Ακολουθεί το 3ο άρθρο της σειράς μας με αφορμή τα 150 χρόνια από το ξέσπασμα της Παρισινής Κομμούνας. Tου Édouard Jourdain* στο www.revue-ballast.fr | μετάφραση: Αγγελίνα Μιχάλη – Ίρις Νικολοπούλου
Επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα τι είναι η «δικτατορία του προλεταριάτου» όπως τη θεωρητικοποίησε ο Μαρξ, ο πιστός του σύντροφος Ένγκελς έλεγε στα 1891: «Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα». Εξάλλου κι ο Μαρξ είχε αναφερθεί σε εκείνη ως «μια ανοιχτή πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί τελικά η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, λέγεται ότι ο Λένιν χόρεψε στο χιόνι την 73η ημέρα της Ρωσικής Επανάστασης – τουτέστιν μια μέρα παραπάνω από τη διάρκεια της Κομμούνας, η οποία σφαγιάστηκε από τον στρατό των Βερσαλλιών: περίπου 20.000 νεκροί μέσα σε μια εβδομάδα. Είτε αυτή η ιστορία ανήκει στον θρύλο είτε όχι, το ζήτημα παραμένει το ίδιο: η Κομμούνα ενσωματώνει την κομμουνιστική και τη μαρξιστική παράδοση. Αλλά αντλεί με την ίδια ένταση και από το ελευθεριακό κίνημα. Ο Εντουάρ Ζουρντέν, συγγραφέας του βιβλίου Θεολογία του Κεφαλαίου, επιστρέφει στην ίδια τη συγκρότηση αυτής της ματαιωμένης επαναστατικής εμπειρίας: η κοινότητα χωρίς κεφαλαίο. Ξετυλίγεται επομένως ένα μακρύ κουβάρι από τα αναρχικά γραπτά του Προυντόν έως τα αυτόνομα καντόνια στη Ροζάβα.
Στο μανιφέστο της 23ης Μαρτίου 1871, η Παρισινή Κομμούνα διακηρύσσει: «Την ανεξαρτησία της κοινότητας την εγγυάται ένα συμβόλαιο του οποίου οι ελεύθερα συμφωνημένες ρήτρες θα καταργήσουν τον ανταγωνισμό των τάξεων και θα διασφαλίσουν την κοινωνική ισότητα». Η επαναστατική φιλοδοξία της Κομμούνας εξακολουθεί να σημαδεύει το φαντασιακό μας μέχρι σήμερα, διαπερνώντας τα σοσιαλιστικά κινήματα και φτάνοντας σε όλο τον κόσμο, για να γεννήσει συχνά παρόμοιες εμπειρίες με λίγο-πολύ τραγική κατάληξη.[i] Τα επιτεύγματα της Παρισινής Κομμούνας υπάγονται ενίοτε στην πρωτοπορία: προαναγγέλλουν μεταρρυθμίσεις που θα λάβουν χώρα τα επόμενα χρόνια.
«Εκείνο που στιγμάτισε το φαντασιακό, περισσότερο κι από αυτά τα μέτρα, είναι ένα κίνημα, ένα απαγορευμένο πνεύμα: το πνεύμα ενός λαού που διακηρύσσει το δικαίωμά του στην πόλη»
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά από αυτά τα επιτεύγματα, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε την κατάργηση του μόνιμου στρατού, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, την αναστολή των περιοριστικών μέτρων για τα ενοίκια, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (που θα θεσμοθετηθεί με τον νόμο του 1901), το δικαίωμα των εργατών να οργανώνονται σε συνδικάτα (νόμος του 1884) ή και τον διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους (1905). Ωστόσο, εκείνο που στιγμάτισε το φαντασιακό, περισσότερο κι από αυτά τα μέτρα, είναι ένα κίνημα, ένα απαγορευμένο πνεύμα: το πνεύμα ενός λαού που διακηρύσσει το «δικαίωμά του στην πόλη» –για να δανειστούμε έναν όρο του μαρξιστή φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Ανρί Λεφέβρ– και ένα κάλεσμα για ομοσπονδία των κομμούνων με στόχο μια επανάσταση πολιτική και ταυτόχρονα κοινωνική. Κι αυτό, προκειμένου να ανατροφοδοτηθεί το δημόσιο και το οικονομικό. Αυτό το πνεύμα, οι αναρχικοί δεν σταμάτησαν να το καλλιεργούν, στη θεωρία και ταυτόχρονα στην πράξη. Η Παρισινή Κομμούνα είναι ένα συμβάν στο μέτρο που αποκρυσταλλώνει θεωρίες και πρακτικές που εμφανίζονται κατόπιν εκείνης, για να τροφοδοτήσει στη συνέχεια κι άλλες που πρόκειται να ακολουθήσουν. Έτσι, η έννοια της κομμούνας αξιοποιείται επίσης από έναν λόγο αναρχικό ή ελευθεριακό που παραμένει επίκαιρος.
Οι αναρχικοί και η Παρισινή Κομμούνα
Πριν από την Παρισινή Κομμούνα, η Ρώσος αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν είχε ήδη φανταστεί πώς οι κοινότητες επρόκειτο να εξεγερθούν για να οργανώσουν την αυτονομία τους στους κόλπους ενός ομοσπονδιακού συστήματος [fédéralisme] που θα μεγάλωνε σταδιακά: «Ως προς την οργάνωση της Κομμούνας, θα υπάρξει μια ομοσπονδία των μόνιμων οδοφραγμάτων και το Επαναστατικό Συμβούλιο της Κομμούνας θα λειτουργήσει με έναν ή δύο εκπροσώπους από κάθε οδόφραγμα, ένα ανά οδό ή ανά περιοχή, οι οποίοι θα είναι εντολοδόχοι με δεσμευτικές εξουσιοδοτήσεις, πάντα υπεύθυνοι και πάντα ανακλητοί. Το Συμβούλιο της Κομμούνας οργανωμένο έτσι θα μπορεί να επιλέξει στους κόλπους του τις εκτελεστικές επιτροπές, διακριτές για κάθε παρακλάδι της επαναστατικής διοίκησης της Κομμούνας».[ii]
Ο ίδιος συμμετείχε στην άκαρπη απόπειρα επανάστασης της Κομμούνας της Λυόν, και χαιρέτισε, στην Παρισινή, την πρώτη εξέγερση του προλεταριάτου εναντίον του Κράτους. Αν και οι Ιακωβίνοι ήταν πάντα παρόντες και επιβουλεύονταν την επανάσταση και το κοινωνικό πρόγραμμα ήταν ακόμα ντροπαλό στα μάτια των φιλόδοξων αναρχικών, αυτό δεν μείωνε το γεγονός ότι η Παρισινή Κομμούνα είχε θέσει μια χειραφετητική ιδέα ικανή να επεκταθεί στο μέλλον. Στο ίδιο πνεύμα, βρίσκουμε τον Γκυστάβ Λεφρανσέ [Gustave Lefrançais], εκλεγμένο από το 4ο διαμέρισμα του Παρισιού στην Ολομέλεια της κοινότητας. Επηρεασμένος από τον Φουριέ και τον Προυντόν στην Κομμούνα, μάχεται στα οδοφράγματα κατά τη διάρκεια της Αιματηρής Εβδομάδας: ενώνεται με τους αναρχικούς της Ιουρασικής Ομοσπονδίας της Διεθνούς. Στη Μελέτη για το κοινοτικό κίνημα που εκπόνησε, ο Λεφρανσέ προσφέρει μια κριτική άποψη για αυτό το γεγονός, παρουσιάζοντας συγχρόνως πώς θα έπρεπε να είναι μια μελλοντική κομμουναλιστική επανάσταση. Αν και ένθερμος παρτιζάνος της Κομμούνας, εφιστά την προσοχή σε μια ορισμένη αυταρχική τάση που μπόρεσε να παρατηρήσει και η οποία καταλήγει να υπονομεύσει κάθε επαναστατική προοπτική – έλεγχος του Τύπου, μη δημοσίευση των δημόσιων συνεδριάσεων, στρατιωτικό πρωτόκολλο, υπερβολική αστυνόμευση και βία κατά του κλήρου. Ωστόσο, εγκρίνει την κατάργηση της στράτευσης, τη μείωση στον κατώτατο μισθό για τα μέλη της Κομμούνας και την αναθεώρηση της οργάνωσης των δημόσιων υπηρεσιών σύμφωνα με τις υποδείξεις των επιτροπών.
«Αν και ένθερμος παρτιζάνος της Κομμούνας, εφιστά την προσοχή σε μια ορισμένη αυταρχική τάση που μπόρεσε να παρατηρήσει»
Εν γένει η Παρισινή Κομμούνα εισήγαγε ένα επαναστατικό κίνημα που άσκησε κριτική στο σύνολο των κομμάτων που ενσάρκωναν την επανάσταση. «Η επανάσταση της 18η Μάρτη, στην πραγματικότητα, δεν επέφερε απλές μεταβολές στον διοικητικό και πολιτικό μηχανισμό της χώρας. Δεν είχε ως στόχο μόνο την αποκέντρωση της εξουσίας. Με κίνδυνο να διαψεύσει τις αρχικές της διαβεβαιώσεις, ανέλαβε την αποστολή να εξαφανίσει την ίδια την Εξουσία⸱ να αποκαταστήσει την πραγματική κυριαρχία κάθε μέλους του κοινωνικού σώματος, αντικαθιστώντας με το δικαίωμα της άμεσης πρωτοβουλίας των ενδιαφερομένων, ή των κυβερνωμένων, την επιζήμια και διεφθαρμένη δράση της, πλέον, αποδυναμωμένης κυβέρνησης, η οποία θα έπρεπε να περιοριστεί στον ρόλο του απλού εκτελεστικού παράγοντα».[iii]
Ο ενθουσιασμός των αναρχικών για την Παρισινή Κομμούνα είναι αναμφίβολος τη στιγμή που το γεγονός λαμβάνει χώρα, μια δεκαετία αργότερα βρίσκουμε ωστόσο να έχουν σχηματιστεί ορισμένες κριτικές. Τέτοια είναι για παράδειγμα η περίπτωση του αναρχικού γεωγράφου Ελιζέ Ρεκλύ [Élisée Reclus]. Είχε συμμετάσχει ο ίδιος στην εξέγερση και δηλώνει ότι: «μέχρι τώρα, οι κοινότητες δεν αποτελούσαν παρά μικρά κρατίδια, και ομοίως και η Παρισινή Κομμούνα, επαναστατική στη βάση και κυβερνητική στην κορυφή, διατηρούσε όλη την ιεραρχία των ανώτερων δημοσίων λειτουργών και των υπαλλήλων. Δεν είμαστε πιο κοινοτιστές απ’ ό,τι κρατιστές, είμαστε αναρχικοί…»[iv] Ο αναρχικός ιστορικός Μαξ Νετλάου υπενθυμίζει από την πλευρά του ότι, αφότου διαπίστωσε τις αυταρχικές τάσεις ορισμένων επικεφαλής της Κομμούνας, η Λουϊζ Μισέλ έγινε αναρχική.[v]
Το ετήσιο αναρχικό συνέδριο της Ιουρασικής Ομοσπονδίας διευκρινίζει τα πράγματα τον Οκτώβριο του 1880: «Οι ιδέες που διατυπώθηκαν σχετικά με την Κομμούνα μπορεί να δώσουν την εντύπωση ότι το ζήτημα είναι να αντικατασταθεί η υπάρχουσα μορφή του κράτους από μια πιο περιφερειακή, που θα ήταν η κοινότητα. Επιθυμούμε την εξαφάνιση κάθε μορφής κράτους, κεντρικού ή περιφερειακού, και η κοινότητα δεν είναι για μας παρά η συνολική έκφραση της οργανικής μορφής των ελευθέρων ανθρώπινων ομαδοποιήσεων».[vi] Αν και οι αναρχικές εκτιμήσεις διαφέρουν ενίοτε, συμπίπτουν πάντως σε δύο κοινές κριτικές: από τη μια πλευρά, [η Κομμούνα] δεν πήγε πολύ μακριά στην κριτική της εξουσίας⸱ από την άλλη, δεν πήγε αρκετά μακριά στην κριτική της ιδιοκτησίας. Παραμένει γεγονός ότι αποτελεί ένα παράδειγμα που πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε.
«Πολύ πριν από την Κομμούνα του Παρισιού, ξαναβρίσκουμε στην αναρχική βιβλιογραφία έναν λόγο υπέρ των κοινοτήτων που γίνονται κατανοητές ως πολιτικές μονάδες βάσης»
Ο Ρώσος αναρχικός θεωρητικός Κροπότκιν συνοψίζει τρόπον τινά τις αναρχικές απόψεις: «Στο όνομα της Κομμούνας του Παρισιού, γεννήθηκε μια καινούρια ιδέα, που καλείται να αποτελέσει το σημείο αναφοράς των μελλοντικών επαναστάσεων».[vii] Οπωσδήποτε, η Κομμούνα δεν έφτασε μέχρι τέλος την κριτική της εναντίον του καπιταλισμού και την απόρριψη του Κράτους, αλλά είναι ο καρπός ενός λαϊκού κινήματος και παραμένει πολλά υποσχόμενη. Σε αυτή την προοπτική συνέχισε να εμπνέει τις μεγάλες αναρχικές επαναστατικές εμπειρίες του 20ού αιώνα: τη Ρωσική Επανάσταση, από το 1917 έως το 1921, με τα πρώτα σοβιέτ και τις ελεύθερες κοινότητες της Ουκρανίας του Μαχνό, όπως και αυτές της Καταλονίας κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936. Οι προσδοκίες που δημιούργησαν την Κομμούνα δεν περιορίζονται εξάλλου σ’ αυτήν: συνεχίζουν την πορεία τους, συχνά με τρόπο υπόγειο, τόσο στο επίπεδο της αναρχικής ή ελευθεριακής θεωρίας όσο και της πρακτικής.
Η κοινότητα πριν και μετά την Κομμούνα του Παρισιού
Πολύ πριν από την Κομμούνα του Παρισιού, ξαναβρίσκουμε στην αναρχική βιβλιογραφία έναν λόγο υπέρ της αυτονομίας των κοινοτήτων που γίνονται κατανοητές ως πολιτικές μονάδες βάσης, από τις οποίες θα μπορούσε να διατηρηθεί ένας πλήρης φεντεραλισμός [fédéralisme intégral] ‒ πολιτικός και οικονομικός. [Η κοινότητα] αποτελεί μια πολιτική ενότητα σε ανθρώπινο μέγεθος, η οποία έχει δείξει ιστορικά, ότι πληροί τις καλύτερες συνθήκες για μια πραγματική δημοκρατία. Ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, στο μεταθανάτιο έργο του, Περί της πολιτικής ικανότητας των εργατικών τάξεων [De la capacité des classes ouvrières], την ορίζει ως εξής: «Η κομμούνα είναι στην ουσία, όπως ο άνθρωπος, όπως η οικογένεια, όπως κάθε ευφυής και ηθική ατομικότητα ή συλλογικότητα, ένα κυρίαρχο ον. Υπό αυτή της την ιδιότητα, η κοινότητα έχει το δικαίωμα να κυβερνά τον εαυτό της, να διοικείται, να επιβάλλει φόρους, να διαθέτει την περιουσία και τα έσοδά της, να δημιουργεί σχολεία για τη νεολαία της, να διορίζει εκεί δασκάλους, να φτιάχνει την αστυνομία της, να έχει τη χωροφυλακή και την πολιτοφυλακή της· να διορίζει τους δικαστές της· να έχει τις εφημερίδες της, τις συναντήσεις της, τις ιδιωτικές της εταιρείες, τις αποθήκες της, την αγορανομία της, την τράπεζά της κ.λπ. Η κοινότητα λαμβάνει εντολές, εκδίδει διατάγματα: ποιος την εμποδίζει να προχωρήσει και στη θέσπιση νόμων; […] Αυτό είναι μια κομμούνα⸱ γιατί αυτό είναι η συλλογική ζωή, η πολιτική ζωή».[viii]
Το ζήτημα δεν είναι τόσο να επιστρέψουμε σε μια αρχαία χρυσή εποχή όταν οι πόλεις είχαν την τιμητική τους όσο να αντλήσουμε από το παρελθόν ό,τι μπορεί να εμπνεύσει τρόπους χειραφέτησης, με προϋπόθεση πάντα την εναντίωση στα σύγχρονα προβλήματα: πρωτίστως το κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα. Ήδη στην εποχή του, ο Κροπότκιν δέχτηκε επίθεση με το ακόλουθο επιχείρημα: «Η κομμούνα, μα αυτό συνιστά επιστροφή στον Μεσαίωνα! Αυτό θα ισοδυναμούσε με το να αγνοήσουμε ολόκληρη την ιστορία που επέτρεψε την έλευση του κράτους και της εθνικής ενότητας!»[ix] Ωστόσο, προφανώς η κατάσταση δεν είναι πλέον η ίδια: τον Μεσαίωνα, η κοινότητα επιτρέπει στους κατοίκους της να απελευθερωθούν από τη δουλεία και εν μέρει από τη δημοσιονομική αυθαιρεσία του άρχοντα. «Επομένως, ήταν πράγματι εναντίον του Άρχοντα που ξεσηκώθηκε η μεσαιωνική πόλη. Είναι από το Κράτος που ο σημερινός δήμος θα επιδιώξει να απελευθερωθεί».[x]
«Η κοινότητα επομένως περιχαρακώνεται στις επάλξεις της και κωφεύει στις εκδηλώσεις δυσφορίας των εξωτερικών πληθυσμών»
Άλλο στοιχείο που διακρίνει την κομμούνα του Μεσαίωνα από μια κομμούνα χειραφετημένη, ελευθεριακή και ισότιμη: ο διαχωρισμός σε κοινωνικές τάξεις. Τον Μεσαίωνα, η νεοσύστατη αστική τάξη καταλαμβάνει σταδιακά την εξουσία και η ανάπτυξή της προκαλεί την άμβλυνση των ανισοτήτων στους κόλπους του πληθυσμού, προκαλώντας εμφυλίους πολέμους ή τον αποκλεισμό των απόρων. Η κοινότητα επομένως περιχαρακώνεται στις επάλξεις της και κωφεύει στις εκδηλώσεις δυσφορίας των εξωτερικών πληθυσμών. Αντιθέτως, η αναρχική κοινότητα επιδιώκει να πολλαπλασιαστεί για να διαμορφώσει μια παγκόσμια αλυσίδα αλληλεγγύης. Η απομόνωση είναι ακόμη πιο δύσκολο να διατηρηθεί σήμερα όπου θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει μια κοινότητα στην αυτάρκεια, χωρίς τη βοήθεια εξωτερικών συνεισφορών. Αυτή είναι η θετική όψη της εμπορικής ανάπτυξης, όπως υπογραμμίζει ο Κροπότκιν.
Οι διαμάχες μπορεί να συνεχίζονται διαχρονικά, αλλά, στην πραγματικότητα, θα είναι πάντα προς το συμφέρον των κοινοτήτων το να δημιουργούν συμμαχίες ‒ ακόμα και με τρόπο έμμεσο, μέσω της διαμεσολάβησης μεγάλων κέντρων που είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση των κοινών αναγκών τους: «Οι ομοσπονδίες των κοινοτήτων, αν ακολουθούσαν αρχικά την ελεύθερη ανάπτυξή τους, σύντομα θα συμπλέκονταν, θα διασταυρώνονταν, θα επικαλύπτονταν σχηματίζοντας έτσι ένα πολύ πιο συμπαγές δίκτυο, “ένα και αδιαίρετο”, αποτελούμενο από αυτές τις κρατικές ομάδες που αντιπαρατίθενται σαν μια δέσμη από ράβδους στον βούρδουλα του αφέντη».[xi] Η εδαφικότητα περιορίζεται πλέον μονάχα σε λίγα σύνορα που δεν είναι παρά τείχη που διακρίνουν τις κοινότητες μεταξύ τους⸱ συγχωνεύεται σε μια τεράστια ομοσπονδία και ένα εκτεταμένο δίκτυο όπου «ένα άτομο θα βρει την ικανοποίηση των αναγκών του δημιουργώντας ομάδες με άλλα άτομα που έχουν τις ίδιες προτιμήσεις και ζουν σε εκατό διαφορετικές κοινότητες».[xii]
Η Κομμούνα σήμερα: ελευθεριακές προοπτικές
Αυτή η ελευθεριακή προσδοκία επιβιώνει, στις μέρες μας με το όνομα ελευθεριακός δημοτισμός [municipalisme]: όρος που συγκεντρώνει ένα σύνολο από πρόσφατες εμπειρίες (αποτελούμενες από κοινωνικά κινήματα, κόμματα ή απλούς πολίτες) που αποσκοπούν να μεταφέρουν τη δημόσια πολιτική σε τοπικό επίπεδο, με στόχο την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Λαμβάνοντας υπόψη την απαραίτητη οικολογική μετάβαση, ο ελευθεριακός δημοτισμός γίνεται αντιληπτός, στην πιο ευρεία του έννοια, ως μια δυνατότητα να θέσουμε ως πρόταγμα τα κοινά και το κοινό.
«Οι αυτοκρατορίες και τα κράτη βρέθηκαν γρήγορα αντιμέτωπα με την απαίτηση των πόλεων για αυτονομία»
Στη Μαδρίτη, ο δημοτικός συνασπισμός, με επικεφαλής την εκλεγμένη κομμουνίστρια Μανουέλα Καρμένα, παρατείνει το κίνημα κατάληψης δημόσιων χώρων από τους Αγανακτισμένους. Στην Καταλονία, η πλατφόρμα «Βαρκελώνη από Κοινού» [Barcelona en Comun] συγκεντρώνει, από το 2014, υπέρμαχους του δικαιώματος στη στέγαση και στην πόλη, κατά το πρότυπο της δημάρχου Άντα Κολάου. Στο συριακό Κουρδιστάν (Ροζάβα), από την επίσημη διακήρυξη της αυτονομίας του το 2013, υφίσταται ένας δημοκρατικός συνομοσπονδισμός [confédéralisme démocratique] όπου προωθούνται οι αρχές του δημοτισμού [municipalisme] ‒ εν μέρει εμπνευσμένες από τον θεωρητικό του κομμουναλισμού [communaliste] Μάρεϊ Μπούκτσιν. Το 2017 δημιουργήθηκε το δίκτυο «Ατρόμητες πόλεις» [Fearless Cities], το οποίο ξεκίνησε από τη Βαρκελώνη και διοργανώνει ετήσια συνέδρια για ένα παγκόσμιο δημοτιστικό κίνημα. Αυτό το τεράστιο κίνημα είναι μέρος μιας ιστορίας τόσο παλιάς όσο και η ίδρυση των πρώτων πόλεων, κατεξοχήν τόπος για μια δημοκρατία που νοείται ως πολιτική διαδικασία συζητήσεων και αποφάσεων που λαμβάνονται από τους πολίτες. Η κοινότητα αποτελεί τον τόπο επιλογής της πολιτικής ελευθερίας, ήδη από την εποχή της ελληνικής πόλεως. Πράγματι, παρατηρούμε, καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, πόλεις που διαμόρφωσαν πολιτικά συστήματα τα οποία απέκλειαν την ιδέα του imperium, δηλαδή την ιδέα μιας πολιτικής μορφής (αυτοκρατορία, κράτος…) που θα μονοπωλούσε την εξουσία στα χέρια λίγων.
Είτε κατά τη διάρκεια της Αρχαιότητας είτε στον Μεσαίωνα, στις πόλεις αναπτύχθηκαν μορφές οργάνωσης του τρόπου ζωής με δημοκρατικό πνεύμα, το οποίο εκφραζόταν από την ψηφοφορία, την κλήρωση και τη συχνή συνέλευση. Οι αυτοκρατορίες και τα κράτη βρέθηκαν γρήγορα αντιμέτωπα με την απαίτηση των πόλεων για αυτονομία. Εξού και η ενίοτε βίαιη ιστορία, η επιτακτική επιθυμία ενοποίησης της επικράτειας ‒ η οποία έπαιρνε κυρίως τη μορφή της επιβολής φορολογικής εισφοράς. Αυτή η δυναμική του κράτους ή της αυτοκρατορίας ενάντια στις πόλεις είχε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα: φυσικά, η ιστορική διαδικασία αποκαλύπτει μια πτώση της δημοκρατίας και της αυτονομίας που συμβαδίζει με την απώλεια εξουσίας των κοινοτήτων· παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία της συγχώνευσης των κοινοτήτων από τα κράτη και τις αυτοκρατορίες συνδέεται με τη διαδικασία εισαγωγής των εννοιών του οικουμενισμού (που αφορά για παράδειγμα την ιθαγένεια, ή απλώς τις μονάδες μέτρησης) και της ισότητας (για παράδειγμα η ισότητα στα δικαιώματα και η εξίσωση των επιδοτήσεων προς τους δήμους μέσω της κεντρικής φορολογίας).
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και ενσωματώνοντας στην έννοια του δημοτισμού την ιστορική πρόοδο που έχει σημειωθεί, καθίσταται δυνατό να επανεξετάσουμε τις δυνατότητές του ‒ αποφεύγοντας να μεταφέρουμε ορισμένα μοντέλα του παρελθόντος, που είναι πλέον ξεπερασμένα. Η μεγάλη αξία του δημοτισμού είναι ότι ξαναφέρνει στο φως δυνατότητες εμπνευσμένες από την Ιστορία και οι οποίες συχνά ξεχνιούνται ή επισκιάζονται (όπως διάφορες μορφές διαβουλευτικής δημοκρατίας σε δήμους του Μεσαίωνα, που συνδύαζαν την κλήρωση και την ψήφο). Στην προοπτική αυτή, ο δημοτισμός μάς επιτρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια της δημοκρατίας (η οποία δεν περιορίζεται στην αντιπροσωπευτική της εκδοχή) και της έννοιας του κοινού (η οποία οδηγεί τους πολίτες να επανοικειοποιηθούν τις δημόσιες υποθέσεις με την ευρεία έννοια). Αυτό προϋποθέτει, για παράδειγμα, την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία απαιτεί ιδίως τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και μια συλλογική δημιουργία κανόνων. Χρειάζονται επομένως πραγματικές πολιτικές ικανότητες ‒ και μάλιστα, σε αντίθεση με τον τρόπο που οι λεγόμενες «συμμετοχικές» δημοκρατίες προσομοιάζουν ορισμένες διαδικασίες, περιορίζοντάς τες σε συμβουλευτικές.
«Η Κομμούνα συμβάλλει στη διαμόρφωση του εαυτού –ό,τι οι Έλληνες ονόμαζαν παιδεία: αυτή αποτελεί μια από τις πιο παιδαγωγικές λειτουργίες της πολιτικής»
Έτσι, για τον Μάρεϊ Μπούκτσιν, «ο μόνος τρόπος για την ανοικοδόμηση της πολιτικής είναι να ξεκινήσουμε από τις πιο βασικές μορφές της: χωριά, κωμοπόλεις, γειτονιές και πόλεις όπου οι άνθρωποι ζουν στο πιο στενό επίπεδο πολιτικής αλληλεξάρτησης, πέραν του ιδιωτικού. Είναι σε αυτό το επίπεδο όπου μπορούν να αρχίσουν να εξοικειώνονται με την πολιτική διαδικασία, μια διαδικασία που υπερβαίνει πολύ την απλή ψηφοφορία και την ενημέρωση».[xiii] Οι μεγάλες μητροπόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Παρίσι προφανώς δεν έχουν σχέση με τις αρχαίες πόλεις όπως η Αθήνα, οι οποίες επέτρεπαν την άσκηση της άμεσης δημοκρατίας. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, οι πόλεις χωρίζονται σε επιμέρους περιοχές που επιτρέπουν να διατηρηθούν επικράτειες σε ανθρώπινο μέγεθος κατάλληλες για τέτοιες δράσεις. Το μέγεθος μιας πόλης δεν είναι σε καμία περίπτωση καθοριστικό της πολιτικής μορφής που θα πρέπει να την κυβερνά – εκτός εάν αποδεχτούμε ότι, εάν η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο σε πόλεις με 20.000 κατοίκους, αναγκαστικά οι πόλεις των 2 εκατομμυρίων θα πρέπει να διοικούνται από μια δικτατορική γραφειοκρατία. Ο Μπούκτσιν παίρνει ως παράδειγμα το Παρίσι του 1793, όπου κατοικούσαν από 500.000 έως 600.000 κάτοικοι. Χάρη στον ομοσπονδιακό της διαχωρισμό σε τμήματα, η πόλη μπόρεσε να οργανώσει πολύ καλά τις προμήθειες και την ασφάλεια, να διασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την ισοτιμία καθώς και να εκτελεί πολύπλοκα διοικητικά καθήκοντα.
Η Κομμούνα συμβάλλει στη διαμόρφωση του εαυτού – ό,τι οι Έλληνες ονόμαζαν παιδεία: αυτή αποτελεί μια από τις πιο παιδαγωγικές λειτουργίες της πολιτικής. Επιτρέπει την ύπαρξη της φιλίας, δηλαδή της αλληλεγγύης και της ευθύνης. Προς αυτή την κατεύθυνση ο ελευθεριακός δημοτισμός οραματίζεται μια νέα αντίληψη του χρήστη: δεν είναι πλέον πελάτης ή υποκείμενο, αλλά πολίτης – που θα λάβει ενεργό δράση στην ανάπτυξη των δημοσίων πολιτικών. Πάνω σε αυτή τη συμμετοχική προοπτική κατάφερε για παράδειγμα να πραγματοποιηθεί η δημοτικοποίηση των υδάτων της Νάπολης. Οι πόλεις είναι ικανές, υπό αυτή την έννοια, να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας, είτε χρηματοδοτώντας σχέδια εναλλακτικής οικονομίας ή δημόσιας χρήσης, κατανέμοντας άδειους χώρους και κτίρια (η εμπειρία των Grands Voisins στο Παρίσι), δημιουργώντας ένα αποθεματικό γης για προσιτές και συνεργατικές κατοικίες, χρηματοδοτώντας μαζικά την κοινωνική στέγαση (η εμπειρία της Κόκκινης Βιέννης στην Αυστρία, από το 1918 έως το 1934), θέτοντας ρήτρες στις τοπικές εταιρείες που είναι υπεύθυνες για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, δημοτικοποιώντας εκ νέου τις δημόσιες υπηρεσίες (νερό, μεταφορές, ηλεκτρική ενέργεια), ακόμη και δημιουργώντας δημοτικές εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και τηλεπικοινωνιών, όπως συμβαίνει σε ορισμένες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Συνεπώς, υπάρχουν συνέργειες που μπορούν να αναπτυχθούν ανάμεσα στους δήμους και την οικονομική δημοκρατία.
Το κίνημα του δημοτισμού παραμένει, ωστόσο, αντιμέτωπο με μεγάλα προβλήματα, για τα οποία η σχετική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη: στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, πώς μπορεί το τοπικό, όσο ανοικτό κι αν είναι, να συμβάλει προς μια παγκόσμια κοινωνική αλλαγή; Δεν καλείται να αντιμετωπίσει θεσμούς, διεθνές δίκαιο και εταιρείες που το υπερβαίνουν; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, είναι απαραίτητο να συλλάβουμε και να ενσωματώσουμε τον δημοτισμό σ’ ένα ομοσπονδιακό ή συνομοσπονδιακό [fédéral ou confédéral] πολιτικό σύστημα ‒ το οποίο βρίσκουμε από τον Προυντόν έως τον Μπούκτσιν: μένει να εφαρμοστεί πάνω στους σύγχρονους παγκόσμιους προβληματισμούς. Η αυτονομία των κοινοτήτων παραμένει μάταιη ουτοπία, εάν δεν πετύχουμε ένα αρκετά κρίσιμο ποσοτικό και ποιοτικό όριο (συνεργασία) προκειμένου να ρυθμιστούν τα προβλήματα που τις υπερβαίνουν (κλίμα, εργατικό δίκαιο, λογιστικά πρότυπα κ.λπ.), σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.[xiv]
Ένα άλλο ερώτημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο δημοτισμός είναι το ζήτημα της εξειδίκευσης: πώς να επιδιωχθεί η επανοικειοποίηση των δημόσιων υποθέσεων από τους πολίτες σε τοπικό επίπεδο, όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περίπλοκες απαιτώντας ολοένα περισσότερο τη συμβολή των εμπειρογνωμόνων; Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το διακύβευμα ‒το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και εμπειρίας‒ της ένωσης επιστημόνων και πολιτών, που μπορεί να λάβει τις πιο δημοκρατικές και διαφωτιστικες αποφάσεις. Αναμφίβολα, είναι με σημείο αναφοράς τα παραπάνω ερωτήματα ‒ανάμεσα σε άλλα‒ που καθίσταται δυνατό να οραματιστούμε το μέλλον του δημοτισμού ή του κομμουναλισμού με τρόπο τόσο ριζοσπαστικό όσο και πραγματιστικό, δηλαδή ελευθεριακό. Έτσι, οι υποσχέσεις που κληρονομήσαμε από την Κομμούνα του Παρισιού θα εκπληρωθούν μέσα από μία διαδικασία αδιάκοπης τελειοποίησης.
* Ο Édouard Jourdain ειδικεύεται στην ιστορία του αναρχισμού και στον Προυντόν. Είναι συγγραφέας των βιβλίων L’Anarchisme [Αναρχισμός] (2013) και Proudhon contemporain [Ο Προυντόν σήμερα] (2018).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[i] Βλ. ειδικά: Quentin Deluermoz, Commune(s) — Une traversée des mondes au XIXe siècle [Κοινότητες – μια διέλευση στους κόσμους του 19ου αιώνα], Seuil, 2021.
[ii] « Programme de l’organisation secrète des Frères internationaux » (1868), στο: Daniel Guérin, Ni Dieu ni Maître, τ.1 , Maspero, 1974, σσ. 224–225. [Στα ελληνικά βλ: Ντανιέλ Γκερέν, Ούτε θεός ούτε αφέντης. Μακνό – Κρονστάνδη. Οι Ρώσοι αναρχικοί στη φυλακή, Σπηλιώτη, (~1975)]
[iii] Gustave Lefrançais, Étude sur le mouvement communaliste suivi de « La Commune et la Révolution » [Μελέτη για τον κομμουναλισμό συνοδευόμενη από το «Κομμούνα και Επανάσταση»], Klincksieck, 2018, σ. 266.
[iv] Le Révolté, 17 Οκτωβρίου 1880, παρατίθεται από τον Jean Maitron στο: Le Mouvement anarchiste en France des origines à 1914 [Το Αναρχικό κίνημα στη Γαλλία από την αρχή του έως το 1914], Gallimard, 1992, τ. 1, σ. 84.
[v] Max Nettlau, Histoire de l’anarchie, Artefact, 1986, σ. 127. [Στα ελληνικά βλ: Max Nettlau, Ιστορία της Αναρχίας, Αλεξάνδρεια, 2017]
[vi] Στο ίδιο.
[vii] Πιοτρ Κροπότκιν, La Commune suivie de La Commune de Paris, L’Altiplano, 2008, p. 34. [Στα ελληνικά βλ.: Πέτρος Κροπότκιν, Η Παρισινή Κομμούνα. Μια κριτική αποτίμηση, Ελεύθερος Τύπος, 2011]
[viii] Pierre-Joseph Proudhon, De la capacité politique des classes ouvrières [Περί της πολιτικής ικανότητας των εργατικών τάξεων] [1865], Éditions du monde libertaire, 1977, τ. 2, σ. 279.
[ix] Πιοτρ Κροπότκιν, ό.π., σ. 12.
[x] Στο ίδιο, σ. 13.
[xi] Στο ίδιο.
[xii] Στο ίδιο.
[xiii] Murray Bookchin, Une société à refaire [1990], Écosociété, 1995, σ. 28. [Στα ελληνικά βλ.: Μάρεϊ Μπούκτσιν, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, 1993].
[xiv] Η αρχή της επικουρικότητας είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό ανώτατο όριο σύμφωνα με το οποίο η ευθύνη για τη δημόσια δράση, όταν είναι απαραίτητο, βαρύνει τον αρμόδιο φορέα που βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνους που επηρεάζονται άμεσα από αυτή την ενέργεια.