Από τον οικοφεμινισμό έως τη δημοκρατία: μια κριτική προσέγγιση

0

Ένα πολεμικό άρθρο της Janet Biehl (συγγραφέας και σύντροφος ζωής του Μάρεϊ Μπούκτσιν) για τα όρια των κλειστών οικοφεμινιστικών τάσεων έναντι μιας φεμινιστικής και δημοκρατικής προοπτικής. Απόσπασμα από το βιβλίο της ιδίας Rethinking Ecofeminist Politics (Boston: South End Press, 1991), σελ. 150-157.

Η κοινωνική οικολογία κάνει τη διάκριση μεταξύ της κρατικής διαχείρισης, ως ενός συστήματος διαχείρισης του δημόσιου χώρου μέσω επαγγελματιών διαχειριστών και του νομικού τους μονοπωλίου στη βία αφενός, και αφετέρου της πολιτικής ως μιας διαχείρισης της κοινότητας σε δημοκρατική και πρόσωπο-με-πρόσωπο βάση από το κοινωνικό σώμα. Ο ελευθεριακός δημοτισμός της κοινωνικής οικολογίας παρέχει ένα πλαίσιο για την αναδημιουργία της πολιτικής ζωής ως συμμετοχικής δημοκρατικής διαδικασίας. [1] Έτσι, η πολιτική σφαίρα όχι μόνο διατηρείται και διευρύνεται ευρέως, αλλά η έννοια της πολιτικής αναδιατυπώνεται ώστε να φέρει τη λήψη αποφάσεων όσο το δυνατόν πιο κοντά στον λαό – στο πιο λαϊκό, δηλαδή, επίπεδο που είναι πολιτικά εφικτό, όπως στις λαϊκές συνελεύσεις.

Ο αγώνας αμφισβήτησης των ιδιωτικών συμφερόντων που καταστρέφουν τη βιόσφαιρα πρέπει να αποτελεί έναν πολιτικό αγώνα. Χρειάζεται να οργανωθεί γύρω από τη δημιουργία αυτής της νέας αντιθετικής πολιτικής σφαίρας, της πρόσωπο-με-πρόσωπο συμμετοχικής δημοκρατίας. Πράγματι, η σημασία ενός ζωτικού δημόσιου χώρου για την οικολογική πολιτική είναι ανεκτίμητη. Τίποτα λιγότερο από την εξάλειψη του καπιταλισμού και του έθνους-κράτους – πράγματι, η αναδιάρθρωση της κοινωνίας σε αποκεντρωμένες, συνεταιριστικές κοινότητες θα καταστήσει δυνατή μια υγιή και με έγνοια δημόσια και ιδιωτική ζωή. Το δημοκρατικό πολιτικό πεδίο –σε αντίθεση με το κρατικό δημόσιο πεδίο– είναι το μόνο πεδίο που έχουμε που έχει την προοπτική να αμφισβητήσει τόσο τα ιδιωτικά συμφέροντα που καταστρέφουν τη βιόσφαιρα όσο και τις δημόσιες ιεραρχίες που επιχειρούν να υποβαθμίσουν και να εργαλειοποιήσουν τα ανθρώπινα όντα.

Αν οι οικοφεμινίστριες αφήνουν εκτός την έννοια της πόλεως από την κοινότητά τους για χάρη του οίκου, περιορίζουν τον έναν χώρο που μπορεί σοβαρά να αμφισβητήσει την ιεραρχία τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό πεδίο: τη συμμετοχική δημοκρατική πολιτική.

Η ελευθεριακή δημοτιστική προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας υποστηρίζει τοπικές λύσεις όπου είναι δυνατόν. Οι αποκεντρωμένες κοινωνικές ρυθμίσεις θα επέτρεπαν να διασφαλιστεί ότι τα άτομα, άνδρες και γυναίκες, έχουν πλήρη πρόσβαση στην πολιτική ζωή. Σε αυτό το νέο πολιτικό πεδίο, οποιαδήποτε αντικρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα που υπάρχουν εντός μιας κοινότητας θα μπορούν να αντιμετωπιστούν και να υποστηριχθούν σε κοινή θέα από κάθε πολίτη. Η συνοχή μιας τέτοιας πολιτείας προκύπτει όχι από τη θρησκεία αλλά από ένα κοινό πολιτικό ιδεώδες και έναν μορφωμένο πολίτη, του οποίου ο ίδιος του ο λόγος ύπαρξης είναι η συζήτηση και η διαβούλευση, η επιχειρηματολογία και η συμφωνία, οι συγκρούσεις ιδεών και ανησυχιών και η λήψη αποφάσεων με βάση την πλειοψηφία – με, περιττό να πούμε, τις μειονότητες ελεύθερες να διαφωνούν δημοσίως. Ως μέρος της κοινότητας, μια τοπική πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατική πολιτεία θα ενσωματωθεί στην αμοιβαία αλληλεξάρτηση των πολιτών της.

Καθώς οι δημοτικοί δημοκρατικοί πολιτικοί χώροι διευρύνονται και ενισχύονται με τη λαϊκή συμμετοχή, μπορούν να ενωθούν ώστε να αποτελέσουν μια διπλή δύναμη έναντι της εξουσίας του κράτους. Αυτή η διπλή εξουσία θα ήταν ισχυρή επειδή προέρχεται από λαϊκούς θεσμούς, θεσμούς στους οποίους οι πολίτες διατηρούν τις δημοκρατικές τους ελευθερίες. Έτσι θα βλέπαμε την ενσάρκωση του κοινοτικού ιδεώδους σε μια νέα, διαφωτισμένη μορφή.

Είναι σαφές πως τα συμφέροντα του κεφαλαίου ξεπερνούν ακόμη και τα όρια του έθνους-κράτους, πόσο μάλλον αυτά της κοινότητας. Η καταπολέμηση των μεγάλων οικονομικών οντοτήτων, που λειτουργούν ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, απαιτεί μεγάλο αριθμό δήμων να συνεργαστούν. Για την αντιμετώπιση μακροκοινωνικών δυνάμεων όπως ο καπιταλισμός, οι πολιτικές κοινότητες, σύμφωνα με την προσέγγιση του ελευθεριακού δημοτισμού, θα αποκαταστήσουν την αρχή της συνομοσπονδίαςμια αρχή που εδώ και αιώνες προωθήθηκε από ριζοσπαστικούς στοχαστές ως εναλλακτική λύση στο έθνος-κράτος. Για να μην ξεχνούμε αυτή τη μεγάλη ιστορική παράδοση και τη σύγκρουσή της με τον κρατισμό, η συνομοσπονδία αποτελεί τον σύνδεσμο των κοινοτήτων σε επίπεδο γειτονιάς, πόλης, γεωγραφικού διαμερίσματος, περιφέρειας έτσι που η εξουσία να προκύπτει από κάτω προς τα πάνω, και όχι το αντίθετο που συμβαίνει με το έθνος-κράτος. Σε μια συνομοσπονδιακή κοινωνία, όσο πιο ψηλά πηγαίνουμε στον συντονισμό των προσπαθειών μας για τη διοίκηση της κοινωνίας, τόσο περισσότερο μειώνεται το δικαίωμα διαμόρφωσης πολιτικής, έτσι που τα ανώτατα συνομοσπονδιακά συμβούλια δεν έχουν καμία εξουσία πέραν από αυτήν του συντονισμού και της διοίκησης. Η διαμόρφωση της πολιτικής, εν ολίγοις, γίνεται στο λαϊκό επίπεδο της κοινωνίας και η διαχείρισή της εκτελείται από συνομοσπονδιακά συμβούλια. Περιττό να πούμε ότι, σε μια πραγματικά δημοκρατική πολιτεία, οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να υποστηρίξουν τις ατομικές τους απόψεις άμεσα και κατά πρόσωπο, χωρίς να εκχωρούν τα δικαιώματά τους σε αντιπροσώπους που μπορεί να υπόκεινται ή όχι σε πιέσεις ειδικών συμφερόντων. Οι αποφάσεις της πολιτικής λαμβάνονται από τον λαό και όχι από αντιπροσώπους.

Ως εκ τούτου, η δημοκρατική πολιτειότητα έχει τις δικές της ξεχωριστές αρετές, τους δικούς της ξεχωριστούς τρόπους συμπεριφοράς, τις δικές της ξεχωριστές σχέσεις, όπως έχει επισημάνει η Mary Dietz. «Η σχέση της είναι αυτή των πολιτικά ομότιμων ανθρώπων· η καθοδηγητική της αρετή είναι ο αμοιβαίος σεβασμός· πρωταρχική της αρχή είναι η “θετική ελευθερία” της δημοκρατίας και της αυτοκυβέρνησης, όχι απλώς η “αρνητική ελευθερία” της μη εμπλοκής» [2]. Στον βαθμό που οι πολίτες σε μια δημοκρατική πολιτεία ασχολούνται με θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτρέψουν στα ιδιωτικά τους συμφέροντα να τους παρεκκλίνουν. Τουλάχιστον, η προσοχή κάποιου θα στρέφεται προς-τα-έξω, όχι μόνο προς-τα-μέσα, σε καθαρά πνευματικές ή εσωτερικές ανησυχίες. Η δημοκρατική διαδικασία περιλαμβάνει την αποδοχή αντικειμενικών, εξωτερικών πολιτικών διαδικασιών, που μπορεί να σημαίνει την αναβολή των ιδιωτικών, ειδικών συμφερόντων που δεν εξυπηρετούν το κοινό καλό.

Επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω ότι δεν υποστηρίζω πως η προσωπική ζωή θα πρέπει να θυσιάζεται χάριν της πολιτικής ζωής. Αντίθετα, πιστεύω ότι οι δυο τους πρέπει να συνυπάρχουν με έναν ισορροπημένο, ορθολογικό και πραγματικά οικολογικό τρόπο. Η προσοχή στο προσωπικό επίπεδο από μόνη της αποτελεί και θα αποτελεί πάντα ένα μεγάλο ατομικό αλλά και κοινωνικό ζήτημα. Τα ανθρώπινα όντα έχουν ζωτικές ανάγκες για αυτο-έκφραση, αγάπη, παιχνίδι, συσχέτιση με ένα συγκεκριμένο μέρος, με τη μη ανθρώπινη φύση, καθώς και για στενές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Έχουν ζωτική ανάγκη για μια πνευματική διάσταση στη ζωή τους – με την ευρύτερη έννοια του όρου– μια διάσταση που λείπει πολύ από την κοινωνία μας. Όλες αυτές οι ανάγκες έχουν ισχυρές κοινωνικές επιπτώσεις και δεν μπορούν να απομονωθούν από τα είδη των θεσμών, των κοινοτήτων και των μορφών συσχετίσεων που θα υπάρξουν εντός μιας οικολογικής κοινωνίας.

Αλλά πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν, όντως, ορισμένες διαφορές μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού υπό αυτή την έννοια.

Οι οικειότητες και οι στενές σχέσεις που αναπτύσσουμε στην προσωπική μας ζωή δεν μπορούν να μεταφερθούν συλλήβδην στις σχέσεις που χρειάζεται να δημιουργηθούν εντός μιας δημοκρατικής πολιτικής. Δεν μπορούν όλοι να γνωρίζουν τον καθένα που αποτελεί μια ευμεγέθη κοινότητα – σίγουρα όχι στον βαθμό που κάποιος γνωρίζει τα μέλη της οικογένειάς του, τους εραστές του, τους προσωπικούς του φίλους και άλλους οικείους του. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι μια ορισμένη αντικειμενικότητα είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή των πολιτικών υποθέσεων, οι οποίες αφορούν άτομα που δεν μας είναι οικεία. Πέρα από τον κύκλο των οικείων μας, πρέπει να δημιουργηθούν πολιτικοί θεσμοί που περιλαμβάνουν τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, ειδικά αν επιδιώκουμε να επιτύχουμε μια συμμετοχική δημοκρατία. Προϋπόθεση μιας τέτοιας δημοκρατίας είναι ένας προσεκτικά σχηματισμένος θεσμικός ιστός μέσω του οποίου η διαφωνία καθώς και η συμφωνία μπορούν να εκφραστούν επαρκώς. Εν συντομία, χρειάζεται η οργάνωση και ο συντονισμός των δομών που θα κάνει εφικτή την προσωπική και πολιτική ελευθερία.

Σε οποιαδήποτε δημοκρατική πολιτεία –άξια του ονόματός της–, χρειάζεται να λογοδοτεί κανείς στους συμπολίτες του, όχι μόνο στους φίλους και τους εραστές του. Ακόμη και στην πολιτική ζωή μιας τοπικής κοινότητας, μια ορισμένη αντικειμενικότητα είναι αναπόφευκτη – ώστε να διασφαλιστεί, για παράδειγμα, ότι η καθεμία είναι ελεύθερη να ασκήσει τα δικαιώματά της ή ότι οι αποφάσεις έχουν ληφθεί σωστά ή ότι δεν έχει επιδειχθεί κάποια ευνοϊκότητα, ή ότι οι μειονότητες μπορούν να διαφωνούν ελεύθερα. Ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό πλαίσιο χρειάζεται ώστε η αλληλεπίδραση των αντικρουόμενων απόψεων να μπορεί να εκφραστεί με δημιουργικό και εκπαιδευτικό τρόπο. Δεν γίνεται να περιμένουμε από τους πολίτες να μάθουν τις απόψεις των άλλων ή να απαντήσουν στις δικές τους προκλήσεις, εάν οι διαφορές τους αποσιωπούνται από μια ηθική τυραννία της επιδίωξης συναίνεσης ή από την αυξανόμενη πεποίθηση ότι όλες οι ιδεολογικές συγκρούσεις είναι μορφές βίας. Ακόμη κι αν κάποιος υιοθετήσει μια διαδικασία συναίνεσης στη λήψη αποφάσεων, θα απαιτούσε τουλάχιστον έναν αντικειμενικό διαμεσολαβητή [facilitator]. Αυτή η αντικειμενικότητα δεν αποτελεί ένα ζήτημα αποξένωσης ή απουσίας ενσυναίσθησης ή φροντίδας, ούτε είναι ένα θέμα «ελέγχου και ρύθμισης της φύσης», όπως το ονομάζει ο Plant. [3] Είναι απλώς ένα θέμα του να συμπεριφέρεσαι με ώριμο, υπεύθυνο και δίκαιο τρόπο με τον οποίο ο καθένας θα έχει την ευκαιρία να εκφράσει πλήρως τις ιδέες του.

Οι αρετές, οι σχέσεις και οι πρακτικές που είναι απαραίτητες για μια συμμετοχική δημοκρατία δεν είναι «αντρικές» ή «αρσενικές» αλλά ανθρώπινες. Ως πολιτικά πλάσματα, τα ανθρώπινα όντα ως τέτοια μπορούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις της κοινότητας έτσι ώστε τα άτομα μέσα σε αυτήν να μπορούν να ικανοποιούν τον εαυτό τους. Τα πολιτικά κινήματα εξαρτώνται από τη βούληση των ξεκάθαρων, κριτικών, εξατομικευμένων πολιτών που παλεύουν για αρχές – μερικές φορές πάνω και πέρα από τις προσωπικές τους ανάγκες.

Αντί να εργάζονται στο να αντικαταστήσουν τις αρετές της πόλεως με αυτές ενός οίκου που τους έχει καταπιέσει ιστορικά, οι γυναίκες χρειάζεται να εμπλακούν στον πολιτικό κόσμο ως μέρος μιας πραγματικά απελευθερωτικής πολιτικής και να διεκδικήσουν την πολιτειότητα για τον εαυτό τους. Πρέπει επιτέλους να ξεφύγουν από τον οίκο –είτε πρόκειται για τον κυριολεκτικό οίκο του νοικοκυριού είτε για τον μεταφορικό οίκο των «γυναικείων αξιών»– και να εργαστούν για να διευρύνουν όλο το φάσμα των ανθρώπινων ικανοτήτων τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες παύουν να είναι γυναίκες, με την πλήρη αναγνώριση της μοναδικότητας και των ιδιοτήτων τους, αλλά ότι ξεπερνούν τους ασφυκτικούς περιορισμούς που έχουν τεθεί εδώ και πολύ καιρό στην ανάπτυξη των ικανοτήτων τους ως ανθρώπων από την πατροκεντρική κοινωνία.

Οι ανθρώπινες ικανότητές τους –συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας του ορθού λόγου– είναι ίσες με αυτές των ανδρών. Η βιολογία των γυναικών δεν είναι απλώς ένα ζήτημα των αναπαραγωγικών οργάνων· είναι ζήτημα του μυαλού τους και των πνευματικών ικανοτήτων που αυτά τα μυαλά παρέχουν. Το μυαλό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και τις καθιστά πλήρως ικανές να σκεφτούν και να συμμετάσχουν στην πολιτική, καθώς και να έχουν έναν πλούτο άλλων ευαισθησιών. Η ηθική και πολιτική δυνατότητα, τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών, τους δίνει την επαναστατική προοπτική να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη «βιολογία ως πεπρωμένο» αλλά και οποιαδήποτε καταπιεστική κοινωνική κατασκευή και κοινωνικοπολιτική δομή συναντήσουν.

Η αποδοχή των κοινωνικών κατασκευών του «γυναίκα = φύση», που επιβάλλει τον πατροκεντρισμό μέσα σε ένα φεμινιστικό κίνημα, είναι ένας δούρειος ίππος. Για να καταστεί ένας οικολογικός φεμινισμός απελευθερωτικός για τις γυναίκες, θα πρέπει να δεσμευτεί στο να επεκτείνει το εύρος των επιλογών τους ενάντια στις ντετερμινιστικές δυνάμεις, είτε βιολογικές, είτε πολιτισμικές, είτε οικονομικές, και όχι να περιορίσει την πολιτική σε έναν «προσωπικό και ιδιωτικό» τομέα. Εάν οι γυναίκες στα οικολογικά κινήματα πρόκειται να «βρουν τον δρόμο τους», θα πρέπει να υπάρξει ένας τέτοιος δρόμος που θα τις βγάζει έξω από τον οίκο, όχι ένας που θα τις σπρώχνει πίσω στο όνομα ενός οικιακού ήθους της «φροντίδας», της «καλλιέργειας» και της ανάκλησης ενός κρυφού και μυστικιστικού «βιολογισμού» στο όνομα οργανικών ή φυλετικών δεσμών.

Η ιστορία διαψεύδει σαφώς κάθε ισχυρισμό ότι οι γυναίκες είναι εκ γενετής ακατάλληλες για πολιτική ζωή ή ότι το Δυτικό δημοκρατικό ιδεώδες έχει απελπιστικά χαθεί επειδή αναδύθηκε μέσα σε μια σεξιστική κουλτούρα. Η ίδια η λογική της δημοκρατίας απαιτεί τη συμπερίληψη των γυναικών και ότι οποιαδήποτε αντιπαράθεση ενός «θηλυκού» οίκου έναντι μιας «ανδρικής» πόλης πρέπει να ξεπεραστεί. Η κρίσιμη και μαζική συμμετοχή των γυναικών στα κοινωνικά κινήματα, στο λαϊκό πολιτικό έργο και σε επαναστάσεις όπως η Γαλλική Επανάσταση και η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έχει διευρύνει εδώ και καιρό τον κύκλο της ένταξής τους στο πολιτικό πεδίο. Πρέπει να εκτιμήσουμε αυτές τις κληρονομιές πολιτικής εξέγερσης και να επιδιώξουμε την επέκτασή τους με την πλήρη συμμετοχή όχι μόνο των γυναικών αλλά και των έγχρωμων και όλων των άλλων πρώην αποκλεισμένων ομάδων.

Οι δημοκρατικές πρακτικές και αρετές δεν χωρίζονται εγγενώς ούτε από το φύλο ούτε από τη φυλή.

Πράγματι, η ίδια τους η λογική απαιτεί μια πολύ πιο συμπεριληπτική κοινότητα ανθρώπων από οποιαδήποτε άλλη που έχουμε δει στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένου του χωριού της Νεολιθικής Εποχής. Μακριά από το να απαιτεί την υποταγή των γυναικών, η συμμετοχική δημοκρατία προϋποθέτει την ένταξή τους στην πλήρη ικανότητα του Είναι τους.

Δεν είναι μοντέρνο να μιλάμε για «ανθρώπινη φύση». Ο σημερινός ριζοσπαστικός πολιτικός πολιτισμός, στον βαθμό που υπάρχει, απορρίπτει συχνότερα το καθολικό υπέρ του ιδιαίτερου και του μερικού. Αλλά είναι γεγονός ότι οι γυναίκες από μόνες τους δεν αποτελούν κοινότητα. Ακόμη και το ίδιο το εύρος της οικολογικής κρίσης είναι τέτοιο που επηρεάζει άπαντες, όχι μόνο τις γυναίκες. Τοξικές χωματερές, πυρηνικοί σταθμοί και απόβλητα, μολυσμένο νερό και αέρας, τοξικές ουσίες στα νοικοκυριά και στους χώρους εργασίας απειλούν την υγεία και την ευημερία των σημερινών και των μελλοντικών γενεών και των δύο φύλων, όπου και αν ζουν και εργάζονται. Επιπλέον, οι ικανότητες του ορθού λόγου, της γλώσσας, του πολιτισμού και της συσχέτισης επιλογών και λήψης αποφάσεων, καθώς και η στοργή και η φροντίδα, είναι όλες ικανότητες που έχουν οι άνθρωποι ως τέτοιοι.

Η κοινωνική οικολογία παρέχει τη βάση για την αναγνώριση της κοινής μας ανθρωπινότητας, δυνάμει της κοινής μας φυσικής ιστορίας στην πορεία της βιολογικής εξέλιξης ή της πρώτης φύσης. Αποτελεί την προοπτική του οικολογικού κινήματος το να γίνει ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος που θα ξεπερνά τα όρια των φύλων.

Οι τοπικές «μορφές ελευθερίας», που είναι τόσο απαραίτητες για μια οικολογική κοινωνία –μορφές όπως συνελεύσεις γειτονιάς, συνεδριάσεις πόλεων και συνομοσπονδιακές μορφές σύνδεσης–, χάνουν όλο και περισσότερο έδαφος από τις κεντρικές κρατικές κυβερνήσεις. Καθώς οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και της Αμερικής συγκεντρωποιήθηκαν όλο και περισσότερο τον 20ό αιώνα, η ζωτικότητα της τοπικής πολιτικής ζωής μειώνεται όλο και περισσότερο. Οι δημοκρατικοί θεσμοί της βάσης θα πρέπει να αγωνιστούν για να επιβιώσουν ή να δημιουργηθούν εκεί όπου δεν υπάρχουν. Σε μια εποχή μαζικών ιδιωτικοποιήσεων δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε ό,τι έχει απομείνει από τη δημοκρατική πολιτική σφαίρα να πληγεί ακόμη περισσότερο από εσωστρεφείς ιδιωτικές, ιδιαίτερες ή προσανατολισμένες προς τον οίκο τάσεις. Πρέπει να διεκδικήσουμε ξανά την πολιτική παράδοση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και να παλέψουμε για τη διατήρηση και την επέκτασή της.

Ένας τέτοιος στόχος θα παρείχε πράγματι τις συντεταγμένες για ένα ριζικά νέο φεμινιστικό και κοινωνικό κίνημα οικολογίας στο οποίο οι γυναίκες μαζί με τους άνδρες μπορούν να βρουν τη διέξοδό τους. Είναι ήδη αρκετά άσχημο το ότι σήμερα είμαστε όλοι κάτι λιγότερο από άνθρωποι, ότι το πεδίο της δεύτερης φύσης έπειτα από χιλιάδες χρόνια προόδου και διαστροφής έχει φτάσει στο σκληρό αδιέξοδο που σηματοδοτεί τη σημερινή εποχή. Εάν οι γυναίκες «καλούν» σε κάτι, αυτό δεν είναι το εξειδικευμένο –ακόμη και ελιτίστικο– κάλεσμα που τους αναθέτουν οι οικοφεμινιστές. Αντιθέτως, είναι η πρόκληση να φτάσουμε σε έναν γενναιόδωρο οικολογικό ανθρωπισμό που βασίζεται τόσο στις αρχές της κοινωνικής οικολογίας, και σε μια αίσθηση αλληλεγγύης που συνοδεύεται, όχι μόνο με τη μη ανθρώπινη ζωή, αλλά και με τους άντρες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανθρωπότητας ως συνόλου.

Εδώ όλες οι σκεπτόμενες γυναίκες βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι.

Θα μυστικοποιήσουν τις εσωτερικές αρετές του οίκου, τονίζοντας την ιδιαιτερότητά τους, δυσφημώντας τις πιο γενναιόδωρες παραδόσεις της δημοκρατίας ως «ανδρικές» ή «πατριαρχικές» και τελικά υποβαθμίζοντας την πρόοδο που έχει επιτύχει η ανθρωπότητα στο σύνολό της στην πορεία της ανάπτυξής της; Ή θα ακολουθήσουν μια πιο γενναιόδωρη προσέγγιση συμμετέχοντας με άλλους σε ένα κοινό σχέδιο απελευθέρωσης και οικολογικής αποκατάστασης; Αυτό το κοινό έργο δεν μπορεί ποτέ να διατυπωθεί απλώς με όρους οικιακών αξιών, αταβιστικών, μυστικιστικών υποχωρήσεων προς τις «φυλετικές» αρετές ενός νεολιθικού χωριού ή με την άμεση ή έμμεση υποτίμηση του ορθού λόγου, της επιστήμης και της τεχνολογίας ως «αρσενικών» ή «πατριαρχικών» αξιών. Στο οικολογικό κίνημα, οι σκεπτόμενες γυναίκες θα πρέπει, αν θέλουν να συνειδητοποιήσουν τις δικές τους ανθρώπινες δυνατότητες, είτε να ενωθούν με τους νεαρούς άντρες στην ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής, της ορθολογικότητας, ανθρωπιστική όσο και ανθρώπινη, ή διαφορετικά είναι πιθανό να ακολουθήσουν ένα οικοφεμινιστικό μονοπάτι προς μία στενή κλειστότητα, έναν πριμιτιβισμό και παραλογισμό που τελικά θα μυστικοποιήσει και θα υποστηρίξει το status quo αντί να το ξεπεράσει επιτυγχάνοντας μια ελεύθερη οικολογική κοινωνία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Σχετικά με τον ελευθεριακό δημοτισμό, βλέπε Murray Bookchin, The Rise of Urbanization and the Decline of Citizenship (San Francisco: Sierra Club Books), 1987

[2] Mary Dietz, “Context Is All: Feminism and Theories of Citizenship” στο Daedalus (Φθινόπωρο 1987): σελ. 14-15

[3] Judith Plant, “The Circle Is Gathering…” στο Healing the Wounds, ed. Plantp. 248

—————————————————————————————————–

Βλ. επίσης: Εκδήλωση του Αυτολεξεί με την Janet Biehl

100 χρόνια Μπούκτσιν: η πολιτική του κληρονομιά σήμερα (βίντεο ομιλίας+συζήτησης)

 

Αφήστε ένα σχόλιο

nine + 5 =