Του Raffaele Alberto Ventura, στο Le Grand Continent, 25/02/2022. Το βιβλίο του 1981 του Καστοριάδη Μπροστά στον πόλεμο, μιλούσε περί μιας αναπόφευκτης συρράξης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, το αγνόησαν αρκετοί τότε που θεωρούσαμε αδιανόητο να συμβούν πράγματα “άλλων εποχών”. Σήμερα ξαναγίνεται επίκαιρη μία κριτική ανάγνωσή του και μια ματιά στο παρακάτω άρθρο. Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Λιάνα Γκούρα*
«Αυτό που υποστηρίζω, είναι ότι αυτή η κατάσταση είναι κατανοητή μόνο από την οπτική της αντιπαράθεσης». Καθώς τα στρατεύματα του Πούτιν εισβάλλουν στην Ουκρανία, ο Raffaele Alberto Ventura ξαναδιαβάζει το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη Μπροστά στον πόλεμο [1].
«Αποδεικνύεται ότι, σε αντίθεση με τις επιθυμίες ορισμένων κουρασμένων διανοουμένων, η ιστορία δεν σταματά».
∼Κορνήλιος Καστοριάδης
Το βιβλίο Μπροστά στον πόλεμο, που εκδόθηκε το 1981, έχει την κακή φήμη ότι είναι ένα βιβλίο γεμάτο ανακριβείς προβλέψεις: αμέσως μόλις εκδόθηκε, ο Κορνήλιος Καστοριάδης κατηγορήθηκε για τις έντονα αντισοβιετικές του θέσεις, οι οποίες φαίνονταν να τείνουν προς τον διατλαντισμό, αλλά κυρίως για τη σκιαγράφηση από μέρους του μιας πανίσχυρης ΕΣΣΔ, τη στιγμή που αυτή έφτανε στην παρακμή της. Ο πρώην ιδρυτής του Socialisme ou Barbarie έβλεπε στον επεκτατισμό του ρωσικού γραφειοκρατικού-στρατιωτικού μηχανισμού έναν σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα κινδύνου, που άνοιγε την πιθανότητα κλιμάκωσης προς τον πόλεμο – έναν κίνδυνο που η πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, λίγα χρόνια αργότερα, φάνηκε να εξαλείφει. Φαίνεται όμως ότι απλώς τον ανέβαλε. Ακριβώς σαράντα χρόνια μετά, και στο έτος της εκατονταετηρίδας από τη γέννηση του Καστοριάδη, είναι καιρός να ανοίξουμε ξανά τις σελίδες του Μπροστά στον πόλεμο για να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ουκρανία. Τι σημασία έχει αυτό το διάκενο σαράντα ετών στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας;
Η προοπτική ενός παγκόσμιου πολέμου
Σύμφωνα με τα λόγια του φιλοσόφου, η «κατανόηση» είναι η προϋπόθεση για να αναζητήσουμε «μια διέξοδο από την παγίδα στην οποία φαίνεται να μας παγιδεύει η ιστορία». Ο Καστοριάδης δεν έβλεπε τον εαυτό του ως προφήτη ενός επερχόμενου τρίτου παγκόσμιου πολέμου, καθώς, από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου, διευκρινίζει κάτι που οι επικριτές του επέλεξαν να αγνοήσουν:
«Το μπροστά στον πόλεμο (Devant la guerre στα γαλλικά) δεν σημαίνει πριν από τον πόλεμο, όπως κάποιοι θα θεωρήσουν, και όπως έχουν ήδη θεωρήσει. Το βιβλίο αυτό δεν αφορά την πρόβλεψη ή την πιθανολογία, αλλά την ανάλυση του σύγχρονου κόσμου, η οποία είναι απαραίτητη ώστε να προσανατολιστούμε μέσα σε αυτόν».
Πρόκειται, επομένως, για τον εντοπισμό των τάσεων και των προσδοκιών που δομούν το γεωπολιτικό πεδίο: «Αυτό που υποστηρίζω, είναι ότι η κατάσταση αυτή είναι κατανοητή μόνο από την οπτική της αντιπαράθεσης». Αν υπάρχει μια κεντρική πεποίθηση που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Καστοριάδη, είναι ακριβώς η θέση που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ιστορικός ντετερμινισμός, δεν υπάρχει αναπόφευκτο πεπρωμένο, αφού τα πάντα μπορούν να δημιουργηθούν και να θεσπιστούν. Για να γίνει ακόμη πιο σαφές: «Αυτό που δεν υποστηρίζω είναι ότι ο πόλεμος –ο ρωσοαμερικανικός πόλεμος– θα γίνει αύριο, σε τρία χρόνια ή σε δεκατρία». Αυτό που έχει σημασία είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού του σοβιετικού κράτους, που είναι ενσωματωμένα στο κοινωνικό-ιστορικό φαντασιακό του:
«Η Ρωσία δεν θέλει τον πόλεμο –θέλει τη νίκη. Επιδιώκει αδιάκοπα την επέκταση της ισχύος της, η οποία πραγματώνεται με τη συνεχή ενίσχυση του στρατιωτικού της δυναμικού και μεταφράζεται σε έμμεσα εδαφικά κέρδη διαφόρων ειδών».
Το να λέμε ότι «βρισκόμαστε, για άλλη μια φορά, μπροστά στην προοπτική ενός παγκόσμιου πολέμου» δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι αυτή η προοπτική είναι εκείνη που κινητοποιεί τους εμπλεκόμενους στις επιλογές τους, στις επενδύσεις τους, στους φόβους τους, στις αποφάσεις τους: «η προοπτική του πολέμου έχει γίνει για ακόμα μια φορά καταλυτικό συστατικό και περιέχει την ανοιχτή αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων, ως μία ρεαλιστική δυνατότητα και πιθανότητα». Αν αυτό ίσχυε πριν από σαράντα χρόνια, δεν έπαψε να ισχύει έκτοτε και είναι αλήθεια ακόμη περισσότερο σήμερα: αν απαρνηθούμε την προοπτική του πολέμου ως «διαμορφωτικού παράγοντα των αποτελεσματικών εξελίξεων», θα είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πολλά πράγματα. Ο Πούτιν δεν είναι αυτός που αιτιολογεί τη στρατιωτική του επιχείρηση στον κίνδυνο εγκατάστασης αμερικανικών βάσεων στο έδαφος μιας παραμεθόριας χώρας, βάσεις που θα είχαν εγκατασταθεί με το πρόσχημα… μιας ρωσικής απειλής; Είναι η κότα ή το αυγό, όπως τα πιο τραγικά διλήμματα της θεωρίας παιγνίων, που ο Καστοριάδης αναφέρει στο βιβλίο του.
Η στρατικοποίηση της ρωσικής οικονομίας
Στο επίκεντρο των επιχειρημάτων του Καστοριάδη ήταν η ιδέα ότι η ΕΣΣΔ είχε μια οικονομία δύο ταχυτήτων: μια μίζερη «πολιτική» οικονομία και μια ακμάζουσα «στρατιωτική» οικονομία, καθώς υποδούλωνε άλλα έθνη. Πρόκειται για μια μαζική βιομηχανία υψηλών επιδόσεων, σαφώς προσανατολισμένη προς την επίθεση και όχι οργανωμένη γύρω από την ιδέα της άμυνας: για παράδειγμα, το ρωσικό ναυτικό, που αναπτύχθηκε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, έχει νόημα μόνο «είτε από την άποψη της υποστήριξης και της ενίσχυσης τοπικών επιθετικών επιχειρήσεων είτε, προφανώς, από την άποψη του ολοκληρωτικού πολέμου». Σελίδες επίσελίδων αφιερώνονται στην ακριβή μελέτη των δυνάμεων στο έδαφος, στους «λογαριασμούς του στρατιωτικού υλικού», σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με έκθεση παρά με βιβλίο φιλοσόφων.
Πολλές σελίδες αφιερώνονται στο μυστήριο του πώς λειτουργεί αυτή η πολεμική οικονομία και γιατί της δίνεται προτεραιότητα. Είναι καρπός της προσεκτικής ανάγνωσης των τρεχόντων γεγονότων αλλά και των χρόνων που ο Καστοριάδης εργάστηκε στον ΟΟΣΑ μελετώντας τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Η σοβιετική οικονομία «συγκροτείται από τη συστηματική απόσπαση των καλύτερων πόρων κάθε είδους –και, πρώτα και κύρια, φυσικά, των ανθρώπινων πόρων– σε όλους τους τομείς που ενδιαφέρουν τον στρατιωτικό μηχανισμό». Ο Καστοριάδης γνώριζε λοιπόν καλά τους παράγοντες που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν στην κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος.
«Τέτοια πολιτική ακολουθήθηκε, τέτοιοι γιγάντιοι εξοπλισμοί συσσωρεύτηκαν με σημαντική αποτελεσματικότητα, σε μια χώρα όπου οι λεγόμενες βασικές ανάγκες του πληθυσμού απέχουν ακόμη πολύ από το να ικανοποιηθούν, όπου ολόκληρη η πολιτική οικονομία βρίσκεται σε οικτρή κατάσταση, όπου η γεωργία –καθαρή πηγή εξαγωγών εδώ και χιλιετίες– δεν είναι σε θέση να θρέψει τον πληθυσμό».
Η κεντρική θέση του Καστοριάδη είναι ότι η Ρωσία βρισκόταν στη διαδικασία μετατροπής της σε «στρατοκρατία» [2]: «ο στρατός ως κοινωνικό σώμα αναλαμβάνει, μέσω των ανώτερων κλιμακίων του, την de facto κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της κοινωνίας». Η ανάλυση αυτή θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν χάσει τα πιο κλασικά δημοκρατικο-φιλελεύθερα χαρακτηριστικά τους και έχουν συγκλίνει προς το γραφειοκρατικό-ιμπεριαλιστικό μοντέλο που αποτελεί την ασθένεια του καπιταλισμού.
Η σοβιετική στρατικοποίηση λάμβανε χώρα εκείνη την εποχή εντός ενός πεδίου κρίσης: «Ενεργειακή κρίση, αυξανόμενος πληθωρισμός, κλονισμός και μπλοκάρισμα της μέχρι τότε φαινομενικά ήρεμης πορείας του σύγχρονου καπιταλισμού». Τότε, όπως και τώρα, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αύξηση των διεθνών εντάσεων χωρίς να δώσουμε μια ολιστική-συστημική ανάγνωση: «Υπάρχει ένα άθροισμα, ή μάλλον μια συνέργεια, ένας πολλαπλασιασμός και μια αμοιβαία εκθετική αύξηση αυτών των γεγονότων και των επιπτώσεών τους. Και αυτό γιατί –μετά τη φάση σχετικής σταθερότητας μεταξύ 1953 και 1973– επιστρέφουν σε αυτό για να το επιδεινώσουν, ως εκδηλώσεις μιας βαθιάς κρίσης του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας».
Το σοβιετικό καθεστώς «περνάει μια χρόνια ασθένεια από την οποία δεν μπορεί να βγει. Είναι τόσο ανίκανη να ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις όσο και να δημιουργήσει μεταρρυθμιστές». Πράγματι, είναι ένα «εσωτερικό αδιέξοδο της ρωσικής γραφειοκρατικής κοινωνίας» που καθορίζει την «ορμητική ροπή της προς την ιμπεριαλιστική επέκταση». Είναι η αποτυχία του πολιτικού οικονομικού της μοντέλου, του λεγόμενου «σοσιαλισμού» που η ΕΣΣΔ πληρώνει, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της στη στρατιωτική οικονομία.
Αλλά τελικά, αυτή η αποτυχία δεν είναι παρά η συνέπεια της επιλογής, εγγενής στον φερόμενο ως σοσιαλισμό, να τρέφεται μια κάστα γραφειοκρατών και στρατιωτικών – «ο στρατός απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των πόρων της χώρας», το κόμμα είναι «λειτουργικά ένα παράσιτο» –αντί να αναδιανέμεται ο πλούτος στον πληθυσμό, ώστε να μπορεί να παράγει και να καταναλώνει τα αγαθά που πραγματικά χρειάζεται. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ο οποίος ήταν επίσης επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, μια διαφορετική κατανομή των πόρων και διαφορετικές προτεραιότητες από την «ποσοτική και ποιοτική επέκταση της στρατιωτικής κοινωνίας» θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια πιο ευημερούσα, ισότιμη και επομένως ειρηνική οικονομία.
Πίσω από τον σοσιαλισμό, η ρωσική αυτοκρατορική ιδεολογία
Μπορούμε να εφαρμόσουμε στη Ρωσία του Πούτιν τις αναλύσεις που έκανε ο Καστοριάδης για τη «σοσιαλιστική» ΕΣΣΔ; Ναι, και για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο φιλόσοφος επέμεινε πολύ στον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα των μετασχηματισμών που επέφεραν τα ψευδο-σοσιαλιστικά καθεστώτα, γεγονός που συνεπάγεται μια ισχυρή συνέχεια μεταξύ της σημερινής κατάστασης και αυτής πριν από σαράντα χρόνια. Ο μαρξισμός-λενινισμός επέτρεψε να αναδυθεί ένα ορισμένο πολεμικό φαντασιακό, μια «αναπαράσταση αυτού του κόσμου με καθαρούς όρους σχέσεων ισχύος». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Καστοριάδης μπορούσε να δει ότι η κρίση της ΕΣΣΔ θα είχε αναδείξει μια βαθύτερη διάσταση:
«Η μόνη ιδεολογία που παραμένει ή μπορεί να παραμείνει ζωντανή στη Ρωσία είναι ο σοβινισμός της Μεγάλης Ρωσίας. Το μόνο φαντασιακό που παραμένει ιστορικά αποτελεσματικό είναι το εθνικιστικό – ή αυτοκρατορικό. Αυτό το φαντασιακό δεν χρειάζεται το Κόμμα – παρά μόνο ως μάσκα και, πάνω απ’ όλα, ως όχημα προπαγάνδας και δράσης, για διεθνή διείσδυση. Ο οργανικός φορέας του είναι ο στρατός».
Έτσι, ο Καστοριάδης έβλεπε ήδη ξεκάθαρα τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν την πτώση της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένου του θριάμβου ενός συγκεκριμένου ανώτερου αξιωματούχου της KGB που κυβερνούσε τη χώρα επί είκοσι χρόνια:
«Υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι η Ρωσία δεν θα πρέπει πλέον να αναφέρεται ως μια κοινωνία που κυριαρχείται από το ολοκληρωτικό Κόμμα/Κράτος, αυτό το δημιούργημα του Λένιν που τελειοποιήθηκε από τον Στάλιν. Όλα δείχνουν ότι η ρωσική κοινωνία θα πρέπει να θεωρείται όλο και περισσότερο ως μια στρατοκρατική κοινωνία, όπου το κοινωνικό σώμα του στρατού είναι το υπέρτατο παράδειγμα αποτελεσματικής κυριαρχίας (και όχι μόνο ο υπέρτατος εγγυητής της καθεστηκυίας τάξης, εσωτερικά και εξωτερικά)».
Η πτώση της ΕΣΣΔ, αυτό το μείζον γεγονός που ο Καστοριάδης κατηγορείται ότι δεν είχε προβλέψει, αφού επέμενε στη σοβιετική απειλή, είναι ήδη αυτονόητο στην ανάγνωσή του: «Επί εξήντα χρόνια, το Κόμμα προσπαθεί να οργανώσει και να εκσυγχρονίσει την κοινωνία – απέτυχε παταγωδώς». Γιατί είναι ο στρατός «ο μόνος σύγχρονος τομέας και φορέας σε αυτή την κλονισμένη κοινωνία, ο μόνος που είναι λειτουργικά αποτελεσματικός, και όλο και περισσότερο ο μόνος που είναι “ιδεολογικά” (ή φαντασιακά) αποτελεσματικός, επειδή είναι η οργανική και “φυσική” ενσάρκωση της εθνικιστικής, μεγαλο-ρωσικής, “αυτοκρατορικής” ιδεολογίας και φαντασιακού, ενώ η ιδεολογία του Κόμματος γίνεται όλο και πιο άσχετη».
Αν ο ρωσικός στρατός είναι τόσο πολύ πιο αποτελεσματικός από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν η στρατιωτική οικονομία είναι τόσο πολύ πιο αποτελεσματική από την αντίστοιχη πολιτική, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «έχει απελευθερωθεί από τον de facto εναγκαλισμό του Κόμματος, από τις παρεμβάσεις του, από τις ψευδείς στατιστικές του, από τους διορισμούς του που βασίζονται αποκλειστικά στην ένταξη σε μια συγκεκριμένη φυλή ή πολιτική κλίκα κ.λπ.»
Βασικά, η λεγόμενη «κομμουνιστική» ιδεολογία δεν ήταν ήδη εκείνη την εποχή τίποτα περισσότερο από ένα πρόσχημα για τα σχέδια καριέρας των γραφειοκρατών στην υπηρεσία του δικού τους σχεδίου κοινωνικής επέκτασης:
«Ο εθνικο-κομμουνισμός του ρωσικού Κόμματος είναι η συνύφανση του τρόπου κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που αρμόζει στον γραφειοκρατικό μηχανισμό με τα φαντασιακά του νοήματα –Ρωσικό Έθνος, Αυτοκρατορία– στολισμένα με κάποια απομεινάρια μαρξιστικού λεξιλογίου».
Η ανάλυση του Καστοριάδη εμφανίζεται σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η μαρξιστική μάσκα έχει εξαϋλωθεί πλήρως: «Η Ρωσία εμπλέκεται, με συνεχή τρόπο, σε μια διαδικασία επέκτασης της κυριαρχίας της, άμεσης ή έμμεσης, στην οποία οι φάσεις της «αποκλιμάκωσης» είναι μόνο στιγμές τακτικής ή «υποχρεωτικές» παύσεις». Και έτσι οι τελευταίες δεκαετίες εμφανίζονται τελικά ως μια μακρά, υποχρεωτική παύση, ο χρόνος για ένα οικονομικό σύστημα να ανακτήσει τις δυνάμεις του μετά την κατάρρευση της προηγούμενης ενσάρκωσής του.
Η θεωρία της στρατοκρατίας
Στο επίκεντρο της θεωρίας του Καστοριάδη, και συνεπώς της πρόβλεψής του, βρίσκεται η ιδέα ότι η Ρωσία είναι καταδικασμένη σε επέκταση από την ίδια τη δομή του καθεστώτος της:
«Υπάρχει μια ουσιαστική αντίθεση μεταξύ του ρωσικού καθεστώτος και των δυτικών καθεστώτων. Τα τελευταία βρίσκονται σε ένα στάδιο της εξέλιξής τους όπου η λειτουργία τους δεν απαιτεί πλέον εδαφική επέκταση της κυριαρχίας – πόσο μάλλον άμεση εδαφική κυριαρχία – αλλά μπορούν να ικανοποιούνται με τη διατήρηση του status quo. Το ότι συμβαίνει αυτό, οφείλεται στο γεγονός ότι, σε γενικές γραμμές, αυτό το status quo είναι ικανοποιητικό, από πραγματιστική άποψη, τόσο για τα κυρίαρχα στρώματα όσο και για την πλειοψηφία των πληθυσμών των δυτικών χωρών».
Στη Ρωσία, από την άλλη πλευρά, «οι δυνάμεις και η αδράνεια οδηγούν ακαταμάχητα σε μια πολιτική επέκτασης». Δεδομένου ότι η σοσιαλιστική οικονομία δεν εγγυάται την ανάπτυξη, δεδομένου ότι η γραφειοκρατία πρέπει να αποσπάσει την υπεραξία, επιβάλλεται μια οικονομία αρπαγής και εξαγωγής. Για να το θέσουμε αλλιώς: «Η εξωτερική επέκταση είναι, σε αυτή την κατάσταση, η μόνη «διέξοδος» του καθεστώτος – και μάλιστα για όλα τα κυρίαρχα στρώματα μαζί (τόσο για το «πολιτικό κόμμα» όσο και για τη στρατιωτική κοινωνία)».
Μπορεί να αντιτείνει κανείς ότι δεν είναι μόνο οι σοσιαλιστές γραφειοκράτες που ζουν έναν αυτοκρατορικό τρόπο ζωής εις βάρος των αποικιών τους… Αλλά η διαφορά με τον δυτικό καπιταλισμό είναι σημαντική, καθώς το στρατοκρατικό σύστημα φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ακριβώς για να αποτρέψει την ανάπτυξη, επειδή η ανάπτυξη σημαίνει τον σχηματισμό μιας κοινωνίας των πολιτών, και ο σχηματισμός μιας κοινωνίας των πολιτών σημαίνει τον κίνδυνο εξισωτικών αιτημάτων που θα έθεταν το σύστημα εξουσίας σε κρίση:
«Μια πραγματική «ανάπτυξη» της μη στρατιωτικής οικονομίας δεν ενδιαφέρει [τη σοβιετική ηγεσία]. Και αυτό γιατί μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν, ως ένα βαθμό, και μια εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας -της μη στρατιωτικής κοινωνίας- η οποία θα μπορούσε να τείνει να μειώσει την υποταγή της στον έλεγχο των κυρίαρχων φορέων».
Σε κάθε περίπτωση, η στρατικοποίηση των σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι επίσης συνέπεια της αποτυχίας τους. «Υπάρχει μια κοινωνικό-ιστορική λογική – δηλαδή η sui generis συνοχή που επιβάλλεται μέσα από την ασυνέπεια και τον παραλογισμό του γραφειοκρατικού συστήματος». Αυτό είναι που ο Καστοριάδης θα αποκαλέσει, ξαναδιαβάζοντας τη Χάνα Άρεντ, «πλήρη και ολοκληρωτικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό».
Ή θέτοντάς το πιο ωμά: «Η Ρωσία είναι καταδικασμένη να προετοιμάζεται για πόλεμο, επειδή δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο».
Αυτό αποτελεί έναν πραγματικό φαύλο κύκλο: αφού η πολιτική κυριαρχία λειτουργεί όλο και λιγότερο, η καταστολή πρέπει να τελειοποιηθεί. Αυτή είναι μια ακόμη αναλογία ως προς τον πρόσφατο εκφυλισμό των καπιταλιστικών κοινωνιών, οι οποίες καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην αστυνομική καταστολή ακόμη και στους δρόμους του Παρισιού. Η σοβιετική επέκταση, από την άλλη πλευρά, επιτυγχάνεται «με τίμημα τη στρατικοποίηση της κοινωνίας, την τερατώδη διόγκωση του στρατού, στον οποίο θυσιάζονται τα πάντα και ο οποίος, και σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι ο μόνος τομέας της κοινωνίας που λειτουργεί αποτελεσματικά. Η Κούβα και το Βιετνάμ, ως στρατιωτικές κοινωνίες, είναι αναπαραγωγές σε μικρογραφία της ρωσικής στρατιωτικής κοινωνίας».
Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν πρέπει να πιστεύει κανείς τα «γελοία (ως επί το πλείστον μη αθώα) λόγια περί «περικύκλωσης» της Ρωσίας, την ανασφάλεια και την αγωνία των φτωχών ενοίκων του Κρεμλίνου»: αν κάποιοι δημοσιογράφοι το γνώριζαν αυτό, θα είχαν αποφύγει να πιστέψουν τον αντιφατικό λόγο του Πούτιν. Τι είναι αυτή η περικύκλωση; «Είναι το γεγονός ότι η Γη είναι στρογγυλή», σχολιάζει ειρωνικά ο Καστοριάδης.
Ο Καστοριάδης θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι υπηρετεί μια πολεμική ρητορική με διατλαντική σφραγίδα. Πράγματι, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι «σε αυτή τη στρατιωτική και εδαφική επέκταση, το δυτικό στρατόπεδο είναι ανίκανο, για βαθύτατους και μόνιμους λόγους, να αντιταχθεί αποτελεσματικά». Φοβάται μια «de facto συνθηκολόγηση χωρίς μάχη». Αναρωτιέται «αν, πότε και σε ποιο σημείο το «δυτικό στρατόπεδο» –στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ και το Πεντάγωνο– θα κρίνουν (…) ότι έχει επιτευχθεί ένα όριο». Ωστόσο, δεν ενθαρρύνει μια στρατιωτική επίθεση, αλλά μάλλον μια αφύπνιση των λαών, και ιδιαίτερα του ρωσικού λαού, ενάντια σε οποιαδήποτε στρατιωτική κλιμάκωση.
Ακόμη και σήμερα, οι μεγαλύτερες ελπίδες προέρχονται από τις διαδηλώσεις για την ειρήνη στους δρόμους των ρωσικών πόλεων.
Γι’ αυτό το λόγο το Μπροστά στον πόλεμο απέχει πολύ από το να είναι ένα αντι-ρωσικό βιβλίο, αφού αντίθετα καταγγέλλει την εκμετάλλευση του ρωσικού λαού από τους ηγέτες του ως αιτία της επεκτατικής δυναμικής. Όμως οι ειρηνιστικές διαδηλώσεις μπορούν να επικρατήσουν μόνο με την εκκαθάριση του εθνικιστικού κοινωνικού φαντασιακού που κυβερνά τη Ρωσία:
«Το εθνικιστικό φαντασιακό είναι εδώ λοιπόν μια κενή μορφή και μια παρωδία: μια επίπεδη μυθοπλασία, ένα σύνολο από κομμάτια που δεν είναι καλά δεμένα μεταξύ τους. Η έννοια έθνος σε αυτή την περίπτωση δεν αναφέρεται σε κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, αναφέρεται στην απλή συσσώρευση ενός μεγάλου αριθμού ατόμων που συγκρατούνται από τα σιδερένια δεσμά της κρατικής εξουσίας και έναν κατάλογο περιγραφικών εμπειρικών χαρακτηριστικών».
Μια αμερικανική στρατιωτική αντίδραση θα ήταν, αντίθετα, μια καταστροφή. Αν το Μπροστά στον πόλεμο μπορεί επί σαράντα χρόνια να φαινόταν στη χειρότερη ένα «αποτυχημένο βιβλίο» και στην καλύτερη ένα «ξεπερασμένο βιβλίο», τώρα έχει γίνει εντυπωσιακά επίκαιρο. Οι αναλύσεις που προτείνει είναι πειστικές, τα ερωτήματα που θέτει είναι επείγοντα. Όπως αυτό:
«Το ερώτημα είναι πότε η ρωσική συσσώρευση τοπικών πλεονεκτημάτων θα θεωρηθεί ξαφνικά από τους Αμερικανούς ότι κινείται προς το παγκόσμιο – και τι θα συμβεί τότε».
Μια τέτοια εξέλιξη σαφώς δεν φέρνει καλά νέα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Cornelius Castoriadis, Devant la guerre : les réalités, Fayard, 1981, 286 σελίδες, μετάφραση στα ελληνικά: εκδόσεις Ύψιλον, 1986
[2] «stratocratie» στο κείμενο.
* Σημείωμα της μεταφράστριας (ή συζήτηση με έναν φίλο):
Το να διαμορφώσεις άποψη σε σχέση με ένα βιβλίο διαβάζοντας μονάχα ένα κείμενο ανάλυσης είναι μια ιδιαίτερη άσκηση ακροβασίας. Πόσο μάλλον όταν ο κειμενογράφος, ηθελημένα ή μη, δεν διαχωρίζει ποιες θέσεις είναι δικές του και ποιες του συγγραφέα που αναλύει. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την αξία αυτής της ανάλυσης, που παραμένει ενδιαφέρουσα και χρήσιμη. Ωστόσο, ο ρόλος που διαδραματίζει, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι μάλλον εκείνος ενός καθολικού επεξηγηματικού μοντέλου (κάτι που πιθανόν να πιστεύει ο κειμενογράφος), αλλά απλώς ένα βήμα σε μια “διαλεκτική συζήτηση”, μια συνεκτική γενίκευση, της οποίας η προσεκτική κριτική μπορεί να ανοίξει την πόρτα για μια καλύτερη κατανόηση του τι συμβαίνει.
Η εικόνα του σοβιετικού συστήματος που παρουσιάζει ο Καστοριάδης είναι, σε μεγάλες γραμμές, αρκετά σωστή, νομίζω. Ο ισχυρισμός όμως ότι υπάρχει ισχυρή συνέχεια μεταξύ του μεταπολεμικού σοβιετικού κρατικού μηχανισμού και της σημερινής Ρωσίας είναι προϊόν ενός μάλλον αμφίβολου λογικού συνειρμού. Αντίστοιχα, η θεώρηση πως στη Ρωσία η μόνη ιδεολογία που παραμένει ζωντανή είναι ο μεγαλο-ρωσικός εθνικισμός είναι μια αρκετά ασαφής και μάλλον ντετερμινιστική θέση, και μάλιστα σε ένα κείμενο που συμφωνεί με τη θέση πως «δεν υπάρχει ιστορικός ντετερμινισμός». Παράλληλα, οι γενικεύσεις ως προς το μοντέλο κοινωνίας που διατρέχει τη ρωσική ιστορία, μαρτυρούν μια κάπως ελλιπή γνώση της. Όπως και η ιστορία οποιασδήποτε άλλης χώρας, έχει περάσει από πολύ διαφορετικές φάσεις, αλλαγές προσανατολισμού, πολιτικής ή και φαντασιακού, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που είναι τόσο αγαπητός στον Καστοριάδη.
Μακριά από τα πιο αφηρημένα σχήματα της πολιτικής φιλοσοφίας θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως αυτό που βλέπουμε τώρα δεν είναι μια λογική αντίδραση στο πλαίσιο μιας οπτικής της αντιπαράθεσης, αλλά μάλλον μια τρελή παρόρμηση ενός όντος που δεν μπορεί να ακουστεί, να δει, να ληφθεί υπόψη. Από ένα σημείο και μετά, η επιθυμία του να καταστείς ορατός σε κάνει να ξεχνάς το τίμημα αυτής της ορατότητας. Η πολιτική είναι σε μεγάλο βαθμό ορθολογική, αλλά μερικές φορές – καθόλου.
Κορνήλιος Καστοριάδης «Η κοινωνία ενάντια στη γραφειοκρατία – 3 συνεντεύξεις»