Ο νόμος του ΟΧΛΟΥ & η πολιτειότητα ως αντίδοτο

0

Του Γιάβορ Ταρίνσκι. Η πραγματικά τραγική εικόνα από την Πάτρα έχει βαθιές πολιτικές και συστημικές ρίζες. Το πρόβλημα με τα ολιγαρχικά πολιτικά συστήματα (όπως αυτό της Ελλάδας), με την αλλοτριωτική και παθητική μορφή διακυβέρνησής τους, είναι ότι παρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις για την πιθανή υποβάθμιση του λαού σε όχλο. Δυστυχώς, όμως, δεν παρέχουν τον χώρο για την ανάδειξη των ανθρώπων σε πολίτες – αυτός ο χώρος είναι ο δημόσιος χώρος της άμεσης δημοκρατίας, ο οποίος είναι ασύμβατος με οποιαδήποτε ολιγαρχία. Περισσότερα πάνω σε αυτά πραγματεύεται το ακόλουθο άρθρο.

«Η έλξη του κακού και του εγκλήματος για τη νοοτροπία του όχλου δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήταν πάντα αλήθεια ότι ο όχλος χαιρετίζει πράξεις βίας με αξιοσημείωτη θέρμη: μπορεί να είναι κακό, αλλά είναι πολύ έξυπνο».
∼ Hannah Arendt [1]

Μεταξύ των αντιπάλων της άμεσης δημοκρατίας υπάρχει αυτό το επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι είναι επιρρεπής στον αποκαλούμενο «νόμο του όχλου» [2], λες και ο λαός, εφόσον ενδυναμωθεί πολιτικά, πιθανότατα να μετατραπεί σε όχλο. Αλλά αυτή η γραμμή σκέψης, βαθιά βυθισμένη στο ολιγαρχικό φαντασιακό, είναι εξαιρετικά λανθασμένη και απατηλή. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι για τους οποίους ο λαός μπορεί να υποβαθμιστεί σε όχλο, και το έργο της Hanna Arendt μπορεί να προσφέρει σαφήνεια στη διάκριση του πρώτου από το δεύτερο, καθώς και στις εναλλακτικές πολιτικές στάσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση μιας ενεργούς πολιτειότητας.

Τα χαρακτηριστικά του όχλου

Η Arendt ξεκινά δηλώνοντας ότι είναι θεμελιωδώς λάθος να θεωρούμε τον όχλο ως ταυτόσημο, παρά ως καρικατούρα, του λαού. [3] Ο όχλος αποτελεί μόνο μια πιθανή μορφή του τελευταίου, και όχι ο υποτιθέμενος «εσωτερικός εαυτός του» που περιμένει να απελευθερωθεί. Αντίθετα, η Arendt προτείνει ότι ο όχλος, με τη «διευρυμένη φυλετική του συνείδηση», μοιάζει περισσότερο με μια «φυλή», [4] που είναι μια ακραία και ολοκληρωτική ταυτότητα που μπορεί να πάρει ο λαός. Ως εκ τούτου, έλκεται εγγενώς από τη βία.

Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι ο όχλος είναι αντι-πολιτικός, καθώς, σύμφωνα με την Arendt, προσπαθεί να υποκαταστήσει την εξουσία με τη δύναμη. [5]

Είναι λογικό, επομένως, ο όχλος να ψάξει και να σταθεί πίσω από έναν «ισχυρό άνδρα», έναν «μεγάλο ηγέτη». Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της μεγάλης διαφοροποίησης από μια άλλη τάση που έχουν επιδείξει μεγάλα κοινωνικά κομμάτια κατά τη διάρκεια όλων των μεγάλων επαναστάσεων — αυτή του αγώνα για αληθινή, άμεση συμμετοχή. Αν η δεύτερη είναι έκφραση γνήσιας κοινωνικής ζωής, τότε, σύμφωνα με την Arendt, η πρώτη εκφράζει το μίσος για την κοινωνία από την οποία ο όχλος αισθάνεται αποκλεισμένος. [6]

Η αυταρχική τάση της νοοτροπίας του όχλου επιβάλλεται από ένα μείγμα ευπιστίας και κυνισμού, που έχει αποδειχθεί τόσο αποτελεσματικό για την άνοδο των ολοκληρωτικών κινημάτων. Η Arendt επισημαίνει πώς «οι ολοκληρωτικοί ηγέτες μαζών στήριξαν την προπαγάνδα τους στη σωστή ψυχολογική υπόθεση ότι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν στις πιο φανταστικές δηλώσεις και, αν την επόμενη μέρα τους δινόταν αδιάψευστη απόδειξη του ψεύδους τους, τότε θα έβρισκαν καταφύγιο στον κυνισμό. Αντί να εγκαταλείψουν τους ηγέτες που τους είχαν πει ψέματα, θα διαμαρτύρονταν ότι γνώριζαν εξ αρχής ότι οι δηλώσεις ήταν ψεύτικες και θα θαύμαζαν τους ηγέτες για την ανώτερη τακτικιστική τους εξυπνάδα». [7]

Τελικά, η νοοτροπία του όχλου έχει να κάνει με τη δίψα για εξουσία. […] Η Άρεντ χαρακτηρίζει σωστά τέτοιες αυταρχικές τάσεις ως τον υπόκοσμο της αστικής τάξης, [9] όπου ο καθένας είναι έτοιμος να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή οργή και την απελπισία για να αναρριχηθεί στην εξουσία.

Ο όχλος και η «ρεπούμπλικα των δημοψηφισμάτων»

Στις μέρες μας έχουμε ακούσει συχνά αυταρχικούς ηγέτες να μιλούν για άμεση δημοκρατία, όταν προσπαθούν να υπογραμμίσουν τη μαζική τους δημοτικότητα. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά εννοούν δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε γνήσια μορφή δημοκρατικής εμπειρίας, καθώς αυτό θα έδινε την αδιαμεσολάβητη ανάμειξη κάθε μέλους της κοινωνίας στις δημόσιες υποθέσεις. Αντίθετα, όπως αναφέρει η Arendt, προωθούν τη διαδικασία των δημοψηφισμάτων (plebiscites ή referendums), κάτι το οποίο αποτελεί ένα παλιό γνώριμο σχέδιο των πολιτικών που βασίζονται στον όχλο, [10] καθώς βασίζεται στους ανθρώπους που απαντούν μαζικά σε προδιατυπωμένες ερωτήσεις και στη συνέχεια αφήνουν αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία να εφαρμόσουν στην πράξη τη δική τους ερμηνεία του αποτελέσματος.

Το δημοψήφισμα δεν αποτελεί μια νέα προσθήκη στο πολιτικό οπλοστάσιο του αυταρχισμού. Ο πολιτικός του 19ου αιώνα Paul Déroulède, ένας από τους ιδρυτές της γαλλικής εθνικιστικής Ligue des Patriotes, οραματίστηκε μια «ρεπούμπλικα δημοψηφισμάτων», όπου ο πρόεδρος θα εκλέγεται στην εξουσία με καθολική ψηφοφορία και η λαϊκή βούληση θα εκφράζεται μέσω «νομοθετικών δημοψηφισμάτων». [11] Σε ένα τέτοιο περιβάλλον στον πυρήνα του συστήματος δεν βρίσκεται η άμεση λαϊκή συζήτηση-διαβούλευση, αλλά ο αρχηγός του έθνους, του οποίου οι αποφάσεις, κατά καιρούς, παρουσιάζονται με έναν χειριστικό τρόπο στο κοινό προς επικύρωση.

Είναι σαφές ότι σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει πραγματική μορφή πολιτειότητας. Αντίθετα, έχουμε ένα σύστημα που βασίζεται εξ ολοκλήρου στη νοοτροπία του όχλου, όπου ένα αυταρχικό κίνημα, με απόλυτη αφοσίωση, εξυψώνει τον ηγέτη του, με την ελπίδα ότι καθένα από τα μεμονωμένα μέλη του θα αποκτήσει τουλάχιστον ένα μικρό προνόμιο έναντι των υπολοίπων στην κοινωνία. Η χρήση του δημοψηφίσματος σε τέτοιες περιπτώσεις έρχεται ως ιδεολογικό κάλυμμα μιας ημι-ολοκληρωτικής εμπειρίας και δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία.

Πέρα από τον όχλο: δημιουργώντας χώρους για την πολιτειότητα

Το πρόβλημα με το σημερινό πολιτικό μας σύστημα, με την αλλοτριωτική και παθητική μορφή διακυβέρνησής του, είναι ότι παρέχει ορισμένες προϋποθέσεις για την πιθανή υποβάθμιση του λαού σε όχλο. Δυστυχώς, ωστόσο, δεν κάνει το ίδιο με την ανάδειξη των ανθρώπων σε πολίτες – στοιχείο ζωτικής σημασίας για την άμεση δημοκρατία. Η πολιτειότητα πρέπει να κατανοηθεί ως το ακριβώς αντίθετο της νοοτροπίας του όχλου: εάν η τελευταία υποδηλώνει τη χειρότερη ανθρώπινη τάση προς συγκεντρωτισμό της εξουσίας στα χέρια ενός συγκεκριμένου τμήματος της κοινωνίας, τότε η πρώτη υποδηλώνει τη σαρωτική κατανομή της εξουσίας μεταξύ όλων και την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής αρχιτεκτονικής ριζοσπαστικής ισότητας. Αποτελεί ένα αναπόσπαστο συστατικό της ελευθερίας ως πολιτικού φαινομένου, του οποίου οι ρίζες εντοπίζονται στην ανάδυση της αρχαίας αθηναϊκής πόλης και στους πρώτους σπόρους της δημοκρατίας.

Η Arendt εξηγεί ότι το σημερινό καθεστώς του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού (σήμερα ονομάζεται λανθασμένα αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» – οξύμωρο) «δεν θα μπορούσε να σώσει τον λαό από τον λήθαργο και την απροσεξία στις δημόσιες υποθέσεις, αφού [παρέχει] δημόσιο χώρο μόνο για τους εκπροσώπους των ανθρώπων, όχι για τους ίδιους τους ανθρώπους». [12]

Με άλλα λόγια, αν εξαιρέσουμε την άρχουσα τάξη, η υπόλοιπη κοινωνία δεν έχει πρόσβαση στις πολιτικές διαδικασίες που διαμορφώνουν την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η κοινωνία. Θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί, δείχνοντας τις εκλογικές διαδικασίες που γίνονται συνήθως μία φορά κάθε μερικά χρόνια, υπενθυμίζοντας τα περίφημα λόγια του Ζαν Ζακ Ρουσώ ότι σε τέτοια καθεστώτα οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι «μόνο κατά την εκλογή βουλευτών»[13] Αλλά υπάρχει μια παραπάνω πειστική διόρθωση σε αυτή τη σκέψη, την οποία μας προτείνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, λέγοντας πως τα υποκείμενα τέτοιων καθεστώτων δεν είναι ελεύθερα ούτε την ημέρα των εκλογών, καθώς οι αποφάσεις τους έχουν προδιαγραφθεί από τα πολιτικά κόμματα, τη βιομηχανία προπαγάνδας και άλλους παράγοντες πολύ πριν από την επίσκεψή τους στην κάλπη. [14]

Για την Arendt, η πολιτειότητα είναι κάτι που ασκείται [15], και ως εκ τούτου απαιτεί έναν κατάλληλο δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με αυτήν, ο κίνδυνος για την ανάδυση αυταρχικών τάσεων αναδύεται από περιβάλλοντα, όπως αυτό που έχουμε σήμερα, όπου δίνεται κάποιος βαθμός ελευθερίας στους ανθρώπους με την ιδιωτική τους ιδιότητα, αλλά δεν υπάρχει χώρος για αυτούς ως προς τη συλλογική τους ιδιότητα ως πολιτών. [16] Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική συμμετοχή είναι χωρικά περιορισμένη, αφού δεν ισχύει καθολικά. Η ενεργός άσκηση της ιδιότητας του πολίτη από τους ανθρώπους στις δημόσιες υποθέσεις των κοινοτήτων τους τους παρέχει όχι μόνο την εμπειρία της δημόσιας ελευθερίας, αλλά και την αίσθηση της πολιτικής και γνήσιας πολιτικής δράσης.

Ένας κατάλληλος χώρος όπου ο λαός μπορεί να δράσει και να μετατραπεί σε ενεργό πολίτη είναι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας, όπως το λαϊκό συμβούλιο και η δημόσια συνέλευση. Για την Άρεντ, τα συμβούλια είναι «τα καλύτερα όργανα για τη διάλυση της σύγχρονης μαζικής κοινωνίας, με την επικίνδυνη τάση της προς τη διαμόρφωση ψευδοπολιτικών μαζικών κινημάτων». [17] Τέτοιοι λαϊκοί δημοκρατικοί θεσμοί είναι ανεκτίμητοι, καθώς είναι τα μόνα πολιτικά όργανα όπου η ιδιότητα του μέλους του κόμματος δεν παίζει κανέναν ρόλο, και στην πραγματικότητα είναι χώροι δράσης των ανθρώπων χωρίς μεσάζοντες. Για αυτόν τον λόγο, όπως σημειώνει η Arendt, τα συμβούλια της άμεσης δημοκρατίας θα βρίσκονται πάντα σε σύγκρουση με τα κοινοβούλια καθώς και με τις «συντακτικές συνελεύσεις», για τον απλούστατο λόγο ότι οι τελευταίες, ακόμη και στις πιο ακραίες πτέρυγές τους εξακολουθούν να είναι τα παιδιά του κομματικού συστήματος. [18]

Σε αντίθεση με άλλους που, από φόβο για την άνοδο του εκτεταμένου όχλου, επιδιώκουν να υψώσουν ακόμη περισσότερα εμπόδια για να κρατήσουν τις μάζες μακριά από την πολιτική εξουσία, η Arendt συμπεραίνει ότι «τα μόνα μέσα κατά της κατάχρησης της δημόσιας εξουσίας από ιδιώτες βρίσκονται στο ίδιο το δημόσιο πεδίο». [19] Με άλλα λόγια, η καλύτερη λύση για τον αυταρχισμό είναι η δημιουργία ενός πολιτικού σκηνικού στο οποίο όλα τα μέλη της κοινωνίας έχουν ίσο μερίδιο στην εξουσία και μπορούν συλλογικά να θέτουν όρια σε υπερβολικές και ολιγαρχικές συμπεριφορές.

Συμπερασματικά

Έχει περάσει πολύς καιρός από τη δημοσίευση του βιβλίου της Άρεντ Οι καταβολές του ολοκληρωτισμού πίσω στο 1951, αλλά ο κίνδυνος του αυταρχισμού εξακολουθεί να υπάρχει. Το φιλελεύθερο ολιγαρχικό περιβάλλον των σημερινών αντιπροσωπευτικών καθεστώτων παρέχει γόνιμο έδαφος για την εμφάνιση τάσεων του όχλου που προωθεί ολοκληρωτικά σχέδια και αυταρχικούς ηγέτες. Αλλά τέτοια αυταρχικά κινήματα δεν αποτελούν μια μοιραία και αναπόφευκτη μορφή του λαού. Αντίθετα, αποτελούν υποπροϊόν ενός συστήματος που αρνείται το δικαίωμα της γνήσιας πολιτικής συμμετοχής στη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας.

Αυτή η κατάσταση γενικευμένης αποδυνάμωσης είναι που οδηγεί στην εμφάνιση του όχλου.

Αντίδοτο σε τέτοιες ολοκληρωτικές τάσεις είναι η δημιουργία ενός γνήσιου δημόσιου χώρου, όπου παρέχεται η χωρικότητα για την ανάδυση μιας άλλης μορφής λαού – του πολίτη. Η άσκηση της πολιτειότητας, σύμφωνα με την Arendt, είναι ένα από τα καλύτερα αντίδοτα στις αυταρχικές συμπεριφορές. Μόνο μέσω της άμεσης πολιτικής συμμετοχής μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η πολιτική δράση.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 307

[2] https://thehill.com/opinion/campaign/413142-the-united-states-is-not-a-democracy-and-it-wasnt-meant-to-be-one

[3] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 107

[4] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 238

[5] Hannah Arendt: The Human Condition (Λονδίνο: The University of Chicago Press, 1998), σελ. 203

[6] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 107

[7] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 382

[9] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 337

[10] Hannah Arendt: The Origins of Totalitarianism (Λονδίνο: Harcourt, 1973), σελ. 107

[11] Jean-Yves Camus & Nicolas Lebourg: Far-Right Politics In Europe (Cambridge: The Belknap Press, 2017), σελ. 12

[12] Hannah Arendt: On Revolution (New York: Penguin Books, 2006), σελ. 230

[13] Jean-Jacques Rousseau: The Social Contract

[14] http://www.athene.antenna.nl/ARCHIEF/NR01-Athene/02-Probl.-e.html

[15] https://plato.stanford.edu/entries/arendt/#AreConCit

[16] Hannah Arendt: On Revolution (New York: Penguin Books, 2006), σελ. 245

[17] Hannah Arendt: On Revolution (New York: Penguin Books, 2006), σελ. 271

[18] Hannah Arendt: On Revolution (New York: Penguin Books, 2006), σελ. 255-256

[19] Hannah Arendt: On Revolution (New York: Penguin Books, 2006), σελ. 245

*Ολόκληρο το κείμενο στα αγγλικά εδώ.

ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ

Ο Ζακ Κωστόπουλος & η ρητορική του λιντσαρίσματος

 

Αφήστε ένα σχόλιο

16 − twelve =