Ή πώς το κράτος χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί το φαινόμενο του κοινωνικού αυτοματισμού και το μύθευμα της εθνικής συνοχής. Της Ελένης Τσακωνίτη.
5 MAIOY 2010. H μέρα που μια πρακτική διακυβέρνησης, ο κοινωνικός αυτοματισμός, ταυτίστηκε με μια τράπεζα.
Κοινωνικός αυτοματισμός ή αλλιώς πώς να προστατεύσετε το φαντασιακό σας, το κράτος.
Το κράτος, λοιπόν, από την απαρχή του είχε κατανοήσει την αναγκαιότητά του να επιβουλεύεται. Να επιβουλεύεται μυθεύματα την καταλληλότερη στιγμή, τη στιγμή μιας κρίσης. Άλλωστε είναι όλα θέμα αυτοπροστασίας, αυτοσυντήρησης. Έτσι έμαθε από πολύ νωρίς να εκμεταλλεύεται τις καπιταλιστικές του κρίσεις και βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στη δυσαρέσκεια, που έναντι αυτού έχει δημιουργηθεί, να παρεισφρέει τεχνάσματα, μυθεύματα. Κάτι σαν να λέμε το τέλειο timing, σε ελληνική απόδοση ο τέλειος συγχρονισμός. Βέβαια, στην περίπτωση της Marfin είναι λιγάκι αμφίβολο το πόσο θέμα timing ήταν.
Timing, ο απόλυτος συγχρονισμός: Η πλέρια συνέργεια καταστάσεων ώστε να τύχει να συναντηθούν την κατάλληλη στιγμή. Έτσι ή τουλάχιστον κάπως έτσι έγινε και το 2010. Το κράτος έπεσε πάνω στο τέλειο timing. Ένα εξεγερμένο πλήθος που εκβίαζε σαν “δαμόκλειος σπάθη” μια δανειακή σύμβαση, μια κυβέρνηση να προσπαθεί διακαώς να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της και μια εμπρηστική συγκυριακή επίθεση. Και σε αυτό το σημείο η αναφορά της λέξης «συγκυριακή» έρχεται να θέσει σε αμφισβήτηση το κατά πόσο τυχερό, ως προς το timing, στάθηκε το κράτος. Γιατί μπορεί ένα μέρος του συνόλου να πιστεύει στις συμπτώσεις, αλλά είναι και αυτοί που θαρρούν πως ο πλέριος αυτός συγχρονισμός «κατασκευάζεται», καθότι δεν μπορεί να υπάρξει από μόνος του.
Και είναι το χρονικό όλης αυτής της ιστορίας: οι αναβολές εξέτασης της υπόθεσης, οι τυφλές έφοδοι σε αντιεξουσιαστικούς χώρους με τις σύνοδες ατεκμηρίωτες προσαγωγές, σημειώματα μαρτύρων αγνώστου «πατρός και ταυτότητας» που στοχοποιούν δίχως τεκμήρια αντιφρονούντες, αυθαίρετη διαπόμπευση ονομάτων από μια λίστα ατόμων που σε πρωτύτερο χρόνο «ενοχλούσαν» με την αντιεξουσιαστική τους δράση την καθεστηκυία τάξη, και η παραμονή αυτής της υπόθεσης για κάποια χρόνια στα αζήτητα (αφού πλέον οι βολικοί εν δυνάμει ένοχοι είχαν αθωωθεί και είχαμε ξεμείνει από άλλους ευκαιριακούς, αποδιοπομπαίους τράγους), έρχονται σαν ψίθυρος να μας θυμίσουν πως το κράτος μπορεί όντως να γίνει ένας ικανός αδυσώπητος καιροσκόπος. Τόσο αδυσώπητος ώστε να είναι δάκτυλος εξιλαστήριων θυμάτων και ποιητής προπαγάνδας που θα καταστήσει το παρόν αγνώριστο. Και ποιο το καταλληλότερο εξιλαστήριο θύμα από την αναρχία; Από το μόνο πολιτικό ρεύμα δηλαδή στο οποίο δεν εγκολπώνεται η έννοια του εθνικισμού και δεν αναγνωρίζεται η έννοια του κράτους.
Το κράτος, λοιπόν, ή αλλιώς ο θηρευτής που δεν θέτει σε κίνδυνο τη λεία του. Διότι ήταν τότε όπως και πάντα που θέλησε αναίσχυντα να την προστατεύει. Τη λεία που θα αποκτούσε μέσα από τις δανειακές του συμβάσεις, από την προσοδοφόρα -για τους έχοντες την εξουσία- πολιτική. Το εγχείρημα ήταν και είναι από μεριάς του ένα: η εθνική συνοχή. Άλλωστε το έργο είναι ξαναπαιγμένο, δοκιμασμένο και εχέγγυο να προσφέρει ό,τι υπόσχεται. Έτσι τα γρανάζια της προπαγάνδας δούλεψαν πάλι και με συντονιστές τον κοινωνικό αυτοματισμό, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, “έγκριτοι” πολιτικοί αναλυτές κατάφεραν να μετατοπίσουν κατάλληλα το ‘’κατηγορώ’’. Και ενώ μέχρι τότε το “κατηγορώ” ήταν αρκετά βαρύ για να μετατοπιστεί από τη κυβέρνηση που «κεντούσε» την δανειακή της θηριωδία, το μύθευμα της ομόνοιας έλυσε τα χέρια τους. «Τα συμφέροντα και οι σκοποί δεν δύνανται να κατατμηθούν. Όλοι επιδιώκουν το ίδιο συμφέρον. Το ασαφές συμφέρον της άρχουσας τάξης», “φώναξε” δυνατά κάθε προπαγανδιστικό μέσο. Και έτσι οικειοποιήθηκε το πλήθος το συμφέρον της άρχουσας τάξης. Κοινώς μια αντιπαράθεση ήρθε να εκτοπίσει μια άλλη. Η ταξική αντίθεση που βρισκόταν στο επίκεντρο, λόγω της σαθρής πολιτικής και είχε εξεγείρει τα πλήθη δεν θα οδηγούσε στο επιθυμητό για την κυβέρνηση, στην επαναδυνάστευση δηλαδή των ήδη καταδυναστευμένων πολιτών. Έτσι η ταξική διαμάχη εκτοπίστηκε περίτεχνα, μέσω της στυγνής αυτής δολοφονίας, ώσπου το έδαφος ξεκίνησε να καθίσταται κατάλληλο. Κατάλληλο εφόσον πλέον πληρούνται όλα τα κριτήρια που θέτει a priori ο πολιτικός αγώνας συμφερόντων: η εθνική συνοχή και η ταύτιση των συμφερόντων μεταξύ των τάξεων.
Κάποια χρόνια αργότερα σωριά πολιτικών θα έβρισκε τις παραπάνω διατυπώσεις αισχρά συνωμοσιολογικές. Τι θα απαντούσαν όμως οι παραπάνω αν κάποιος «θρασύς» έθετε ερωτήματα όπως, γιατί οι εργαζόμενοι της Marfin εξαναγκάστηκαν να δουλέψουν εν αναμονής επικείμενων διαδηλώσεων, σε ένα υποκατάστημα που η υποδομή του δεν υποσχόταν καμιά προστασία;
Ή ποια η αλαργινή συγγένεια των τυφλών κατηγοριών και των κρατικών συμφερόντων; Mήπως οι τυφλές κατηγορίες δεν έχουν τόση μακρινή συγγένεια με ένα κρατικό καθεστώς;
Ή γιατί άτομα που κρίθηκαν απολύτως ανίκανα να περατώσουν τότε μια λυσιτελή έρευνα γύρω από το θέμα βρίσκονται αναφανδόν να καταλαμβάνουν πάλι θέσεις εξουσίας; Μη δεν ήταν η ανικανότητά τους να ερευνήσουν το θέμα αρκετή ώστε να παραμείνουν στα κατάστιχα με τους πολιτικούς που άσκησαν συμφεροντολογική πολιτική και που συνεπώς δεν θα έπρεπε να ξαναπροτιμηθούν; Ή μήπως προσμετρήθηκε ως πραγματική ικανότητα η αναβολή διερεύνησης της υπόθεσης για χρόνια προς τέρψη των ανωτέρων;
Στο σήμερα, 5 Μαιου του 2021, 11 χρόνια μετά από την αναίσχυντη αυτή δολοφονία, αντί δοθέντων απαντήσεων, έχουμε μια τιμητική πλακέτα, που τα αναγραφόμενα ονόματα των θυμάτων παρουσιάζονται ως “θύματα του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός” και που με την τοποθέτηση αυτής τιμάται η μνήμη τους, ενώ κρίνεται και αρκετή για εγγύηση ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί.
Άλλωστε αυτολεξεί αναγράφεται η φράση “ποτέ ξανά”. Μα μείναμε να απορούμε πού αναφέρεται το ποτέ ξανά; Ποτέ ξανά δεν θα ακολουθηθεί σεπερατιστική προπαγανδιστική πολιτική; Ποτέ ξανά που η προπαγάνδα δεν θα καταστεί γενεσιουργός παράγοντας του μίσους και της επικείμενης παραφροσύνης που αυτό επιφέρει εις όφελος της ‘’ανωτέρας’’ τάξης; Ποτέ ξανά δεν θα καταστούν αυτοί που δεν βολεύουν το σύστημα ζωντανοί προγραμμένοι με τον ‘’βεβαρημένον φάκελον των επικίνδυνων, διά τη δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν, προδοτών’’;
Πώς φτάσαμε ίσαμε εκεί; Ίσαμε μια ανάκριση που στην ουσία δεν έγινε ποτέ. Που μάλλον γίνεται τώρα. Μα μάλλον μη θεσμοθετημένα. Γιατί το κράτος μας δείχνει την πιο αψιά του όψη πλέον απροκάλυπτα, επιτρέποντας μας πλέον να το αμφισβητούμε.
Και στεκόμαστε βουβοί να παρακολουθούμε γεγονότα.
Γεγονότα που βεβηλώνουν την ανθρώπινη υπόσταση. Μεροληπτικές διευθετήσεις θεμάτων, νεποτιστικές πολιτικές, βίαιη καταστολή.
Και μέσα στη φασαρία όλης αυτής της σιωπής που δημιουργείται όσο εμεις παρακολουθούμε δημιουργείται μεταξύ των γεγονότων και των παρατηρητών μια σχέση. Μια σχέση δικαιοσύνης.
Δικαιοσύνη που αποδόθηκε όχι από κάποιον που θεσμίστηκε. Δικαιοσύνη που προέκυψε από την νοημοσύνη όλων όσων υποτιμήθηκαν. Δικαιοσύνη που μέχρι στιγμής δεν αφορά την απόδοση κατηγοριών στους δολοφόνους, αλλά αφορά κατηγορίες που προέκυψαν από τις ’’τυχαίες’’ συγκυρίες και καθιστούν έκθετο ένα ολόκληρο κράτος.
Για τη Μαρφίν,
Ελένη Τσακωνίτη.