Όπως και πολλές άλλες πτυχές της κλιματικής κρίσης, η ζέστη δεν επηρεάζει όλους τους ανθρώπους εξίσου. Στην Αμερική, οι ρίζες αυτής της ανισότητας βρίσκονται και στη ρατσιστική στεγαστική πολιτική του Redlining (πρακτική της κόκκινης γραμμής) της δεκαετίας του ’30. Της Justine Calma από το theverge.com
Στις πόλεις των ΗΠΑ, οι έγχρωμοι αντιμετωπίζουν πιο ζεστές θερμοκρασίες το καλοκαίρι από τους αντίστοιχους λευκούς, δείχνει μία νέα έρευνα –άλλο ένα σημάδι πως οι συνέπειες της αύξησης της θερμοκρασίας θα πλήξουν τις ευάλωτες κοινότητες περισσότερο από άλλες.
Ένας έγχρωμος, κατά μέσο όρο, ζει σε μια ζώνη που είναι πάνω από 1 πλήρη βαθμό Κελσίου (σχεδόν 2 βαθμοί Φαρενάιτ) πιο ζεστή το καλοκαίρι από τους μη ισπανόφωνους λευκούς αντιστοίχους του, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications. Αυτό περιλαμβάνει οποιονδήποτε δεν προσδιορίζεται ως «απλά λευκός» καθώς και οποιονδήποτε προσδιορίζεται ως ισπανόφωνος. Η διαφορά θερμοκρασίας είναι και πάλι ελαφρώς μεγαλύτερη για τους μαύρους κατοίκους.
Οι πόλεις είναι κατά κανόνα αρκετά θερμότερες από τις αγροτικές περιοχές και τα σημεία μέσα στις πόλεις χωρίς πολύ πράσινο χώρο είναι ακόμη πιο ζεστά. Η άσφαλτος, το τσιμέντο και οι σκοτεινές στέγες απορροφούν τη θερμότητα, ενώ οι εξατμίσεις από τους σωλήνες και τη βιομηχανία ζεσταίνουν τις γειτονιές ακόμη περισσότερο.
Πρόκειται για το φαινόμενο των λεγόμενων «αστικών θερμικών νησίδων».
Η υπερβολική ζέστη αποτελεί ήδη την πιο θανατηφόρα καταστροφή που σχετίζεται με τον καιρό στις ΗΠΑ. Το φαινόμενο της αστικής θερμότητας και η κλιματική αλλαγή κάνουν τις θερμοκρασίες του καύσωνα ακόμη πιο επικίνδυνες για τους ανθρώπους που ζουν σε πόλεις. Οι κίνδυνοι είναι ακόμη μεγαλύτεροι για ορισμένες ομάδες, όπως οι μαύροι Αμερικανοί, που έχουν αντιμετωπίσει μια μακρά ιστορία διακρίσεων και αποεπένδυσης στη στέγαση. Η άνοδος της θερμοκρασίας έστω και με λίγους βαθμούς αποτελεί σοβαρή απειλή, προειδοποιεί ο επικεφαλής της μελέτης. Η μέση διαφορά ενός βαθμού Κελσίου στις θερμοκρασίες που βιώνουν οι έγχρωμοι στην Αμερική κρύβει πιο ακραίες ανισότητες –ίσως έως και 10 βαθμούς Κελσίου– που αντιμετωπίζουν ορισμένες κοινότητες.
«Είναι πολύ όταν το μεταφράζει αυτό κανείς σε πραγματικές επιπτώσεις και στο πώς μπορεί να αισθάνεται μια καλοκαιρινή μέρα», λέει η Angel Hsu, επικεφαλής της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια δημόσιας πολιτικής και περιβάλλοντος, οικολογίας και ενέργειας στο Πανεπιστήμιο του North Carolina-Chapel Hill.
Ορισμένες γειτονιές στη γενέτειρα του Hsu, στο Greenville της Νότιας Καρολίνας, μπορούν να δουν θερμοκρασίες 6 έως 8 βαθμούς Κελσίου υψηλότερες από άλλες περιοχές της πόλης. Τείνουν να είναι γειτονιές με υψηλότερες αναλογίες σε μαύρους κατοίκους. Άλλες κοινότητες στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ φτάνουν τους 8 έως 10 βαθμούς Κελσίου ψηλότερα από τους γείτονές τους.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, σε όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, αντιμετωπίζουν περισσότερες θερμοκρασίες καύσωνα από ό,τι τα πιο εύπορα νοικοκυριά. Αλλά ο μέσος έγχρωμος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει υψηλότερες θερμοκρασίες από τους αντίστοιχους λευκούς, ανεξαρτήτα από το εισόδημα. Αυτό είναι απόδειξη ότι κάτι συμβαίνει σε σχέση με τη φυλή ειδικότερα, αναφέρει η Hsu. Άλλες μελέτες έχουν προτείνει το ίδιο πράγμα: οι Μαύροι, οι Ασιάτες και οι Λατίνος είναι πιο πιθανό να ζουν σε αστικές θερμές νησίδες.
“REDLINING”: ΜΙΑ ΜΑΚΡΑ, ΤΡΟΜΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Υπάρχει επίσης μια μακρά, τρομερή ιστορία διαχωρισμού στις ΗΠΑ που έχει ωθήσει τους μαύρους Αμερικανούς και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες σε συγκεκριμένες γειτονιές. Από τη δεκαετία του 1930, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αρνούνταν συστηματικά να δίνουν στεγαστικά δάνεια και ασφαλιστική κάλυψη στους μαύρους Αμερικανούς. Ο Rachel Ramirez αναφέρει στο Grist.org πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αντιμέτωπη με ελλείψεις κατοικιών στις αρχές της δεκαετίας του ’30, σχεδίασε ένα πλάνο στέγασης που βοηθούσε τις λευκές οικογένειες της μεσαίας και χαμηλής τάξης να αγοράσουν σπίτια, αλλά παράλληλα άφηνε τις έγχρωμες κοινότητες –ιδιαίτερα τις αφροαμερικάνικες– έξω από τις νέες στεγαστικές εξελίξεις των προαστίων. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία γειτονιών «κόκκινης γραμμής», όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μαύροι. Οι πολεοδόμοι έβαλαν περισσότερους δρόμους και μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα μέσα και γύρω από τις «κόκκινες» γειτονιές –και όλη αυτή η άσφαλτος και το σκυρόδεμα τις μετέτρεψε σε θερμοπαγίδες.
Άλλη μια άλλη κληρονομιά του Redlining (πρακτική της κόκκινης γραμμής) είναι επομένως η ανισομερής έκθεση στα κύματα καύσωνα. Η ιστορική πρακτική της «κόκκινης γραμμής» είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για το ποιες γειτονιές είναι δυσανάλογα εκτεθειμένες σε υπερβολική ζέστη. «Οι ταχυδρομικοί μας κώδικες είναι επίσης ένας από τους σημαντικότερους προγνωστικούς παράγοντες για την υγεία μας», δήλωσε ο Vivek Shandas, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και καθηγητής κλιματικής προσαρμογής στο State University του Πόρτλαντ.
«Διαχωρίζοντας την πολιτική στέγασης από την κλιματική αλλαγή, υπονομεύουμε την ικανότητά μας να δημιουργούμε ασφαλείς χώρους, ιδιαίτερα σε εκείνες τις κοινότητες που δεν έχουν επιλογή για το πού θα ζήσουν».
Παρόλο που η πρακτική του redlining απαγορεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα υπολείμματα αυτής της διάκρισης είναι ακόμα εμφανή μέχρι σήμερα –και συνδέονται πια με τη μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή της εποχής μας. Χωρίς δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης, οι ευάλωτες κοινότητες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οικονομικά βάρη λόγω της υψηλής κατανάλωσης ενέργειας από τη χρήση κλιματιστικών και λόγω των ιατρικών εξόδων από συνθήκες που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από την υπερβολική ζέστη.
Ο Shandas ελπίζει ότι η μελέτη τους θα βοηθήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν τη διασταύρωση τόσο των στεγαστικών όσο και των κλιματικών θεμάτων και θα τους βοηθήσει να δημιουργήσουν πιο δίκαιες πολιτικές στέγασης.
«Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μεσολαβούνται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που χτίζουμε τις πόλεις μας και τα μέρη που ονομάζουμε σπίτι», δήλωσε ο Shandas. «Αγνοώντας το ζήτημα της στέγασης στην κλιματική αλλαγή, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιος αντιμετωπίζει μερικές από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις».
Οι μαύροι Αμερικανοί είναι επίσης πιο πιθανό να ζουν κοντά σε ρυπογόνες βιομηχανίες, οι οποίες επίσης κάνουν τις γειτονιές πιο ζεστές. Αυτές οι γειτονιές είναι έως και 7 βαθμούς Κελσίου θερμότερες από άλλες γειτονιές, σύμφωνα με ακόμη μία μελέτη που δημοσιεύτηκε πέρυσι.
Όλες αυτές οι ανισότητες συνοδεύονται από έναν φόρο αίματος. Στη Νέα Υόρκη μεταξύ 2000 και 2012, οι αφροαμερικανοί αποτελούσαν περίπου το ¼ του πληθυσμού της πόλης, αλλά σχεδόν το ήμισυ των θανάτων που σχετίζονται με τη ζέστη.
Η νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε δίνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες απόψεις μέχρι τώρα για το πόσο διαδεδομένη είναι ακόμα η αδικία. Οι ερευνητές συνέκριναν τα δεδομένα της απογραφής του 2017 με τα δεδομένα θερμοκρασίας υψηλής ανάλυσης μέσω δορυφόρου για 497 αστικές περιοχές στις ΗΠΑ. Χρησιμοποίησαν τη δορυφορική τηλεπισκόπηση για να καταγράψουν πώς οι θερμοκρασίες της επιφάνειας διαφέρουν μεταξύ αστικών τοπίων και πιο αγροτικών περιοχών. Χρησιμοποίησαν αυτά τα δεδομένα για να καταλάβουν πώς επιφάνειες όπως η άσφαλτος κάνουν μια τοποθεσία πιο ζεστή σε σύγκριση με μια πιο αγροτική βάση. Στο τέλος, ανακάλυψαν ότι στις 169 από τις 175 μεγαλύτερες αστικές περιοχές των ηπειρωτικών ΗΠΑ, ο μέσος έγχρωμος άνθρωπος ζει με πιο ζεστές θερμοκρασίες της θερινής ημέρας από ό,τι ένας μη ισπανόφωνος λευκός.
«Κάτι που ήταν πραγματικά εκπληκτικό είναι το πόσο συστηματικό είναι αυτό το πρόβλημα. Δεν μιλάμε για μία ή δύο πόλεις ή μερικές μεγάλες πόλεις, όπως το Σικάγο ή το Σαν Φρανσίσκο. Μιλάμε για αυτή την τάση σε κάθε πόλη», αναφέρει η Hsu.
Το επόμενο βήμα, υποστηρίζει, είναι να εξετάσουμε μια χρονική σειρά για να διαπιστώσουμε εάν το χάσμα θερμοκρασίας μεταξύ Αμερικανών διαφορετικών φυλών έχει γίνει μεγαλύτερο ή χειρότερο με τα χρόνια. Ελπίζει ότι αυτό το έργο μπορεί να εντοπίσει τι είναι αυτό που εξακολουθεί να προκαλεί αυτές τις ανισότητες και να προωθήσει λύσεις για να δροσιστούν αυτές οι γειτονιές.
Εν τω μεταξύ, οι μέσες θερμοκρασίες αυξάνονται σε όλο τον κόσμο λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ορισμένα μέρη όμως μπορεί να αισθάνονται ακόμη περισσότερο τη ζέστη εάν συνεχίζουν να χάνουν δέντρα και χώρους πρασίνου λόγω της βιομηχανικής ανάπτυξης και της αστικοποίησης.
Μετάφραση: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη