Φέτος συμπληρώνεται μία δεκαετία από το Κίνημα των Πλατειών του 2011 όπως περιγράφτηκε στο σχετικό αφιέρωμά μας. Σε συνέχεια αυτού, ξεχωρίσαμε κάποια από τα γραπτά των συμμετεχόντων στο κίνημα. Θυμόμαστε το τι έγραφαν τότε (και συγκρίνουμε με το σήμερα!) Αναδημοσιεύοντάς τα πλέον, έπειτα από χρόνια, επιθυμούμε να δώσουμε –και να διασώσουμε– μια δεύτερη ανάγνωση του αναστοχασμού της περιόδου εκείνης:
ΑΠΟ ΤΟΝ 20o ΣΤΟΝ 21o ΑΙΩΝΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Νίκος Ιωάννου, 06/2011
Αν δεχτούμε ότι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα είχαν γίνει όλες οι επαναστάσεις, μάλλον ο Αλμπέρ Καμύ είχε δίκιο όταν ήδη το 1948 μιλούσε για το τέλος των ιδεολογιών. Άλλωστε από τότε ως σήμερα δεν έχουμε καμιά περίπτωση πλειοψηφικής αποδοχής ή έστω ανοχής κάποιας πρότασης κατάργησης του υπάρχοντος συστήματος και εγκατάστασης ενός άλλου χαρακτηρισμένου από την ιδεολογία του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού ή του αναρχισμού.
Ο «ψυχρός πόλεμος» βοήθησε στην παράταση του θυμικού της επανάστασης για πολύ ακόμη καιρό από το τέλος της. Ένα θυμικό που γέννησε καταστάσεις άλλες φορές γραφικές, άλλες τραγελαφικές και κάποιες φορές γέννησε καταστάσεις τραγικές όπως από το ‘60 μέχρι και το ‘80 με το ένοπλο αντάρτικο στην Ευρώπη. Οι επαναστατικές πρωτοπορίες όλων των αποχρώσεων ήταν οι πρωταγωνιστές των κάθε είδους αντικαθεστωτικών ανδραγαθιών και το κράτος ο τιμωρός και φύλακας των «δημοκρατιών», ενεργώντας ο καθένας για τη διαφύλαξη του ρόλου του έναντι της κοινωνίας.
Τα κινήματα που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του ‘60 σηματοδότησαν την αμφισβήτηση κυρίαρχων κοινωνικών αξιών αλλά και την αμφισβήτηση κυρίαρχων τρόπων άσκησης πολιτικής (κόμμα, καθοδήγηση, πρωτοπορία). Το κίνημα του φεμινισμού, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του αντιρατσισμού, των κοινωνικών ελευθεριών και δικαιωμάτων χαρακτηρίστηκαν από τις σκληρές επαναστατικές πρωτοπορίες ως κινήματα «μερικά».
Τα οικολογικά κινήματα του ‘70 και του ‘80 αμφισβήτησαν τη σχέση αγοράς και περιβάλλοντος, δημιούργησαν μια καινούργια αντίληψη, παρ’ όλο που γρήγορα η οικολογία έγινε ένα ακόμη οικονομικό μέγεθος.
Όλα αυτά τα «μερικά» κινήματα δεν μπόρεσαν να βρουν ποτέ έναν αξιόπιστο λόγο που θα τα ένωνε, δίνοντας κοινωνική υπόσταση σε πραγματικά ελευθεριακές ιδέες των οποίων υπήρξαν φορείς. Όταν αργά πλέον κόμματα της αριστεράς και οργανώσεις του αναρχισμού τα ενέταξαν στον λόγο τους, αρκέστηκαν σε αφορισμούς του τύπου: «η κοινωνία της μόλυνσης δεν καθαρίζεται, καταστρέφεται» ή «η λαϊκή εξουσία θα επαναφέρει τη φυσική τάξη». Η κοινωνία όμως στην οποία απευθύνονταν τους ξεπέρασε. Το σύνδρομο της ήττας, της ήττας της επανάστασης δεν τους άφησε ποτέ να αρθρώσουν έναν λόγο άλλον πέραν αυτού της αντίστασης, πέραν της περιγραφής του συστήματος ως προβλήματος και την αντίσταση σ’ αυτό. Σήμερα καταρρέουν ακολουθώντας την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος. Πέφτουν στο κενό γαντζωμένοι στο σώμα του εχθρού τους, μην έχοντας άλλο ρόλο να παίξουν εκτός από αυτόν.
Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε ανατολή και δύση, ένα νέο κοινωνικό σύστημα αναδύεται ταυτόχρονα από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Από τη διατροφική δημοκρατία στην ενεργειακή αυτονομία και από την έμπρακτη αμφισβήτηση των παγκόσμιων οργανισμών στη μικρή ή τοπική αυτοθέσμιση που γίνεται άλλες φορές με γεωγραφικούς, άλλες χωρίς γεωγραφικούς όρους με τη βοήθεια του διαδικτύου.
Οι κοινωνίες κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μέσα σε μία δεκαετία, την πρώτη του 21ου αιώνα, αφήνουν πίσω τους τον παλιό κόσμο δίνοντας στο άτομο τη θέση που του αναλογεί μέσα στον σύγχρονο δημόσιο χώρο και χρόνο. Οι εξεγέρσεις αυτής της δεκαετίας δίνουν το στίγμα μιας νέας κοινωνικής δυναμικής, δίνουν το στίγμα του νέου κόσμου.
Το ότι συμβαίνουν την εποχή μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οφείλονται σ’ αυτήν. Άλλωστε αυτό δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο στον καπιταλισμό. Η ορμητική και βίαιη αναστάτωση της οικονομίας είναι συστατικό χαρακτηριστικό του. Η διαφορά σήμερα είναι ότι συμπίπτει με τη νέα κοινωνική ανάδυση: την αμφισβήτηση του κύρους και της ισχύος του συστήματος των πολιτικών αποφάσεων.
Το κύρος και η ισχύς κάποιου αμφισβητείται όταν φαίνεται ότι μπορούμε και χωρίς αυτόν. Ερευνώντας τα πράγματα μ’ αυτόν τον συλλογισμό θα ανακαλύψουμε γρήγορα πως η αγωνία του πολιτικού συστήματος είναι να επιβάλει συμπεριφορές που θα το διατηρήσουν, κι όχι απαραίτητα η «έξοδος από την κρίση». Η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι γιατί έχει αδύναμη οικονομία, αλλά επειδή το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί (λόγω της ιστορικής του συγκρότησης) να απορροφά τους κραδασμούς των οικονομικών αναστατώσεων, του σοκ που τα κέντρα αποφάσεων (π.χ. ΔΝΤ) υποχρεούνται να επιβάλουν για τη διατήρηση της ίδιας της υπόστασής τους. Ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ο ΠΟΥ κ.λπ. είναι αυθαίρετοι οργανισμοί, άμεσα συνδεδεμένοι με τα πολιτικά συστήματα, με κοινούς τόπους συμφερόντων.
Το κοινωνικό συμφέρον σήμερα κατατίθεται στις πλατείες όλου του κόσμου από τα άτομα στα οποία απευθύνθηκε η κεντρική παραγωγή πολιτισμικών αγαθών, η αντίληψη της οικονομίας της αγοράς. Αυτά τα απρόβλεπτα άτομα.
Η Συνέλευση της πλατείας Συντάγματος μας θυμίζει συνεχώς ότι μπορούμε και μόνοι μας, όπως και οι δεκάδες ακόμη συνελεύσεις πλατειών σε όλη την Ελλάδα. Παρ’ όλη τη γάγγραινα της Αριστεράς με τη διαλυτική εμμονή της, οι άνθρωποι καταφέρνουν να διατυπώσουν το μοναδικό πολιτικό λόγο με σώμα και ψυχή σε αυτή τη χώρα.
Άμεση Δημοκρατία που γίνεται, δεν εμπεριέχεται απλώς σε ένα μανιφέστο.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΠΛΑΤΕΙΩΝ ΤΟ 2011
Γιώργος Ν. Οικονόμου, 06/06/2019
Για τις κρατικές εξουσίες, τις κομματικές παρατάξεις, τις πολιτικές γραφειοκρατίες της αντιπροσώπευσης και τις οικονομικές ελίτ, η αυτόνομη δραστηριότητα του κοινωνικού πλήθους ανήκει στα απαγορευμένα, απωθημένα και φευκτέα κακά, ανήκει εξ ορισμού στο εχθρικό στρατόπεδο. Αυτό συνέβη και συμβαίνει με το Κίνημα των Πλατειών το καλοκαίρι του 2011, το οποίο από κάποιες πλευρές απαξιώνεται ή καταδικάζεται με διάφορα τεχνάσματα και σοφίσματα. Ένα από αυτά είναι να συγχέεται λ.χ. η πάνω με την κάτω πλατεία Συντάγματος. Όμως η «πάνω πλατεία» ήταν σαφώς χωριστή και διακριτή από την «κάτω», όχι μόνο τοπικώς αλλά κυρίως ποιοτικώς. Η «πάνω πλατεία» συγκέντρωνε ακροδεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κ.ο.κ., με ελληνικές σημαίες, βρισιές, μούντζες και συνθήματα του τύπου «Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Άναρθρες δηλαδή φωνές και κραυγές, τραμπουκισμοί, τσαμπουκάδες και απειλές που δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν πολιτικό λόγο και πολιτική πρακτική.
Ενώ η κάτω πλατεία ουδεμία σχέση είχε με την πάνω, διότι χαρακτηρίσθηκε από τη Λαϊκή Συνέλευση κάθε βράδυ στις 9 η ώρα, η οποία διαμόρφωνε και συζητούσε τις προτάσεις για τον χαρακτήρα και τις πρακτικές του κινήματος με ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή των ομιλητών. Ο στόχος ήταν διατυπωμένος από την πρώτη στιγμή: αλλαγές στο υπάρχον αποτυχημένο πολιτικό σύστημα με στόχο την πραγματική δημοκρατία, την άμεση δημοκρατία. Και σήμαινε πολύ απλά, θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στα ψηφίσματα της Συνέλευσης, στις τοποθετήσεις, στις συζητήσεις όσο και στις επιμέρους ομάδες εργασίας. Και η πρόταση για άμεση δημοκρατία, συνοδευόταν από την πλήρη άρνηση όλων των κομμάτων, την κριτική στην αντιπροσώπευση και αμφισβητούσε το υπάρχον ολιγαρχικό κοινοβουλευτικό καθεστώς που είναι υπεύθυνο για τη γενικευμένη χρεοκοπία.
Οι Πλατείες στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες έθεσαν τα προτάγματά τους για πρώτη φορά μαζικά και με ριζοσπαστικό τρόπο, με ανοικτές λαϊκές συνελεύσεις. Ήταν ένα μαζικό κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, μη κηδεμονευόμενο και μη ελεγχόμενο από κόμματα, γραφειοκρατίες, πολιτικούς, συνδικαλιστικές παρατάξεις και ιδεολογίες· ένα αυθόρμητο συμβάν, στηριγμένο στην αυτοοργάνωση και στον αυτοκαθορισμό με ελευθερία, ισότητα, αυτονομία και άμεση συμμετοχή, στοιχεία που του έδωσαν την εκπληκτική δυναμική του.
Στην πλατεία Συντάγματος με αποφάσεις της Λαϊκής Συνέλευσης έγιναν δύο πολύ μεγάλες μαζικές αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις (πάνω από 500.000 άτομα), οι οποίες υπέστησαν την άγρια καταστολή με δακρυγόνα, ΜΑΤ και τους γνωστούς κουκουλοφόρους) – ειδικώς η δεύτερη συγκέντρωση στις 15/6 που με απόφαση της Λαϊκής Συνέλευσης προσπάθησε να περικυκλώσει τη Βουλή και να εμποδίσει τους βουλευτές να εισέλθουν για να μην ψηφίσουν το μεσοπρόθεσμο νομοσχέδιο που επέβαλε η συμφωνία με την Τρόϊκα. Τέτοιες πολυπληθείς συγκεντρώσεις αμιγώς πολιτικές, αντικυβερνητικές και ακηδεμόνευτες δεν έχουν ξαναγίνει. Ούτε πριν ούτε μετά υπήρξε παρόμοια κοινωνική πολιτική κινητοποίηση.
Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις των κομμάτων στην ίδια πλατεία με προσέλευση από όλη την Ελλάδα, τις παλιές καλές εποχές του δικομματισμού, της ρεμούλας και της διαπλοκής, ήταν φιέστες και επιδείξεις δύναμης, καταλλήλως σκηνοθετημένες σαν θεατρικές παραστάσεις ή διαφημιστικά προϊόντα, με το χειροκρότημα στον αρχηγό, τις πλαστικές σημαιούλες και τα προκάτ ανούσια συνθήματα, δίχως κανένα γνήσιο πολιτικό ενδιαφέρον και κοινωνικό πρόταγμα· ήταν παθητικές συγκεντρώσεις κομματικών υποταγμένων μαζών.
Στις πλατείες του 2011, για πάνω από έναν μήνα, ένα κοινωνικό πλήθος, κυρίως νέων, διαφορετικών προελεύσεων και αντιλήψεων προσπάθησε να επικοινωνήσει, να βρει κοινή γλώσσα, κοινούς στόχους και να δημιουργήσει έναν κοινό δημόσιο χώρο, στον οποίο να συνυπάρξουν άτομα με διαφορετικές απόψεις, να ληφθούν από κοινού αποφάσεις, να συγκροτηθεί μία συλλογικότητα. Πράγμα που φάνηκε και στην αντιμετώπιση των επιθέσεων των ΜΑΤ και ιδίως της καταστροφής των σκηνών και των μικροφωνικών εγκαταστάσεων στην πλατεία Συντάγματος στις 15 Ιουνίου από τις μαινόμενες δυνάμεις καταστολής: με την αυθόρμητη συνεργασία χιλιάδων ατόμων η πλατεία επανήλθε στην προτεραία της κατάσταση και ξαναβρήκε το πρόσωπό της.
Έγινε επίσης στην ίδια πλατεία, στις 17 Ιουνίου, μία ουσιαστική συζήτηση για πρώτη φορά περί άμεσης δημοκρατίας με χιλιάδες συμμετέχοντες. Παρόμοιες εκδηλώσεις έγιναν και στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Αυτά τα στοιχεία αρκούν για να καταξιώσουν το Κίνημα των Πλατειών 2011 ως μέγιστο πολιτικό συμβάν.
Η σημασία του, καθώς και η σημασία των άλλων παρεμφερών κινημάτων που έγιναν και σε άλλες χώρες (Αίγυπτο, Τυνησία, Υεμένη, Ισπανία, ΗΠΑ) είναι ότι για μεγάλα κοινωνικά πλήθη υπάρχει πλέον η πεποίθηση πως τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα και οι υπάρχουσες δυνάμεις, κόμματα, αντιπρόσωποι και γραφειοκράτες εξυπηρετούν μόνο τις δικές τους επιδιώξεις και τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ.
Συνεπώς, οι παραδοσιακές δυνάμεις είναι διεφθαρμένες και ανίκανες να εξυπηρετήσουν το κοινό συμφέρον.
Η πεποίθηση αυτή που εκφράσθηκε σε μία νέα αντίληψη τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά είναι μία παρακαταθήκη και μία υπόσχεση. Ήδη υπήρξαν συνεχιστές στην Τουρκία, στη Γαλλία και στην Αλγερία. Από ό,τι φαίνεται από τη διαρκή κρίση και ανικανότητα του υπάρχοντος συστήματος, είναι ο μόνος δρόμος.
ΕΜΕΙΣ ΕΔΩ ΤΩΡΑ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Κώστας Σβόλης, 07/2011
…Μια προσπάθεια ανάλυσης για τις δυνατότητες του ανταγωνιστικού κινήματος να συγκροτήσει περάσματα που να ξεπερνάνε την αντίσταση στα νέα μέτρα.
*Το κείμενο αυτό έχει γραφτεί πολύ πριν τις εξεγέρσεις των λαών στις χώρες του Μαγκρέμπ και της Μέσης Ανατολής και δεν λαμβάνει υπόψη του την τεράστια σημασία που έχουν για τους από-κάτω όλου του κόσμου.
Ο βαθύς μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, μέσα στα πλαίσια της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, είναι ακόμα στην αρχή του. Τα πρώτα μέτρα που πέρασε την άνοιξη η κυβέρνηση είναι ο πρόλογος ριζικών ανατροπών προς όφελος των εξωτερικών δανειστών και του μεγάλου κεφαλαίου. Το πρώτο κύμα της επίθεσης είχε ως βασικό του στόχο την μείωση του άμεσου και έμμεσου μισθολογικού κόστους (μείωση αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, κατακρεούργηση των συντάξεων, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απελευθέρωση των απολύσεων, κατάργηση των ΣΣΕ…) Οι επιθέσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει μέσα στο 2011 έχουν πολύ πιο βαθύ και ισοπεδωτικό χαρακτήρα και θα αφορούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θα ξεπερνούν κατά πολύ αυτά της μισθωτής εργασίας.
Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση που δείχνει η κυβέρνηση, μέσα σε συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής οργής και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, δεν οφείλεται μονάχα στην καθολική στήριξη από το σύνολο των ΜΜΕ και του κεφαλαίου. Είναι πρωτίστως η έλλειψη μιας σαφούς εναλλακτικής στρατηγικής, ανταγωνιστικής προς τον καπιταλιστικό μονόδρομο, που επιτρέπει στο κυβερνητικό επιτελείο να προχωράει ακάθεκτο την επιβολή της «θεραπείας σοκ» στην ελληνική κοινωνία.
Η αριστερά μοιάζει να παραμένει εγκλωβισμένη στα όρια του πολιτικού συστήματος και η όποια εναλλακτική πρότασή της φαντάζει αναποτελεσματική και ανεφάρμοστη στα πλαίσια του υπάρχοντος. Αν και στο σύνολό της (εξαιρούμε το ΔΗ.ΑΡΙ. το οποίο αποτελεί ένα ακόμα μέλος της «συμμαχίας των πρόθυμων») αντιτάχθηκε στο μνημόνιο και στον μονόδρομο της κοινωνικής χρεοκοπίας, κινείται σταθερά γύρω από την τροχιά της «υπεράσπισης των κεκτημένων», αναπαράγοντας μια συνολικότερη αντίληψη κλαδικών αγώνων, με περιορισμένο εύρος αιτημάτων, που δεν μπορούν να συγκροτήσουν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγώνες των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, την υγεία, την παιδεία κλπ, όσο και εάν τονίζουν στα λόγια τον κοινωνικό χαρακτήρα των υπηρεσιών τους, αυτό δεν αντανακλάται στις μορφές και το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων τους και γι’ αυτό παραμένουν απομονωμένοι από τους φυσικούς τους συμμάχους, τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών. Ο Α/Α χώρος πάρα τη σημαντική συμβολή του στους κοινωνικούς αγώνες, παρά τη σημαντική αναβάθμιση και τη διευρυμένη παρουσία του σε ολόκληρη πλέον τη χώρα, δεν φαίνεται να έχει αυτή τη στιγμή εκείνες τις συγκροτήσεις δομών και περιεχομένου, που θα του επέτρεπαν να κάνει ένα ποιοτικό άλμα και να αποτελέσει τον πόλο συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, ικανών να αποτελέσουν το «αντίπαλο δέος» απέναντι στη στρατηγική που το κεφάλαιο προωθεί με όχημα την κυβέρνηση Παπανδρέου και την Tρόικα.
Όσο και εάν ακούγεται πολύ μεγαλόστομο η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται πραγματικά στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και έχει γίνει το πεδίο πειραματισμού για τις επιλογές του κεφαλαίου που ξεπερνάνε κατά πολύ τον ρόλο της μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό του κεφαλαίου. Προφανώς αυτό το «φόκους» στην ελληνική πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το μέγεθος ή τον ρόλο της ελληνικής οικονομίας, αλλά με παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη δομή του ελληνικού χρέους (το 70% σε τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας), τη δομή της ελληνικής οικονομίας (μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, μεγάλο ποσοστό μικρής ιδιοκτησίας, ιδιοκατοίκηση, ιδιοκτησία και δεσμοί με την ύπαιθρο, έλλειψη παράδοσης «κοινωνικού κράτους») και τις δυνατότητες για μεγαλύτερη καπιταλιστική αξιοποίηση, εάν χτυπηθεί η ικανότητα αυτοαξιοποίησης των μικρομεσαίων στρωμάτων, τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η εξωτερική απειλή (πχ. μια ελληνοτουρκική διένεξη) ως μέσο εσωτερικής πειθάρχησης.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τον παραδειγματικό ρόλο που θα είχε για τους λαούς της Ευρώπης η απρόσκοπτη εφαρμογή των μέτρων στην Ελλάδα. Όσο και εάν αντηχεί παράξενα στα αυτιά μας αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, για μια σειρά λόγους, τόσο ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος (Αριστερά, Α/Α κλπ), όσο και μια σειρά από κοινωνικά κινήματα είναι από τα πιο ανεπτυγμένα και μαχητικά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη και εάν δεχτούμε ότι αυτή η αίγλη που έχει στα μάτια των Ευρωπαίων το ελληνικό κίνημα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η έκβαση της αναμέτρησης με τις επιλογές του κεφαλαίου θα έχει τεράστια σημασία για την επέκταση της ίδιας στρατηγικής και σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή για την γενίκευση της αμφισβήτησης του καπιταλισμού, πράγμα που τα διάφορα επιτελεία δεν φαίνεται να το παραβλέπουν καθόλου. Αυτή τη σχέση όμως πρέπει να τη δούμε αμφίδρομα, έχει μεγάλη σημασία για την έκβαση των αγώνων εδώ το πόσο θα μπορέσουμε να εμπνεύσουμε το πνεύμα της αντίστασης και της ανατροπής στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης. Μπορεί να ακούγεται υπερφίαλο, αλλά αυτό πρέπει να είναι τόσο ένας από τους βασικούς στόχους όσο και κριτήριο του αντικαπιταλιστικού αγώνα στην Ελλάδα.
Δεν πρέπει από τη μεριά μας να περιορίσουμε τον ορίζοντα της κριτικής μας και άρα της δράσης μας στο οικονομικό επίπεδο. Είναι φανερό ότι ο μετασχηματισμός της ελληνικής πραγματικότητας εκτός από το οικονομικό πεδίο προεκτείνεται και στο πολιτικό. Έχουμε μια διάρρηξη των αντιπροσωπευτικών συναινέσεων, όπως τις γνωρίσαμε από τη μεταπολίτευση και μετά. Μέσα στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται η άσκηση της κρατικής εξουσίας στηρίζεται όλο και πιο λίγο στα αντιπροσωπευτικά άλλοθι του κοινοβουλευτισμού και αποκτά όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας διεκπεραιωτής εξουσίας που εκτελεί αποφάσεις που παίρνονται σε κέντρα εκτός της πολιτικής σφαίρας. Από την αποδοχή του ίδιου του πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση του δεν έχει παρά διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, μέχρι την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, αλλά και τη ρητορεία ότι η αριστερά (και μάλιστα η κοινοβουλευτική!) κινείται στα όρια της νομιμότητας αναγνωρίζουμε τα σημάδια της διολίσθησης προς μια νέα μορφή άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία δεν αντλεί τη νομιμοποίησή της από την αντιπροσωπευτική διαδικασία, αλλά από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διαμορφώνει η ίδια η κρίση. Ήδη ο κατασταλτικός ρόλος του κράτους αναβαθμίζεται, χωρίς το κράτος να ενδιαφέρεται πλέον να κρατήσει τα προσχήματα της όποιας κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η διολίσθηση προς μια νέου τύπου καπιταλιστική διακυβέρνηση σαφώς και δεν είναι μια διαδικασία που γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε αφορά αποκλειστικά τη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα. Αποτελεί μια συνολικότερη αναδιαπραγμάτευση του τρόπου άσκησης της εξουσίας, σε εποχές που τα περιθώρια συγκρότησης συναινέσεων περιορίζονται κάτω από την αναγκαιότητα επέκτασης και έντασης (άπλωμα και βάθεμα) της καπιταλιστικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει καθόλου από την οπτική μας ότι η παρούσα κρίση του καπιταλισμού συνδέεται άρρηκτα με τη διαρκώς εντεινόμενη κρίση που δημιουργεί η ίδια η καπιταλιστική αξιοποίηση στην σχέση του ανθρώπου με την φύση. Όσο και εάν ο καπιταλισμός προσπαθεί μέσω της τεχνοεπιστήμης να υποσχεθεί ότι μπορεί να λύσει τα περιβαλλοντικά αδιέξοδα που ο ίδιος δημιουργεί, μοιάζει όλο και πιο πολύ με μαθητευόμενο μάγο, υποταγμένο στις ατίθασες δυνάμεις της αγοράς και της κερδοφορίας. Και είναι ακριβώς αυτή η πτυχή της κρίσης που κάνει τον διεθνιστικό χαρακτήρα του αγώνα επιτακτικό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου δεν εξαρτάται πια μονάχα από το πόσο μπορεί να υποτιμάει την εργατική δύναμη, αλλά και από το πόσο εντατικά και άρα με καταστροφικές συνέπειες, θα εκμεταλλεύεται τη φύση.
Ο αγώνας ενάντια σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού, τόσο ως προς την ένταση της εκμετάλλευσης, όσο και ως προς τη μορφή της κυριαρχίας, δεν μπορεί να είναι απλά ένας αγώνας υπεράσπισης των εργατικών κατακτήσεων και των πολιτικών δικαιωμάτων όπως αυτά υπήρχαν πριν ξεκινήσει αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού. Ένας αγώνας οπισθοφυλακής, όπως αυτός που προσπαθεί να δώσει ένα κομμάτι της αριστεράς, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, είναι καταδικασμένος να ηττηθεί, διότι στον βαθμό που δεν αμφισβητεί ρητά τον ίδιο τον καπιταλισμό, δεν μπορεί στην ουσία να αρνείται τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, που αυτός έχει ανάγκη για να αναπαραχθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατανοούμε τη σημασία και την κομβικότητα που έχουν οι διεκδικητικοί αγώνες στη σημερινή συγκυρία, τόσο στο επίπεδο των εργατικών διεκδικήσεων όσο και σε αυτό των κοινωνικών διεκδικήσεων. Κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα ηττημένα δεν μπορούν να δώσουν την ώθηση για ένα ποιοτικό άλμα του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Ο αγώνας μας δεν πρέπει απλώς να βάζει αναχώματα στον μετασχηματισμό, αλλά να δημιουργεί ρήγματα στις μορφές που παίρνει η καπιταλιστική εκμετάλλευση και κυριαρχία σήμερα. Να αναδύει μορφές αλλά και περιεχόμενα κοινωνικής οργάνωσης ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό. Η στιγμή της κρίσης, η στιγμή που οι κυρίαρχες τάξεις για να διασφαλίσουν τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους είναι αναγκασμένες να διαρρηγνύουν τις συναινέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε αυτή, είναι η στιγμή να βγουν στο προσκήνιο μορφώματα κοινωνικής οργάνωσης που να αμφισβητούν τον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης.
Όμως μια τέτοιου τύπου αναβάθμιση του αντικαπιταλιστικού αγώνα, απαιτεί μια αντίστοιχη ποιοτική ανασυγκρότηση του ευρύτερου ελευθεριακού αντικαπιταλιστικού χώρου. Δεν μιλάμε απλά για μια ποσοτική μεγέθυνση ή για μια ένταση της δράσης, αλλά για ένα ποιοτικό άλμα στον χαρακτήρα της «πράξης» που θα συμβάλει σ’ ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό παράδειγμα. Το παράδειγμα αυτό, εκτός από το προταγματικό χαρακτήρα του, θα προσπαθεί να απαντήσει με υλικούς όρους στα κοινωνικά αδιέξοδα που δημιουργεί ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού.
Στο πρώτο κύμα των μέτρων της κυβέρνησης, βασική μορφή της αντίστασης του κόσμου αλλά και του αντικαπιταλιστικού χώρου, αποτέλεσαν οι γενικές απεργίες που αναγκάστηκε να κηρύξει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Παρόλο που σε αυτές ο ρόλος των σωματείων βάσης, του ευρύτερου ριζοσπαστικού πολιτικού δυναμικού, ήταν αυτός που έδωσε τη δυναμική (μαζί βέβαια με την οργή του απλού κόσμου), την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με όσα εμπόδια σήμαινε αυτό το προχώρημα του κινήματος. Από τη μεριά μας, ως ευρύτερο πολιτικό ρεύμα, δεν μπορέσαμε να πάρουμε την πρωτοβουλία εκείνων των κινήσεων που θα έδιναν μια προοπτική στους αγώνες. Είναι φανερό ότι όσο δεν μπορούμε να δώσουμε μια προοπτική στην αντιπαράθεση με την πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση, ο ρόλος μας θα περιορίζεται σ’ αυτόν του μπροστάρη στους επιμέρους αγώνες, στην μαχητική στάση μας στον δρόμο, στην ιδεολογική προπαγάνδα ενάντια στον καπιταλισμό, χωρίς όμως να δημιουργεί τους όρους και τις δυνατότητες για τη δημιουργία ρωγμών στην καπιταλιστική κυριαρχία.
Όμως μια τέτοια προοπτική πέρα από το προταγματικό της στοιχείο, πρέπει να μπορεί να μορφοποιείται στα συγκεκριμένα περιεχόμενα που έχουν οι αγώνες. Περιεχόμενα που ξεπερνάνε τα όρια της υπεράσπισης της «προηγούμενης κατάστασης» και διευρύνονται προς μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε επιγραμματικά να θέσουμε τρεις άξονες σε σχέση με αυτά τα περιεχόμενα: αυτοδιαχείριση, γη και ελευθερία.
Αυτοδιαχείριση, ως προς την αναγκαιότητα να αναλάβει η ίδια η κοινωνία τη διεύθυνση όσο τo δυνατόν περισσότερων πλευρών της κοινωνικής δραστηριότητας (και φυσικά της παραγωγής). Όσο το κράτος θα αποσύρεται από τον ρόλο της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκχωρώντας τον στην σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας, και θα «περιορίζεται» στον ρόλο της καταστολής και της πειθάρχησης, η αυτοδιαχείριση δεν θα αποτελεί «ένα ουτοπικό σχέδιο» κάποιων «ρομαντικών επαναστατών», αλλά κοινωνική αναγκαιότητα, για εκείνα τα κομμάτια που η βία της κρίσης, ως μετασχηματισμού του κεφαλαίου, θα τα πετάει στον σύγχρονο καιάδα. Είναι θέμα επιβίωσης για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, όχι απλά η υπεράσπιση του «δημόσιου τομέα» (βλ. υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, ενέργεια, νερό, ασφαλιστικό σύστημα) αλλά η διεύρυνση του κοινωνικού τους χαρακτήρα. Η αποκοπή τους από τη σφαίρα της εμπορευματικής οικονομίας και η μετατροπή τους σε δημόσια, δωρεάν, καθολικά κοινωνικά αγαθά.
Ταυτόχρονα μέσα από τη διαδικασία της συγκεντροποίησης και αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου μια σειρά από επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οδηγώντας στην ανεργία δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Η λειτουργιά όσων πιο πολλών από αυτές κάτω από εργατικό έλεγχο, πέρα από άμεση αναγκαιότητα για την επιβίωση των εργαζομένων σ’ αυτές, αποτελεί και μια άμεση αμφισβήτηση με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Μια «ερημοποίηση» της παραγωγικής διαδικασίας δεν θα οδηγούσε μόνο σε κατάρρευση των δυνατοτήτων της κοινωνίας για επιβίωση, αλλά και στη δημιουργία νέων συμμοριτικών μορφών εξουσίας παράλληλα με την κρατική εξουσία και την επανανομιμοποίηση της δεύτερης ως του μόνου εγγυητή της λειτουργίας της κοινωνίας.
Το χάος είναι πολλές φορές ο καλύτερος σύμμαχος της εξουσίας.
Φυσικά όσο παραμένει η σχέση μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου, ο καπιταλισμός παραμένει κυρίαρχός του παιχνιδιού. Όσο η εργασία και κατ’ επέκταση η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση παραμένουν εμπορεύματα, τα θεμέλια του καπιταλισμού μένουν άθικτα. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη πάνω σε αυτό. Όσο υπάρχουν αυτοί που κατέχουν (ή διαχειρίζονται (πχ κρατική ή επιχειρηματική γραφειοκρατία κλπ) τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, πρώτες ύλες, εργαλεία, μέσα μεταφοράς πηγές ενέργειας κλπ) κανένα μοντέλο οικολογικής, τοπικής και αμεσοδημοκρατικής οικονομίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί αφού βασικός παράγοντας της οικονομίας θα παραμένει πάντα το κέρδος. Ο μόνος τρόπος να δούμε μια κοινωνία, όπου η παραγωγή των αγαθών της και των αξιών χρήσης δεν θα είναι υποδουλωμένη στο κέρδος και στην ακόρεστη ανάγκη για ανάπτυξη, αλλά θα λειτουργεί κάτω από τα κριτήρια της οικολογίας, της τοπικότητας, των ανθρώπινων αναγκών και της άμεσης δημοκρατίας, είναι μια κοινωνία που θα καταστρέψει τις εμπορευματικές σχέσεις. Όμως εάν το «οξυγόνο» του καπιταλισμού είναι η συνεχής και αδιάκοπη επέκτασή του, η μετατροπή των πάντων σε εμπορεύματα, το να βρούμε τρόπους μέσα από τους συλλογικούς αγώνες τις κοινωνικές αντιστάσεις και αυτοοργανωμένες δομές ώστε να αποσπάσουμε από το κεφάλαιο και τις εμπορευματικές σχέσεις τομείς της ανθρώπινης- κοινωνικής δραστηριότητας αποτελεί έναν τρόπο να «κόψουμε» το οξυγόνο στο κεφάλαιο, να το «πολιορκήσουμε» αφαιρώντας του τον ζωτικό χώρο που έχει ανάγκη για την αδιάκοπη επέκταση του. Πρόκειται για έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί μονάχα την παντοδυναμία του, αλλά ακόμα παραπέρα την ίδια την αναγκαιότητα της εμπορευματικής οικονομίας, της ίδιας της σχέσης μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου.
Γη: σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ο αγώνας μας ενάντια στον καπιταλισμό αποκτάει τη διάσταση του επείγοντος. Δεν είναι μονάχα οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης και εξώθησης στο περιθώριο μεγάλων κομματιών του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι ότι η αναγκαιότητα του κεφαλαίου για ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία περνάει αναγκαστικά μέσα από την όλο και μεγαλύτερη διάρρηξη της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια περιβαλλοντική κατάρρευση και μάλιστα αυτό φαίνεται να συμβαίνει σήμερα και όχι αύριο. Όσο το μοντέλο της εμπορευματικής παραγωγής παραμένει κυρίαρχο, αυτή η κατάρρευση φαίνεται να έχει μη αναστρέψιμο χαρακτήρα.
Πέρα από τον παγκόσμιο χαρακτήρα αυτής περιβαλλοντικής κατάρρευσης έχει μεγάλη σημασία να δούμε και τον τοπικό της χαρακτήρα. Στην Ελλάδα από την μια μεριά έχουμε μεγάλες εκτάσεις της υπαίθρου που είναι εκτεθειμένες στην πιο άγρια καπιταλιστική λεηλασία και άρα σε μια μη αναστρέψιμη καταστροφή: Βοιωτία, Εύβοια, Θεσσαλικός κάμπος κλπ, και από την άλλη μια ερημοποίηση της υπαίθρου που δεν είναι καπιταλιστικά αξιοποιήσιμη: ορεινές, ημιορεινές περιοχές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διατροφική αυτάρκεια της χώρας να έχει περιοριστεί στο 60%, όταν το 1980 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο ήταν θετικό.
Η διατροφική εξάρτηση σε περιόδους κρίσης είναι ένας παράγοντας που όχι μόνο μπορεί να οδηγήσει μεγάλα κοινωνικά στρώματα στην εξαθλίωση, αλλά μπορεί να παίξει και ανασταλτικό παράγοντα σε ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Είναι επιτακτική και άμεση ανάγκη η συλλογική αυτοοργανωμένη παραγωγή και ο αποκλεισμός των μεσαζόντων για να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν η διατροφική αυτάρκεια της χώρας. Όσο και εάν αυτό φαντάζει ουτοπικό, στην Ελλάδα έχουμε κάποια μεγάλα αβαντάζ. Η ύπαρξη -σε μεγάλη έκταση- της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας (40-50 στρέμματα κατά μέσο όρο, όταν στην ΕΕ είναι 160 στρέμματα κατά μέσο όρο) και η σύνδεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με αυτή (800.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις, από τις οποίες μόνο οι 300.000 χιλιάδες ανήκουν σ’ αποκλειστικά αγρότες), δίνουν την δυνατότητα της ανασύστασης μιας αγροτικής παραγωγής με στόχο κυρίως την αυτοκατανάλωση και την κάλυψη των διατροφικών αναγκών έξω από μια βιομηχανικού τύπου γεωργία. Κάτι τέτοιο αποτελεί φυσικά ισχυρή αντίστιξη προς την προσπάθεια αποκλειστικού ελέγχου της τροφής από μια σειρά περιορισμένων πολυεθνικών που είναι η τάση του διεθνούς κεφαλαίου σήμερα, με όλες τις συνέπειες των διατροφικών κρίσεων, όπως αυτή του 2008.
Ελευθερία: Η προσπάθεια πολιτικής διαχείρισης της κρίσης έχει ως αποτέλεσμα να ατροφεί ο αντιπροσωπευτικός-συναινετικός χαρακτήρας του κράτους και να εντείνεται ο κατασταλτικός-πειθαρχικός χαρακτήρας του. Στο όνομα της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που επιβάλλει η κρίση, το κράτος αμβλύνει τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής του νομιμοποίησης και αναζήτα στηρίγματα αυτο-νομιμοποίησης στους ίδιους τους ιδεολογικούς του βραχίονες (βλ. ΜΜΕ). Τα κέντρα αποφάσεων απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, των οποίων ο ρόλος, ως καθαρτήριο των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων, γίνεται όλο και πιο φανερός στις εκμεταλλευόμενες τάξεις, αλλά και στα στρώματα της κοινωνίας, που η διαδικασία συγκεντροποίησης και αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, τα βγάζει εκτός των μηχανισμών ενσωμάτωσης. Η κρίση μεταφέρεται ατόφια και στο πεδίο της πολιτικής.
Ο περιορισμός των πολιτικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, ξεφεύγει από το πεδίο της «συγκυριακής» εκτροπής και μετατρέπεται σε επίσημη πολιτική, που στηρίζεται από όλο το φάσμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων (από το ΛΑ.Ο.Σ. μέχρι το ΔΗ.ΑΡΙ.)
Το πολιτικό σύστημα απαξιώνεται στα μάτια ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αφού διαρρηγνύονται οι πολιτικές συναινέσεις όπως αυτές συγκροτήθηκαν από τη μεταπολίτευση. Συναινέσεις που βασίστηκαν στις πελατειακές σχέσεις με τα κόμματα εξουσίας (βλ. δημόσιοι υπάλληλοι), στη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης (όπως στους αγρότες) και στην υπεράσπιση ιδιαίτερων συμφερόντων (μικρομεσαία στρώματα). Εν μέσω κρίσης αυτές οι συναινέσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται, αφού αποτελούν εμπόδια για την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η κατάρρευσή τους δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε μια ριζοσπαστικοποίηση, αντίθετα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτή η αμφισβήτηση να γίνει από συντηρητική σκοπιά, ενισχύοντας εθνικιστικές και ρατσιστικές τάσεις μέσα σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Στην προσπάθεια για ηγεμονία και σταθερότητα του συστήματος εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, τμήματα των καπιταλιστών και των πολιτικών και πολιτειακών διαχειριστών του συστήματος θα προσπαθήσουν να κολακέψουν, να αναπτύξουν και να εκμεταλλευτούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά ώστε να συγκροτήσουν κοινωνικές συμμαχίες ενάντια σε εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που κάτω από το βάρος της κρίσης και της συμμετοχής τους στους κοινωνικούς αγώνες ριζοσπαστικοποιούνται. Ο εχθρός είναι ο «άλλος», ο «ξένος», ο «διαφορετικός» και όχι το κεφάλαιο. Αυτός μας κλέβει τις δουλειές και την αξιοπρέπεια (όπως γράφει το ΛΑ.Ο.Σ. στις αφίσες του) και όχι τα αφεντικά. Κρίση είναι ότι μοιραζόμαστε τη φτώχεια μας με τους πιο φτωχούς και όχι η ύπαρξη της φτώχειας δίπλα στην αφθονία.
Η ρητορική της Άκρας Δεξιάς στόχο έχει να μεταφέρει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «από κάτω» για να μην εκδηλωθεί ή για να αποδυναμωθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους «από κάτω» και τους «από πάνω».
Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν θα έχει μια και μοναδική κατεύθυνση προς μια ριζοσπαστική ή προς μια συντηρητική φυσιογνωμία, αλλά θα έχει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Η ηγεμονία θα εξαρτηθεί από την έκβαση των κοινωνικών αγώνων, από τον ρόλο που θα διαδραματίσει ο κάθε χώρος μέσα σ’ αυτούς και από ποια μεριά θα δοθούν άμεσες απαντήσεις στα προβλήματα ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, προβλήματα που θα αναδύονται μέσα από την κρίση. Σ’ αυτό το επίπεδο είναι που πρέπει να δούμε την αναβάθμιση του δικού μας πολιτικού πράττειν.
Στον βαθμό που το κράτος θα αποσύρεται από τα πεδία της αντιπροσώπευσης και της κατασκευής των συναινέσεων, σ’ αυτά της καταστολής και της πειθάρχησης, είναι αναγκαίο να αναδειχτούν αμεσοδημοκρατικές μορφές πολιτικής συγκρότησης στα διάφορα κοινωνικά πεδία (γειτονίες εργασιακοί χώροι, σχολές, σχολεία κλπ), ως προπλάσματα ενός ανταγωνιστικού πολιτικού μορφώματος απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Χρειάζεται όμως κάτι παραπάνω για να μπορέσει ο κόσμος, αλλά και εμείς οι ίδιοι να σταθούμε όρθιοι σε μάχες που θα έχουν όχι μόνο έντονο αλλά και παρατεταμένο χαρακτήρα. Για να σπάσει ο φόβος που καλλιεργούν τα ΜΜΕ, το δέος με το οποίο στέκεται κανείς τρομοκρατημένος και αφοπλισμένος, μπροστά σε τόσο μεγάλες ανατροπές της ζωής του, πρέπει να «ανακαλυφθεί» εξ αρχής η συλλογική υπόσταση της «κοινότητας του αγώνα». Κανένας μόνος του απέναντι στην απόλυση, απέναντι στην αυθαιρεσία και την εργοδοτική τρομοκρατία, απέναντι στην κρατική καταστολή και βία, απέναντι στην ανεργία και την ανέχεια, απέναντι στην έξωση και τον πλειστηριασμό, απέναντι στην κατασυκοφάντηση των ΜΜΕ. Κανένας μόνος του απέναντι στην επίθεση που δεχόμαστε, όλοι μαζί να πάρουμε τις ζωές στα χέρια μας.
Πρέπει εμπνεύσουμε στους ίδιους μας τους εαυτούς και στους ανθρώπους γύρω μας, που χτυπιούνται από την επίθεση του κεφαλαίου, την αίσθηση της κοινότητας του αγώνα. Μιας κοινότητας που όχι μόνο αντιστέκεται στα μέτρα, αλλά που υπερασπίζεται όσους την απαρτίζουν, που δημιουργεί τρόπους συλλογικής αντιμετώπισης « εδώ και τώρα» των ζωτικών προβλημάτων που θα δημιουργεί η κρίση. Την αίσθηση ότι από την μια είμαστε όλες και όλοι εμείς, που αγωνιζόμαστε και που στεκόμαστε αλληλέγγυοι μεταξύ μας και από την άλλη είναι το κεφάλαιο, το κράτος, τα αφεντικά, το ΔΝΤ και η τρόικα, όσοι θέλουν να κλέψουν τις ζωές μας. Αυτοί γκρεμίζουν τις ζωές μας, εμείς οικοδομούμε νέες. Απέναντι στον φόβο, την ανασφάλεια, το αίσθημα της απόλυτης αδυναμίας, πρέπει να αντιτάξουμε μια νέα δύναμη, μια δύναμη που θα προέρχεται μέσα από το ξεπέρασμα της ατομικευμένης στάση απέναντι στη νέα κατάσταση.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε πρώτα να νικήσουμε και μετά να δημιουργήσουμε τον νέο κόσμο, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε τον νέο κόσμο χωρίς να νικάμε. Πρέπει να νικάμε δημιουργώντας και να δημιουργούμε νικώντας.
Το 1ο φύλλο της διαδικτυακής εφημερίδας «Άμεση Δημοκρατία»που προέκυψε το 2012:
Βλ. επίσης:
Μάης 2021: 10 χρόνια από το Κίνημα των Πλατειών (αρχειακό υλικό, multimedia)