Δύο αρχικά ερωτήματα: Πώς να μιλήσουμε για την έννοια του βιώματος και της διαφοράς και τι μας νοιάζουν εμάς αυτά τα πράγματα;
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο. Βασικό εργαλείο του project είναι η κριτική στην ιδεολογία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Αυτό δεν γίνεται από φετίχ αλλά γιατί θεωρούμε πως η ιδεολογία είναι πάντοτε εχθρός της ελευθερίας και εχθρός της πολιτικής όπως θα θέλαμε να την ασκούμε. Πέρα από αυτά, για τα οποία μπορούμε να γράψουμε πολλά, υπάρχει και το θέμα ότι δεν υπάρχει καμιά έννοια α’) αντικειμενικού κόσμου για τον οποίο μπορούμε να μιλάμε και β’) κανένα δέον και πρότυπο τέτοιου κόσμου το οποίο έχουμε τοποθετήσει σαν κάδρο και προσπαθούμε να φτάσουμε σε αυτό. Δηλαδή ό,τι μοιάζει με αυτό να το δεχόμαστε και ό,τι όχι να το απορρίπτουμε. Υπάρχει ένας μπούσουλας, ένα στοιχείο ορίζοντα αλλά δεν έχει να κάνει με τα κλασικά προτάγματα που συνήθως βάζουμε με κεφαλαία πράγματα στο τέλος των κειμένων μας (Επανάσταση, Κομμουνισμός, Αναρχία).
Βασική προκείμενη όπως αναφέρεται ξανά είναι ότι ο κόσμος δεν είναι. Αυτό σημαίνει πως για να δούμε τον κόσμο, για να μιλήσουμε γι’ αυτόν πρέπει να τον προσεγγίσουμε από τη θέση στην οποία ο καθένας και η κάθε κοινωνική ομάδα/τάξη βρίσκεται. Με μια –μη ουσιοκρατική– έννοια ο κόσμος είμαστε εμείς. Επομένως, ο κόσμος θα μας είναι γνωστός στο μέτρο που αφουγκραζόμαστε, καταλαβαίνουμε τις άλλες υπάρξεις και θέσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι τις δεχόμαστε αλλά ότι με αυτές προχωράνε οι κοινωνίες μέσα στην ιστορία.
Μια σημείωση εδώ. Η αδυναμία να μιλήσουμε με τρόπο αντικειμενικό για τον κόσμο δεν σημαίνει μια διολίσθηση στον υποκειμενισμό/σχετικισμό. Μια κατάσταση ότι όλες οι θέσεις/απόψεις/στάσεις είναι ισοδύναμες. Ο υποκειμενισμός δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του αντικειμενισμού. Και οι δύο είναι εξίσου αν-ιστορικές κατηγορίες και τρόποι ανάλυσης της πραγματικότητας. Ο αντικειμενισμός μάς λέει πως τα πράγματα έχουν έτσι ανεξάρτητα από αυτούς που μιλάνε και πράττουν μέσα σε αυτά και ο υποκειμενισμός μάς λέει πως όλες οι θέσεις είναι μεταξύ τους ισοδύναμες σαν να έχουν όλοι δίκιο, και ο βιαστής και ο βιασμένος. Η ισοδυναμία όλων των απόψεων προϋποθέτει ένα μέτρο, έναν φορέα ισχύος που δημιουργεί εκείνο το πεδίο όπου όλοι τίθενται ως ισοδύναμοι απέναντι στους άλλους. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο είναι που βασίζεται ο φιλελευθερισμός που υποστηρίζει τον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό των απόψεων, ότι «όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν άποψη στη δημοκρατία». Ο φορέας ισχύος που προσφέρει και περιφρουρεί αυτό το πεδίο είναι το κράτος. Και ο σχετικισμός αυτός προϋποθέτει και επιβεβαιώνει υπόρρητα την αναγνώριση του κράτους. Την αποδοχή ή την παραδοχή ότι το κράτος έχει ορίσει το πεδίο και το περιφρουρεί (με όπλα και χωρίς). Αυτό ακριβώς φυσικά προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς. Όταν θέλουμε στις συνελεύσεις μας να εκφραζόμαστε όλοι ισότιμα έχουμε θέσει από τα πριν και περιφρουρούμε ένα πεδίο. Το πεδίο της αυτοοργάνωσης, των από τα κάτω, της αντιεξουσίας και του αντικρατικού αγώνα. Τέλος σημείωσης.
Επειδή, λοιπόν, μπορούμε να μιλήσουμε για τον κόσμο μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα από του καθενός τη θέση, με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να οργανώσουμε α’) τους αγώνες μας και β’) τις δομές μας και τον άλλον κόσμο εδώ και τώρα. Μέσα από του καθενός την ιδιαιτερότητα, μέσα από του καθενός τη διαφορά. Όχι παρόλο που είμαστε διαφορετικοί (όπως διακηρύσσεται συχνά) αλλά επειδή είμαστε διαφορετικοί. Αυτό, για να μην μπερδευόμαστε, δεν είναι μια ηθική αξία ή πολιτική αρχή. Έτσι είναι η φάση, έτσι μπορούμε να λειτουργήσουμε. Αλλιώς θα πορευόμαστε πάντα με τις λειψές ιδέες μικρών αρχηγών, ιδεολογικού στριμώγματος της ιστορίας με τα αποτελέσματα που ήδη ξέρουμε. Την προσφυγή στου καθενός την ιδιαίτερη οπτική όταν πρέπει να δημιουργήσουμε με τρόπο αντιιεραρχικό και ισότιμο την τονίζω και σε άλλο κείμενο.
Ας περάσουμε στο πρώτο ερώτημα. Το βίωμα δεν μπορεί να είναι ποτέ αντικειμενικά προσβάσιμο –όπως ο πόνος είναι πάντα μια μοναχική εμπειρία. Παρ‘ όλα αυτά δεν είναι και υποκειμενικό, ατομικό, ιδιωτικό με τρόπο αποκλειστικό για τους άλλους. Είμαστε τόσο εθισμένοι στο να αναλύουμε τα πράγματα είτε αντικειμενικά και να προσπαθούμε να εξουσιάσουμε, είτε υποκειμενικά οπότε σταματάμε τον διάλογο, που ξεχνάμε απλά καθημερινά πράγματα, όπως το πώς καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα των άλλων χωρίς να μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτά που νιώθουν. Και δεν είναι υποκειμενικό γιατί είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα και δημιουργός τους. Είναι μια συνεχής, αλληλοτροφοδοτούμενη διεργασία συναισθημάτων και σκέψης, ατόμου και κοινωνίας, συνείδησης και εμπειρίας. Και γι’ αυτό είναι και η επιτομή της διαφοράς. Δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο το βίωμα μου να ταυτιστεί με το βίωμα κάποιας άλλης.
Επιπλέον, το βίωμα λειτουργεί και ως καταγραφέας/εκφραστής των κοινωνικών σχέσεων και των αρνήσεων αυτών των σχέσεων. Και όταν λέμε καταγραφέας το εννοούμε κάπως κυριολεκτικά. Αυτό που λέμε συνειρμός ή σωματική μνήμη ή όπως αλλιώς. Και αυτή η καταγραφή απάνω στον εαυτό ως όλον (χωρίς καθαρή διάκριση ανάμεσα σε σώμα και νου) είναι πολύ σημαντικό πράγμα για εμάς, πράγμα που μας διακρίνει από τους εξουσιαστές μας και τις μηχανές τους. Είναι πολύ περισσότερο τα βιώματα που μας κινητοποιούν, που μας δίνουν νόημα να αρχίσουμε και να συνεχίσουμε τους αγώνες μας για ζωή κι ελευθερία παρά κάποια θεωρητικά συμπεράσματα περί αδικίας και καταπίεσης. Από το βίωμα μας αντλούμε την αστείρευτη δύναμη και ξεπερνάμε τα όρια μας. Αυτό το τελευταίο είναι το πιο σημαντικό.
Το βίωμα δεν μπορεί να ταυτιστεί, είναι πάντοτε προσωπικό αλλά επειδή είναι και πάντοτε ιστορικό, του καθενός το βίωμα συγκροτεί ένα συλλογικό βίωμα στο οποίο μπορεί ο καθένας να βρίσκει τον εαυτό του αλλά ταυτόχρονα και όχι ακριβώς. Συνδέεται χωρίς να ταυτίζεται.
Υπέροχο; Είναι αυτό ακριβώς που μπορεί να στέκεται οδηγός μας. Η αίσθηση του κοινού χωρίς την ανάγκη για ταύτιση. Χωρίς αυτό που πάντα μας φυλακίζει. Δημιουργούμε από κοινού επειδή είμαστε διαφορετικοί και άρα πάντα αλλάζουμε, μαθαίνουμε, γινόμαστε. Η συγκρότησή μας δε βασίζεται στη φτώχεια της ταύτισης και της μίνιμουμ συμφωνίας αλλά στον πλούτο της διαφοράς και του μάξιμουμ πολλαπλασιασμού μας. Συμφωνούμε όχι επειδή ταυτιστήκαμε αλλά επειδή συναντηθήκαμε στη διαφορά, στο συλλογικό βίωμα, συναντηθήκαμε και στην κοινή άρνηση απέναντι στις υπάρχουσες σχέσεις (για την άρνηση περισσότερα σε επόμενο κείμενο).
Όλα αυτά συμβαίνουν και δεν θα μπορούσα να τα διατυπώσω κιόλας αν δεν τα είχα βιώσει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν συμβαίνουν συνήθως συνειδητά, ως πράγματα κεντρικά που μας δίνουν την κίνηση και δεν τα έχουμε ενταγμένα στις διαδικασίες μας. Το θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά είναι μέσα από ποιες συλλογικές διαδικασίες εκφράζεται το βίωμα και μέσα από ποιες δημιουργείται αυτό το συλλογικό μη-ταυτοποιητικό βίωμα. Εννοώ πως, όπως αυτό συμβαίνει ήδη μέσα από παρέες και «ανεπίσημες» κινηματικές διαδικασίες, έτσι πρέπει συνεχώς να αναβαθμίζουμε τις συλλογικές διαδικασίες μας ώστε να εμπεριέχουν τη δυνατότητα να εκφράζεται και το βίωμα.
Κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό.
Οι διαδικασίες μας έχουν σε κεντρικό σημείο τις τοποθετήσεις. Και αυτό είναι και λογικό. Γιατί μια συνέλευση είναι μια διαδικασία που πρέπει να παράγει κάποια αποτελέσματα με τρόπο οικονομικό, που να μην κρατάει αιώνες και αποκλείει όσους δεν αντέχουν ή δεν έχουν τόσο χρόνο. Είμαστε δυστυχώς σε μια τέτοια κατάσταση όπου οι διαδικασίες πρέπει να ανταποκρίνονται στον κοινωνικό πόλεμο που διεξάγεται και πάντοτε ο πόλεμος έχει αλλοτριωτικές συνέπειες. Θα μπορούσαμε όμως κάποιες φορές να πάμε πέρα από τον τρόπο των τοποθετήσεων. Και αυτό θα μπορούσε να γίνεται είτε στη συνέλευση, είτε σε μια ανεπίσημη συνέλευση-συζήτηση σε άλλο χρόνο. Αντί να γίνει ένα καφενείο, μια βιβλιοπαρουσίαση, πριν από ένα γλέντι κτλ. Διάθεση να υπάρχει, βρίσκεται χρόνος. Και δεν είναι κάτι που χρειάζεται να γίνεται συστηματικά, περιοδικά. Όταν τίθεται και όταν υπάρχει διάθεση. Γιατί ακριβώς μια βιωματική διαδικασία όταν γίνεται έτσι αλλοτριώνεται και αυτή. (Αυτό το κάνουν πολύ συχνά στις τέχνες και στα βιωματικά σεμινάρια. Είναι η δουλειά τους. Να αποσπούν το βίωμα από τις κοινωνικές και πολιτικές του σημασίες και συνέπειες και να το υποβιβάζουν στην κατηγορία του ατόμου και της εσωτερικής κατάστασης του – λες και υπάρχει τέτοιο πράγμα).
Σε αυτή τη βιωματική διαδικασία θα μπορούσε να υπάρχει ο χώρος για να εκφραστούν διάφορα πράγματα που είναι πολύ σημαντικά αλλά δεν αναφέρονται παρά σε προσωπικό επίπεδο. Ποια είναι αυτά; Ας πούμε γιατί κάποιος/-α συμμετέχει σε μια διαδικασία αγώνα, τι είναι αυτό που τον/την κινητοποιεί πραγματικά, στο σώμα του, στα κύτταρά του; Ποια προσωπική ιστορία τον/την έχει φέρει ως εδώ;
Και μην πει κανείς το γεγονός ότι αποσπάται υπεραξία από την εργασία. Αυτά είναι η θεωρητικοποίηση του βιώματος που αποσκοπεί συγκεκριμένα στο εξής: στην παραγωγή εργαλείων για τη διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου. Άλλα ερωτήματα: Πώς βιώνει πραγματικά τον αγώνα, την ένταση, τη βία, τις σχέσεις με τους άλλους; Βρίσκει καθόλου την κινηματική δραστηριότητα ουσιαστικά δημιουργική κι αν όχι, γιατί και πώς; Πώς βιώνει την απογοήτευση (κυρίαρχο συναίσθημα των ημερών μας) σε προσωπικό επίπεδο, τι τον κάνει να μη συμμετέχει, να χάνει το κίνητρό του, τι πραγματικά θα περίμενε να κάνουμε; Θα σταματήσω εδώ.
Τα ερωτήματα δεν έχουν τέλος.
Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται ως ελάσσονα ζητήματα αλλά επειδή σε προσωπικό επίπεδο και τα έχω προσπαθήσει και δουλέψει αλλά το σημαντικότερο είχα την τύχη να τα βιώσω και σε συλλογικό επίπεδο πραγματικά, είδα ότι το πριν και το μετά έχει μεγάλη διαφορά. Πολύ μακριά και πολύ περισσότερο από όλες τις θεωρητικές διατυπώσεις γύρω από το θέμα.
Ας σκεφτούμε, ο καθένας από τη μεριά του, τέτοιους τρόπους για να αναβαθμίσουμε τις συλλογικές μας διαδικασίες. Ειδικά στην εποχή που ζούμε που το γενικό κοινωνικό και πολιτικό είναι τόσο δεμένο με το υπαρξιακό, προσωπικό του καθενός και της καθεμιάς, η διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου, οι λύσεις και τα νοήματα θα είναι την ίδια στιγμή συλλογικά και βαθιά προσωπικά με τρόπο άμεσο (και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει ή και μήπως ήταν και ποτέ διαφορετικά οι δικοί μας αγώνες).
Βλ. επίσης:
Υφαίνοντας την ουτοπία: οι συνελεύσεις ως προεικονιστικές συλλογικές πρακτικές ελευθερίας & ισότητας