O εξαίρετος στοχαστής (κοινωνιολόγος και ιστορικός) Karl Polanyi (1886-1964) στο άρθρο του Η Απαρχαιωμένη Αγοραία Νοοτροπία μας (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Στάσει Εκπίπτοντες», μτφρ. Γιώργος Περτσάς, Αθήνα, 2014), το οποίο γράφτηκε το 1947 –3 χρόνια μετά την έκδοση του κορυφαίου έργου του Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός (1944)– συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τα επιχειρήματα και την ανάλυσή του σχετικά με τη δομή, τη λειτουργία και τους μηχανισμούς κοινωνικής επιβολής της οικονομίας της αγοράς. Αυτό είναι το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που επιβάλλει την ομηρία της Κοινωνίας από την Οικονομία, διαστρέφοντας την αυθεντική πραγματικότητα που σχημάτιζαν όλα τα φυσικά και κοινωνικά μεγέθη της ζωής των ανθρώπων για αρκετές χιλιετίες.
Εδώ παραθέτουμε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα από αυτό το σημαντικό έργο:
Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο: ο άνθρωπος δεν είναι οικονομικό, αλλά κοινωνικό ον. Δεν αποσκοπεί στη διασφάλιση του ατομικού του συμφέροντος μέσα από την απόκτηση υλικών αγαθών, αλλά περισσότερο στην εξασφάλιση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, της κοινωνικής του θέσης και των κοινωνικών του προνομίων.
Αξιολογεί τα αποκτήματα του πρωτίστως ως μέσα για αυτόν το στόχο. Τα κίνητρά του διαθέτουν εκείνον το «μεικτό» χαρακτήρα τον οποίο συσχετίζουμε με την προσπάθεια εξασφάλισης κοινωνικής αποδοχής· οι προσπάθειές του που αφορούν την παραγωγή δεν είναι παρά δευτερεύουσας σημασίας ως προς αυτή. Η οικονομία του ανθρώπου ενσωματώνεται, κατά κανόνα, στις κοινωνικές του σχέσεις. Αντιθέτως, η μετάβαση από αυτή τη συνθήκη σε μια άλλη, όπου η κοινωνία ενσωματώνεται αυτή στο οικονομικό σύστημα, υπήρξε μια εξέλιξη εντελώς πρωτοφανής.
[…] Αυτός ο νέος κόσμος των «οικονομικών κινήτρων» βασίστηκε σε μια πλάνη. Η πείνα και το κέρδος δεν είναι εγγενώς πιο «οικονομικές» απ’ ό,τι η αγάπη ή το μίσος, η περηφάνια ή η προκατάληψη.
Κανένα ανθρώπινο κίνητρο δεν είναι καθαυτό οικονομικό. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά μια sui generis οικονομική εμπειρία με την ίδια έννοια που ο άνθρωπος μπορεί να έχει μια θρησκευτική, αισθητική ή σεξουαλική εμπειρία. Αυτές οι τελευταίες γεννούν κίνητρα που σε γενικές γραμμές αποσκοπούν στην πρόκληση παρόμοιων εμπειριών. Όσον αφορά την υλική παραγωγή, οι όροι αυτοί δεν έχουν αυταπόδεικτη σημασία.
Ο οικονομικός παράγοντας, που θεμελιώνει την κοινωνική ζωή στο σύνολο της, δεν δημιουργεί συγκεκριμένου είδους κίνητρα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ όσο ο εξίσου οικουμενικός νόμος της βαρύτητας. Εξυπακούεται ότι, αν δεν φάμε, οπωσδήποτε θα πεθάνουμε, όπως αν μας καταπλακώσει με το βάρος του ένας βράχος που πέφτει. Η επιταγή της πείνας όμως δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε κίνητρο για παραγωγή.
Η παραγωγή δεν είναι ατομικό ζήτημα, αλλά συλλογικό. Αν ένα άτομο πεινάει, δεν υπάρχει τίποτα το αυτονόητο που πρέπει να κάνει. Αν οδηγηθεί στην απόγνωση, ενδέχεται να ληστέψει ή να κλέψει, αλλά μια τέτοια πράξη ελάχιστα μπορεί να θεωρηθεί παραγωγική. Για τον άνθρωπο, το πολιτικό ζώο, καθετί υπάρχει όχι βάσει φυσικών, αλλά βάσει κοινωνικών συνθηκών. Αυτό που έκανε τον 19ο αιώνα να θεωρεί την πείνα και το κέρδος «οικονομικά» μεγέθη οφειλόταν απλά στην οργάνωση της παραγωγής στο πλαίσιο μιας οικονομίας της αγοράς.
Η πείνα και το κέρδος συνδέθηκαν με την παραγωγή μέσα από την ανάγκη να «εξασφαλίσουμε ένα εισόδημα». Γιατί μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα, ο άνθρωπος εξαναγκάζεται, αν πρόκειται να επιβιώσει, να αγοράζει αγαθά από την αγορά στηριζόμενος σε ένα εισόδημα που αποκτήθηκε από την πώληση άλλων αγαθών στην αγορά. Το όνομα αυτών των εισοδημάτων –μισθοί, πρόσοδος, τόκοι– ποικίλλει ανάλογα με αυτό που προσφέρεται προς πώληση: χρήση εργατικής δύναμης, γης ή χρήματος· το εισόδημα που λέγεται κέρδος –η αμοιβή του επιχειρηματία– προκύπτει από την πώληση αγαθών που πιάνουν μια υψηλότερη τιμή σε σχέση με τα αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλα τα εισοδήματα προκύπτουν από πωλήσεις, και όλες οι πωλήσεις –άμεσα ή έμμεσα– συνεισφέρουν στην παραγωγή. Η τελευταία ουσιαστικά είναι δευτερεύουσας σημασίας ως προς την εξασφάλιση ενός εισοδήματος. Στον βαθμό που ένα άτομο «εξασφαλίζει ένα εισόδημα», συνεισφέρει αυτόματα στην παραγωγή.
Είναι προφανές ότι το σύστημα δουλεύει μόνο στον βαθμό που τα άτομα έχουν κάποιο λόγο να επιδίδονται στη δραστηριότητα που τους «εξασφαλίζει ένα εισόδημα». Τα κίνητρα της πείνας και του κέρδους –χωριστά και από κοινού– τους παρέχουν έναν τέτοιο λόγο. Έτσι, αυτά τα δύο κίνητρα προσαρμόζονται στην παραγωγή και, ανάλογα, αποκαλούνται «οικονομικά». Η ομοιότητά τους είναι τόσο μεγάλη, ώστε η πείνα και το κέρδος αποτελούν τα κίνητρα πάνω στα οποία οφείλει να θεμελιωθεί κάθε οικονομικό σύστημα…
Εισαγωγικό σημείωμα και επιλογή αποσπάσματος: Δημήτρης Γιαννακόπουλος