Νίκος Νικολέτος, υπ. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
Στο έργο του «Autonomous Technology (1977)», ο Αμερικανός φιλόσοφος της τεχνολογίας Langdon Winner αναλύει εκτενώς την ιδέα της αυτόνομης τεχνολογίας, όπως αυτή διατυπώθηκε από συγγραφείς και φιλοσόφους, οι οποίοι εντάσσονται στην «Ρομαντική κοσμοαντίληψη» (Sayre, Lowy 1991: 26). Η προκλητική ιδέα της αυτόνομης ή αυτονομημένης τεχνολογίας έχει συνδεθεί με επιχειρήματα κατά τα οποία, η μοντέρνα τεχνολογία «έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ακολουθεί τη δική της τροχιά, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη καθοδήγηση και παρέμβαση» (Winner 1977: 13). Ο άνθρωπος της νεωτερικότητας παρουσιάζεται καθόλα ανίκανος να ελέγξει την ξέφρενη πορεία της τεχνολογικής καινοτομίας, πορεία, που δημιουργεί συνθήκες οι οποίες τον υπερβαίνουν. Υπό αυτή την έννοια, η απάντηση στο ερώτημα του Paul Valery, για το αν το ανθρώπινο μυαλό μπορεί σε τελική ανάλυση να ελέγξει αυτά τα οποία το ίδιο δημιούργησε είναι αρνητική (Weaver 1970: 133,134).
Τέτοιας φύσεως επιχειρήματα εμφανίζονται συνοδευόμενα από την αμφισβήτηση της εγγενούς ευεργετικότητας των τεχνολογικών επιτευγμάτων, αρχικά, με την ανάδυση του Ρομαντισμού και, μετέπειτα, της αναστοχαστικής Νεωτερικότητας, ως αντίδραση στο πρόταγμα ενός Διαφωτισμού, που έβλεπε στη μηχανή το θεμέλιο της ολοκληρωτικής Προμηθεϊκής αποδέσμευσης (Ortega y Gasset 1952).
Στο αφηγηματικό του ποίημα «The excursion (1814)», αιφνιδίως, ο William Wordsworth, ένας από τους μείζονες ρομαντικούς ποιητές, εκφράζει ακριβώς αυτή την κριτική δυσφορία, με έναν τόνο αισθητικής ευαισθησίας, όταν αναρωτιέται : «πόσο επισφαλής, πόσο αβάσιμη στην ουσία της είναι η Φιλοσοφία που η κυριαρχία της βασίζεται σε απλά υλικά εργαλεία, και πόσο αδύναμες οι τέχνες και οι ανακαλύψεις, αν δεν συνοδεύονται από Αρετή». Ο ίδιος αναλαμβάνει να περιγράψει την «άνοδο μιας νέας και εντελώς απρόβλεπτης δημιουργίας», η οποία προκαλεί στο ανθρώπινο υποκείμενο ένα αμείλικτο αίσθημα πένθους (8.89-90).
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο κατά τα άλλα τεχνολογικά αισιόδοξος V. I. Lenin (1922: 106), στον τελευταίο λόγο του, εξέφρασε το φόβο για την πεισματική άρνηση της (κρατικής) μηχανής «να υπακούσει στον οδηγό της». Αντίστοιχα συναισθήματα εκφράζονται ακόμα και στις μέρες μας, παίρνοντας την πιο απαισιόδοξη μορφή της τεχνολογικής αιτιοκρατίας.
Η απόδοση μιας αυτόνομης ισχύος στην τεχνολογία συνιστά ένα είδος ολοκληρωτικής αντιστροφής της τρέχουσας εργαλειακής θεώρησης, η οποία συλλαμβάνει τα τεχνικά αντικείμενα ως απλά, ουδέτερα εργαλεία. Πολύ, δε, περισσότερο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι μία τέτοια αντίληψη σχεδόν επιτάσσει την ριζική αναπροσαρμογή της κλασσικής εγελιανής σχέσης «άρχοντα – υποτελούς», δεδομένου ότι στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να σπάσει τα δεσμά της οικονομικής αναγκαιότητας, οδηγείται ξανά, σαν ένας σύγχρονος Προμηθέας δεσμώτης, σε ένα νέο είδος εκλεπτυσμένης τυραννίας.
Χωρίς αμφιβολία, ένα όνομα έρχεται στο νου όταν γίνεται λόγος για την αυτόνομη τεχνολογία : το όνομα του Γάλλου θεολόγου και κοινωνιολόγου Jacques Ellul, ο οποίος ανέπτυξε την έννοια της Τεχνικής, όπως την ονομάζει, στην πιο ακραία της μορφή. Πρωταρχικό μέλημα του Ellul είναι να εξετάσει τον ρόλο της τεχνολογίας στη μοντέρνα κοινωνία και να ανασύρει στην επιφάνεια τις αδήριτες δυνάμεις, που βρίσκονται πίσω από τον τεχνολογικό μας πολιτισμό.
Κατά την ανάλυσή του, η τεχνική έχει καταστεί το σημαντικότερο κοινωνιακό (societal) φαινόμενο του καιρού μας. Η εποχή κατά την οποία κυριαρχούσε το κεφάλαιο ως δεσπόζουσα δύναμη έχει παρέλθει, και τη θέση του έχει πάρει η «τεχνολογία (la technique)», την οποία ορίζει ως «το σύνολο των ορθολογικά επιλεγμένων μεθόδων που στοχεύουν στην απόλυτη αποτελεσματικότητα (για ένα δεδομένο στάδιο ανάπτυξης) σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας» (Ellul 1964: xxv).
Όπως ο ίδιος αναφέρει, στόχος του ήταν να προσφέρει ένα έργο με την απήχηση που είχε το «Κεφάλαιο» του Marx τον προηγούμενο αιώνα. Σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό του ομολογεί ότι : «Ήμουν βέβαιος πως αν ο Marx ζούσε το 1940 δεν θα μελετούσε οικονομικά ή τις καπιταλιστικές δομές, αλλά την τεχνολογία. Έτσι εγώ ξεκίνησα να μελετώ την τεχνολογία χρησιμοποιώντας μια μέθοδο όσο το δυνατόν παρόμοια με εκείνη του Marx, την οποία χρησιμοποίησε ο ίδιος για να μελετήσει τον καπιταλισμό» (Ellul 1981: 155).
Η «Τεχνική», η οποία μεταφράζεται συνήθως ως «Η Τεχνολογική Κοινωνία (1964) », παρέχει τη θεμελιακή διάκριση μεταξύ των λεγόμενων, «τεχνικών λειτουργιών» και του «τεχνικού φαινομένου», διάκριση, που ομοιάζει ιδιαιτέρως με αυτήν του Lewis Mumford. Ακριβέστερα, στις μελέτες του για την τεχνολογία, οι οποίες κορυφώθηκαν στο δίτομο έργο του «Ο Μύθος της Μηχανής (The Myth of the Machine) », ο Mumford διέκρινε δύο είδη τεχνολογιών, την βιοτεχνική ή πολυτεχνική και την μονοτεχνική. Η βιοτεχνική, η πρωταρχική μορφή του κατασκευάζειν, ήταν προσανατολισμένη στον άνθρωπο και τη ζωή, και όχι στη δουλειά ή τη δύναμη. Απεναντίας, η μονοτεχνική, η οποία κυριαρχεί στις μέρες μας, έλκοντας την καταγωγή της από την εμφάνιση της «μεγαμηχανής», συνιστά ενσάρκωση της νιτσεϊκής επιδίωξης για δύναμη, ούσα στραμμένη στον υλικό κορεσμό και την οικονομική επέκταση (Mumford 1970: 155).
Σύμφωνα λοιπόν με την ανάλυση του Ellul, η τεχνική λειτουργία περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες, οι οποίες βάσει ορισμένων μεθόδων, επιχειρούν να επιτύχουν έναν στόχο, με λιγότερη ή περισσότερη αποτελεσματικότητα. Κάθε λειτουργία απαιτούσε μια τεχνική, όπως για παράδειγμα, η συλλογή τροφής από τους πρωτόγονους πληθυσμούς, προϋπέθετε, ένα είδος κινητικής ευελιξίας και μια ικανότητα να ξεχωρίζουν τα κατάλληλα και ώριμα φρούτα. Συστατικά στοιχεία της προνεωτερικής τεχνικής λειτουργίας αποτελούσαν, αφενός, η διατήρησή της εντός ενός κλειστού παραδοσιακού πλαισίου, και αφετέρου, η ύπαρξη μιας φυσικής αυθορμησίας, στοιχεία που εξαφανίζονται με την επικράτηση της επιστημονικής προόδου (Ellul 1964: 19-20) (Sahlins 2017, ch. 5,6).
Δύο ήταν, εν προκειμένω, τα χαρακτηριστικά, κατά τον Ellul, που έθεσαν τέλος στην συνέχεια της τεχνικής λειτουργίας: η συνειδητότητα, δηλαδή η αναγνώριση της δυνατότητας για νέα μέσα, και η αξιολογική κρίση, η εφαρμογή συστηματοποιημένων και τυποποιημένων μεθόδων σε πεδία που για αιώνες συνδέονταν με το τυχαίο, το έθιμο και το ένστικτο (consciousness and judgement) (Ellul 1964: 20). Αυτή η διπλή «εισβολή» παρήγαγε το τεχνικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως το «διαρκές κυνήγι για τα καλύτερα μέσα, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας». Η αναζήτηση του καλύτερου, δηλαδή του πιο αποδοτικού μέσου, κατέστη, κατά τρόπο απόλυτο, αυτοσκοπός («an end-in-itself»), ενώ οι στόχοι της τεχνολογικής κοινωνίας είναι καθόλα αφηρημένοι και δεν υπόκεινται σε εξέταση. Με απλά λόγια, η τεχνική, στην εποχή μας, δεν περιορίζεται πια από καμία παράδοση. Αντίθετα, είναι πέρα για πέρα αυτόνομη, έχοντας δημιουργήσει έναν αδηφάγο κόσμο που, αρνούμενος την παράδοση, ακολουθεί πιστά τους νόμους της αυτοαναπαραγώμενης δυναμικής της (Ellul 1964: 21).
Εξετάζοντας την ανθρωπολογική ιστορία, ο Ellul παρατηρεί ότι η τεχνική της εποχής μας συνιστά ένα εξ ολοκλήρου πρωτοφανές φαινόμενο. Σε παλαιότερες εποχές η τεχνική ήταν περιορισμένη από ηθικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει την αρχαία Ελλάδα και τους χριστιανούς του Μεσαίωνα, ως δυο εξέχοντα παραδείγματα κοινωνιών που αρνούνταν συνειδητά να αποδώσουν κεντρικό ρόλο στην τεχνολογική δραστηριότητα. Ωστόσο, όπως σημειώνει, τα μεταφυσικά εμπόδια που περιόριζαν την τεχνολογική ανάπτυξη άρχισαν να καταργούνται τον 18ο αιώνα, επιτρέποντας στην τεχνική να καταστεί κυρίαρχη. Είναι αυτή ακριβώς η χρονική περίοδος, την οποία ο Ellul χαρακτηρίζει ως την πραγματική «Πτώση» του ανθρώπου, που γέννησε την τεχνολογική κοινωνία.
Ποιες ήταν όμως οι προϋποθέσεις που επέτρεψαν, σε συνδυασμό μεταξύ τους, την κατίσχυση του τεχνικού φαινομένου; Ο Ellul αναφέρει την σταδιακή ωρίμανση των τεχνικών ικανοτήτων και εμπειριών, την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού και των συνεπαγόμενων αναγκών των ανθρώπων, την θαρραλέα εμφάνιση του καπιταλιστικού συστήματος που παρείχε την απαραίτητη σταθερότητα και ευελιξία, την βεβήλωση οτιδήποτε ιερού και τελικά, την πλήρη αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών δια της ανάδυσης ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, του εγωιστή ανθρώπου. Ο συνδυασμός αυτών των προϋποθέσεων κατέστησε οφθαλμοφανή την χρησιμότητα την τεχνικής, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να προσανατολίσει όλες του τις δραστηριότητες σε αυτήν (Winner 1977: 122-123).
Σύμφωνα με τον τρόπο που ο Γάλλος στοχαστής ορίζει το τεχνικό φαινόμενο ως ολότητα, η τεχνική αφορά κάθε σύνολο τυποποιημένων μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός αποτελέσματος. Ακριβέστερα, συνιστά τη «μετάφραση στην πράξη της επιδίωξης του ανθρώπου να ελέγξει τα πράγματα μέσω της λογικής, να ξεσκεπάσει το ασυνείδητο, να ποσοτικοποιήσει την ποιότητα, να ορίσει με ακρίβεια τα όρια της φύσης και να βάλει σε τάξη το χάος» (Ellul 1964: 43). Πρόκειται, με άλλα λόγια, για αυτό που ο Max Weber είχε ονομάσει πέρασμα στη νεωτερικότητα και τον εξορθολογισμό της ζωής. Το τεχνολογικό κοσμοείδωλο μετατρέπει την αυθορμησία σε ορθολογιστική πράξη, γεννώντας τον λεγόμενο «Τεχνικό άνθρωπο», ο οποίος είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην αναζήτηση αποτελεσμάτων.
Ακόμα και η πολιτική αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο απαντάται η έννοια της απόδοσης. Ο τεχνοκράτης αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το κράτος από ότι ο πολιτικός. Ενώ για τον παραδοσιακό πολιτικό, το κράτος συνιστά την ενσάρκωση της λαϊκής θέλησης ή ακόμα και ένα στάδιο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, για τον τεχνικό δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια σφαίρα, στην οποία θα εφαρμόσει όλες τις μεθόδους και τα εργαλεία τα οποία έχει αναπτύξει με συστηματικό και μαθηματικό τρόπο.
Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική ως πεδίο παρέχει τις προϋποθέσεις για την ανεξάντλητη επιδίωξη της αποδοτικότητας. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί προϊόν ενός Μακιαβελικού σχήματος. Αντιθέτως, συνιστά απλώς την απάντηση στους νόμους της ανάπτυξης της τεχνικής (Ellul 1967).
Ο Ellul προσφέρει μία «χαρακτηρολογία» της τεχνολογίας, η οποία βασίζεται σε επτά γενικά χαρακτηριστικά: ορθολογικότητα, τεχνητότητα, αυτοδιεύθυνση, αυτοϋποστηριζόμενη ανάπτυξη, αδιαιρετότητα, καθολικότητα και προ πάντων, αυτονομία (Ellul 1964: 79-132). Αυτά τα χαρακτηριστικά διερευνώνται σε κεφάλαια που πραγματεύονται τους τρόπους με τους οποίους μετασχηματίζουν την οικονομία, το κράτος και τις λεγόμενες τεχνικές του ανθρώπου, όπως η εκπαίδευση, η διασκέδαση και ο επαγγελματικός προσανατολισμός.
Αναντίρρητα, ένα από τα κεντρικότερα σημεία της αναζήτησης της ουσίας της τεχνολογίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ellul την διαφοροποιεί από την υλικότητα των μηχανών και των αντικειμένων. Ορισμένοι κοινωνικοί επιστήμονες όριζαν την τεχνική ως το «σύνολο των οργανωμένων κινήσεων και πράξεων, που ήταν κυρίως χειρωνακτικές, και που στόχευαν συνολικά στην επίτευξη ενός φυσικού, χημικού ή οργανικού αποτελέσματος» (Ellul 1964: 11-12). Για τον Ellul, τέτοιου είδους ορισμοί δεν μπορούν να συλλάβουν την ολότητα του τεχνικού φαινομένου στη νεωτερικότητα, διότι κι όταν ακόμα εκτείνονται πέραν του στενού πλαισίου της εργασίας, αφορούν αποκλειστικά πρακτικές του σώματος.
Ακριβέστερα, η τεχνική, σήμερα, δεν περιορίζεται στον τομέα της υλικής παραγωγής, δηλαδή στις διάφορες μηχανές και μηχανήματα, με αποτέλεσμα να μην συνδέεται με αιτιακό τρόπο η κατίσχυση της τεχνικής με την πληθωρική παρουσία των τεχνικών αντικειμένων. Η μηχανή ήταν σίγουρα αναγκαία στα πρώτα βήματα του τεχνικού φαινομένου, αλλά ήταν η τεχνική, το τεχνικό πνεύμα, εν είδει actus essendi, που εισήγαγε αποφασιστικά την μηχανή σε μια κοινωνία, η οποία ήταν καθόλα απροετοίμαστη.
Κατά τον Ellul, χρειαζόταν η τεχνική για να προσαρμόσει τον άνθρωπο σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ωστόσο, ενώ η μηχανή έχει παύσει πια να αποτελεί πυρηνικό στοιχείο της, συνιστά το ιδανικό, τον αδιαφιλονίκητο στόχο του τεχνικού φαινομένου. Υπό αυτή την έννοια, η τεχνική, υπερβαίνοντας, κατά κάποιον τρόπο, την μηχανή, αυτονομείται, ενώ η τελευταία, ως ψυχρό αντικείμενο, καθίσταται η ψυχή και το σώμα της μελλοντικής κοινωνίας (Ellul 1964: 4-9). Ο Ellul συχνά κατηγορείται για ανθρωπομορφισμό. Αν κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί, αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος έχει γίνει «τεχνομορφικός», υπό την έννοια ότι έχει επενδύσει τη ζωή του σε ένα απέραντο σύμπαν μεθόδων, μηχανών, τεχνικών και ορθολογικών μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης.
Ειπωμένο διαφορετικά, με την ιδέα μίας μονοσήμαντης προόδου να έχει καταστεί το νέο κοσμοείδωλο, η μηχανή «κοινωνικοποιείται». Ο,τι συνέβαινε αποκλειστικά στην εργασιακή διαδικασία και την εργοστασιακή ζωή, αποτελεί πλέον την εικόνα της μοντέρνας κοινωνικής ζωής. Πρόκειται ακριβώς για το φαντασιακό της απεριόριστης επέκτασης της ορθολογικής κυριαρχίας, στο οποίο είχε αναφερθεί και ο Καστοριάδης (Καστοριάδης 1993).
Δεδομένων των παραπάνω, ο Ellul μας προτρέπει να παύσουμε να μιλάμε για «τον άνθρωπο και τη μηχανή», ως δύο οντότητες οι οποίες βρίσκονται η μια απέναντι στην άλλη, απολαμβάνοντας μια, κατά το μάλλον ή ήττον, οντολογική αυτονομία. Αν συμφωνήσουμε με την επιχειρηματολογία του και δεχθούμε ότι η τεχνική, έχοντας αποσπασθεί από τη μηχανή, την έχει καταστήσει δεύτερη φύση του ανθρώπου, είναι λάθος να βλέπουμε την τεχνική ως μια ακραιφνή δραστηριότητα των χεριών. Η τεχνική της προπαγάνδας, για παράδειγμα, συνιστά επίρρωση αυτής της θέσης. Με δυο λόγια, η τεχνική έχει παύσει να είναι ένα μυϊκό ζήτημα. Αντίθετα, αποτελεί ένα διανοητικό ζήτημα.
Το τεχνικό φαινόμενο αναπαράγεται κατά τρόπο αυτόματο, χωρίς την απαίτηση της δημιουργικής παρέμβασης έστω ενός διακριτικού ανθρώπινου χεριού. Η τεχνική είναι εκτός ελέγχου. «Το γεγονός ότι ο αριθμός «4» είναι μεγαλύτερος του «3» δεν αφήνει περιθώρια προσωπικής ερμηνείας», γράφει ο Ellul. Ομοίως, δεν υπάρχει επιλογή μεταξύ δύο μεθόδων, όταν τα αποτελέσματα της μιας, έχοντας εξετασθεί με μαθηματικό τρόπο, είναι αναμφιβόλως καλύτερα της άλλης. Μια χειρουργική επέμβαση, η οποία μέχρι εχθές δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αλλά που σήμερα είναι εφικτή, δεν αποτελεί προϊόν επιλογής. Απλώς υπάρχει και η τεχνική πρόοδος θα επιλέξει τα μέσα με τα οποία θα προχωρήσει (Ellul 1964: 80-83).
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πεπεισμένος για την εγγενή ανωτερότητα της τεχνικής, με αποτέλεσμα κάθε επάγγελμα να είναι προσανατολισμένο στην ανακάλυψη τεχνικών βελτιώσεων. Υπό το καθοδηγητικό φως της τεχνολογικής προόδου, οι άνθρωποι από κοινού εφευρίσκουν νέες τεχνικές, οι οποίες προκαλούν το φαινόμενο της «αυτο-υποστηριζόμενης ανάπτυξης».
Πιο συγκεκριμένα, μια οποιαδήποτε τεχνική καινοτομία σε έναν τομέα επηρεάζει κατά τρόπο αναπόφευκτο κι άλλους τομείς της ανθρώπινης διάνοιας. Η εμφάνιση μιας νέας τεχνικής μορφής συνιστά ένα είδος προανακρούσματος για διαδοχικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις. Ο Ellul αναφέρεται συχνά στο παράδειγμα του κινητήρα εσωτερικής καύσης, ο οποίος, κατά κάποιον τρόπο, αποτέλεσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη συσκευών όπως το αυτοκίνητο.
Η θέση του ανθρώπου σε αυτή τη διαδικασία είναι εντελώς συμπτωματική. Στη βάση της ταύτισης της επιστήμης με την τεχνολογία, ο Ellul αναπαράγει τις φωνές των επιστημόνων που δεν μπορούσαν να φέρουν ευθύνη για τις ανακαλύψεις τους, ακριβώς λόγω της τυχαίας τους θέσης. Ο Werner Heisenberg (1971: 195), για παράδειγμα, προσυπογράφει τα συμπεράσματά του: «αν ο Einstein δεν είχε ανακαλύψει τη θεωρία της σχετικότητας, κάποιος άλλος θα την ανακάλυπτε αργά ή γρήγορα. Αν ο Hahn δεν είχε ανακαλύψει το ουράνιο, ίσως ο Fermi ή ο Joliof να το είχαν. Γι αυτό, ο άνθρωπος που κάνει μια ανακάλυψη δε μπορεί να φέρει ευθύνη για τις συνέπειες των ανακαλύψεων του. Απλώς, ήταν τοποθετημένος στο σωστό σημείο της Ιστορίας, κάνοντας αυτό που έμαθε να κάνει». Στα λόγια του Heisenberg, βρίσκεται όλη η σημασία του τεχνικού φαινομένου, που είναι καταδικασμένο από την ουσιοκρατική του υπόσταση να αυτοαναπτύσσεται με εκθετικό ρυθμό.
Στη φιλοσοφική ανθρωπολογία του Γάλλου θεολόγου, το ανθρώπινο υποκείμενο είναι εγκλωβισμένο σε μία μονοδιάστατη αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία μας αρνείται την οντολογική ανοικτότητα, την οποία επιζητούσε κι ένας άλλος αντιφρoνών της νεωτερικότητας, ο Martin Heidegger. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Heidegger (Heidegger 1977), ο Ellul προσπαθεί να ψηλαφίσει μία έξοδο από την Βεμπεριανή φυλακή του μονολιθικού μοντερνισμού.
Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι στα κείμενα του Ellul είναι ιδιαίτερα έντονη μια στάση αναμφισβήτητου φαταλισμού, ο ίδιος διαφωνεί με την απόφανση του Berdyaev, κατά την οποία η ελευθερία βρίσκεται εκτός Ιστορίας. Απεναντίας, θεωρεί ότι η διαφυγή από το σιδερένιο κλουβί της τεχνικής μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από αυτό που ονομάζει, «ηθική της μη δύναμης», μία ηθική που, θέτοντας όρια στην τεχνολογική πρακτική, επιχειρεί να δημιουργήσει έναν εναλλακτικό τρόπο του τεχνολογικώς είναι (Ellul 1989: 23-36) (Winner 1986). Αυτή η θέση πάντως, την οποία συναντάμε ξανά στον Hans Jonas με όρους «ευρετικής του φόβου» (Jonas 1984: 22), δηλαδή του να λαμβάνεται υπόψη πάντα το χειρότερο δυνατό σενάριο πριν την ανάληψη του οποιουδήποτε τεχνολογικού εγχειρήματος, στηρίζεται, θα λέγαμε, σε τελική ανάλυση, σε διάτρητα (οντο)θεολογικά κριτήρια παρά σε δεοντολογικά θεμέλια (Verbeek 2005: 47).
Βιβλιογραφία
Ellul, Jacques, 1964, «The Technological Society», New York, Alfred Knopf,
Ellul, Jacques, 1967, «The Political Illusion», New York, Alfred Knopf,
Ellul, Jacques, 1981, «Perspectives on our Age», ed. William Vanderburg, New York, Seabury,
Ellul, Jacques, 1989, «The Search for Ethics in a Technicist Society», Research in Philosophy and Technology, 9: 23-36,
Heidegger, Martin, 1977, «Nur noch ein Gott kann uns retten», Der Spiegel 30, pp. 193-219, trans. by W. Richardson as «Only a God Can Save Us» in Heidegger: The Man and the Thinker, ed. T. Sheehan, pp. 45-67,
Heisenberg, Werner, 1971, «Physics and Beyond», New York, Harper and Row,
Jonas, Hans, 1984, «The Imperative of Rensposibility: In Search of an Ethics for the Technological Age», Chicago, University of Chicago Press,
Kroes, Peter, Meijers, Anthonie, 2000, «The Empirical Turn in the Philosophy of Technology», in, Research in Philosophy and Technology, τόμος 20, Amsterdam, Elsevier,
Lenin, V.I., 1922, «P.S.S, τόμος xxxxv»,
Matthewman, Steve, 2011, «Technology and Social Theory», Palgrave Macmillan, UK,
Mumford, Lewis, 1967, «The Myth of the Machine: Technics and Human Development», vol. 1. , New York, Harcourt Brace Jovanovich,
Mumford, Lewis, 1970, «The Myth of the Machine: The Pentagon of Power», vol. 2. , New York, Harcourt Brace Jovanovich,
Noble, David, 1995, «Progress Without People, New Technology, Unemployment and the Message of Resistance», Toronto, Between the Lines,
Ortega y Gasset, Jose, 1952, «Der Mythus des Menschen hinter der Technik», in Mensch und Raum, ed. Otto Bartning, pp. 111-117,
Sahlins, Marshall, 2017 (1976), «Stone Age Economics» Routledge Classics,
Sayre, Robert, Lowy, Michael, 1991, «Μορφές Ρομαντικού Αντικαπιταλισμού», Αθήνα, Έρασμος,
Verbeek, P.P., 2005, «What Things Do», Pennsylvania, Penn. State University Press,
Weaver, Richard, 1970, «Humanism in an Age of Science», in Intercollegiate Review 7, (1-2): 130-135,
Winner, Langdon, 1977, «Autonomous Technology, Technics-Out-Of-Control as a Theme in Political Thought», Cambridge, MIT Press,
Winner, Langdon, 1986, «The Whale and the Reactor, a Search for Limits in an Age of High Technology», Chicago, University of Chicago Press,
Winner, Langdon, 1991, «Artifacts/Ideals and Political Culture», Whole Earth Review, no. 73, pp.18-24,
Winner, Langdon, 1992, «Citizen Virtues in a Technological Order», Inquiry vol.35, pp.341-361,
Winner, Langdon, 1997, «Technology Today: Utopia or Dystopia? », Social Research, no.3, pp.990-1017,
Winner, Langdon, 2005, «Technological Euphoria and Contemporary Citizenship», Techne 9: 1, pp. 124-133,
Wordsworth, William, 1996, «The Prelude», ed. Jonathan Wordsworth, Penguin Classics.
Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα μίας υπό επεξεργασία μελέτης του υπογράφοντος με τίτλο, «Θεωρήσεις της τεχνολογίας: από την αυτονόμηση της τεχνοεπιστήμης στην πολιτική των τεχνημάτων».