Εργατική αυτοδιαχείριση; Προϋποθέσεις & όρια στον δρόμο προς την Αυτονομία

0

Κείμενο: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη. Το παρόν αποτελεί εισήγηση της ίδιας όπως παρουσιάστηκε στην ομώνυμη πολιτική εκδήλωση που έλαβε χώρα στην κολεκτίβα εργασίας Παγκάκι (23-24/06/21).

Καλούμαστε σήμερα να μιλήσουμε για την εργατική αυτοδιαχείριση. Ποιες μπορεί να είναι οι προϋποθέσεις & τα όρια της στον δρόμο προς την Αυτονομία;

Πιάνοντας το νήμα από την εμπειρία των Ζαπατίστας, είναι κρίσιμο σήμερα να αντιληφθούμε την Αυτονομία ως μία πολιτειακή και κοινοτική οργάνωση όλης της περιφέρειας στην οποία ζει κανείς –όχι απλώς σαν μία εσωτερική διαδικαστική λειτουργία πρωτοβουλιών και συλλογικοτήτων. Στα πλαίσια αυτά, και με αφορμή την άφιξη των Ζαπατίστας στην Ευρώπη [το 2021] δημιουργήθηκε ο εγχώριος Συντονισμός για την «Αυτονομία-Αυτοθέσμιση & την Κοινωνική Οικολογία».

Ακόμη και σήμερα εν μέσω μίας ζοφερής πολιτικής συνθήκης, κάποιοι-ες επιμένουμε να αναζητούμε να ξαναπιάσουμε το δημοκρατικό νήμα από εκεί που ίσως το αφήσαμε, στις παγκόσμιες δηλαδή Πλατείες του ’11 όπου βροντοφωνάξαμε για «άμεση δημοκρατία τώρα», για μία ολιστική αλλαγή δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο παίρνονται οι κοινωνικές αποφάσεις.

Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται μία κοινωνία την οικονομία, τη σχέση με τη φύση και την οικολογία, την παιδεία, την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, το έμφυλο ζήτημα, ακόμη και την ψυχαγωγία κτλ., όλα αντανακλώνται στον τρόπο που η ίδια έχει αποφασίζει να οργανωθεί, να αποφασίζει και να νομοθετεί. Να κάνει δηλαδή πολιτική. Θέλω να πω πως, αν κανείς παραχωρήσει σε αντιπροσώπους, ολιγαρχίες, κόμματα και λόμπι τη λήψη των αποφάσεων, είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτοί, με την ίδια κουλτούρα κυριαρχίας και ιεραρχίας θα αποφασίσουν και για όλα τα παραπάνω ζητήματα: απόλυτα, ανταγωνιστικά, μικροπολιτικά. Με δυο λόγια, όπως μας λέει το θεωρητικό εργαλείο της κοινωνικής οικολογίας: η πολιτειακή οργάνωση της κοινωνίας έχει ΑΜΕΣΗ σχέση με τη στάση μας απέναντι στη φύση. Ή αλλιώς: αν έχεις ορίσει άρχοντες για να αποφασίζουν αντί του κοινωνικού σώματος, τότε αυτοί θα προτείνουν και θα διαιωνίσουν μια αντίστοιχη ιεραρχική οργάνωση –και μέσα στα σχολεία και μέσα στα εργοστάσια και στις κοινωνικές υπηρεσίες και στη δημοσιογραφία και εντός της οικογένειας ακόμη, και παντού. Ο ιεραρχικός τρόπος οργάνωσης κι συμπεριφοράς έχει διαποτίσει όλες τις πτυχές της ζωής μας και μπορούμε να ισχυριστούμε πως οτιδήποτε θετικό έχει προκύψει ποτέ από τις κυβερνήσεις, αυτό έχει συμβεί λόγω των αγώνων και της ασφυκτικής πίεσης που άσκησαν οι από-τα-κάτω· λόγω του ότι «δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς» οι από-τα-πάνω.

Μία 1η λοιπόν προϋπόθεση, και η κυριότερη κατά τη γνώμη μου, για την εξέλιξη ενός κινήματος εργατικής αυτοδιαχείρισης είναι ακριβώς αυτή η σύνδεση που χρειάζεται να κάνει με το ευρύτερο πολιτειακό ζήτημα που σήμερα στραγγαλίζει οποιαδήποτε εναλλακτική. Ο μη περιορισμός του δηλαδή σε προτάγματα εργασιακής δημοκρατίας, αλλά εν γένει πολιτειακής. Χαρακτηριστική απόρροια της σημερινής κατάστασης είναι το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ, τη λειτουργία της οποίας δεν αναγνώρισε ούτε η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτελεί ένα ξεκάθαρο και ξεδιάντροπο όριο που μας έδωσε απλόχερα η εξουσία. Θα πρέπει να το μελετήσουμε και να ερευνήσουμε γιατί και πώς θεωρείται τόσο δύσκολο να περαστούν νόμοι και μέτρα που θα δίνουν πραγματική δύναμη και συμμετοχή στους από-τα-κάτω.

Φαίνεται πως για κάθε κυβέρνηση φαντάζει πιο «εύκολο» (έστω και έπειτα από αγώνες) να παραχωρήσει άλλου είδους διευκολύνσεις στον λαό, όπως οικονομικές ελαφρύνσεις, επιδόματα κ.ά., αλλά ποτέ να δώσει μεγαλύτερα δικαιώματα πολιτειακού χαρακτήρα, όπως δικαίωμα απόφασης μέσα στην εργασία, αυτοδιαχείριση ενός πάρκου, λαϊκή ψηφοφορία ενός νόμου και διαβούλευση, επίσημη αναγνώριση του ποσοστού της αποχής στις εκλογές, αναγνώριση μιας κατάληψης, ενδυνάμωση της τοπικής-κοινοτικής διοίκησης κ.ά. Τα τελευταία φαντάζουν κόκκινο πανί για τις κυβερνήσεις και συχνά αρκούν για να «ενώσουν» τους κατά τα άλλα αντιπάλους, αριστερούς και δεξιούς, του κοινοβουλίου. Διότι τέτοιου είδους διεκδικήσεις αγγίζουν οντολογικά και παραβιάζουν τον πυρήνα της εξουσιαστικής σκέψης – τον οποίο δέχτηκαν όσοι μπήκαν στο γαϊτανάκι του κοινοβουλίου και της αντιπροσώπευσης.

Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις βρίσκονται πιο κοντά στη «φύση» της ιεραρχίας όταν κεντρικοποιούν ακόμη παραπάνω την ήδη διαλυμένη τοπική αυτοδιοίκηση, όταν απαιτούν άδεια ακόμη και για να συγκεντρωθούμε με άλλους ανθρώπους στον δημόσιο χώρο. Στραγγαλίζουν κάθε αδιαμεσολάβητη δραστηριότητα των πολιτών. Όπως αναφέρει η συλλογικότητα Αυτενέργεια, «αυτό που τίθεται εν τέλει στο στόχαστρο είναι η ίδια η έννοια του πολίτη και η άμεση –δίχως μεσάζοντες– ενασχόλησή του με την πολιτική».

Διάφορες αντιστάσεις εξ αριστερών, παρότι καταφέρνουν κάποιες διευκολύνσεις, δυστυχώς δεν αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος και συχνά εμμένουν σε έναν στείρο οικονομισμό και σε ένα ανελέητο κυνήγι του να κερδίσουν και οι από-τα-κάτω ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα. Δίχως να αμφισβητείται όμως ποτέ η ίδια η πίτα. Δίχως να αμφισβητείται το ίδιο το ιεραρχικό φαντασιακό της αέναης ανάπτυξης. Θυμόμαστε την κριτική του Καστοριάδη στον ίδιο τον μαρξισμό όταν αναφέρει πως ο τελευταίος δεν κατάφερε να σκεφτεί εν τέλει έξω από την καπιταλιστική σχέση. Παρόμοια δεν ήταν εξάλλου και η μοίρα των μπολσεβίκικων ολοκληρωτισμών που θέριεψαν παγκοσμίως, θέλοντας όχι να καταργήσουν την ιεραρχική δομή αλλά να πάρουν εν πολλοίς οι ίδιοι τη θέση των προηγούμενων;

Πάνω από όλα, η ατέρμονη αντίσταση και το συνεχές παρατηρητήριο του τι κάνει και δεν κάνει η εξουσία ανά πάσα στιγμή, παρότι βοηθά, δεν καταφέρνει από μόνο του να μάθει και να εκπαιδεύσει τον κόσμο στην αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία. Δεν εμπεριέχει το παράδειγμα. Δεν στοχεύει υποχρεωτικά στο να αλλάξει τον σημερινό ανθρωπολογικό τύπο. Δεν μας μαθαίνει την κοινωνική ευθύνη και τον αυτοπεριορισμό.

Εδώ λοιπόν ερχόμαστε σε μία 2η σημαντική προοπτική και προϋπόθεση της εργατικής αυτοδιαχείρισης στον δρόμο προς μία πολιτειακή αυτονομία και αυτοκυβέρνηση: μαθαίνει τον άνθρωπο από τώρα στο να αποφασίζει, να παίρνει την ευθύνη αυτού που διαχειρίζεται, να δεσμεύεται και να προχωρά δίχως να ρίχνει την ευθύνη σε κάποιο αφεντικό για την κακή του μοίρα. Η δημιουργία τέτοιων ανθρωπολογικών τύπων σήμερα είναι πολύ σημαντική και, παρότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί επαρκώς όσο δεν αλλάζει το καθεστώς, παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να εξελίξει σημαντικά τη συμπεριφορά μας.

Για παράδειγμα, το να μαθαίνουμε να μιλάμε με τη σειρά μας και ευγενικά σε μία συνέλευση, να ακούμε τη διπλανή μας και εν τέλει να αποφασίζουμε είναι αρκετά πιο σύνθετο απ΄ όσο νομίζουμε και απαραίτητο στη σημερινή εποχή των «παράλληλων μονολόγων». Από μικροί-ές ζούμε σε περιβάλλον ανταγωνισμού και αποξένωσης, το να μάθουμε να συναποφασίζουμε είναι ένα σοβαρό ζητούμενο και προϋπόθεση μιας αυτόνομης κοινωνίας και της δημιουργίας μιας ευρείας πολιτικής κουλτούρας αυτεξούσιων ατόμων που είναι, πρώτα απ’ όλα, λέκτορες των λέξεων και πράττοντες των πράξεων. Κάτι παρόμοιο μαθαίνουμε πως έκαναν και οι Κούρδοι με τα Συμβούλια Οικολογίας και άλλες δομές συναπόφασης που κρατούσαν εδώ και χρόνια προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, όταν και πλέον κατάφεραν να κάνουν αυτό που μάθαιναν τόσο καιρό, δίχως να επικρατήσει «οχλοκρατία».

Ένα όριο είναι όμως ότι συχνά στην Ελλάδα ταυτίζεται στενά η αυτοδιαχείριση με κάποιο εργοστάσιο, με τα συνεργατικά εγχερήματα και γενικότερα αποκλειστικά με τον βιοπορισμό. Φυσικά και θα πρέπει να αναγνωρίζουμε τις επιμέρους ποιοτικές διαφορές του κάθε εγχειρήματος, αλλά από την άλλη θα ήταν χρήσιμο ένα πιο ενωτικό κίνημα αυτοδιαχείρισης που να περιλαμβάνει κι άλλες μορφές αυτοδιαχείρισης, μη αμιγώς οικονομικές. Για παράδειγμα, οι κατειλημμένοι χώροι, τα αυτοδιαχειριζόμενα ιατρεία, τα αυτοδιαχειριζόμενα εδάφη και άλλοι κοινοί φυσικοί πόροι, όπως τα πάρκα ή ακόμη κι ένα θέατρο της περιοχής, όλα αποτελούν δομές που διαχειρίζονται από αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις. Αποτελούν εδάφη που τελούν λοιπόν υπό αυτοδιαχείριση και παρότι δεν έχουν όλα βιοποριστικό χαρακτήρα για τα μέλη τους, έχουν σίγουρα παρόμοιες διαδικασίες και προβληματικές. Έχουν επίσης έναν κοινό ορίζοντα: διεκδικούν το δικαίωμά τους στην αυτοδιαχείριση πέρα από τους όρους που θέτει το κράτος και η αγορά, φέρνοντας τους εκάστοτε άρχοντες στη θέση είτε να πιεστούν προς το να αναγνωρίσουν νομικά αυτή τη μορφή οργάνωσης είτε να την καταστείλουν.

Εδώ θα λέγαμε πως ακόμη ένα όριο που παρατηρείται σε περιπτώσεις βιοποριστικής αυτοδιαχείρισης είναι το κατά πόσο εν τέλει καταφέρνουν να ξεπεράσουν όλους τους όρους που θέτει η κυριαρχία. Βλέπουμε δηλαδή πως ενώ στην εσωτερική τους λειτουργία καταφέρνουν να λειτουργούν δίχως αφεντικά, καταρρίπτοντας στην πράξη τον μύθο περί «τραγωδίας των κοινών», στην εξωτερική τους λειτουργία τα πράγματα δυσκολεύουν. Τι πουλάμε, τι αγοράζουμε και με ποιους συνεργαζόμαστε; Παράλληλα, χρειάζεται να πληρώνουν όλους τους κρατικούς φόρους και να είναι καθ’ όλα νομοταγείς, ώστε να αποφύγουν την άμεση εξόντωση και καταστολή. Επίσης, συχνά αναγκάζονται να ανεβάσουν τις τιμές των προϊόντων, χάνοντας τη μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με πιο φτωχοποιημένα κοινωνικά κομμάτια και αλληλέγγυους που θα ήθελαν να τα αγοράσουν. Αυτό αποτελεί άλλη μία προβληματική που χρειάζεται να συζητηθεί διεξοδικά και κοινωνικά, όσον αφορά το κομμάτι του αλληλέγγυου εμπορίου, ώστε να βρίσκεται μία ηθική τιμή για τον παραγωγό και για τον τελικό χρήστη.

Δίχως ένα ευρύτερο δίκτυο αλληλεγγύης που θα ανταλλάζει υπηρεσίες και προϊόντα καταλαβαίνουμε πως είναι δύσκολο το ξεπέρασμα παρόμοιων ορίων.

Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε και την ανάγκη για ξεπέρασμα από το παραδοσιακό αίτημα για «εργατικό έλεγχο» προς μία πιο σύγχρονη και περίπλοκη αναθεώρησή του για «κοινωνικό έλεγχο». Σε μία τέτοια κοινωνική αυτοθέσμιση, όπως πχ. μία ανοιχτή συνέλευση συνεργατικών εγχειρημάτων του τάδε δήμου ή γειτονιάς, θα μπορούσε να «δίνουμε όλοι λόγο», να ελέγχεται η κοινωνική συνεισφορά ενός εγχειρήματος, η ανάγκη για την παραγωγή ή τον διαμοιρασμό ενός προϊόντος, η στήριξη που χρειάζεται από τους πολίτες κάποιο εγχείρημα καθώς και η πληρωμή ενός τέλους που θα γυρνάει στην τοπική κοινωνία για τη δημιουργία παρόμοιων δομών. Σε αντίθετη περίπτωση, χωρίς δηλαδή πολιτική γείωση με το ευρύτερο κοινωνικό σώμα, βλέπουμε συχνά τον κίνδυνο στον οποίο εγκλωβίζονται κάποια κοινωνικά κέντρα ή στέκια πολιτικής αναφοράς, μη δίνοτας λόγο σε οιοδήποτε κοινωνικό σώμα, σε καμία τοπική μορφή αυτοθέσμισης της εκάστοτε περιοχής. Περιορίζονται στο να λειτουργούν σαν κλειστά κλαμπ, ιδιωτικές εταιρίες ιδεολογικής συγγένειας (να κρατούν δηλαδή την αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση μόνο στο εσωτερικό τους) και όχι σαν κοινοτικά-πραγματικά δημοτικά κέντρα που θα απασχολούν μέσα τους καθημερινά τους κατοίκους της περιοχής και θα αποτελούν κόμβο της νέας αυτεξούσιας-αυτόνομης κουλτούρας.

Τα παραπάνω αποτελούν κάποιες μακροχρόνιες δυσκολίες και παρατηρήσεις που ίσως να φαίνονται απροσπέλαστες, αλλά για να φτάσουμε λίγο πιο κοντά στο ξεπέρασμά τους θα πρέπει για αρχή να τις ονοματίσουμε και να τις θέσουμε ρητά. Αυτό είναι το πρώτο αλλά αναγκαίο βήμα και σε αυτό θέλησε να συμβάλει το παρόν κείμενο.

Αφήστε ένα σχόλιο

six − one =