Κείμενο: Σπύρος Κωνσταντούλας, καρδιολόγος
Το Διεθνές Συνέδριο “Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-2022): 100 χρόνια από τη γέννηση του φιλοσόφου της αυτονομίας” διοργανώθηκε στη σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 11-13 Μαρτίου 2022. Τα μέλη της συντακτικής ομάδας του “Αυτολεξεί” συμμετείχαμε στις εργασίες του συνεδρίου και είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε για την επικαιρότητα της φιλοσοφίας του Καστοριάδη και του προτάγματος της αυτονομίας. Στον παρακάτω σύνδεσμο φιλοξενούμε σήμερα την ομιλία του Σπύρου Κωνσταντούλα με τίτλο: “Ο ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ” από την 3η ημέρα του συνεδρίου:
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να αναδειχθεί η εμβριθής και βαθυστόχαστη προσπάθεια σε όλο το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη (ΚΚ) να διαυγάσει με ελευθερία, κριτικό πνεύμα και αναστοχασμό, όλη την κληρονομημένη φιλοσοφία και να θεμελιώσει το πρόταγμα για ατομική και συλλογική αυτονομία.
Στη φιλοσοφία ο ΚΚ απελευθερώνει το Είναι από μεταφυσικές (Πλάτων), υπερβατικές (Καντ) και οντολογικές (Χαϊντέγκερ) ετερονομίες, παραμένει πάντα στην πλευρά των όντων και των πραγμάτων, όπως ο Αριστοτέλης και απαλλάσσει τη Χρονικότητα από τη μεταφυσική της Αιωνιότητας ταυτίζοντας το Είναι με τον Χρόνο και ελευθερώνοντάς το ως δημιουργία και όχι χωρίζοντάς το όπως ο Χαϊντέγκερ σε «Είναι και Χρόνος».
Ο ΚΚ δεν χωρίζει ποτέ τη φιλοσοφία σε απόλυτη πνευματοκρατία ή ολοκληρωτικό επιστημονισμό γνωρίζοντας ότι η μεθοδολογία (Ιδεαλισμός-Υλισμός-Ορθολογισμός-Εμπειρισμός κ.ά.) είναι τρόπος αναζήτησης και προσέγγισης της αλήθειας και όχι η ίδια η αλήθεια, τονίζοντας τον κίνδυνο της μονόπλευρης ορθολογικότητας και την παραμέληση του φαντασιακού.
«Πόσο αυτός ο κίνδυνος παγίδεψε μεγάλους στοχαστές –από τον Χέγκελ και τον Μαρξ ως τον Φρόιντ και τον ίδιο τον Μαξ Βέμπερ, αφήνουμε το πλήθος των συγχρόνων– δεν χρειάζεται να το υπενθυμίσουμε» (Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 66).
Τηρώντας την αρχή της συμπληρωματικότητας στη φιλοσοφική σκέψη, θα έλεγε κανείς πως ενστερνιζόμενος τελικά τον μεικτό τρόπο, τον πραγματώνει σύμφωνα με την παραίνεση στο απόφθεγμα του Ιπποκράτη: «Τριβή μετά Λόγου»!
Όμως ο ΚΚ βλέποντας τα στενά όρια του Ορθολογισμού και της τυπικής, εργαλειακής Λογικής και πως η σκέψη δεν υποτάσσεται σ’ αυτά, καινοτομεί συλλαμβάνοντας την πρωτοφανή δημιουργική δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και της κοινωνίας που είναι η ανακάλυψη της Φαντασίας (Αριστοτέλης: Περί Ψυχής) ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει με ελευθερία και τόλμη τη συγκάλυψή της από τη Φιλοσοφική παράδοση και την Κληρονομημένη σκέψη: «Το θέμα ήταν, πράγματι, να διασφαλιστεί η Θεωρία –η θέα ή η σύσταση αυτού-που-είναι, αυτού που πρέπει να γίνει, αυτού που αξίζει/ισχύει, στην αναγκαιότητά της, δηλαδή στην καθοριστικότητά της. Η Φαντασία όμως είναι, στην ουσία της, ατίθαση στην καθοριστικότητα» (Χώροι του ανθρώπου, σελ. 234).
«Ουδέποτε νοεί άνευ φαντάσματος η Ψυχή» (Αριστοτέλης), και η ανακάλυψη αυτή θα αγνοηθεί και θα συγκαλυφθεί από την Ιστορία της Φιλοσοφίας καθώς και από την ερμηνεία και τον σχολιασμό, καθόσον η αδάμαστη στην καθοριστικότητα φαντασία, κλονίζει και συντρίβει κάθε φιλοσοφική οντολογία.
«Θα χρειαστεί να περιμένουμε τον Καντ (και ύστερα από αυτόν το Φίχτε) ώσπου το ερώτημα για τη φαντασία να τεθεί εκ νέου, να ανανεωθεί, να ανοιχτεί με τρόπο πολύ πιο ρητό και ευρύ – αλλά εξίσου αντινομικό, μη δυνάμενο να κρατηθεί και να συγκρατηθεί. Έτσι, και στην περίπτωση αυτή θα επέλθει γρήγορα η νέα συγκάλυψη. Ο Χέγκελ, στα κείμενα της νεότητάς του, συνεχίζει και, κατά στιγμές, ριζοσπαστικοποιεί την κίνηση που άρχισαν ο Καντ και ο Φίχτε. Η φαντασία, γράφει στο Πίστη και Ειδέναι, δεν είναι ένας «μεσάζων όρος» αλλά «αυτό που είναι πρώτο και πρωταρχικό». Τα κείμενα του αυτά όμως θα μείνουν ανέκδοτα ή άγνωστα». (Χώροι του ανθρώπου, σελ. 235).
Η περιπέτεια της Φαντασίας ως ανακάλυψης θα συνεχισθεί χωρίς να παίρνει τη θέση που της αξίζει στην κίνηση της φιλοσοφικής σκέψης και κάθε φορά τη ρήξη και αποκάλυψή της ακολουθεί επικάλυψη έως και ολική λήθη.
«Νέα λήθη, επικάλυψη και εξάλειψη του ζητήματος της φαντασίας, του οποίου ίχνη δεν θα βρούμε πια στα μεταγενέστερα κείμενα του Χαϊντέγκερ, εξαφάνιση όλων των δονήσεων που προκαλεί αυτό το ζήτημα σε κάθε οντολογία (και σε κάθε «σκέψη του όντος»). (Χώροι του ανθρώπου, σελ. 236).
Στο πολύ σημαντικό ζήτημα του Χρόνου με τα πολλά ειδικά ονόματα («πολλαχώς λεγόμενον» όπως και στα όντα – Αριστοτέλης) που είναι διαφορετικές κατηγορίες του Χρόνου αλλά και στη Χρονικότητα γενικά, ο ΚΚ αρνείται το χωρισμό Είναι και Χρόνου, και υποστηρίζει ότι ο Χρόνος είναι αξεχώριστος από το Είναι.
«Μ’ αυτή την έννοια, ο Χρόνος είναι ουσιωδώς συνδεδεμένος με την ανάδυση της ετερότητας. Ο Χρόνος είναι αυτή η ανάδυση ως τέτοια – ενώ ο χώρος είναι «μόνον» το αναγκαίο του συμβεβηκός. Ο Χρόνος είναι δημιουργία και καταστροφή – ο Χρόνος αποτελεί είναι στους ουσιώδεις του καθορισμούς». (Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 246).
Επίσης ο ΚΚ με σαφήνεια διαλύει τη σύγχυση που υπάρχει στον κόσμο της σκέψης αναφορικά με την πολλαπλότητα και ετερότητα του Είναι καθώς και στην περιβόητη «οντολογική διαφορά».
«Στον βαθμό όμως που η πολλαπλότητα υπάρχει στο Είναι ως ετερότητα, η ενότητα του Είναι βρίσκεται ουσιωδώς κατακερματισμένη. Και τούτο, διότι, παρά τους πρόσφατους λόγους για την οντολογική διαφορά, Είναι και τρόπος του Είναι, είναι αξεχώριστα – και διότι οι τρόποι του Είναι, αναδύονται, αλλοιώνοντας έτσι το ίδιο το Είναι και εκδηλώνοντας το Είναι ως αυτο-αλλοίωση» (Ο Θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 246).
Μια πρωτότυπη σύλληψη και νοηματοδότηση του ΚΚ είναι και η επισήμανση του λεγόμενου κοινωνικού χρόνου. «Αλλά ο κοινωνικός χρόνος είναι πάντα, και πρέπει πάντα να είναι επίσης, και τούτο είναι το σημαντικότερο, και χρόνος φαντασιακός. Ο Χρόνος δεν θεσμίζεται ως ένα καθαρό και ουδέτερο medium ή δεχόμενος, που θα επέτρεπε τον εξωτερικό συντονισμό των δραστηριοτήτων. Ο Χρόνος είναι πάντοτε προικισμένος με τη σημασία. Ο φαντασιακός χρόνος είναι ο σημασιακός χρόνος και ο Χρόνος της σημασίας» (Ο Θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 230).
Κι έτσι ο κομβικός ρόλος του χρόνου της σημασίας δεν περιορίζεται μόνο σε μια κοινωνία αλλά επεκτείνεται σε όλο το βάθος του χρόνου του κόσμου και της Ιστορίας: «Μόνον διότι δεν υπάρχει εγγενής σημασία του Κόσμου, οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν -και μπόρεσαν- να τον προικίσουν μ’αυτή την εξαιρετική ποικιλία έντονα ετερογενών σημασιών. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει καμία φωνή που να βροντά πίσω από τα σύννεφα και καμία γλώσσα του Είναι, η Ιστορία έγινε δυνατή. (Ο Θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 234).
Συνεπώς ο ΚΚ, επισημαίνοντας την κυριαρχία της συνολοταυτιστικής (τυπικής, εργαλειακής) Λογικής στην κληρονομημένη σκέψη, την απεγκλωβίζει χωρίς να την καταργεί και την εμπλουτίζει με το ριζικό φαντασιακό της ατομικής ψυχής, τη δημιουργική φαντασία, τη Λογική των μαγμάτων καθώς και με τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες.
Στη Φιλοσοφία της Ιστορίας ο ΚΚ με ρηξικέλευθο και επαναστατικό πνεύμα απορρίπτει τον προκαθορισμό (ντετερμινισμό) ή νομοτέλεια ή την ύπαρξη νόμων ή την Ιστορία ως «δώρο του Είναι» (Χαϊντέγκερ), ελευθερώνοντας έτσι τον ιστορικό χώρο και χρόνο και παραδίδει τελικά στον άνθρωπο την ευθύνη της πορείας της Ιστορίας προς τη δημιουργία ή προς την καταστροφή.
Ο ΚΚ αρνείται την εσχατολογική θέση του Χέγκελ για το τέλος της Ιστορίας προτάσσοντας τη σκέψη πως η ανθρώπινη Ιστορία είναι χωρίς προκαθορισμό και νομοτέλεια, ούτε γραμμική ούτε κυκλική, αλλά εκπηγάζει από την ευθύνη των ίδιων των ανθρώπων και τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες τους που μπορούν να την οδηγήσουν στην ετερονομία ή αυτονομία, στη δημιουργία ή την καταστροφή, καταδεικνύοντας το απρόβλεπτον, το παράλογο, τα πάθη και την Ύβρη στην Ιστορία όπως ο Θουκυδίδης καθώς και τις τεράστιες δυνατότητες οπισθοδρόμησης της Ανθρωπότητας. «Σε τελική ανάλυση, δικαιούμαστε να πούμε στο Χέγκελ: συμβαίνει, Κύριε, να έχετε πεθάνει το 1831, και παρά ταύτα η Ιστορία δεν σταμάτησε» (Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Γ’, σελ. 72-73).
Γνωρίζοντας πως πολλοί στοχαστές με κυριότερο τον Μαρξ, γοητευμένοι από τα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, πρόβαλαν την ύπαρξη νόμων ή φυσικής νομοτέλειας στην κίνηση της Ιστορίας, ο ΚΚ θα αντιτείνει και θα επισημάνει τον ετεροκαθορισμό αλλά και τον εξοβελισμό του ανθρώπου από τη σκηνή της Ιστορίας στον ισχυρισμό πως η αταξική ή κομμουνιστική κοινωνία θα συμβεί φυσικά και νομοτελειακά χωρίς να είναι προϊόν της ανθρώπινης ελευθερίας και επιθυμίας.
«Βρίσκομαι τότε με μια λιγότερο ή περισσότερο καθορισμένη «ανθρώπινη φύση», όμως ασφαλώς ταυτή (ίδια) μέσα στους αιώνες και στους τόπους – και που η τελευταία της μεταμόρφωση είναι μια ψευδο-ψυχαναλυτική μαριονέτα, στην κατασκευή της οποίας ο ίδιος ο Φρόιντ δεν έμεινε αμέτοχος. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη κι υποτεθεί ότι μπορώ να κατανοήσω γιατί και κυρίως πώς αυτό το ον μπόρεσε να παραγάγει μια κοινωνία, παραμένω με το ακόλουθο αίνιγμα: γιατί και με ποιον τρόπο παρήγαγε τόσες διαφορετικές κοινωνίες, και γιατί παρήγαγε Ιστορία (και μάλιστα όχι μία αλλά πολλές;)» (Ο Θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 56).
Στον χωρισμό του Είναι από τα όντα και την μεταφυσικής χροιάς οντολογική διαφορά του Χαϊντέγκερ που θεωρεί την Ιστορία δώρο του Είναι ή και τη γλώσσα κατοικία του Είναι, η απάντηση και διαύγαση για την αυτοδημιουργία του ανθρώπου έρχεται όχι μόνο από τον ΚΚ, αλλά και από τον μεγάλο τραγικό ποιητή Σοφοκλή: «Και φθέγμα (γλώσσα) και ανεμόεν φρόνημα (σκέψη) και αστυνόμους οργάς (θεσμίζουσα δραστηριότητα) εδιδάξατο» (Αντιγόνη), υμνώντας τη δεινότητα και ελεύθερη δημιουργικότητα του Ανθρώπου! Χαρακτηρίζοντας τον ολικό προκαθορισμό (ντετερμινισμό) όσον φορά τον άνθρωπο ως απολύτως ασυνάρτητο και ανύπαρκτο, ο ΚΚ προκρίνει την ανθρώπινη ελευθερία.
«Εάν υπάρχει λοιπόν αναμφισβήτητα η ελευθερία, με την έννοια του μη καθορισμού από πραγματικούς, φυσικούς, βιολογικούς, κοινωνικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες, η ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας δεν βρίσκεται εδώ, αλλά στην πραγματική και όντως πραγματωμένη δυνατότητα δημιουργίας καινούργιων πραγμάτων, δηλαδή δημιουργίας ή αλλοίωσης κατά περίπτωση κάποιων μορφών ή ειδών ορισμένου τύπου» (Ελληνική Ιδιαιτερότητα, τόμος Γ’, σελ. 105).
Στην Ηθική φιλοσοφία επίσης απελευθερώνει την επιθυμία από τα δεσμά της κατηγορικής προσταγής (Καντιανής, θρησκευτικής ή οποιασδήποτε άλλης) με το ακλόνητο επιχείρημα ότι η επιθυμία όπως και το συναίσθημα δεν μπορεί να είναι αντικείμενο προστακτικής, ενώ η προσχώρηση ή όχι σ’ αυτήν μπορεί να είναι πράξη ελεύθερης και υπεύθυνης επιλογής εξαρτώμενη από εμάς.
Ο Σοπενάουερ στην κριτική της Καντιανής ηθικής δικαιολογημένα και με δόση ειρωνείας θα τονίσει πως η φορμαλιστκή (τυπική) αυτή ηθική δεν απευθύνεται σε πραγματικά όντα (ανθρώπους) αλλά μάλλον σε υπερβατικά (αγγέλους)!
Κάθε εντολή, προσταγή ή ηθικός νόμος που μας δίνεται από κάποιον άλλον ή άλλη εξωτερική αρχή χωρίς να μπορούμε να αμφισβητήσουμε ή να αναρωτηθούμε , αυτό μπορούμε να το πούμε ετερόνομη ηθική. «Κανένας αφηρημένος κανόνας, καμιά καθολική προσταγή με συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν μπορεί να μας απαλλάξει από το βάρος και την ευθύνη της δράσης μας» (Η άνοδος της ασημαντότητας, σελ. 248).
Δεν γίνεται να εξαλείψουμε την επιθυμία καθόσον δεν υπάρχει ανθρώπινο ον χωρίς φαντασία, επιθυμία, παραστάσεις και αισθήματα, μπορούμε όμως ή να προσχωρήσουμε τυφλά και ανεύθυνα σ’ αυτήν (δουλεία) ή να την μετασχηματίσουμε και να την τροποποιήσουμε συνειδητά και υπεύθυνα (Αυτοκυριαρχία, Ελευθερία, Αυτονομία). «Τέλος, έχουμε δικαίωμα να αναρωτηθούμε αν μια ηθική που εντέλλεται ανέφικτη συμπεριφορά στους ανθρώπους -για να το πούμε απλά, δεν εντέλλεται τον έλεγχο των πράξεων τους, αλλά τελικά, την απάλειψη της επιθυμίας δηλαδή την κατάργηση του ασυνειδήτου τους- και επομένως προκαλεί μόνιμα και αξεπέραστα αισθήματα ενοχής, μπορούμε να διερωτηθούμε αν μια τέτοια ηθική είναι αποδεκτή και μάλιστα αν δεν είναι έκδηλα ανήθικη (πράγμα που ισχύει και για την καντιανή ηθική). Η ενστάλαξη στους ανθρώπους την συνείδηση ότι είναι πάντοτε κολασμένοι, εκτός παρεμβάσεως της θείας χάριτος (θέση του Αυγουστίνου, του Λούθηρου, του Καλβίνου, του Γιανσένιους), θα έπρεπε, σύμφωνα με τους κανόνες της Λογικής, να τους βυθίσει σε αποχαύνωση» (Άνοδος της ασημαντότητας, σελ. 257).
Κλονίζοντας τα θεμέλια της κληρονομιάς του Δυτικού πολιτισμού που είναι ο χωρισμός ηθικής και πολιτικής, ιδιωτικού (εσωτερικού) και δημόσιου ανθρώπου και που χαρακτηρίζει σχεδόν όλη την ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας, το πρόταγμα του ΚΚ μας καλεί να υπερβούμε αυτόν τον χωρισμό στην πράξη. «Θα χρειαστεί να υπερβούμε την ηθική της ετερονομίας και, για να το πετύχουμε αυτό, πρώτα πρώτα να υπερβούμε την πολιτική της ετερονομίας. Χρειαζόμαστε την ηθική της αυτονομίας που, μοιραία, θα συνδέεται με την πολιτική της αυτονομίας. Η αυτονομία δεν είναι η Καρτεσιανή ελευθερία, και ακόμη λιγότερο η Σαρτρική, η άυλη και αδέσμευτη ακτίδα. Η αυτονομία στο επίπεδο του ατόμου είναι η θέσμιση μιας καινούριας σχέσης ανάμεσα στον εαυτό του και στο ασυνείδητό του. Δεν πρόκειται για απάλειψη του ασυνειδήτου αλλά για τη δυνατότητα να κατακρατηθούν (κάθαρση) τα στοιχεία που από τις επιθυμίες περνάνε στις πράξεις και στα λόγια» (Η άνοδος της ασημαντότητας, σελ. 258).
Ένα πολύ σημαντικό και εντελώς σοβαρό ζήτημα που δεν έτυχε της προσοχής που θα έπρεπε και δεν έχει μελετηθεί αρκετά είναι η πρωτότυπη σύλληψη του ΚΚ γι’ αυτό που αποκαλεί «αγία πραγματικότητα» (sancta realitas) και τον συνεχιζόμενο καθαγιασμό της.
Γνωστές και συχνές διατυπώσεις του τύπου: «Αυτή είναι η πραγματικότητα, έτσι είναι η ζωή, δεν γίνεται τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, αυτό είναι το status quo, μη θίγετε τα κακώς κείμενα κ.ά.» επιμαρτυρούν την πρωτοκαθεδρία της sancta realitas ως στασιμότητα, αποτελμάτωση, κοινωνικό λήθαργο, απόσυρση από τα κοινά, ιδιώτευση και κομφορμισμό.
Στην ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας ο καθαγιασμός της πραγματικότητας διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος και σπανίως η φιλοσοφία ή κι ο φιλόσοφος συμμετέχει στους ελευθερωτικούς αγώνες.
«Η στάση αυτή – κατασκευή συστημάτων, καθαγιασμός της πραγματικότητας, αφ’ υψηλού θεώρηση της κοινωνίας και των λαών – έμενε κατ ‘ουσίαν η κυρίαρχη στάση των φιλοσόφων και της φιλοσοφίας στους νεότερους χρόνους και, μερικές φορές, με τα πιο παράδοξα αποτελέσματα. Παραδείγματος χάριν, φιλόσοφοι-στοχαστές που θεωρούνται κριτικοί, όπως ο Μαρξ και ο Νίτσε, μετέχουν καθαρά, σαφώς, σ’ αυτή τη νοοτροπία της sancta realitas, της «αγίας πραγματικότητας». Ο Μαρξ μιλάει για νόμους της Ιστορίας και, για τον Μαρξ, εάν ο κομμουνισμός είναι καλός, δεν είναι διότι είναι καλός, ή διότι σκεπτόμαστε ότι είναι καλός, αλλά διότι είναι το προσεχές στάδιο που επιβάλλουν οι νόμοι της Ιστορίας (Αυτό το ονομάζω «αγία πραγματικότητα»). Αλλά ο Νίτσε ο ίδιος μιλάει για την «αθωότητα του γίγνεσθαι»: ότι γίνεται είναι αθώο. Αθώο λοιπόν και το Άουσβιτς, αθώο και το Γκουλάγκ, αφού ανήκουν στο γίγνεσθαι». (Ομιλίες στην Ελλάδα, σελ. 26).
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να αλλάξει (αλλοίωσις) τον τρόπο του είναι του και το ποιόν του, αυτή δε η ελευθερία και ευθύνη εξαρτάται από εμάς (εφ’ημίν) και μας καθιστά αρχή και αφετηρία αυτού που θα επέλθει (αρχή των εσομένων).
Οι Στωικοί αντιθέτως, με την απόσυρσή τους στην ιδιωτική σφαίρα, δανείστηκαν το εφ’ημίν από τον Αριστοτέλη δίνοντάς του εντελώς άλλο νόημα και περιορίζοντάς το στην εσωτερικότητα ως τη μόνη που εξαρτάται από εμάς. Έτσι μοιρολατρικά, και θεωρώντας την εξωτερική πραγματικότητα προκαθορισμένη, όπου δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σε αυτό που οπωσδήποτε θα συμβεί, η στάση αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η πιο ωμή περίπτωση καθαγιασμού της πραγματικότητας.
Ως απάντηση σ’ αυτά ο ΚΚ επισημαίνει πως η αληθινή φιλοσοφία είναι Φιλοσοφία της ελευθερίας και ευθύνης, δεν δεσμεύει αλλά ελευθερώνει την ανθρώπινη σκέψη και δράση σαν ένα διαρκή αγώνα εναντίον κάθε αυθεντίας, ετερονομίας και εγκλεισμού.
Ερχόμενοι τώρα στην Ανθρωπολογία ως κλάδο της γνώσης που όπως όλοι οι άλλοι δεν μπόρεσαν ποτέ να χωριστούν πραγματικά απ’ τη Φιλοσοφία και εστιάζοντας ειδικά στην Ψυχανάλυση δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην πρωτότυπη εμβάθυνση και διαύγαση που με πείρα και στοχασμό μας πρόσφερε ο ΚΚ.
Απελευθερώνοντας την Ψυχανάλυση απ’ τον κλοιό της ψευδοεπιστημονικότητας την αντιλαμβάνεται ως πρακτικοποιητική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης του Υποκειμένου (Εγώ) με το ασυνείδητό του και τον πλούτο του ριζικού φαντασιακού της ψυχής.
Με ελεύθερο πνεύμα ο ΚΚ αποτολμά κοπερνίκεια αντιστροφή στη γνωστή πρόταση του Φρόιντ: «Εκεί που αυτό (το ασυνείδητο) ήταν, εγώ να γίνω και να το αποξηράνουμε όπως οι Ολλανδοί την Zunterzsee…) Καστοριάδης: «Εκεί που εγώ είμαι, αυτό (το ασυνείδητο) να έρθει (ελεύσομαι: ελευθερία)», αποδεσμεύοντας έτσι το Ασυνείδητο απ’ τα πρωτεία του Εγώ και την κυριαρχία του Υπερεγώ, το φανερώνει ως διαρκή πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Δε γίνεται να κατακτηθεί ολικά ούτε ν’ αποξηρανθεί το Ασυνείδητο, μπορεί όμως να επιτραπεί μέσω του Εγώ ελεύθερα ν΄ αναδυθεί. Έτσι το Εγώ (Συνείδηση) με τα διανοίγματα που επιχειρεί συναντιέται όχι μόνο με το ριζικό φαντασιακό της ψυχής αλλά και με τα βαθύτερα στρώματά της, τα πάθη, τις σκοτεινές επιθυμίες και ενορμήσεις αλλά και τη δημιουργική φαντασία και καλείται να ξεκινήσει μία άλλη σχέση που οδηγεί στην αυτογνωσία, την ευθύνη, την ελευθερία και τη φρόνηση.
Με γνώμονα και πάλι την Ελευθερία διασκορπίζεται πάραυτα κάθε σύγχυση: « το Ασυνείδητο είναι σαφώς ο εαυτός μου, αλλά αν εγώ είμαι εντελώς κυριαρχημένος από το ασυνείδητό μου, δεν είμαι αυτόνομος» (Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Γ, σελ 145.)
Όσον αφορά στη σύγχρονη Επιστήμη και Τεχνολογία (Τεχνοεπιστήμη) ο ΚΚ σοβαρά και τολμηρά μας προειδοποιεί για την επερχόμενη Ύβρη και καταστροφή αν δεν προληφθεί και αντιμετωπισθεί εγκαίρως με αυτοπεριορισμό και φρόνηση. Πάει πολύς καιρός που η Επιστήμη πίστεψε πως θ’ απορροφήσει και θα καταργήσει τη Φιλοσοφία, όμως βλέποντας τώρα τις αντινομίες και τα νέα ερωτήματα και αδιέξοδα αρχίζει να θαυμάζει, ν’ απορεί και να αμφισβητεί, δηλαδή σχεδόν να φιλοσοφεί.
Ο ΚΚ όμως ελευθερώνει την Επιστήμη και Τεχνολογία από την αλαζονεία και Ύβρη της παντογνωσίας και παντοδυναμίας και ανανεώνει την ανάγκη για διάλογο και επικοινωνία με τη Φιλοσοφία που σήμερα κρίνεται επειγόντως απαραίτητος όσο ποτέ για ν’ αποφευχθεί η καταστροφή και για να μην έχουμε εκ των υστέρων αχρείαστες δημόσιες μετάνοιες όπως του Οπενχάϊμερ. Επιστήμη και Τεχνολογία χωρίς Φιλοσοφία ισοδυναμεί με το οξύμωρο Homo Sapiens χωρίς φρόνηση και σοφία και παραπέμπει στη σοφή Αριστοτελική παραίνεση: «Μη δίνετε μαχαίρι σε παιδί».
Απορρίπτοντας επίσης τους ισχυρισμούς και διακηρύξεις του Χέγκελ και Χάιντεγκερ περί τέλους της Φιλοσοφίας, ο ΚΚ προβαίνει στην επισήμανση ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με το τέλος της ελευθερίας και του προτάγματος της αυτονομίας. «Αποφασίσαμε οτι θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, και η απόφασή μας αυτή είναι ήδη η πρώτη πραγματοποίηση της ελευθερίας» (Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 78).
Ο ΚΚ αρνείται τη σύλληψη της ελευθερίας μόνο ως απλή ελευθερία σκέψης, ως ελευθερία θεωρητικού βίου (vita contemplativa) στην οποία πλειοδότησε η Φιλοσοφία (Πλάτων, κυρίως οι Στωικοί, λιγότερο ο Αριστοτέλης κ.ά.), θεωρώντας την μισή και ανολοκλήρωτη χωρίς το σημαντικότερο μέρος της που είναι η ελευθερία της δράσης. Η ελευθερία δημιουργείται καθώς ασκείται διαρκώς και αγωνιστικά, δεν είναι εφ’ άπαξ, στατικά και παντοτινά, ενώ αλληλοτροφοδοτείται θεωρητικά και πρακτικά. «Τα άτομα που θέλουν να απελευθερωθούν δημιουργούν πιο ελεύθερους θεσμούς και οι πιο ελεύθεροι θεσμοί επιτρέπουν στα άτομα να απελευθερωθούν πραγματικά». (Παράθυρο στο Χάος, σελ. 118).
Οδηγούμαστε έτσι σε κάποιες απελευθερωτικές δραστηριότητες όπως:
α) Να μην εκλαμβάνουμε τις φαντασιώσεις μας ως πραγματικότητα (αυτού του είδους η φυγή όχι μόνο δεν αλλάζει αλλά επιδοκιμάζει και καθαγιάζει την πραγματικότητα).
β) Διαύγαση των επιθυμιών (να δούμε τι αληθινά επιθυμούμε).
γ) Αναζήτηση του αληθινού όσο κι αν αυτό στοιχίζει (απόρριψη της αυταπάτης που βολεύει και μας κοιμίζει).
δ) Αποδοχή της ελευθερίας με μέτρο και αυτοπεριορισμό που οδηγεί στη φρόνηση, πρόληψη Ύβρεως, αποφυγή καταστροφής.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως σ’ όλη την Καστοριαδική σκέψη κατέχει κεντρική σημασία η αξία της Ελευθερίας με αυτοπεριορισμό ως θεμέλιο της αληθινής ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, καθώς και ως ρήξη με οιασδήποτε μορφής ετερονομία και ετεροκαθορισμό, επαληθεύοντας το ύψιστο αξίωμα: Η ελευθερία είναι ο υψηλότερος στόχος του Ανθρώπου.
Τέλος, τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καστοριάδη αλλά και τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, νομιμοποιούμαστε να παραλληλίσουμε τη βαθιά συνάντηση του ΚΚ ως συνεχιστή του Διαφωτισμού και στοχαστή της Αυτονομίας με τον Ρήγα Φερραίο ως αγωνιστή και ήρωα του Διαφωτισμού, της Επανάστασης και της Ελευθερίας και να κλείσουμε με το απόφθεγμά του:
«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
Συζήτηση2 Σχόλια
Εξαιρετική αναλυση.
Θαυμάσια ανάλυση από έναν εξαιρετικό στοχαστή!