Αφγανιστάν: η χώρα των συγκρούσεων (μέρος 1ο)

0

Γράφει για το αυτολεξεί: Siavash Shahabi. Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου χρησιμοποιήθηκαν πολλές πηγές, ορισμένες από τις οποίες είναι ιστορικής σημασίας. Μία από αυτές τις πηγές είναι ένα μακροσκελές αναλυτικό άρθρο που δημοσιεύθηκε από μια πολιτική/εργατική συλλογικότητα στο Ιράν. Η επαναστατική ιστορική και ταξική ανάλυσή του με οδήγησε να το χρησιμοποιήσω ώστε να γράψω αυτή τη συλλογή κειμένων. Η συζήτηση των πρόσφατων γεγονότων στο Αφγανιστάν έχει σημαντικές ιστορικές πτυχές, γι’ αυτό θεώρησα απαραίτητο να τις περιγράψω εν συντομία. Η παρούσα σειρά αρθρών για το Αφγανιστάν είναι μια πολιτική ανάλυση και μια ιστορική μελέτη που περιγράφει πώς το πλαίσιο των συνεχιζόμενων πολέμων δι’ αντιπροσώπων παρέδωσε τη χώρα στα χέρια των Ταλιμπάν.

Ενώ πολλά μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν στην άνοδο των Ταλιμπάν ως κατοχή, στην πραγματικότητα το Αφγανιστάν παραδόθηκε στους Ταλιμπάν με τον υλικοτεχνικό, οπλικό και διπλωματικό εξοπλισμό από το «εξωτερικό» και με μια «εσωτερικά» μεθοδευμένη παράδοση. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε παρατηρηθεί ότι η κυβέρνηση πριν τους Ταλιμπάν απαγόρευε σε τοπικούς παράγοντες να αντιστέκονται και τους ανάγκαζε να αποδεχθούν τους Ταλιμπάν ως τη νέα εξουσία.

Μπορούν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα γι’ αυτό: Ο εκπρόσωπος της επαρχίας Farah στο κοινοβούλιο περιέγραψε πώς ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Αφγανιστάν επικοινώνησε προσωπικά στον κυβερνήτη που αντιμετώπιζε τους Ταλιμπάν και τον διέταξε να μην αντισταθεί στην επίθεσή τους [1]. Άλλο παράδειγμα είναι η επαρχία Ghazni, η οποία παραδόθηκε στους Ταλιμπάν με τη συνεργασία του κυβερνήτη που χαμογελούσε στις κάμερες [2]. Μάλιστα, ο πρώην υπουργός Άμυνας δήλωσε ότι «τα χέρια μας ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη μας» [3].

Παραδίδοντας τον αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στους Ταλιμπάν [4] (αντιθέτως, δύο χρόνια νωρίτερα, σε μια παρόμοια κατάσταση, οι ΗΠΑ είχαν ανατινάξει τον στρατιωτικό εξοπλισμό τους κατά την αποχώρησή τους από τα σύνορα του Κομπάνι [5]), οι ΗΠΑ απέδειξαν ότι επιθυμούσαν την ταχεία κατάρρευση κάθε ένοπλης αντίστασης κατά των Ταλιμπάν –αν τυχόν αυτή προέκυπτε σε ορισμένες πόλεις.

Ωστόσο, αυτός ο συνασπισμός, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό, δεν πραγματοποιήθηκε εν μία νυκτί. Αυτή η συνωμοσία ήταν το αποτέλεσμα 10 ετών μυστικής και παρασκηνιακής συνεργασίας και διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας, της Ρωσίας, του Πακιστάν, της Τουρκίας και του Ιράν με τους Ταλιμπάν, η οποία επισημοποιήθηκε στη διάσκεψη της Ντόχα.

Γιατί το Αφγανιστάν παραδόθηκε στους Ταλιμπάν; Γιατί περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις, οι οποίες σπάνια συμφωνούν σε ένα κοινό έδαφος, ένωσαν τα χέρια για να νικήσουν οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν αυτή τη φορά; Πριν ξεκινήσουμε μια τέτοια συζήτηση, είναι καλύτερο να εξετάσουμε την ιστορία της σύγχρονης κρατικής οικοδόμησης στο Αφγανιστάν.

Η οικοδόμηση του έθνους-κράτους «από τα έξω»

Η σύγχρονη ιστορία του Αφγανιστάν χαρακτηρίζεται από την αφήγηση της τεχνητής οικοδόμησης του έθνους που διαμορφώθηκε μέσα στο πολυεθνικό κλίμα του Αφγανιστάν από τη βρετανική και τη ρωσική αποικιοκρατία. [6] Πριν από δύο αιώνες, το έδαφος μεταξύ των συνόρων των δύο αυτοκρατοριών του Βρετανικού Ρατζ (Βρετανική Αυτοκρατορία στην Ινδία) και της Ρωσίας κατέστησε το Αφγανιστάν ως τη χώρα των συγκρούσεων δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των παγκόσμιων υπερδυνάμεων: πρώτα, ήταν οι τρεις βρετανικοί πόλεμοι (1839, 1878 και 1919)· αργότερα, η σύγκρουση σοβιετικών-ΗΠΑ για το Αφγανιστάν (1979-1989) και τέλος, η εισβολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν το 2001, που μετέτρεψε τη χώρα σε ένα πεδίο σύγκρουσης δι’ αντιπροσώπων μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, Πακιστάν-Ινδίας, Ιράν-ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας και διευθέτησης άλλων υποσυγκρούσεων.

Το κύριο ζήτημα, λοιπόν, για αυτό το «κομμάτι γης» εδώ και έναν αιώνα ήταν να εγκαθιδρύσει μια «εθνική κυβέρνηση» ώστε να ενταχθεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό…

Αν ο Αμπντούλ Ραχμάν Χαν [εμίρης του Αφγανιστάν από το 1880 έως το 1901] στα τέλη του 19ου αιώνα, καταπιέζοντας τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες σε σημείο γενοκτονίας, αλλάζοντας το δημογραφικό-εθνικό πλαίσιο κ.λπ., έκανε το σημαντικό βήμα αυτού του σχεδίου –την εθνική ενότητα και την καταστολή των «επαναστατημένων» φυλών– τότε οι κυβερνήσεις μετά από αυτόν (του Αμανουλάχ Χαν και του Ζαχίρ Σαχ) προσπάθησαν να ολοκληρώσουν τα επόμενα βήματα αυτού του σχεδίου: εκσυγχρόνισαν τον στρατό, το δικαστικό σύστημα, την εκπαίδευση, τους κυβερνητικούς θεσμούς κ.λπ. Λόγω όμως της αδυναμίας της κεντρικής κυβέρνησης και του βαθέος χάσματος μεταξύ πόλης και χωριού [7], οι γαιοκτήμονες και οι φυλές επιβλήθηκαν πάνω στον βασιλιά, και οι περισσότερες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είτε καταργήθηκαν από την εξέγερση των φυλών και των αγροτών (ανατροπή του Αμανουλάχ) είτε στην καλύτερη περίπτωση περιορίστηκαν στην πρωτεύουσα και σε κάποιες μεγάλες πόλεις (περίοδος Ζαχίρ Σαχ).

Το σχέδιο μεταρρύθμισης της γης και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα

Παρά τις προσπάθειες του Αμανουλάχ Χαν, το Αφγανιστάν παρέμεινε μια κατεξοχήν αγροτική και φυλετική κοινωνία με ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ της αστικής και της αγροτικής κοινωνίας, έως ότου ο Νταούντ Χαν εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις στη γη το 1975 για να αλλάξει αυτή την κατάσταση.

Εκείνη την εποχή, το 2% των μεγάλων γαιοκτημόνων κατείχε περισσότερο από το 70% της γεωργικής γης του Αφγανιστάν. Η θέση του Νταούντ Χαν κλονίστηκε αμέσως μόλις άρχισε η μεταρρύθμιση, επειδή οι μουλάδες και οι άρχοντες αντιτάχθηκαν σε αυτήν, και σε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα έγινε κυβέρνηση μέσω πραξικοπήματος. Πιθανότατα κανένα άλλο γεγονός στην πρόσφατη ιστορία του Αφγανιστάν δεν είχε τόσο μεγάλη επιρροή στη χώρα όσο το πραξικόπημα του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος. Οι δύο αιώνες παράδοσης στη διακυβέρνηση, ηγεσία και αγώνα της οικογένειας Μοχαμαντζάι τερματίστηκαν από αυτό το πραξικόπημα.

Οι μεταρρυθμίσεις γης του Νταούντ επιταχύνθηκαν (συμπεριλαμβανομένης της δήμευσης γης πέραν της ιδιοκτησίας σπιτιών και της πλεονάζουσας γης των θρησκευτικών ιδρυμάτων χωρίς αποζημίωση). Ισχυριζόμενοι ότι οι πολιτικές αυτές αποσκοπούσαν στην καταστροφή της θρησκείας, οι μουλάδες συμβούλευσαν τους αγρότες να αντισταθούν. Ξέσπασαν και πάλι ταραχές στα χωριά εναντίον της πρωτεύουσας.

Ενώ οι δύο περίοδοι του Νταούντ Χαν και του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος εισήγαγαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στα ζητήματα των γυναικών (π.χ. υποχρεωτικός αλφαβητισμός για τις γυναίκες, κατάργηση των αναγκαστικών γάμων κ.λπ.), οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν με επιτυχία στα χωριά. Ορισμένες δασκάλες που πήγαν στα χωριά για να εκπαιδεύσουν τους μαθητές δολοφονήθηκαν με την υποκίνηση των μουλάδων.

Υπάρχουν αφηγήσεις ότι πολλοί αγρότες αρνήθηκαν ακόμη και να δεχτούν τα μοιρασμένα εδάφη λόγω της ψυχικής και συναισθηματικής τους υποταγής στους Χανς (εξέχουσα οικογένεια). Από την άλλη πλευρά, αναφέρεται ότι πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που πήγαν στα χωριά για να επιβάλουν τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της γης δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν τη γλώσσα των χωρικών. Αντίθετα με τις προσδοκίες, οι ενέργειες αυτές οδήγησαν σε εξέγερση κατά της κυβέρνησης αντί να συγκεντρώσουν την υποστήριξη των αγροτών.

Υπάρχουν αφηγήσεις ότι πολλοί αγρότες αρνήθηκαν ακόμη και να δεχτούν τα μοιρασμένα εδάφη λόγω της ψυχικής και συναισθηματικής τους υποταγής στους Χανς (εξέχουσα οικογένεια). Από την άλλη πλευρά, αναφέρθηκε ότι πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που πήγαν στα χωριά για να επιβάλουν τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της γης δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν τη γλώσσα των χωρικών. Αντίθετα με τις προσδοκίες, οι ενέργειες αυτές οδήγησαν σε εξέγερση κατά της κυβέρνησης αντί να συγκεντρώσουν την υποστήριξη των αγροτών.

Οι λόγοι για την αποτυχία του προγράμματος της μεταρρύθμισης γης και άλλων παρόμοιων μεταρρυθμίσεων μπορούν να χωριστούν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.

Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την ταξική φύση του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος. Παρά το όνομά του, το κόμμα αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα μαζικό κόμμα (των εργατών ή των αγροτών). Το κόμμα αυτό γεννήθηκε μέσα από την καρδιά της πνευματικής κοινότητας της Καμπούλ, των κυβερνητικών αξιωματούχων, του στρατού, ακόμη και ορισμένων από τους αδύναμους επιχειρηματίες-καπιταλιστές της Καμπούλ. Οι δάσκαλοι ήταν ίσως η πιο φιλοκομματική εργατική τάξη της πόλης, αν αναλογιστεί κανείς ότι λιγότερο από το 5% των κατοίκων των πόλεων και λιγότερο από το 2% των κατοίκων της υπαίθρου ήταν εγγράμματοι.

Οι ιδρυτές του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος βρίσκονταν τόσο κοντά στην αφγανική μοναρχία που συμμετείχαν για πολλά χρόνια στο εκτελεστικό σώμα του πολιτικού συστήματος και στις μεταρρυθμίσεις της περιόδου των Ζαχίρ Σαχ–Νταούντ Χαν. Η κομματική επιρροή στην κυβέρνηση του Νταούντ Χαν (λόγω της εγγύτητας του Νταούντ με τη Σοβιετική Ένωση) είχε αναπτυχθεί πριν από αρκετά χρόνια. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το πραξικόπημα ήταν μια επέκταση των πολιτικών της εποχής του Νταούντ Χαν. Με μια ξαφνική ανατροπή, το κόμμα ήρθε πραξικοπηματικά στην εξουσία χάρη στην επιρροή που το ίδιο είχε μέσα στον στρατό.

Ακριβώς όπως ο «συνταγματισμός» του Αμανουλάχ Χαν, ο «κοινοβουλευτισμός» του Ζαχίρ Σαχ και αργότερα ο «ρεπουμπλικανισμός» του Νταούντ Χαν (όλοι μέλη της βασιλικής οικογένειας Mohammadzai) δεν ήταν το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και της πίεσης των από-τα-κάτω, έτσι και η άνοδος του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία και τα σχέδιά του δεν οφείλονταν στον αγώνα και τη δυναμική της κοινωνίας του Αφγανιστάν [8].

Λόγω της έλλειψης της επαναστατικής δύναμης των μαζών, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα εκμεταλλεύτηκε τον στρατιωτικό εξαναγκασμό ως μέσο για την εφαρμογή πολιτικών που απαιτούσαν «μαζική υποστήριξη». Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αρκετά παρόμοια κρατικά πραξικοπήματα (αντί για επαναστάσεις από-τα-κάτω) συνέβησαν υπό σοβιετική ηγεσία στις υπανάπτυκτες δορυφορικές της χώρες.

Οι δύο υπερδυνάμεις προσπαθούσαν να υποστηρίξουν τους συμμάχους τους. Όσο περισσότερο οι αριστερές δυνάμεις προσπαθούσαν να μετατρέψουν τις υποδομές της παραδοσιακής κοινωνίας σε σύγχρονες, τόσο πιο αιματηρά ήταν τα αμερικανικά πραξικοπήματα, με την υποστήριξη των πιο οπισθοδρομικών και βίαιων πολιτικών δυνάμεων που οδηγούσαν στην οπισθοδρόμηση της χώρας. Κάτι που δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την εξόντωση, την εκκαθάριση και τη δολοφονία των ανεξάρτητων επαναστατών.

Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, στις περισσότερες από τις υπανάπτυκτες χώρες που προσχώρησαν με τον ίδιο τρόπο στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης ή των ΗΠΑ, η «κυβέρνηση» ως ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός, ήταν υπεύθυνη για τις πολιτικές της μιας εκ των δύο δυνάμεων και οι αποφάσεις ήταν ανεξάρτητες από τη βούληση της κοινωνίας. Είχαν επιβληθεί αλλαγές από πάνω προς τα κάτω. Κάποιες με βία και σφαγές (Ινδονησία-Χιλή με την υποστήριξη των ΗΠΑ) και κάποιες με πολιτιστικό εξαναγκασμό (Αφγανιστάν με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης).

Σύντομα, στο Αφγανιστάν, ο «στρατός» αντικατέστησε την «τάξη» και το «πραξικόπημα» αντικατέστησε την «επανάσταση», όπως ακριβώς και στις χώρες που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, ο «στρατός» αντικατέστησε την «εκλεγμένη κυβέρνηση» και το «πραξικόπημα» αντικατέστησε τη «δημοκρατία». Επίσης, οι κάθε είδους διαμάχες, δολοφονίες και διακανονισμοί διαμοιρασμού της εξουσίας οφείλονταν στην κυβερνώσα γραφειοκρατική μαφία, όχι σε ταξικούς αγώνες ή διαφορές αρχών (αναφέρω την εξόντωση του Δημοκρατικού Κόμματος και τον εσωτερικό διακανονισμό).

Κατά συνέπεια, όταν ένας συνασπισμός γαιοκτημόνων και μουλάδων κινητοποίησε μεγάλες αγροτικές μάζες για να εξεγερθούν, το «λαϊκό» καθεστώς –αλλά χωρίς τη «λαϊκή» υποστήριξη– μπορούσε να στηριχθεί μόνο στον στρατό για να διατηρήσει την εξουσία του. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής περιπέτειας ήταν ένα έγκλημα που κατέληξε στο όνομα του κομμουνισμού ενάντια στον λαό και στην αντιπολίτευση (συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων κρίσιμων αριστερών στελεχών). Προσκαλώντας τους Σοβιετικούς να καταλάβουν το Αφγανιστάν, το καθεστώς απλώς επέκτεινε την πολιτική που είχε εφαρμόσει με το πραξικόπημα δύο χρόνια νωρίτερα.

Παρά τον σοβιετικό ρόλο στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες (με τη μορφή της επιχείρησης «Κυκλώνας») έπαιξαν επίσης κρίσιμο ρόλο ως εξωτερικός παράγοντας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (ιδίως μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν), υπήρξε αυθόρμητη αντίσταση στα ρωσικά στρατεύματα· αλλά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν αυτές τις διάσπαρτες αντιστάσεις υπό τη σημαία της Τζιχάντ.

Δισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικών χρημάτων και όπλων διατέθηκαν στις φονταμενταλιστικές δυνάμεις των Μουτζαχεντίν μέσω επίσημων και ανεπίσημων διαύλων (όπως και τα περισσότερα δολάρια της Σαουδικής Αραβίας). Μέσα σε λίγα χρόνια, όλες οι εθνικιστικές, δημοκρατικές, συνταγματικές και αριστερές δυνάμεις εξαλείφθηκαν από την πολιτική σκηνή του Αφγανιστάν, και αντ’ αυτού οι τζιχαντιστές φονταμενταλιστές (Μουτζαχεντίν) αναπτύχθηκαν σαν μανιτάρια μέσα και έξω, εξοπλίζοντας, εκπαιδεύοντας, προωθώντας και αναδεικνύοντας τις τζιχαντιστικές ιδέες, και κατάφεραν να κολλήσουν τη Σοβιετική Ένωση στη γη του Αφγανιστάν.

Όταν οι Μουτζαχεντίν καταλάμβαναν την εξουσία σε μια περιοχή, έβαζαν φωτιά στα έγγραφα ιδιοκτησίας των διανεμημένων εδαφών και τα επέστρεφαν πίσω στους άρχοντες. Μια εξέταση των στατιστικών στοιχείων των ακτημόνων αγροτών [9] (οι οποίοι ήταν οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι της μεταρρύθμισης της γης) από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 1990 δείχνει μια εικόνα του πώς αυτή η πολιτική αντιστράφηκε:

Οι πολεμικές μέθοδοι των Μουτζαχεντίν αναφέρθηκαν από έναν δημοσιογράφο της Washington Post (και πριν το έργο της ωραιοποίησής τους βαφτιστεί ως «Αγωνιστές της Ελευθερίας») το 1979 ως εξής: «Η αγαπημένη τακτική των μελών των ισλαμικών φυλών είναι να βασανίζουν τα θύματα, κόβοντας πρώτα τη μύτη, τα αυτιά και τα γεννητικά τους όργανα και στη συνέχεια αφαιρώντας το ένα κομμάτι δέρματος μετά το άλλο» [11].

Όποια σέχτα των Μουτζαχεντίν πολεμούσε πιο βίαια και βάναυσα λάμβανε μεγαλύτερη οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένης της σέχτας Gulbuddin Hekmatyar, η οποία για χρόνια ήταν γνωστή για τις κατά συρροή επιθέσεις με οξύ σε γυναίκες.

Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους Μουτζαχεντίν αποδόθηκε ευρέως στη μετασοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, αλλά είναι πλέον σαφές ότι η υποστήριξη αυτή άρχισε έξι μήνες «πριν» από τη σοβιετική εισβολή [12] [13].

Εν ολίγοις, αυτός ο δεκαετής πόλεμος ήταν ένας αγώνας για τη δημιουργία μιας τερατώδους εκδοχής του πολιτικού Ισλάμ που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ πριν. Αφού η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε από τις πολεμικές επεκτατικές πολιτικές της και αποσύρθηκε, ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί αυτό το νεογέννητο πολιτικό Ισλάμ: οι Μουτζαχεντίν.

Σημειώσεις:

[1] https://twitter.com/mukhtarwafayee/status/1426024392128176130

[2] https://www.etilaatroz.com/130536/taliban-took-the-city-of-ghazni-by-understanding-with-governor-and-police-chief/

[3] https://twitter.com/Muham_madi1/status/1426904905055444993

[4] https://www.washingtonpost.com/world/2021/08/20/us-weapons-taliban-afghanistan/

[5] https://www.hurriyetdailynews.com/us-rebuilding-military-bases-in-northeast-syria-148203

[6] Three-quarters of Afghanistan’s population is ethnically connected to a population outside its “national” borders.

[7] This gap was not only between the city and the village but also between the villages themselves. Afghanistan’s mountainous geography separates many villages like isolated islands.

[8] Influence on the army and Soviet support were the two main reasons for the rise of the People’s Democratic Party.

[9] Liz Alden Wily, Land Rights in Crisis: Restoring Tenure Security in Afghanistan (Kabul: AREU, Afghanistan Research, and Evaluation Unit, 2003). P18

[10] A description given by US President Ronald Reagan of the Afghan Mujaheddin in the 1980s.

[11] https://www.washingtonpost.com/archive/politics/1979/05/11/grim-nickname-fits-afghan-tales-of-torture-murder/3263877f-e032-4773-888b-b82109ae2b81/

[12] Robert M. Gates, From the Shadows: The Ultimate Insider’s Story of Five Presidents and How They Won the Cold War (New York: Simon and Schuster, 1996).

[13] In a 1998 interview, Brzezinski also described how the strategy of aiding jihadists opposed to the Democratic Republic of Afghanistan regime was an excellent idea and It had the effect of drawing the Russians into the Afghan trap. https://dgibbs.faculty.arizona.edu/brzezinski_interview

Αφήστε ένα σχόλιο

18 − 9 =