Τον Γενάρη του 1925 εκδίδεται το βιβλίο του Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Ο μπολσεβίκικος μύθος. Ο Μπολσεβίκικος μύθος είναι το συγκλονιστικό ημερολόγιο του Μπέρκμαν στα 2 χρόνια (1920-1922) που έζησε, εξόριστος από τις ΗΠΑ, στη Σοβιετική Ένωση. Μια μοναδική μαρτυρία για τα πρώτα χρόνια του μπολσεβίκικου καθεστώτος και της ρώσικης κοινωνίας. Στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Γιάννη Δ. Ιωαννίδη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.
Σήμερα δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Γιάννη Δ. Ιωαννίδη για το εν λόγω βιβλίο. Με άξονα το παρακάτω κείμενο δόθηκαν ομιλίες το 2017 στην Κατάληψη «Στρούγκα», τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και την Έκθεση Ελευθεριακού Βιβλίου στα Γιάννενα, την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη. Αφού αξιολογηθεί η σημασία του περίφημου αυτού ημερολογίου του Αλεξάντερ Μπέρκμαν σε ό,τι αφορά την αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων, αναλύονται ορισμένες από τις βασικότερες πλευρές του και συγκεκριμένα η εναντίωσή του στο μπολσεβίκικο «επαναστατικό σχέδιο» και στον μπολσεβίκικο «τύπο επαναστάτη». Επικουρικό υλικό αποτελούν τα διάφορα παραθέματα από συγκεκριμένα κείμενα των Φ.Ρ. Σατομπριάν, Ρ. Λούξεμπουργκ, Β.Ι. Λένιν, Λ.Ντ. Τρότσκι και Β. Σερζ.
Ακολουθεί το κείμενο:
Το βιβλίο Ο μπολσεβίκικος μύθος είναι το συναρπαστικό ημερολόγιο του αναρχικού Αλεξάντερ Μπέρκμαν από τη σχεδόν δίχρονη συμμετοχή του στη ρώσικη επανάσταση. Ξεκινάει από τις 23 Δεκέμβρη 1919, όπου μαζί με άλλους 250 Ρώσους μετανάστες αναρχικούς, σοσιαλιστές και συνδικαλιστές οι αρχές των ΗΠΑ τους φόρτωσαν νύχτα στο σαπιοκάραβο Bufford ξαποστέλνοντάς τους κυριολεκτικά σηκωτούς στη Ρωσία …και τελειώνει στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1921, που εγκατέλειψε τη Ρωσία λίγο καιρό μετά την καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης (Μάρτιος 1921), κλείνοντας το ημερολόγιό του μ’ αυτό το φοβερό συμπέρασμα:
«Η Επανάσταση πέθανε. Το πνεύμα της κατέληξε φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είναι πια καιρός να ειπωθεί η αλήθεια για τους Μπολσεβίκους. Οι λευκές ταφόπλακες πρέπει ν’ ανοίξουν, η πραγματικότητα να βγει στο φως και να φανούν τα πήλινα πόδια του Φετίχ που έχει μαγέψει το διεθνές προλεταριάτο. Ο Μπολσεβίκικος μύθος πρέπει να καταστραφεί».
Δηλαδή να καταστραφεί ο μύθος ότι το μπολσεβίκικο κόμμα οδήγησε τη ρώσικη επανάσταση στην κατεύθυνση μιας πιο ελεύθερης, αταξικής κοινωνίας και, επομένως, ο μύθος ότι μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον λενινισμό σαν «οδηγό» εάν βέβαια στόχος του είναι ο αγώνας για μια τέτοια κοινωνία.
Βέβαια, ο Μπέρκμαν δεν ήταν ο μόνος, ούτε ο πρώτος που είχε καταλήξει ήδη από τότε σ’ αυτό το συμπέρασμα. Για ν’ αναφερθώ μόνο στο «στρατόπεδο» του ίδιου του μαρξισμού, η Ρόζα Λούξεμπουργκ λ.χ., παρά το γεγονός ότι είχε κοινή με τον Λένιν την επίθεση ενάντια στον ρεφορμισμό και τον ρεβιζιονισμό (Μπερνστάιν), αντιπαρατέθηκε σκληρά στον Λένιν με αφορμή ακριβώς τις συνθήκες και τις επιβαλλόμενες πολιτικές τακτικές στη ρώσικη επανάσταση ─ξεκινώντας από το ζήτημα της λεγόμενης «αυτοδιάθεσης των λαών» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, και την αντίληψη για την καπιταλιστική συσσώρευση, και φτάνοντας ίσαμε το περίφημο ζήτημα της σχέσης μεταξύ «αυθορμητισμού των μαζών» και «οργάνωσης»: «Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά διαταγή» (Σπάρτακος), ο Λένιν διαπνέεται από ένα «πνεύμα νυχτοφύλακα» (Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας).
Ή πάλι, ο Άντον Πάνεκουκ που από το 1918 αντιπαρατίθεται στον «μπλανκισμό» και στις οργανωτικές αντιλήψεις του Λένιν και βέβαια ο Χέρμαν Γκόρτερ κι ολόκληρο το ρεύμα των μαρξιστών, που ο Λένιν αποκάλεσε μειωτικά «αριστεριστές» και «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».
1.
Όμως το βιβλίο του Μπέρκμαν έχει ξεχωριστή αξία και μοναδικότητα για δυο βασικά λόγους: (α) είναι γραμμένο από έναν αναρχικό που προς στιγμήν πίστεψε στους μπολσεβίκους και συνεργάστηκε με συνέπεια μαζί τους, και (α) είναι ημερολόγιο.
Ας δούμε πρώτα αυτό το δεύτερο. Υπάρχει μια ορισμένη αντίληψη που υποτιμά μάλλον την αξία των ημερολογίων, θεωρώντας ότι οι περιγραφές τους είναι υπερβολικά «υποκειμενικές» για να δεχτούμε ότι αποτυπώνουν έγκυρα τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Είναι χαρακτηριστικό εδώ αυτό που έγραφε ο Σατομπριάν περιγράφοντας στα Απομνημονεύματά τις μέρες της εξέγερσης του Ιουλίου του 1830:
«Ζωγράφισα τις τρεις αυτές μέρες όπως εκτυλίχθηκαν μπροστά μου κι έτσι στη ζωγραφιά μου αυτή επικρατεί μάλλον το χρώμα του επίκαιρου, ας πούμε, που είναι πιο αληθινό τη στιγμή που γίνονται τα πράγματα, αλλά αποδεικνύεται επίπλαστο όταν πια έχουν περάσει. (…) Για να κρίνουμε λοιπόν με αμεροληψία την αλήθεια των γεγονότων, θα πρέπει να τα δούμε από την οπτική γωνία του μέλλοντος, όταν πια θα έχουν συντελεστεί και παρέλθει» (Mémoires d’outre-tombe, 1809-1841, α΄ εκδ. 1849, 12 τόμοι).
Ωστόσο, αυτό δεν είναι ακριβές να πει κανείς ότι τα ημερολόγια περιγράφουν τα γεγονότα «υποκειμενικά» ενώ, απεναντίας, μια εκ των υστέρων ιστορική μελέτη τα προσεγγίζει πιο αμερόληπτα και «αντικειμενικά». Δεν είναι ακριβές, διότι στην πραγματικότητα η διαφορά ανάμεσα στο ημερολόγιο και την ιστορική μελέτη δεν είναι μια διαφορά «υποκειμενικής» και «αντικειμενικής» οπτικής γωνίας, αλλά η διαφορά οπτικής ανάμεσα σε αυτόν που μετέχει στα γεγονότα κι εκείνον που έρχεται να τα εξετάσει θεωρητικά.
Είναι λοιπόν μεγάλη η αξία της οπτικής εκείνου που μετέχει στα γεγονότα, διότι σε αυτήν βλέπουμε τα πράγματα από την κατεξοχήν πρακτική οπτική, την οπτική εκείνου που έχει όχι μόνο να σκεφτεί τα πράγματα, αλλά και ν’ αποφασίσει και να δράσει πάνω σε αυτά. Κι από αυτό, αποκτούμε μια καλή ιδέα από αυτή τη μεριά για τα όσα περιγράφει το ημερολόγιο.
Κι εδώ ακριβώς, δείγμα της ανθρώπινης ποιότητας του Μπέρκμαν είναι η ιδιαίτερη έμφασή τους στους ανθρώπους. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά στον πρόλογό του:
«Η επανάσταση δεν είναι μια απλή εξωτερική αλλαγή. Είναι η πλήρης ανατροπή της ζωής, το γκρέμισμα των κυρίαρχων παραδόσεων, ο εκμηδενισμός των κατεστημένων προτύπων. (…)
Η εσωτερική ζωή της επανάστασης, στην οποία βρίσκεται και το μοναδικό της νόημα, είναι κάτι που αγνόησαν όλοι όσοι έγραψαν για τη Ρώσικη Επανάσταση. Πολλά βιβλία δημοσιεύτηκαν με θέμα αυτόν τον συγκλονιστικό κοινωνικό ξεσηκωμό, όμως ελάχιστα πιάνουν τον αληθινό σφυγμό του, διότι πραγματεύονται την πτώση και την άνοδο των θεσμών, του νέου Κράτους με τη δική του δομή, του Συντάγματος και των νόμων, δηλαδή αποκλειστικά και μόνο τις εξωτερικές εκδηλώσεις αυτής της επανάστασης, και σε κάνουν να ξεχάσεις σχεδόν την ύπαρξη των εκατομμυρίων ανθρώπων που εξακολουθούν να ζουν και να υπάρχουν πίσω από όλες αυτές τις ανατρεπτικές συνθήκες».
2.
Πάμε τώρα στο άλλο κρίσιμο σημείο: ποιος ήταν ο Μπέρκμαν κι από ποια σκοπιά κατέγραφε τα γεγονότα. Ναι, βέβαια ήταν Αναρχικός. Άρα, θα πει βιαστικά κανείς, «εξ ορισμού» αντιμπολσεβίκος. Λάθος! Ευθύς εξαρχής (και σε αυτό δεν ήταν ο μόνος αναρχικός τότε: θα δείτε στο ημερολόγιό του π.χ. για τους Ουνιβερσαλιστές αναρχικούς, που άλλοι αναρχικοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «αναρχομπολσεβίκους») ο Μπέρκμαν συνεργάστηκε στενά με τους μπολσεβίκους, οι οποίοι άλλωστε τον σέβονταν, θεωρώντας τους, παρά τις βαθιές διαφωνίες του μαζί τους, γνήσιους επαναστάτες.
Χαρακτηριστική εδώ είναι η αντίδρασή του όταν τη μέρα που πάτησαν το πόδι του στο σοβιετικό έδαφος, ένας άλλος αναρχικός απευθύνθηκε στους μπολσεβίκους, λέγοντάς τους: «[Σ]ας προειδοποιώ. Δεν ανεχόμαστε καμιά καταπίεση. Αν προσπαθήσετε κάτι τέτοιο, θα υπάρξει πόλεμος αναμεταξύ μας».
Η απάντηση του Μπέρκμαν ήταν άμεση:
«Πήδησα πάνω στο βήμα. “Ας μην απαξιώσουμε τούτη τη μεγάλη ώρα με σκέψεις ανάξιές της”, φώναξα. “Από εδώ και στο εξής είμαστε όλοι ένα. Ένα στο ιερό έργο της Επανάστασης, ένα στην υπεράσπισή της, ένα στον κοινό στόχο της ελευθερίας και της ευημερίας του λαού. Σοσιαλιστές και Αναρχικοί αφήνουμε πίσω τις θεωρητικές διαφορές μας. Είμαστε όλοι επαναστάτες τώρα και θα σταθούμε ακουμπώντας ο ένα πάνω στον άλλο. Μαζί θα πολεμήσουμε και θα δουλέψουμε για την Επανάσταση. Σύντροφοι, ήρωες των μεγάλων επαναστατικών αγώνων της Ρωσίας, σας χαιρετίζω στο όνομα των Αμερικανών πολιτικών εξόριστων και σας λέω στο όνομά τους: Ήρθαμε για να διδαχτούμε, όχι για να διδάξουμε. Να διδαχτούμε και να βοηθήσουμε!”»
Σε αυτή τη στάση του, ο Μπέρκμαν έμεινε συνεπής. Δούλεψε μαζί με τους μπολσεβίκους σε μια σειρά από σχέδια, όπως η κατασκευή ενός θέρετρου για τους εργάτες της Πετρούπολης, ή το «Μουσείο της Επανάστασης», που είχε στόχο να συλλέξει ιστορικό υλικό του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία από το ξεκίνημά του, εδώ κι εκατό σχεδόν χρόνια. Διότι δεν έπαυε να τους θεωρεί επαναστάτες.
Όμως είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό αυτό που κατέγραψε για τον ίδιο τον Λένιν, ο οποίος τον εκτιμούσε και με τον οποίο συναντήθηκε:
«Η συνολική εντύπωσή μου από αυτή την επίσκεψη ήταν ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο με ξεκάθαρη άποψη και στόχο. Όχι οπωσδήποτε κάποιο μεγάλο άνδρα, αλλά σίγουρα έναν άντρα με άκαμπτο μυαλό κι αλύγιστη θέληση. Έναν άνθρωπο μη-συναισθηματικό, με τετράγωνο μυαλό, ευέλικτο στο σκέψη, αρκετά τολμηρό ώστε να ξαναδουλεύει τις μεθόδους του με βάση τις απαιτήσεις της στιγμής, αλλά έχοντας πάντα ξεκάθαρο το στρατηγικό του στόχο. Ένα «πρακτικό ιδεαλιστή», αφοσιωμένο στη με κάθε μέσο πραγμάτωση του Κομμουνιστικού οράματός του, βάζοντας για χάρη του σε δεύτερη μοίρα κάθε ανθρωπιστική και ηθική επιταγή. Έναν άνθρωπο ειλικρινά πεισμένο ότι ακόμα και οι χειρότερες μέθοδοι μπορεί να βοηθήσουν ένα καλό σκοπό αν χρειαστεί. Έναν Ιησουίτη της Επανάστασης, που θ’ αναγκάσει την ανθρωπότητα να ελευθερωθεί σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία του Μαρξ. Κοντολογίς, ένα αδιάλλακτο επαναστάτη όπως το εννοούσε ο Νετσάγιεφ, έναν επαναστάτη ικανό, αν χρειαζόταν, να θυσιάσει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας προκειμένου να εξασφαλίσει το θρίαμβο της Κοινωνικής Επανάστασης. (…)
Ο Λένιν είναι ένας μαχητής∙ κι έτσι πρέπει να είναι οι επαναστατικοί ηγέτες. Με αυτή την έννοια ο Λένιν είναι μεγάλος: μεγάλος στην αυτοσυνέπεια, στη μονοδιάστατη θέαση των πραγμάτων∙ μεγάλος στην ψυχική θετικότητά του, που είναι τόσο αυτοθυσιαστική όσο κι αμείλικτη με τους άλλους∙ μεγάλος στην πλήρη βεβαιότητά του πως μόνο το δικό του σχέδιο μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα».
3.
Ε, λοιπόν, με αυτόν τον «τύπο επαναστάτη» και με αυτό το «σχέδιο επανάστασης» έρχεται σιγά-σιγά κι ολοένα και περισσότερο σε σύγκρουση ο Μπέρκμαν. Ας δούμε αυτά τα δυο πιο συγκεκριμένα.
Σε ό,τι αφορά τον μπολσεβίκικο «τύπο επαναστάτη», ο Μπέρκμαν ναι μεν εκτιμούσε βαθιά την έως ασκητισμού αυτοσυνέπεια και την αποφασιστικότητά τους, αλλά κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά καθώς διαπίστωνε βήμα-βήμα πως ετούτη η αμείλικτη αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση συνδέονταν με μια βαθιά και έως απανθρωπιάς σκληρότητα, που έπαιρνε σβάρνα όλους όσους δεν υπάκουαν πειθήνια το «σχέδιο».
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι ο Μπέρκμαν καταγράφει ─θα λέγαμε υπογραμμίζοντας─ πάνω από μια φορά τον τρόπο με τον οποίο οι μπολσεβίκοι διέγραφαν, και μέσα τους, κάθε αντίρρηση προς τη σκληρότητα αυτή χαρακτηρίζοντάς την «συναισθηματισμό»:
«Δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί [του είπε ένας διακεκριμένος μπολσεβίκος ηγέτης]. Θυμάμαι πόσο σκληρό ήταν, πίσω στα 1917, όταν χρειάστηκε να συλλάβω τους παλιούς συμφοιτητές μου. Ναι, με τα ίδια μου τα χέρια (…) αλλά τι άλλο να έκανα; Η Επανάσταση μάς επιβάλλει σκληρά καθήκοντα. Δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί».
Ή έπειτα από την επίσκεψή του στην αγορά, όπου η Τσεκά κυνηγούσε αμείλικτα σαν «μαυραγορίτες» κάτι πεινασμένους που πάλευαν να πουλήσουν τα τελευταία από τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί, ενώ παραδίπλα τα μαγαζιά δούλευαν κανονικά:
«Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να τους επισημάνω όσα είδα το πρωΐ στην αγορά. Αντί ν’ αγανακτήσουν, όπως περίμενα, με επέπληξαν λέγοντάς μου ότι παραείμαι “συναισθηματικός”».
Ολοένα και περισσότερο λοιπόν, ο Μπέρκμαν συνειδητοποιεί ότι έχει να κάνει μ’ έναν «επαναστατικό ιησουΐτισμό». Ένα «ιησουϊτισμό» που θέλει με κάθε τίμημα να πραγματώσει έναν «παράδεισο» πάνω στη γη ─ ναι, αλλά τι σόι «παράδεισο» ακριβώς;
4.
Ποιο ήταν λοιπόν το «επαναστατικό σχέδιο» που υπηρετούσε αυτός ο «τύπος επαναστάτη»; Αναρίθμητες είναι οι καταγραφές του Μπέρκμαν, που το φανερώνουν ανάγλυφα κι όλες γυρίζουν πάντα στο ίδιο σημείο: γραφειοκρατία, συγκεντρωτισμός, αποδυνάμωση των οργάνων της βάσης.
Στο Κίεβο λ.χ. σημειώνει: «Τα Σοβιετικά Εργατικά Σωματεία στεγάζονται σ’ ένα τεράστιο κτίριο, που προηγουμένως ήταν το ξενοδοχείο Σαβόι. Το 1918 και το 1919 έπαιξαν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, μιας και το έργο τους καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των προλεταριακών συμφερόντων και οι αποφάσεις του στηρίζονται στην εκφρασμένη βούληση των βιομηχανικών μαζών. Όμως βαθμιαία, άρχισαν να υποβαθμίζουν τις εξουσίες αυτού του Σοβιέτ μεταβιβάζοντας τις ουσιαστικότερες λειτουργίες του στην Κυβέρνηση και μετατρέποντας τις εργατικές ενώσεις σε απλά εκτελεστικά και διοικητικά παραρτήματα της κρατικής μηχανής. Επιπλέον, τις θέσεις δεν καταλάμβαναν πλέον αιρετοί αντιπρόσωποι της βάσης, αλλά διορισμένοι Κομμουνιστές. Αυτό το εργατικό επιτελείο βρίσκεται σε χαώδη κατάσταση. Όπως και στο Χάρκοβο, ολόκληρο το εργατικό Σοβιέτ και τα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τοπικών σοβιέτ “εκκαθαρίστηκαν” ως μενσεβίκικα ή εχθρικά προς τους Κομμουνιστές, και στη θέση τους η Μόσχα διόρισε δικούς της ανθρώπους».
Αποτέλεσμα, φυσικά, μια κατάσταση που θυμίζει ολότελα τις παρόμοιες κωμικοτραγικές εικόνες της καφκικής γραφειοκρατίας, που πέρασε στο έργο του ο Ντοστογιέφσκι μιλώντας για τον τσαρισμό:
«Τα σοβιετικά θεσμικά όργανα παρουσιάζουν τη συνηθισμένη τυπική και θλιβερή εικόνα που είδα στη Μόσχα: ένα συνονθύλευμα κατάκοπων, τσακισμένων ανθρώπων, που δείχνουν πεινασμένοι και απαθείς. Οι διάδρομοι και τα γραφεία κατακλύζονται από ανθρώπους που ζητούν άδειες για να κάνουν κάτι, ή για να εξαιρεθούν από κάτι. Ο λαβύρινθος των νέων διαταγμάτων είναι τόσο πολύπλοκος, που οι υπάλληλοι προτιμούν ν’ ακολουθούν την ευκολότερη οδό: λύνουν τα περίπλοκα προβλήματα “δία της επαναστατικής μεθόδου”, στηριγμένοι “στη συνείδησή τους” και προκαλώντας συνήθως κύματα δυσαρέσκειας στους αιτούμενους. Παντού βλέπεις τεράστιες ουρές, ενώ δίνει και παίρνει το γράψιμο και η μεταφορά “εγγράφων” και ντοκουμέντων από σμήνη σοβιετικών μπάρινι (κοπέλες) με ψηλοτάκουνα παπούτσια. Καπνίζουν τσιγάρα και κουβεντιάζουν φωναχτά τα προνόμια ορισμένων γραφείων με βάση το σύμβολο της σοβιετικής ζωής, δηλαδή το πάεκ [δελτίο για τρόφιμα] που δίνουν εκειπέρα.
»Μόλις όμως εισβάλλει ο Κομισάριος, πάντα βιαστικός μιας και γι’ άλλη μια φορά “τον καθυστέρησαν στη συνέλευση της Επιτροπής του Κόμματος”, τότε καταλαγιάζει ο σαματάς και οι μπάρινι ξαναπέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά. Εργάτες κι αγρότες με ξεσκούφωτα κεφάλια πλησιάζουν τα τεράστια τραπέζια των γραφείων. Με υπερβολικό σεβασμό, δουλικά σχεδόν, ζητούν πληροφορίες, κάποια “εντολή” προκειμένου να προμηθευτούν ρούχα, ή ένα “κουπόνι” για παπούτσια. “Δεν γνωρίζω”, “πηγαίνετε στο επόμενο γραφείο”, “πέρασε αύριο”, είναι η συνηθισμένη απάντηση».
Και βέβαια:
«Υπάρχουν “ειδικά” πάεκ για τα σημαντικά θεσμικά όργανα, όπως π.χ. η Κομιντέρν (η Γ΄ Διεθνής), το Ναρκομιντέλ (Υπουργείο Εξωτερικών), το Σοβναρκόζ (Σοβιέτ Δημόσιας Οικονομίας) και άλλα. Τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος έχουν το προνόμιο να λαμβάνουν επιπλέον μερίδες μέσω των κομμουνιστικών οργανώσεών τους και εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα στα καταστήματα ενδυμάτων. Υπάρχει επίσης ένα “πάεκ Σοβναρκόμ“, το καλύτερο απ’ όλα, για τους Κομμουνιστές αξιωματούχους, τους Κομμισάριους, τους πρωτοκλασάτους συμβούλους τους και για άλλους υψηλόβαθμους υπαλλήλους».
Με απαραίτητο, εννοείται, συμπλήρωμα και «εγγυητή» αυτού του υπερσυγκεντρωτικού κρατισμού την περίφημη Τσεκά, σε κατορθώματα της οποίας ο Μπέρκμαν αφιερώνει εδώ κι εκεί κάμποσες σελίδες. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ τι έλεγε ο Βικτόρ Σερζ (1890-1947), ένας πρώην αναρχικός που προσχώρησε στους μπολσεβίκους, στα Απομνημονεύματά του:
«Όταν η ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος συνήρθε τον Δεκέμβρη του 1917 για να εξετάσει μεθόδους αντιμετώπισης της εγχώριας αντεπανάστασης, είχε να κάνει μια συνειδητή επιλογή των μέσων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το νέο καθεστώς. Θα μπορούσε να θεσμοθετήσει δημόσια επαναστατικά δικαστήρια (επιτρέποντας τις δίκες κεκλεισμένων των θυρών μόνο για ορισμένες πολύ ειδικές περιπτώσεις) και να επιτρέπει, μέσα σ’ αυτά τα δικαστήρια, το δικαίωμα υπεράσπισης των κατηγορούμενων και τον έλεγχό τους από τη λαϊκή γνώμη.
Αντί γι’ αυτό, προτίμησε να φτιάξει την Τσεκά, δηλαδή μια Ιερά Εξέταση που δρούσε με κρυφές μεθόδους, αποκλείοντας από αυτό το σώμα κάθε δικαίωμα υπεράσπισης των κατηγορουμένων και κάθε δυνατότητα ελέγχου από τον λαό. Κάνοντάς το αυτό, η ΚΕ ακολούθησε προφανώς τον συντομότερο, που λέμε, δρόμο, καθώς και ψυχολογικές ενορμήσεις που είναι κατανοητές σε κάθε μελετητή της ρώσικης ιστορίας, αλλά που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τις αρχές του Σοσιαλισμού».
5.
Προοδευτικά λοιπόν, το μπολσεβίκικο «επαναστατικό σχέδιο», που είχε βαλθεί να φέρει σε πέρας αυτός ο αμείλικτος «τύπος επαναστάτη», αποκαλύπτεται στον Μπέρκμαν σαν μια τερατώδης «οργανωτική μανία» υπό την αυστηρή αιγίδα του Κόμματος εννοείται, η οποία:
α) Αφενός μεν οδήγησε σε ένα τρομακτικό τελμάτωμα ο,τιδήποτε με το οποίο πήγαινε να καταπιαστεί (εκτός της καταστολής!) όπως αυτό που σημειώνει ο Μπέρκμαν από μια συζήτηση στο περιθώριο της συνδιάσκεψης της Κομιντέρν μετά την Κρονστάνδη:
«Δεν έχεις ακούσει για τις μεγάλες απεργίες του περασμένου χειμώνα; Ο λόγος που ξέσπασαν, ήταν η πλήρης έλλειψη καυσίμων και υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν οι Μπολσεβίκοι», λέει ένας Ρώσος εργάτης.
«Με ποιον τρόπο;», ρωτάει ένας Γάλλος απεσταλμένος.
«Οι συνηθισμένες μπολσεβίκικες μέθοδοι. Επικεφαλής της Υπηρεσίας Καυσίμων της Πετρούπολης ήταν ένας άνθρωπος αποδεδειγμένης οργανωτικής ευφυΐας. Πώς τον λένε; Δεν έχει σημασία. Είναι ένας παλιός επαναστάτης, που πέρασε δέκα χρόνια στο Σλίσελμπουργκ την εποχή του παλιού καθεστώτος. Χάρη σ’ αυτόν, από την πόλη δεν έλειψαν ούτε η ξυλεία, ούτε το κάρβουνο. Είχε μάλιστα οργανώσει κι ένα παράρτημα στη Μόσχα για τον ίδιο σκοπό. Είχε μαζέψει γύρω του ένα απόλυτα αποτελεσματικό προσωπικό. Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί από τους Αμερικανούς πολιτικούς εξόριστους και είχαν πετύχει εκεί που προηγουμένως η Κυβέρνηση είχε αποτύχει. Αλλά μια μέρα του ήρθε του Ντζερζίνσκι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε απλωθεί περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε. Έκλεισαν λοιπόν το παράρτημα της Μόσχας και στην Πετρούπολη έβαλαν πάνω από αυτόν ένα πολιτικό Κομμισάριο, που παρεμβαλλόταν συνέχεια στο έργο του και το σαμποτάριζε. Αποτέλεσμα: καύσιμα μηδέν!».
«Μα γιατί έγιναν αυτά τα πράγματα; Τι έπαθαν μ’ αυτόν τον άνθρωπο;» αναφώνησαν κάμποσοι απεσταλμένοι εκπρόσωποι.
«Ήταν Αναρχικός».
«Θα πρέπει να έγινε κάποια παρεξήγηση», είπε ένας Αυστραλός.
«Αυτή είναι η πολιτική των Κομμουνιστών σε ολόκληρη τη χώρα», απάντησε θλιμμένα ο Ρώσος.
β) Αφετέρου, η «οργανωτική μανία» οδήγησε σ’ ένα ολοένα και περισσότερο εντεινόμενο φαύλο κύκλο, καθώς το μόνο που συμπέραιναν εκείνοι οι «ιησουΐτες της επανάστασης» από το τελμάτωμα ήταν «κράτος, ακόμα περισσότερο κράτος»:
[Απρίλιος 1920] Σχεδόν όλοι οι ατβιέστινι (ιθύνοντες) Κομμουνιστές πήγαν στη Μόσχα για να συμμετάσχουν στο 9ο Συνέδριο του Κόμματος. Τα θέματα προς συζήτηση ήταν πολύ σοβαρά κι ο Λένιν με τον Τρότσκι είχαν κιόλας δώσει την κατευθυντήρια γραμμή: στρατιωτικοποίηση της εργασίας. Η συζήτηση θα περιστρεφόταν γύρω από την πρόταση για την αντικατάσταση της σημερινής συνεργατικής μορφής διεύθυνσης των εργοστασίων από την εντινάλιτσιε (μονοπρόσωπη διεύθυνση).
«Πρέπει να μάθουμε από την αστική τάξη», είπε ο Λένιν, «και να τους χρησιμοποιήσουμε για τον δικό μας σκοπό».
Μεταξύ των εργατών ξεσηκώθηκε ισχυρή αντίθεση στο καινούργιο αυτό πλάνο, αλλά ο Τρότσκι υποστήριξε κάθετα ότι τα συνδικάτα είχαν αποτύχει να διευθύνουν τη βιομηχανία. Το προτεινόμενο σύστημα, είπε, θα οργανώσει πιο αποτελεσματικά την παραγωγή. Αντίθετα, οι εργάτες υποστήριζαν ότι δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να διευθύνουν πραγματικά την παραγωγή, διότι ο υπερβολικός κρατικός συγκεντρωτισμός είχε αφαιρέσει όλες τις αρμοδιότητες από τα τις εργατικές ενώσεις. Η εντινάλιτσιε, υποστήριξαν, σημαίνει ότι τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες θα τα διευθύνει ένας και μόνον άνθρωπος, ο λεγόμενος σπετ (ειδικός, τεχνοκράτης), αποκλείοντας τους εργάτες από αυτήν.
6.
Βέβαια, είναι γνωστό πως ο Λένιν είχε καλά αντιληφθεί ήδη από το 1918 (Τα σοβιέτ επί το έργον) το πρόβλημα της «σοβιετογραφειοκρατίας», όπως την ονόμαζε πολύ χαρακτηριστικά, λέγοντας π.χ. ότι δεν μπορείς να ξεκάνεις τον καπιταλισμό μονομιάς, αυτός ξαναγεννιέται με τη μορφή των «σοβιετο-γραφειοκρατών», της σοβιετικής γραφειοκρατίας… (Για τη δουλειά του λαϊκού κομμισαριάτου παιδείας, 1921)
Όμως, όπως σημειώνει κι ο Μπέρκμαν (βλ. παραπάνω), το όλο μοντέλο ήταν στημένο έτσι, που να επιτρέπει στη σοβιετογραφειοκρατία να καλπάζει.
Στο ίδιο λ.χ. κείμενό του όπου ο Λένιν έρχεται κι επανέρχεται στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας (Τα σοβιέτ επί το έργον), καλεί με έμφαση σε «σταμάτημα της επίθεσης ενάντια στον καπιταλισμό [εντός της ΕΣΣΔ]» και οργάνωση της παραγωγής με βάση το καπιταλιστικό μοντέλο του ταιηλορισμού και της «δικτατορικής μονοπρόσωπης διεύθυνσης» …
… υπό «εργατικό έλεγχο» μεν, αλλά τι πάει να πει τι; Ότι την παραγωγή δεν τη διαχειρίζονται-διευθύνουν οι εργάτες, αλλά ΑΛΛΟΙ, τους οποίους δεν γίνεται να εμπιστευτούμε γιατί έχουν προφανώς δικά τους, ΞΕΧΩΡΑ από των εργατών συμφέροντα (γι’ αυτό και ο “έλεγχος”). Ποιοι ήταν αυτοί οι άλλοι; Οι τεχνοκράτες-γραφειοκράτες. Άρα ο Λένιν καταλαβαίνει πως τούτοι ‘δω αποτελούν μια τάξη διαφορετική, και αντίπαλων συμφερόντων, από την εργατική. Όμως, πώς να τους ελέγξουν οι εργάτες από τη στιγμή που καλούνται να τους υπακούουν “ασυζητητί”, που τους αποδυναμώνουν τελείως τα συνδικάτα (βλ. τη διαμάχη με την Εργατική Αντιπολίτευση) και που το ίδιο το κράτος οργανώνεται ολοένα και πιο γραφειοκρατικά (οι υπάλληλοι π.χ. αυξάνονταν αντί να μειώνονται, όπως αναμενόταν αρχικά) κι οφείλουν, επίσης ασυζητητί, να υπακούουν τις άνωθεν εντολές …
… αφού, όπως εντελώς παράλογα, ο Τρότσκι δήλωνε στο βιβλίο του Τρομοκρατία κι επανάσταση (1920) πως «Η υποκατάσταση της εξουσίας της εργατικής τάξης από την εξουσία του Κόμματος δεν έχει τίποτε το αυθαίρετο και κατά βάθος δεν είναι υποκατάσταση, διότι οι κομμουνιστές εκφράζουν τα θεμελιώδη συμφέροντα της εργατικής τάξης» (!!!)
7.
Το πού οδήγησε αυτή η τερατογένεση, ο Μπέρκμαν δεν άργησε να το δει με τα ίδια του τα μάτια του όταν ξέσπασε η εξέγερση της Κρονστάνδης και το πώς αντιμετωπίστηκε από τους μπολσεβίκους, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκανε μαζί με την Έμμα Γκόλντμαν για να γεφυρώσουν το χάσμα με τους εξεγερμένους, προσπάθειες που οι μπολσεβίκοι αγνόησαν ολοκληρωτικά ─κάτι που υπογράμμισε και ο Βικτόρ Σερζ, φίλος τότε του Τρότσκι και υποστηρικτής του μπολσεβικισμού που λέγοντας για την Κρονστάνδη, ότι «από απανθρωπιά, ένα άνευ λόγου έγκλημα διαπράχτηκε σε βάρος του προλεταριάτου και της αγροτιάς».
Οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι θ’ αργήσουν λίγο περισσότερο να συνειδητοποιήσουν τις συνέπειες του «τύπου επαναστάτη» και του «επαναστατικού σχεδίου» τους.
Διαβάζοντας κανείς τις υποσημειώσεις μας πάνω στα πρόσωπα που αναφέρει ο Μπέρκμαν στο ημερολόγιό του, θα διαπιστώσει ότι τα 8/10 των αναφερόμενων μπολσεβίκων αγωνιστών κατέληξαν σε γκουλάγκ και οι περισσότεροι εκτελέστηκαν από το ίδιο τους το Κόμμα κάποια χρόνια αργότερα, στις περίφημες «σταλινικές εκκαθαρίσεις»: Βλάντιμιρ Σάτοφ, Σεργκέι Ζόριν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Καρλ Ράντεκ, Λεβ Κάρακχιαν, Νικολάι Κρεστίνσκι, Μιχαήλ Καλίνιν, Μιχαήλ Τόμσκι, Ευγένιος Πρεομπραζένσκι, Κριστιάν Ρακόφσκι, Μάρτιν Λάτσις, Γιάκοβ Πέτερς, Νικολάι Κούζμιν, Ιωσήφ Ούνσλιχτ, Λέον Τρότσκι κ.ά.
Εκατόμβη!
8.
Σήμερα, με την άνεση των 100 χρόνων που μας χωρίζουν από τη ρώσικη επανάσταση, μπορούμε ίσως να πούμε ότι ο Μπέρκμαν έπρεπε να είχε καταλάβει εξαρχής το μπολσεβίκικο «επαναστατικό σχέδιο». Άλλωστε, ο ίδιος ο Λένιν το είχε πει ξεκάθαρα μόλις λίγους μήνες μετά τον Οκτώβρη του 1917, για την ακρίβεια στις 5 Μαϊου του 1918, απαντώντας στους «αριστερούς κομμουνιστές» Μπουχάριν, Οσίνσκι κ.ά.:
«Εφόσον η επανάσταση στη Γερμανία καθυστερεί, καθήκον μας είναι να μαθητεύσουμε στον γερμανικό κρατικό καπιταλισμό, να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να τον αφομοιώσουμε και να μη φοβηθούμε να υιοθετήσουμε δικτατορικές μεθόδους προκειμένου να επιταχύνουμε την αφομοίωσή του. Καθήκον μας είναι να επιταχύνουμε την αντιγραφή του γερμανικού κρατικού καπιταλισμού ακόμα περισσότερο απ’ όσο ο [τσάρος] Πέτρος επιτάχυνε την αφομοίωση του δυτικού πολιτισμού από τη βάρβαρη Ρωσία, και να μη διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε βάρβαρο μέσο στον αγώνα κατά της βαρβαρότητας (…) Ο κρατικός καπιταλισμός είναι ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων [στη σοβιετική Ρωσία]» (!!!)
Ο Μπέρκμαν όμως δεν είχε ούτε την άνεση της χρονικής απόστασης, αλλά ούτε και τη διάθεση της ψυχικής απόστασης. Έδωσε έναν αγώνα, που ίσως εκ των υστέρων να μοιάζει μάταιος, αλλά που κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά καρποφόρος μιας που μας αποκάλυψε από-τα-μέσα την τραγωδία του «επαναστατικού ιησουϊτισμού» στην μπολσεβίκικη μορφή της.
Κι εδώ, υπάρχει πράγματι ένα δίδαγμα, που όσοι αγωνίζονται για μια καλύτερη κοινωνία δεν θα πρέπει με τίποτα να προσπεράσουν.
Διότι ο «επαναστατικός ιησουϊτισμός» δεν ήταν κάποιο παροδικό φαινόμενο, σχετικό με ορισμένες πολύ ιδιαίτερες ιστορικές περιστάσεις, όπως λ.χ. η πολεμική κατάσταση και ο αποκλεισμός, με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπη εξαρχής η ρώσικη επανάσταση. Απεναντίας, πρόκειται για ένα διαρκώς παρόντα κίνδυνο σε κάθε απελευθερωτικό εγχείρημα, στον βαθμό που η αλλαγή του κόσμου σημαίνει κατά πρώτιστο λόγο αλλαγή των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε αυτήν καθώς, όπως είδαμε ότι επισήμανε ο Μπέρκμαν στον πρόλογο του ημερολογίου του πιο συγκεκριμένα, δεν πολεμάς την αλλοτρίωση με αλλοτριωμένα μέσα!
ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ