Του Amador Fernández-Savater*. Μετάφραση: Ηρώ Βασάλου
Αν η κεφαλαιοποίηση είναι η διαδικασία της διαγραφής της ουσίας των πρακτικών, αφήνοντάς μας μόνο τα σημάδια του κύρους, η ανάγνωση παρατείνει ενεργά και εντείνει το βίωμα, είναι από μόνη της πρακτική και εμπειρία.
Μια φίλη διευθύνει ένα κοινοτικό εργαστήρι ραπτικής σε ένα πολιτιστικό κέντρο που ενδιαφέρεται να συνδεθεί με τη λαϊκή γειτονιά στην οποία βρίσκεται. Συμμετέχουν πολλοί άνθρωποι, από διάφορα καταβολές και τάξεις και πολλές γυναίκες της γειτονιάς. Ράβουν, συζητούν, χτίζουν δεσμούς, προβληματίζονται.
Όταν όμως η φίλη μου πρέπει να καταγράψει την εμπειρία για τον ιστότοπο του κέντρου, της ζητούν μια θεωρητική/πολιτική ανάλυση, να παραθέσει τον έναν ή τον άλλο σύγχρονο συγγραφέα, να μιλήσει για «το κοινό» και το «σχέδιο των δεσμών». Σαν να μην έφτανε η αφήγηση της εμπειρίας.
Μία δεύτερη φίλη, χορεύτρια, μου στέλνει από περιέργεια και χιούμορ ένα ανοιχτό κάλεσμα για την επιλογή ερευνητικών πρότζεκτ σε ένα κέντρο σύγχρονης δημιουργίας. Τα θέματα: «νοηματική σημειωτική», «ορίζοντες γεγονότων», «απτή κυβερνητική», «μικρο και μακρο τεκτονική», «εργαλεία διάσπασης»… Στην πραγματικότητα, κάτω από αυτά τα (υποτίθεται) «σέξι» ονόματα, βρίσκονται τα πιο κοινότοπα και καθημερινά θέματα της εποχής μας: οικολογία, νέες τεχνολογίες, επικοινωνία κ.λπ.
Αρκετοί, μου λένε για έναν νεαρό φιλόσοφο που δεν μου θυμίζει τίποτα. «Πρέπει να τον γνωρίσεις» με ενθαρρύνουν, αλλά κανένα τους δεν είναι σε θέση να μου πει γιατί, τι σκέφτεται συγκεκριμένα ο νεαρός φιλόσοφος. Βλέπω ένα βίντεο στο youtube και λύνω το μυστήριο: πρόκειται για καθαρό name-dropping, δηλαδή παράθεση ονομάτων, η μία αναφορά μετά την άλλη ως επίδειξη μεταλλίων, κενή ευρυμάθεια, χωρίς υπαινιγμό προσωπικής επανοικειοποίησης αυτού που διαβάζεται ή προσωπική φωνή. Η φωτογραφική μνήμη αντικαθιστά τη σκέψη.
Κρύβω συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι από τον χώρο του πολιτισμού μπορούν να νιώσουν ότι αναγνωρίζονται σε ορισμένες από αυτές τις ιστορίες. Δεν με ενδιαφέρει να «δακτυλοδείξω και να τιμωρήσω» –το πάθος αυτών των καιρών– αλλά μάλλον να σκεφτώ μια ανησυχητική τάση: Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αυτό που γίνεται –ράψιμο, χορός, σκέψη– όσο αυτό που λέγεται και φαίνεται. Και η θεωρητική ανάλυση που επικοινωνεί επικυρώνεται από τα σημάδια του κύρους του (ο τάδε όρος, ο τάδε συγγραφέας, το τάδε απόσπασμα). Αυτά τα σήματα μεταφράζονται σε κεφάλαιο: κεφάλαιο-ορατότητα, κεφάλαιο-ερωτικό, κεφάλαιο-χρήμα.
Η διαδικασία αυτή έχει περιγραφεί εδώ και 150 χρόνια τουλάχιστον: η αξία της χρήσης είναι υπό της ανταλλακτικής αξίας. Η αναπαράσταση παύει να συνδέεται –διαποτισμένη, σε επαφή– με αυτό που αναπαρίσταται, ανεξαρτητοποιείται και το αντικαθιστά. Ο κόσμος αποϋλοποιείται για χάριν της μετάφρασής του σε σήματα αξίας, φετίχ.
Ονομάζεται κεφαλαιοποίηση: καταξοδεύουμε, διαγράφουμε και κερδοφορούμε.
Μία μικρή καινοτομία είναι ίσως ότι τα σημάδια κύρους αναζητούνται πολύ συχνά σήμερα στη σύγχρονη φιλοσοφία και κριτική θεωρία. Υπήρξε, τα τελευταία χρόνια, μια πολύ ενδιαφέρουσα άνθηση στη φιλοσοφία. Οι εγγραφές στις σχολές αυξάνονται, κάθε πόλη έχει το δικό της φεστιβάλ «σκέψης», οι θεωρητικές αναφορές είναι κοινό νόμισμα μεταξύ των ομάδων και γενικότερα στον δημόσιο διάλογο. Αλλά αυτή η αύξηση είναι αμφίθυμη.
Η σκοτεινή πλευρά είναι η φετιχοποίηση του θεωρητικού λόγου και ανάλυσης και μια ορισμένη ιεραρχία γνώσεων, λες και όσα ράβουν, χορεύουν ή φωτογραφίζουν έπρεπε να γνωρίζουν το έργο των σύγχρονων φιλοσόφων για να πουν αυτό που κάνουν – ή, τουλάχιστον, να το προσποιηθούν, γιατί μιλάμε πάντα για το φαίνεσθαι. Σαν η φιλοσοφία να κατέχει την αλήθεια των άλλων πρακτικών, σαν να είναι μια μετα-γλώσσα που περιέχει και εκφράζει άλλες γλώσσες, σαν η αναφορά στον τάδε σύγχρονο συγγραφέα που εργαλειοποιείται, να επικυρώνει ό,τι γίνεται σε οποιοδήποτε πεδίο πειραματισμού ή έρευνας.
Τότε, μάταια οι σοφότεροι φιλόσοφοι έχουν εξηγήσει ότι το να έχεις μια ιδέα στον χορό ή τον κινηματογράφο δεν έχει καμία σχέση με το να κατέχεις την έννοια της ανάλυσης, ότι η ιδέα στον χορό ή τον κινηματογράφο αποτελείται από σώμα ή κινούμενη εικόνα, ότι μπορεί κανείς να σκεφτεί τον χορό ή τον κινηματογράφο χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει στη φιλοσοφία ή στη σύγχρονη κριτική θεωρία.
«Ζωγράφισε χωρίς να έχεις ιδέα» είναι η συμβουλή που δίνει ο πολυαγαπημένος και αξέχαστος Ángel González García σε νέους που ήθελαν να ζωγραφίσουν. Σύμφωνα με τον Ángel, τα χέρια του ζωγράφου είναι αυτά που σκέφτονται, όταν έρχονται σε επαφή με το υλικό, δίνοντας σχήμα στα πράγματα. Εάν ζωγραφίζει κανείς με μια προαποφασισμένη ιδέα, θα υποτάξει το υλικό σε αυτό το πρώτο νοητικό καλούπι, σταματώντας έτσι τη δημιουργική ροή και επιβάλλοντας την επανάληψη. Πρέπει να βγούμε από το ντουλάπι της λέξης, είπε ο Ángel, σταματήστε να είστε τσαρλατάνοι. Η ζωγραφική είναι πάνω από όλα μια επανοικειοποίηση των αισθητηριακών μας δυνάμεων. Το ίδιο ισχύει και για τον χορό, το ράψιμο ή και τον φιλοσοφικό προβληματισμό.
Ναι, μπορούμε και πρέπει να σκεφτόμαστε χωρίς να έχουμε ιδέα. Δεν είναι μια συμβουλή που εφαρμόζεται μόνο στον κόσμο της τέχνης, όπως πίστευε ο Ángel. Η κατάκτηση του θεωρητικού στοιχείου αποτελεί κακό νέο ακόμα και για τη φιλοσοφία και την κριτική σκέψη.
Φρίκη και τρόμος για το «θεωρητικό πλαίσιο». Επικρατεί παντού –κυρίως στον ακαδημαϊκό κόσμο– η ιδέα ότι για να κάνει κανείς έρευνα είναι απαραίτητο να χτιστεί πρώτα μια «μηχανή του βλέπειν» με το υλικό αναγνωρισμένων συγγραφέων, ενώ στην πραγματικότητα στο πρώτο «κουμπί» της σκέψης βρίσκεται ένας προβληματισμός ή μια προσωπική ανησυχία, κάτι από την πραγματικότητα που μας προκαλεί και μας αψηφά. Χωρίς πρόβληματισμό, χωρίς ανησυχία, χωρίς ουσία, απλά θα κάνουμε παιχνίδια και συνδυασμούς λέξεων, όπως ο φιλόσοφος στο youtube.
Αυτό ακριβώς βοηθά να βρει ένας καλός δάσκαλος, μία καλή δασκάλα: μια προσωπική ερώτηση και όχι το πλαίσιο που έχει ήδη όλες τις απαντήσεις. Ο «δαίμονας» του Σωκράτη, ο «ιδιωτικός δάσκαλος» του Νίτσε, η «μοναδική γεύση και άρωμα» για τις οποίες μίλησε ο Eugenio Trías, με λίγα λόγια, το ίδιο το πράγμα. Οι αναφορές, οι παραπομπές και οι συγγραφείς θα έρθουν σε κάθε περίπτωση αργότερα, για να εντείνουν, να επεξεργαστούν και να τελειοποιήσουν τις προσωπικές παρορμήσεις ή κλίσεις.
Η παραπομπή είναι δύσκολη τέχνη, τα εισαγωγικά συλλέγονται σαν «κουρέλια» με τα οποία υφαίνουμε το δικό μας συνονθύλευμα, είπε ένας διάσημος Γερμανοεβραίος φιλόσοφος. Πολλές φορές ακόμα και η παραπομπή πρέπει να μας κάψει ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Νίτσε ή ο Mark Fisher πλήρωσαν με την πνευματική υγεία και τη ζωή τους τη ριζοσπαστικότητα της σκέψης τους. Θα τους μετατρέψουμε σε απλά διακοσμητικά για εργασίες, εφαρμογές και βίντεο στο youtube;
Λοιπόν, μπροστά στην κυριαρχία του σήματος ως ανταλλακτικής αξίας, τι κάνουμε; Τίποτα πρωτότυπο: πρέπει να ενεργοποιήσουμε την αξία χρήσης της φιλοσοφίας και της κριτικής σκέψης. Αυτά που διαβάζουμε μας χρησιμεύουν καταρχήν για να ζούμε και όχι να «επικοινωνούμε». Αν η κεφαλαιοποίηση είναι η διαδικασία της διαγραφής της ουσίας των πρακτικών, αφήνοντάς μας μόνο τα σήματα του κύρους, η ανάγνωση παρατείνει και εντείνει ενεργά το βίωμα, είναι από μόνη της πρακτική και εμπειρία, που δεν χρειάζεται τίποτα εξωτερικό για να επικυρωθεί.
Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής, περιπέτεια σκέψης, χειραφέτηση.
* Ο Amador Fernández-Savater είναι ανεξάρτητος ερευνητής, ακτιβιστής, εκδότης, καθώς και πολιτικός στοχαστής. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, αναμεσά στα οποία τα Inhabit and Govern. Inspirations for a New Conception of Politics (Ned, 2020) και The Strength of the Weak (Akal, 2021). Έχει αναδειχθεί ως ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του κινήματος Indignados της Ισπανίας.