Χαράλαμπος Μαγουλάς, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Ακολουθεί ένα εκτεταμένο μέρος της παρουσίασης του Χαράλαμπου Μαγουλά στο Διεθνές Συνέδριο για την Επανάσταση του 1821.
Τα κείμενα άλλων εποχών που μάλιστα συνδέονται άρρηκτα με κρίσιμα ιστορικά γεγονότα ή σταθμούς που σηματοδότησαν αλλαγές παραδειγμάτων πολλές φορές περιβάλλονται από δυσεπίλυτα ζητήματα, είτε πραγματολογίας, είτε ερμηνείας, και επιβάλλουν ως εκ τούτου την έλλειψη ομογνωμοσύνης των μελετητών και των ανθρώπων ή ομάδων που επιχειρούν να τα εντάξουν σε κάποια ιδεολογία ή πολιτική και κοινωνική σκοπιά. Μια συνηθισμένη παράμετρος διχογνωμιών είναι το αν κρίνονται με βάση την εποχή τους ή με τα σημερινά σταθμά, καθώς κάτι που μπορεί στη σύγχρονη εποχή να φαίνεται (και να είναι) ξεπερασμένο σε άλλους καιρούς μπορεί να ήταν πρωτοποριακό και ριζοσπαστικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρόκειται για ερώτημα που αφορά τη χρήση όρων και γενικά της γλώσσας, ερευνώμενο συνήθως από μια ιστορία των ιδεών.
Ένα επιφανές παράδειγμα τέτοιου κειμένου είναι η Ελληνική Νομαρχία (ΕΝ), η οποία γράφτηκε και δημοσιεύτηκε από κάποιον ανώνυμο Έλληνα στο Λιβόρνο το 1806.
Ένα από τα πρώτα σημεία στα οποία στάθηκε η βιβλιογραφία γύρω από το βιβλίο αυτό ήταν, όπως αναμενόταν, η ταυτότητα του συγγραφέα ή, ακόμα, και των συγγραφέων, με πλείστες υποθέσεις να έχουν πέσει στο τραπέζι από την εποχή που ήρθε στο φως και συστήθηκε στην ελληνική κοινωνία περισσότερο από 140 χρόνια μετά το πρώτο τύπωμα.1 Εδώ, ωστόσο, θα ασχοληθούμε με τις ερμηνείες που έχει δεχτεί η ΕΝ από σύγχρονους μελετητές, για το κατά πόσο λοιπόν πρόκειται για ένα επαναστατικό κείμενο, εξαιρετικό, αν όχι μοναδικό, για την εποχή του, ή για το κατά πόσο αυτή η πτυχή της έχει υπερεκτιμηθεί και στηρίζεται περισσότερο σε πολιτικές ανάγκες ή σε ιδεολογικές της χρήσεις παρά σε στοχασμούς που όντως μπορούν να ανευρεθούν εντός της.
Τα πιο ισχυρά σημεία ριζοσπαστικότητας του κειμένου έχουν πολλές φορές επισημανθεί από τους μελετητές του. Οι ιδιαίτερα προοδευτικές για τις αρχές του 19ου αιώνα θέσεις του εκκινούν από την αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση και φτάνουν μέχρι την ανάλυσή του για τάξεις ανθρώπων που ζουν εις βάρος της πλειοψηφίας των κατώτερων στρωμάτων και στην ουσία στηρίζουν τη διαιώνιση της σκλαβωμένης του πατρίδας. Από τις πρώτες ήδη σελίδες του βιβλίου επισημαίνεται λοιπόν από τον Ανώνυμο ότι η φύση έκανε όλους τους ανθρώπους όμοιους, με αποτέλεσμα να μη διαφέρει κανείς από τον άλλο, ο απλός υπήκοος από τον τύραννο, όπως λέει με επίταση (σ. 22).2 Τα φυσικά χαρίσματα είναι κοινά και διαθέσιμα σε όλους τους ανθρώπους, γι’ αυτό στηλιτεύει τους ανθρώπους που φοβούνται στη θέα και μόνο του τυράννου (σ. 23).
Ο πιο διάσημος χαρακτηρισμός της ΕΝ αφορά ωστόσο την ξεκάθαρη αντικληρικαλικότητά της, θέση που κυριάρχησε τόσο σε οριστικές αποτιμήσεις της από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά, όσο και στη διεκδίκηση της ιδεολογικής της πλατφόρμας. Ο Ανώνυμος στρέφεται γενικά εναντίον του κλήρου καταγγέλλοντας την αμάθειά του την οποία μεταβιβάζει στους πολίτες, καλλιεργώντας τους δεισιδαιμονίες και φόβο, καθώς επίσης και τα ψεύδη στα οποία στηρίζει το κήρυγμά του που αποτρέπουν τους πιστούς από το να ερευνούν την αλήθεια, διότι αυτό συνεπάγεται αυτομάτως διάπραξη αμαρτίας (σ. 67). Αργότερα εξακοντίζει τις κατηγορίες του ειδικά απέναντι στον κλήρο της υπόδουλης Ελλάδας, καθώς τον θεωρεί άμεσο συνεργό του οθωμανικού κράτους και κύριο υπεύθυνο για τον αφανισμό της πατρίδας του (σ. 110 κ.ε.).
Παρόμοια στάση τηρεί και για τους ευγενείς, τους οποίους ονομάζει ολιγάρχες, καθώς καταδεικνύει ότι όλος ο πλούτος της επικράτειας ανήκει σε αυτούς, ενώ οι Έλληνες μαστίζονται από ένδεια εργαζόμενοι για τα συμφέροντα αυτών (σ. 68 κ.ε.). Τα δεινά του λαού ανάγονται στο Βυζάντιο, αφού από τότε αυτές οι τάξεις, οι τύραννοι, το ιερατείο και οι ευγενείς, καταδυνάστευαν τους υπηκόους της αυτοκρατορίας (σ. 74), πρακτική που συνεχίστηκε απαραμείωτα και επί τουρκοκρατίας.
Κάποια λιγότερα προβεβλημένα αποσπάσματα του στοχασμού του Ανώνυμου που θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της θέσης ότι η ΕΝ είναι πράγματι άκρως ριζοσπαστική καλύπτουν μια πλειάδα θεμάτων που σχετίζονται με την κοινωνική ζωή, το εμπόριο, τη γλώσσα. Επομένως, ενώ έχει ήδη υποδείξει τους υπαίτιους για την κακοδαιμονία των Ελλήνων στο πρόσωπο των ευγενών του Φαναρίου, των εύπορων Ελλήνων της διασποράς και των κληρικών, δεν διστάζει ταυτόχρονα να κατηγορήσει τους υπόδουλους για έλλειψη σθένους και βούλησης να επαναστατήσουν ώστε να αποτινάξουν τον ζυγό τους, αποκαλώντας τους αποχαυνωμένους (σ. 66).
Περαιτέρω, σε μια εντυπωσιακή κριτική που ασκεί στο χρήμα ως εφεύρεση και πρακτική, διακρίνει ότι, μολονότι η χρήση του προοριζόταν για τη μέτρηση και τη στάθμιση των αγαθών, κατέστη εργαλείο αξιολόγησης ανθρώπων και αρετών, έφθειρε τα ήθη, καθώς έγινε το μέσο διαχωρισμού εντός των κοινωνιών σε πλούσιους που ζουν πολυτελώς και σε φτωχούς που εξαθλιώνονται, έκανε τους ανθρώπους εχθρούς της φύσης και του εαυτού τους, αφού αποτελεί το κίνητρο υποδούλωσης πληθυσμών και διατήρησης του ολέθριου θεσμού της δουλείας (σ. 104-5).
Στη συνέχεια, κάνει λόγο για το 99% των ανθρώπων που μοχθούν για να κερδίζει ο ένας (σ. 106), σκέψη που παραπέμπει στο γνωστό σύνθημα των κινημάτων Occupy της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ στην ευνομούμενη πολιτεία του, στη νομαρχία, το χρήμα θα έχει καταργηθεί (σ. 109), απηχώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο θέσεις που θα διατυπωθούν συστηματικά από κομμουνιστές και αναρχικούς στοχαστές και θα βρουν κοινωνικό έρεισμα αρκετές δεκαετίες αργότερα. Τέλος, εξίσου σημαντική, κρίσιμη και άκρως προοδευτική για την εποχή του στάση αποτελεί η προτροπή για χρήση της απλής διαλέκτου, όπως αποκαλεί τη δημοτική ομιλούμενη γλώσσα, ώστε να εκλαϊκευθούν επιστημονικές έννοιες και θεωρίες, να γίνουν κτήμα των νέων και κατόπιν όχημα για την απελευθέρωση πρώτα των νοών και ύστερα των ανθρώπων (σ. 150).
Η εποχή κατά την οποία γράφεται η ΕΝ είναι πράγματι συγκλονιστική. Ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης και των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού για χειραφέτηση και αυτοδιάθεση δεν λένε να κοπάσουν, καθώς διαδίδονται από κύκλους διανοουμένων και μεταφέρονται στην Ευρώπη με τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Ο γαλλικός στρατός μόλις έχει κερδίσει στο Αούστερλιτς τα ρωσοαυστριακά στρατεύματα (1805), ενώ η επιδραστική ιδεολογία της απελευθέρωσης των λαών από τη δεσποτεία είναι εμφανής ακόμα και σε υποσημειώσεις της ιστορίας, όπως η εξάμηνη ιακωβινική εγκαθίδρυση της Παρθενόπειας Δημοκρατίας στη Νάπολη το 1799 με την εκδίωξη του Βασιλιά του Βασιλείου των Δύο Σικελιών Φερδινάνδο Α΄ από τον στρατηγό Σαμπιονέ.3 Έναν χρόνο νωρίτερα είχε δολοφονηθεί ο Ρήγας στον Πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι, το έργο και η είδηση του θανάτου του οποίου είχαν αρχίσει να διαδίδονται ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς στην Ευρώπη. Στον μεγάλο αυτόν επαναστάτη είναι άλλωστε αφιερωμένη και η ΕΝ, ωστόσο, εξετάζοντας προσεκτικά ορισμένα σημεία της, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει αρκετές αντιρρήσεις για το κατά πόσο ο Ανώνυμος γνώριζε ή αποδεχόταν πλήρως τις θέσεις του Ρήγα. Μολονότι αναφέρεται, αν και όχι ονομαστικά σε αρκετά έργα του Ρήγα,4 είναι αμφίβολο εάν πράγματι είχε διαβάσει ή, εάν ναι, είχε ενστερνιστεί το πιο επαναστατικό ίσως και ρηξικέλευθο έργο του, τη Νέα Πολιτική Διοίκηση, την πρόταση Συντάγματος που στηρίχτηκε στο γαλλικό επαναστατικό σύνταγμα του 1793.
Ας δούμε, επί παραδείγματι, ένα ζήτημα ορολογίας, στο οποίο υπάρχει εμφανής διάσταση μεταξύ των δύο στοχαστών: ενώ ο Ρήγας στο Αρ.3 των Δικαίων του Ανθρώπου κάνει λόγο για ισότητα μεταξύ των πολιτών, όπως ακριβώς παρουσιάστηκε στο διάσημο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, ο Ανώνυμος, όπως είδαμε, αναφέρεται σε φυσική ομοιότητα. Μάλιστα, αν το περιεχόμενο της ισότητας στον Ρήγα είναι ξεκάθαρο, το ίδιο ισχύει και για την ομοιότητα του Ανώνυμου, καθώς στην αρχή του βιβλίου, αντιφάσκοντας σε σχέση με τη θέση που υποστηρίζει κατόπιν, περιγράφει τους λόγους της ανομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων: α. η ίδια η φύση, η οποία προσφέρει άλλοτε ισχυρή και άλλοτε πιο αδύναμη κράση και περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, β. η ανατροφή, η οποία διαμορφώνει τις αρετές, τη σοφία και τα ήθη των ανθρώπων, οπότε άνθρωποι με διαφορετική ανατροφή έχουν διαφορετικά ήθη, και γ. η τύχη, η οποία αποτελεί τον κομβικό παράγοντα διαφοροποίησης των ανθρώπων ως προς τον πλούτο (σ. 17-18). Αν όμως η απόκτηση και διατήρηση πλούτου είναι μόνο θέμα τύχης, τότε γιατί θα πρέπει να μεμφόμαστε τους ευγενείς και τους πλούσιους, οι οποίοι κατέχουν το χρήμα και τα υλικά μέσα, ώστε να υποδουλώνουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που κοπιάζουν για την παραγωγή αγαθών; Το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί και για την πολιτική ομοιότητα την οποία ευαγγελίζεται ότι θα επιτύχει η νομαρχία μέσω ενός καλού νομοδότη που θα είναι ο αξιότερος και τιμιότερος όλων των ανθρώπων (σ. 19): η πολιτική ισότητα δεν συνεπάγεται οικονομική ισότητα ή αποκατάσταση των αδικιών, αλλά μάλλον τήρηση των νόμων, ώστε ο ασθενέστερος να μην αισθάνεται ότι βλάπτεται από τον ισχυρό.
Η θέση αυτή περί της πολιτικής ομοιότητας απέναντι στον νόμο μάς εισάγει στον κεντρικό προβληματισμό περί του πολιτεύματος που προωθεί ο Ανώνυμος με το πόνημά του. Σίγουρα, καταδικάζει ολοσχερώς τη μοναρχία, ωστόσο το περιεχόμενο και η μορφή της νομαρχίας μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτειακούς σχηματισμούς, την αριστοκρατία και τη δημοκρατία, και εντοπίζει τη μόνη διαφορά μεταξύ των δύο στο ότι η πρώτη κλίνει προς την ολιγαρχία, ενώ η δεύτερη προς την αναρχία (σ. 16), θυμίζοντας αρκετά τα ορθά πολιτεύματα και τις παρεκκλίσεις τους στα Πολιτικά του Αριστοτέλη. Θεωρεί ότι η ελευθερία μπορεί να υπάρχει και στα δύο, οπότε η εκλογή ενός εκ των δύο είναι αδιάφορη. Ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε εδώ την επιρροή της σκέψης του Μοντεσκιέ, καθότι η ορθή επιλογή πολιτεύματος μπορεί να εξαρτάται από το κλίμα ή το μέγεθος του πληθυσμού και την έκταση του κράτους.5
Ωστόσο, καμία τέτοια νύξη δεν υπάρχει στο κείμενο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι θα ήθελε ίσως να εντάξει τον πολιτειακό στοχασμό του τόσο σε μια παράδοση ρεπουμπλικανισμού που εκκινεί από την Αρχαία Ρώμη και φτάνει μέχρι την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, όσο και στην παράδοση της άμεσης δημοκρατίας, την οποία άλλωστε υπερασπίζεται και ο πνευματικός του μέντορας, ο Ρήγας, όταν μιλά για βούλευση του ίδιου του λαού για τους νόμους του (αυτονομία) στο Αρ. 10 του Περί της αυτοκρατορίας του λαού και για τις συναθροίσεις του λαού στο Περί των πρώτων συναθροίσεων. Ωστόσο, είτε αγνοεί, είτε αποσιωπά τόσο τα κελεύσματα του Ρήγα, όσο και τις πολιτικές διαδικασίες που ανέδειξε η Γαλλική Επανάσταση και ως εκ τούτου υπολείπεται θεωρητικά και προταγματικά από τα Συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης 16 χρόνια μετά: «η Νομαρχία δε μπορεί να προβλέπει ούτε Γενικές Συνελεύσεις, ούτε εκλογές, ούτε κυβέρνηση, ούτε Βουλή – όλα όσα κατόπιν προέβλεψε η Επανάσταση».6
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Βλ σχ. Καραμπερόπουλος, Δ., «Τα πρώτα ενδοκειμενικά στοιχεία για την ταυτότητα του Ανώνυμου συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας ως υπόθεση εργασίας». Νέα Εστία, 1865: 184-205.
2 Η έκδοση της Ελληνικής Νομαρχίας που χρησιμοποιείται εδώ είναι των εκδόσεων Κάλβου, Αθήνα, 1968.
3 Gregory, D., Napoleon’s Italy. London: Associated University Presses, 2001, σ. 45 κ.ε.
4 Καραμπερόπουλος, Δ., «Τι γνώριζε ο Ανώνυμος συγγραφέας της ‘Ελληνικής Νομαρχίας’ για τον Ρήγα Βελεστινλή». Νέα Εστία, 175, 1862, 2014: 684-93.
5 Κιτρομηλίδης, Π, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 2009, σ. 347.
6 Κρεμμυδάς, Β., «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία. Μια απόπειρα ερμηνείας». Μνήμων, 35(35): 315-22.