Ο Μπούκτσιν γράφει εκτενώς το 1972 για τις αμφισημίες της εξέλιξης της επιστήμης και του ορθού λόγου στην Οικολογία της ελευθερίας: η ανάδυση και η διάλυση της ιεραρχίας, ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του*. Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί μία κριτική του στη σημερινή εργαλειοκρατία και τεχνοκρατία, προς υπεράσπιση όμως του ορθού λόγου περά από δεισιδαιμονίες και μυστικισμούς. Ακόμη περισσότερα πάνω στο θέμα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο διεθνές διαδικτυακό Συνέδριο με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (30-31 Οκτωβρίου 2021), με διοργανωτή το TRISE.
Αυτοί οι τρεις δρόμοι ή «εργαλεία» (για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της σύγχρονης εργαλειοκρατίας) για την επίτευξη της ανθρώπινης ελευθερίας –ο λόγος, η επιστήμη και η τεχνική– που φαίνονταν τόσο βέβαιοι μόλις μια γενιά πριν, δεν απολαμβάνουν πλέον το κύρος που είχαν παλαιότερα. Από τα μισά του 20ου αιώνα, είδαμε τον λόγο να γίνεται ορθολογισμός, δηλαδή μια ψυχρή λογική για την εξελιγμένη χειραγώγηση των ανθρώπινων όντων και της φύσης· η επιστήμη έγινε επιστημονισμός, μια ιδεολογία για να βλέπει κανείς τον κόσμο ως ηθικά ουδέτερο, ως ένα ουσιαστικά μηχανικό σώμα που μπορεί να χειραγωγηθεί· η τεχνική έγινε σύγχρονη τεχνολογία, ένα οπλοστάσιο από άκρως ισχυρά εργαλεία για την επιβεβαίωση της αυθεντίας της τεχνικά καταρτισμένης και, κατά βάση, γραφειοκρατικής ελίτ.
Η αμφισημία που δημιουργείται από αυτή τη διπρόσωπη εξέλιξη του λόγου, της επιστήμης και της τεχνικής, οδηγεί σε μια διάχυτη αίσθηση ότι αυτή καθαυτή η τριάδα δεν έχει νόημα, εκτός αν επαναξιολογηθεί και αναδιαρθρωθεί έτσι ώστε να διασωθεί η λανθάνουσα απελευθερωτική πλεύρα τής κάθε συνιστώσας της και να αποκαλυφθεί με σαφήνεια η καταπιεστική πλευρά της. Η επιστροφή στον ανορθολογισμό, στη δεισιδαιμονία και στον υλικό πρωτογονισμό δεν είναι πιο επιθυμητή από την παράταση των ελιτιστικών και ελεύθερων αξιών, των ορθολογιστικών, επιστημονιστικών και τεχνοκρατικών ευαισθησιών που επικρατούν σήμερα. Η ανάγκη να διασωθεί ο λόγος ως ένας ηθικά φορτισμένος Λόγος του κόσμου δεν έρχεται σε αντίθεση με τη χρήση του ως μιας λογικής για τη θεώρηση αυτού του κόσμου.
Οι αντιφάσεις που βασανίζουν τον λόγο έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία της αναγωγής του αντικειμενικού λόγου στον εργαλειακό λόγο -στον ανησυχητικό εκφυλισμό της ορθολογικότητας, ως εγγενούς ιδιότητας της πραγματικότητας, στο «εύλογο» που αποτελεί αμιγώς μια αστόχαστη αποτελεσματική τεχνική. Μπορούμε να ξεφωνίζουμε μόνοι και έρημοι, σαν τον Κάπταιν Αχάμπ στον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ: «Όλα τα μέσα μου είναι λογικά· τα κίνητρα και οι σκοποί μου τρελά».
[…] Με τον υποβιβασμό της ηθικής σε κάτι ελάχιστα παραπάνω από ένα σύνολο ζητημάτων γνώμης και προτίμησης, η εργαλειοκρατία έχει διαλύσει κάθε περιορισμό που θα ετίθετο από την ηθική και την ηθικότητα πάνω στην επικείμενη καταστροφή που φαίνεται ότι περιμένει την ανθρωπότητα. Οι κρίσεις δεν διαμορφώνονται πλέον με τους όρους της εγγενούς αξίας τους· αποτελούν απλώς ζητήματα δημόσιας συναίνεσης που διακυμαίνονται ανάλογα με τα μεταβαλλόμενα επιμέρους συμφέροντα και ανάγκες. Έχοντας εκδύσει τον κόσμο από την ηθική του αντικειμενικότητα και έχοντας υποβαθμίσει την πραγματικότητα σε έναν κατάλογο βιομηχανικών αντικειμένων, η εργαλειοκρατία απειλεί να μας αποτρέψει από τη διαμόρφωση μιας κριτικής στάσης απέναντι στον ρόλο που η ίδια έχει παίξει και στα προβλήματα που δημιούργησε.
[…] Η ερμηνεία που δίνουμε για την επιστήμη δεν απέχει πολύ από εκείνη που δίνουμε για τον λόγο. Ιδωμένη ως μεθοδολογική εφαρμογή του λόγου στον συγκεκριμένο κόσμο, η επιστήμη έχει αποκτήσει την κακή φήμη που είχαν η εργαλειοκρατία και η τεχνική κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Οι υπερβολικές αξιώσεις της ως μιας στρατηγικής για την παρατήρηση, τον πειραματισμό και τη γενίκευση των δεδομένων σε «αναπόφευκτους» φυσικούς νόμους -καθώς και οι άκρως επιδεικτικοί ισχυρισμοί περί της «αντικειμενικότητας» και της διανοητικής καθολικότητάς της- την έχουν εκθέσει σε κατηγορίες για αναίσθητη αλαζονεία απέναντι στο συναίσθημα, την ηθική και τη μεγεθυνόμενη κρίση της ανθρώπινης συνθήκης. Η επιστήμη που κάποτε θεωρούνταν ο προάγγελος του Διαφωτισμού σε όλες τις σφαίρες της γνώσης, θεωρείται όλο και περισσότερο σήμερα ως ένα αυστηρά εργαλειακό σύστημα ελέγχου. Η χρήση της ως μέσου για την κοινωνική χειραγώγηση και ο ρόλος που έχει παίξει στον περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας, παραλληλίζονται πλέον σε κάθε τους λεπτομέρεια με τη χρήση της ως μέσου για τη χειραγώγηση της φύσης. Οι περισσότερες από τις ανακαλύψεις της στους τομείς της φυσικής, της χημείας και της βιολογίας αντιμετωπίζονται δικαίως με καχυποψία από τους άλλοτε πιο ένθερμους ειδήμονές της, όπως αποκαλύπτουν τόσο γλαφυρά οι αντιπαραθέσεις γύρω από την πυρινική ενέργεια και το ανασυνδυασμένο DNA.
[…] Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι με το παράδοξο ότι η επιστήμη, ένα αναντικατάστατο εργαλείο για την ανρώπινη ευημερία, αποτελεί πλέον το μέσο για την υπονόμευση της ίδιας της της παραδοσιακής ανθρωπιστικής λειτουργίας. Η ηθική ουδετερότητα του πυρηνικού φυσικού, του χημικού τροφίμων και του βακτηριολόγου που εμπλέκεται στην ανάπτυξη θανατηφόρων παθογόνων παραγόντων για στρατιωτικούς σκοπούς, είναι ένα παραλυτικό σύμβολο μιας «επιστήμης που έχει ξεφύγει» και που παραλληλίζεται με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια με την εικόνα μιας «τεχνικής που έχει ξεγύγει»… [Η] επιστήμη εμπλέκεται εκτενώς σε δημόσιους διαλόγους που δεν αφορούν μόνο τους ισχυρισμούς της για την τεχνική της επάρκεια αλλά και για την ηθική της ωριμότητα.
[…] Η κοινή ιδέα ότι η σύγχρονη επιστήμη πραγματικά αναχώρησε για το μοναδικό ταξίδι της όταν υιοθετησε συνειδητά το πρόγραμμα της ελεγχόμενης εμπειρικής παρατήρησης του Φράνσις Μπέικον και την πειραματική επαλήθευση είναι ένας τετριμμένος μύθος, ο οποίος αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις διανοητικές αντιπραθέσεις της εποχής του Μπέικον, παρά τις αυθεντικές διαφορές μεταξύ των κλασικών και των αναγεννησιακών εννοιών της φύσης. Χωρίς απαραιτητα να το διατυπώνουν, οι κλασικοί φιλόσοφοι της φύσης δούλευαν με το πρόγραμμα της παρατήρησης και του πειραματισμού του Μπέικον για αιώνες. Με τη «Μεγάλη Αναστήλωση (των Επιστημών)» ο Μπέικον προσέδωσε ίσως πιο κατάλληλα στην επιστήμη μια λειτουργία την οποία η κλασική θεωρία δεν είχε ποτέ αποδεχτεί πλήρως: την αποκατάσταση της επιβολής του «ανθρώπου (άντρα)» πάνω στον φυσικό κόσμο, μια άποψη που τα έβαζε με τον στοχαστικό προσανατολισμό των σχολαστικών δασκάλων του Μεσαίωνα (ή για την ακρίβεια της χριστιανοσύνης) απέναντι τη φύση.
[…] Προκειμένου να απελευθερωθεί ο ανθρώπινος νους από την τροχοπέδη της θρησκείας, η ίδια η ανθρωπότητα σκλαβώθηκε από τις δυνάμεις της επιστήμης. Ένα νέο σώμα αρχών της επιστήμης αντικατέστησε το παλιό…
Ο εξορθολογισμός συνδυάστηκε με την επιστήμη δημιουργώντας την τεχνοκρατία, η οποία απειλεί τώρα να εκδύσει την ίδια την ανθρωπότητα -και το φυσικό της περιβάλλον- από την υποκειμενικότητα, μέσω της οποίας ο Διαφωτισμός σκόπευε να φωτίσει τον κόσμο.
Μέσα στην πορεία των διανοητικών «επαναστάσεων», οι φιλοσοφικοί προσανατολισμοί που αντικαθιστούν το ένα «παράδειγμα» με κάποιο άλλο προκαλούν σοβαρό κλονισμό στη συνέχεια, την ακεραιότητα και την ολότητα του πεδίου της γνώσης. Διαρρηγνύουν την οικολογία και την ιστορία της ίδιας της γνώσης -τόσο στην κοινωνική όσο και στην επιστημονική θεωρία. Αντικαθιστώντας ένα αριστοτελικό σχέδιο κοινωνικής ηθικής με ένα χομπσιανό σχέδιο «κοινωνικής επιστήμης» έχουμε χάσει έναν τεράστιο πλούτο από εκπληκτικές παραδόσεις.
Η εκτενέστατη σάρωση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη χριστιανοσύνη, την οποία διαδέχτηκε πρόσφατα η επέλαση του μαρξισμού, κατάφερε να θάψει ένα ανεκτίμητο σώμα κοινωνικών ιδανικών και ενοράσεων. Στη δική μας εποχή μπορούμε να θυμηθούμε την απώλεια των έντονα ελευθεριακών ελπίδων που τροφοδοτήθηκαν από διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες κατά την Αγγλική, την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες επισκιάστηκαν όλες από τις λενινιστικές «επαναστάσεις» του αιώνα που διανύουμε, ή πετάχτηκαν (για να χρησιμοποιήσω την ολέθρια φράση του Τρότσκι) στον «σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας». Επίσης, μπορεί κανείς να θυμηθεί τον πλούτο των ουτοπικών ιδανικών από τα οποία άντλησε ο Μαρξ πριν τα αντικαταστήσει με τον μύθο του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Όπως η χριστιανοσύνη πριν από αυτόν, ο σοσιαλισμός έχει τροφοδοτήσει έναν δογματικό φανατισμό που απέκλειε αναρίθμητες νέες δυνατότητες, όχι μόνο για την ανθρώπινη πράξη, αλλά και για την ανθρώπινη σκέψη και φαντασία. Η επιστήμη, αν και λιγότερο απαιτητική όταν επιτίθεται στους δικούς της αιρετικούς, επιδεικνύει έναν ανάλογο βαθμό φανατισμού ως προς τις διανοητικές αξιώσεις της. Εάν αψηφήσει κανείς τις μεταφυσικές, και συχνά μυστικιστικές, προϋποθέσεις της επιστήμης, οι οποίες βρίσκονται εδραιωμένες σε μία μυστηριωδώς παθητική «ύλη» και σε μία φυσική έννοια της κίνησης, σημαίνει ότι εκτίθεται στις κατηγορίες για μεταφυσική και μυστικισμό, και σε έναν διανοητικό διωγμό, από τον οποίο και η ίδια η επιστήμη υπέφερε κάποτε στα χέρια των ιεροεξεταστών της.
[…] Η ιδέα ότι η τεχνολογία είναι εγγενώς ηθικά ουδέτερη, ότι το παροιμιώδες «μαχαίρι» κόβει και από τις δύο πλευρές -είτε ως όπλο για να σκοτώσει είτε ως εργαλείο για να κόψει- δεν ήταν ευρύτατα αποδεκτή άποψη μέχρι την άνοδο του βιομηχανισμού. Σίγουρα τα μαχαίρια, όπως και τα υπόλοιπα εργαλεία χειρός, μπορούν να θεωρηθούν με τέτοιους ηθικά ουδέτερους όρους. Όμως, στο ευρύτερο πλαίσιο της τεχνικής -δηλαδή τα εργαλεία, τις μηχανές, τις δεξιότητες, τις μορφές εργασίας και τους «φυσικούς πόρους»- τα μέσα παραγωγής σπανίως θεωρούνταν ως ελεύθερα αξιών, ούτε και η επίπτωσή τους ήταν συνάρτηση μόνο των ατομικών ή κοινωνικών προθέσεων.
[…] Το πιο ανατριχιαστικό πράγμα σχετικά με τις αμφισημίες της ελευθερίας –του λόγου, της επιστήμης και της τεχνικής– είναι ότι τις εκλαμβάνουμε πλέον ως δεδομένες… Η διαρκής υποκατάσταση του λόγου από τον ορθολογισμό, της επιστήμης από τον επιστημονισμό και της ηθικής από την τεχνική απειλεί να εξαλείψει την ίδια την αίσθηση των υφιστάμενων προβλημάτων, για να μη μιλήσουμε για την ικανότητά μας να τα επιλύσουμε.
[…] Ακριβώς όπως μπορούμε εύλογα να διακρίνουμε μεταξύ μιας εξουσιαστικής και μιας ελευθεριακής τεχνικής, μπορούμε επίσης να διακρίνουμε μεταξύ των εξουσιαστικών και ελευθεριακών τρόπων του λόγου.
[…] Η συμβιωτική ορθολογικότητα που ονόμασα ελευθεριακή είναι πανταχού παρούσα· είναι μία αισθητικότητα, μια κατάσταση του νου, και όχι μόνο μια εγκεφαλική αλληλουχία σκέψεων. Το να τρυγήσουμε τη ζωή και να τραφούμε από αυτήν ασυλλόγιστα σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε την αίσθηση της ζωής μέσα μας, όπως και την πραγματικότητς της ζωής γύρω μας. Αν αρνηθούμε την αισθητική και τ οτελετουργικό της οικολογικής αισθητικότητας, τότ αυτή γινεται μια καθαρή επίφαση εκείνου που ονομάζουμε «οικολογική σκέψη», ή (για να χρησιμοποιήσω τη συνταγή της κακιάς ώρας ενός εξέχοντος περιβαλλοντισμού) ένα πρόσχημα για την ιδέα ότι δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα» στη φύση. Η ελευθεριακή ορθολογικότητα δεν περιλαμβάνει «γευματα» ή «σνακ» στο όραμά της, της οικολογικής ισορροπίας. […] Το πώς θα οργώσουμε το έδαφος, ή θα φυτέωουμε και θα συλλέξουμε τους καρπούς -ακόμα και το πώς περπατάμε κατά μήκος ενός λιβαδιού ή ενός δάσους- είναι ανάλογο με την ορθολογικότητα που φέρνουμε στα περιβάλλοντα τα οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε.
[…] Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, η αφαίρεση της επιστήμης σε μεθοδολογία (αυτό που κυρίως κάνουν τα επιστημονικά «παραδειγματα») τείνει να μετατρέπει το ίδιο το επιστημονικό σχέδιο σε ένα πρόβλημα της μεθόδου, ή πιο ωμά, σε ένα πρόβλημα των εργαλειακών στρατηγικών. Η σύγχυση μεταξύ της επιστήμης ως γνώσης (Wissenschaft) και ως «επιστημονικής μεθόδου» δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ επαρκώς. Από την εποχή του Φράνσις Μπέικον, η ταύτιση της επιστημονικής επαλήθευσης με την ίδια την επιστήμη έδωσε προτεραιότητα στην τεχνική έναντι της πραγματικότητας, και καλλιέργησε την τέχνη της αναγωγής της κατανόησής μας της πραγματικότητας σε ένα ζήτημα απλής μεθοδολογίας.
[…] Ένα από τα βασικά προβλήματα της επιστήμης εξακολουθεί να εμμένει. Ο/η επιστήμονας πρέπει να προσεγγίσει τη φύση για αυτό που πραγματικά είναι: ενεργή, αναπτυξιακή, αναδυόμενη και υπέροχα πολυποίκιλη μέσα στον πλούτο της ιδιαιτερότητας και της μορφής.
*Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2016 από τις εκδόσεις Αντιγόνη σε μετάφραση της Ελίζας Κολοβού. Το παρόν απόσπασμα βρίσκεται στο κεφάλαιο 11 «Οι αμφισημίες της ελευθερίας».
Επιλογή αποσπάσματος: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη