη του Μιράντα σε ένα ερημονήσι. Ο μόνος άνθρωπος που τους βοήθησε ήταν ο αρχιυπηρέτης και σύμβουλος του βασιλιά με το όνομα Γκονζάλο, ο οποίος τους προμήθευσε με τρόφιμα και έδωσε στον Πρόσπερο τα πολύτιμα βιβλία του. Το έργο ξεκινά: ο Πρόσπερο, για τον οποίο θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω, προκαλεί το ναυάγιο του πλοίου που μεταφέρει τον βασιλιά της Νάπολης και το επιτελείο του, με τη βοήθεια ενός πνεύματος, του Άριελ. [1]
Ο Σαίξπηρ μέσα από το τρίπτυχο Αντώνιος-Πρόσπερο-Αλόνσο αναφέρεται σε όλο το εύρος της έννοιας της συνωμοσίας για να φτάσει στο τέλος και να τη ντύσει με τα γελοία ρούχα που διάλεξε ο ίδιος. Επιπροσθέτως, προσπαθεί να πλέξει έναν ιστό φτιαγμένο από την έντονη απέχθειά του για το πολίτευμα της τυραννίας, μέσα στον οποίο ελπίζει πως θα εγκλωβιστεί και δεν θα ξαναβρεί ποτέ χώρο να ευδοκιμήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δίπολο του Αντώνιου και του Πρόσπερο: ο Αντώνιος αρπάζει την εξουσία από τον αδερφό του και εγκαθιστά την τυραννίδα, και ο Πρόσπερο κάνει τον εαυτό του έναν και μοναδικό κυρίαρχο του νησιού, υποδουλώνοντας τον ιθαγενή Κάλιμπαν. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο Πρόσπερο έχει σύμμαχο και ένα πνεύμα που το έλεγαν Άριελ. Μέχρι να φέρει εις πέρας όλα τα θελήματα του αφέντη του, η ελευθερία του Άριελ βρίσκεται στα χέρια του Πρόσπερο. Κοινός τόπος για τον Κάλιμπαν και για τον Άριελ είναι η ελευθερία τους, το μεγαλείο της οποίας ο συγγραφέας το προβάλλει –με τον μοναδικό τρόπο που εκείνος γνωρίζει– κάτω από το φως του νεανικού έρωτα. Ο έρωτας μεταξύ του γιου του βασιλέα της Νάπολης, Φερντινάντο, και της Μιράντας είναι ένας έρωτας ανεμπόδιστος, ελεύθερος να ανοίξει τα φτερά του μακριά από τα αλύπητα χτυπήματα του πόνου.
Η «ιδανική» πολιτεία του Γκονζάλο έρχεται για να συμπληρώσει αυτήν ακριβώς την πεποίθηση του συγγραφέα. Σε έναν μονόλογο του ο Γκονζάλο φαντάζεται έναν κόσμο που θα διέπεται από δικαιοσύνη και ισότητα. Ο Γκονζάλο αποτελεί για τον Σαίξπηρ το σύμβολο της τιμιότητας, για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αυτός που φαντάζεται αυτό το είδος της πολιτείας. Σε αυτή την πολιτεία θα μπορούσε σύμφωνα με τον Σαίξπηρ να βρουν έδαφος να πατήσουν όλες οι ιδέες της ελεύθερης ανθρωπότητας.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα διαφορά που φέρνει στο προσκήνιο ο συγγραφέας είναι εκείνη ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, την οποία προσπαθεί να σκιαγραφήσει με τρόπο σαρκαστικό. Η δημιουργία του χαρακτήρα της Μιράντας, της άσπιλης και αμόλυντης κόρης του Πρόσπερο, φανερώνει αυτήν ακριβώς την προσπάθεια του ποιητή. Αντικρίζοντας για πρώτη φορά τους ναυαγούς συνωμότες του πατέρα της, χωρίς να έχει δει ποτέ ξανά άλλον άνθρωπο στη ζωή της πέραν του πατέρα της, θαμπώνεται από τα πλούσια και λαμπερά ρούχα τους πίσω από τα οποία κρύβονται όλα τα εγκλήματά τους.
Εν συνεχεία, η εισχώρηση της μαγείας έρχεται για να ταράξει τα ήρεμα νερά του έργου. Ο Πρόσπερο είναι ένας άνθρωπος που αφιερώνει πολύ χρόνο στα βιβλία του. Με τις γνώσεις του μπορεί να καλεί πνεύματα και να τα διατάζει σύμφωνα με τη θέλησή του. Σε αυτό το σημείο προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: «Πώς ο Πρόσπερο, ο οποίος διαφέντευε όλο το νησί, δεν κατόρθωσε με τα μαγικά του να προβλέψει και να εμποδίσει τη συνωμοσία εναντίον του»; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα τη δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας για ακόμη μια φορά την ειρωνεία: τα μαγικά του Πρόσπερο στάθηκαν ανίκανα να τον βοηθήσουν τη στιγμή του εκθρονισμού, ενώ στο ερημονήσι αποδείχτηκαν σωτήρια.
Πλησιάζοντας στο τέλος, ο Πρόσπερο έχει ήδη νικήσει. Η νίκη αυτή έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε, ακολουθώντας τις τάσεις του εφεκτικού εμπειρισμού, να κατακτήσει μία από τις σπουδαιότερες αρετές της ανθρώπινης φύσης: τη συγχώρεση. Ο Πρόσπερο συγχώρεσε τους συνωμότες του, ελευθέρωσε τον Άριελ και πάντρεψε την κόρη του με τον Φερντινάντο.
Ο Σαίξπηρ με το κλείσιμο του έργου δεν κατόρθωσε μόνο να επιφέρει την αποφόρτιση του αναγνώστη, δίνοντας ένα χαρούμενο για όλους τέλος, αλλά και να αντιπαραβάλλει με μεγάλη μαεστρία τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου: τον έρωτα και το μίσος, την ομορφιά και την ασχήμια, τη δικαιοσύνη και την αδικία, την ελευθερία και την υποδούλωση.
Σημείωση:
[1] Πρωτοφανές είναι το γεγονός ότι ο χρόνος και ο τόπος του έργου καθορίζονται από απόλυτη ακρίβεια.
* ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η Τρικυμία, ένα από τα τέσσερα «προβληματικά» έργα του Σαίξπηρ, περιβλήθηκε τον μύθο της «αποχαιρετιστήριας υποθήκης» του συγγραφέα της, ως το τελευταίο πλήρες έργο του. Πρωτοπαρουσιάστηκε μάλλον στη βασιλική αυλή, και σηματοδοτεί την εποχή μετάβασης από τα ανοιχτά στα κλειστά θέατρα. Αργότερα αγαπήθηκε πολύ ως μουσικοχορευτικό υπερθέαμα, με εξωφρενικές επεμβάσεις και προσθήκες· μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα επανεμφανίστηκε “καθαρό” το κείμενο του έργου, θεωρούμενο ως αλληγορία, περισσότερο από τα άλλα σαιξπηρικά έργα, είχε ποικίλες σκηνικές αναννώσεις: ως ονειρική φαντασία, ως πολιτική αναφορά στη νεοεμφανιζόμενη αποικιοκρατία, ως σχόλιο στην αντίθεση φύσης-πολιτισμού, ως χώρος της ουτοπικής κοινωνίας, κ.λπ. Βασικά θέματα του έργου παραμένουν, ωστόσο, οι σχέσεις εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, οι ιδέες της συμφιλίωσης και της αναγέννησης, και η διαρκής αναφορά στη θεατρική ψευδαίσθηση και στην τέχνη του θεάτρου.