Το πρόβλημα της στέγασης και το δικαίωμα στην οικία

0

Το περασμένο σαββατοκύριακο (27-28 Μαρτίου) έλαβε χώρα η Παγκόσμια Ημέρα Δράσης για τη Στέγαση (Housing Action Day). Με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα, δημοσιεύουμε αποσπάσματα ενός ιστορικού και (δυστυχώς) ακόμα επίκαιρου κειμένου της Lucia Kowaluk (1935-2019). Η Kowaluk υπήρξε κάτοικος της γειτονιάς Milton Parc του Μόντρεαλ όπου πρωτοστάτησε στον αγώνα για την προστασία της τελευταίας από τα πολυεθνικά σχέδια εξευγενισμού και την κερδοσκοπία. Έπειτα από πολυετή αγώνα η κοινότητα του Milton Parc, όχι μονό έσωσε τη γειτονιά της, αλλά και κατάφερε να τη μετατρέψει σε έναν από τους μεγαλύτερους μη-κερδοσκοπικούς, στεγαστικούς συνεταιρισμούς στον κόσμο, που αποτελείται από 642 οικιακές μονάδες με περισσότερους από χίλιους κατοίκους, δημοκρατικά ενεργούς στη διαχείρισή του.

Το παρόν κείμενο αποτελεί κεφάλαιο του βιβλίου Η πόλη και η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή: Θεωρία και πρακτική των κινημάτων πόλης (εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, 1989). Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Μουστάκη και τον Παναγιώτη Καλαμαρά για την προσφορά της συγκεκριμένης πηγής:

Υπάρχει μια ουσιαστική ηθική διαφορά ανάμεσα στην κατοχή ενός σπιτιού με σκοπό τη διατήρηση της αξίας χρήσης του, και στην κατοχή ενός σπιτιού με σκοπό την κατοπινή του πώληση για κέρδος, χωρίς να υπολογίζει την ατομική και συλλογική κατάσταση.

Το να εξασφαλίσεις ότι η στέγαση θα διατηρεί μόνο την αξία χρήσης της μάλλον, παρά την αξία ανταλλαγής (σαν εμπόρευμα δηλαδή), είναι αδύνατο σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Ο σκοπός του καπιταλισμού είναι πάντα να συσσωρεύει πλούτο για λογαριασμό του, και όχι για κάποια χρησιμότητα. Αυτό για τη στέγαση σημαίνει ότι πάντα θα υπάρχει πίεση στους μικρούς ιδιοκτήτες να πουλήσουν στους μεγάλους, και έτσι οι πρώτοι θα χάσουν την ελευθερία τους και την οικονομική άνεση που είχαν. Η αναζήτηση ενός σχεδίου για την ουτοπία ώστε να εμποδιστεί η πραγματοποίηση κάτι τέτοιου, πάντα βασάνιζε τους μεταρρυθμιστές, έστω και αν ακόμα μας διαφεύγει. Αυτό που φαίνεται μάλλον πιο εύκολο να πραγματοποιηθεί, είναι μια προσπάθεια μεγαλύτερης κατανόησης ορισμένων βασικών αρχών, που μπορούμε να εφαρμόσουμε σε κάποιο βαθμό εδώ και τώρα.

Ο Colin Ward επισημαίνει τις βασικές αρχές που πρέπει να θυμόμαστε: οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν μια διαδικασία σταδιακής βελτίωσης του τόπου διαμονής τους, και σε κανένα δεν αρέσει να παίρνει διαταγές και να ελέγχεται, πέρα από αυτό που η στοιχειώδης αίσθηση της κοινότητας του λέει ότι είναι αναγκαίο.

Έτσι κρατώντας κάτι τέτοιο στο μυαλό μας, ας προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ένα σενάριο που θα αποτελεί μέρος της στεγαστικής πολιτικής που θα θέλει να αλλάξει την πόλη – χρησιμοποιώντας, σαν παραδειγματική περίπτωση, το Μόντρεαλ, όπου τα εγκαταλελειμμένα κτίρια δεν νομιμοποιούνται όπως στη Νέα Υόρκη, αλλά σφραγίζονται και δεν χρησιμοποιούνται.

Τα εγκαταλελειμμένα κτίρια είναι μια μάστιγα των περισσότερων σύγχρονων πόλεων. Η κερδοσκοπία στη γη και η χρήση της στέγασης για κέρδος, έχει κάνει πλεονεκτικότερο για τους ιδιοκτήτες να σφραγίζουν τα κτίρια παρά να τα δίνουν για ευπρεπείς κατοικίες. Είναι όμως παρόλα αυτά ένα φαινόμενο που απωθεί τους περισσότερους πολίτες, που δεν ανακατεύονται με επιχειρήσεις κερδοσκοπίας της γης.

Είναι έτσι στοιχειώδες τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, πριν συμβούν μεγάλες αλλαγές όπως κάποιας μορφής κοινοτικής ιδιοκτησίας όλης της αστικής γης, η εγκατάλειψη ενός σπιτιού να μην προστατεύεται από το νόμο. Κάθε κτίριο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σπίτι και είναι εγκαταλελειμμένο για περισσότερο από τρεις μήνες, θα πρέπει να είναι δυνατό να καταληφθεί. Δεν θα απαλλοτριώνεται από τη δημοτική αρχή, αλλά αντίθετα θα μεταβιβάζεται αμέσως στον ενοικιαστή που εγκαθίσταται. Θα υπάρξει ένας αριθμός κανόνων, ώστε να εμποδιστούν εκείνοι που δεν έχουν πραγματική ανάγκη να τα οικειοποιηθούν πρώτοι, και θα εξασφαλίζουν τη τήρηση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής και ασφάλειας.

1. Η πρώτη επιλογή για τους ενοικιαστές θα γίνεται από μια λίστα αιτούντων, και μετά θα γίνεται επιλογή από αυτούς που ήδη το δημόσιο τους παρέχει κάποια στέγαση. Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να πάρουν ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι πρέπει να μπουν στη λίστα αναμονής.

2. Θα δοθεί ένα άμεσο, χωρίς όρους επίδομα ώστε να καταστεί δυνατή η άμεση συντήρηση των προδιαγραφών υγιεινής και πυρασφάλειας. Ο ενοικιαστής θα έχει και τον απόλυτο έλεγχο πάνω σε αυτά τα χρήματα.

3. Έπειτα από όλα αυτά, το σπίτι είναι δικό του. Όπως και κάθε ιδιώτης ιδιοκτήτης θα αναλάβει την ευθύνη των φόρων και τη συντήρηση. Ακόμα και οι φτωχότεροι έχουν κάποιους πόρους. Ένα παράδειγμα περιγράφεται σε μια μελέτη του Krohn [1] στο οποίο μια φτωχή οικογένεια δουλεύοντας η ίδια και μαζεύοντας διάφορα υλικά, έφερε τόσες βελτιώσεις στο φτωχόσπιτο της ώστε ο ιδιοκτήτης αύξησε το νοίκι και τους ανάγκασε να φύγουν. Επί πλέον, κάθε οικογένεια φτωχή η πλούσια, αποταμιεύει ένα ορισμένο ποσό χρημάτων για νοίκι. Καταλαμβάνοντας ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι χωρίς κόστος, αυτά τα χρήματα μπορούν να διατεθούν για διάφορες βελτιώσεις.

4. Δεν θα μπορεί όμως να πουλάει την ιδιοκτησία του – σπίτι η γη. Μπορεί να το μεταβιβάζει στην οικογένειά του, ή σε οποιονδήποτε άλλον θέλει να κάνει ένα δώρο. Αλλά αν θέλει να αφήσει την ιδιοκτησία εντελώς, θα την δώσει πίσω στην πόλη που θα την διαθέσει σαν δημόσια στέγαση. Η αποζημίωση του ενοικιαστή για τον χρόνο και τις δαπάνες του είναι το προνόμιο να ζει στο σπίτι σαν ιδιοκτήτης όσο καιρό θέλει.

5. Εάν το σπίτι έχει περισσότερα από ένα διαμερίσματα μπορεί να καταλυθεί από μια νόμιμα φτιαγμένη συνεργατική. Εάν κάποιος ενοικιαστής θέλει να καταναλώσει χρόνο και χρήμα για να τα φέρει όλα σε μια ικανοποιητική κατάσταση, με σκοπό να νοικιάσει μερικά απ’ αυτά, θα έχει το δικαίωμα και την ευθύνη να κάνει κάτι τέτοιο όσο καιρό συνεχίσει να ζει σε ένα διαμέρισμα και όσο τα nνοικιασμένα διαμερίσματα τηρούν τους κανόνες στέγασης. Αυτό που ένας ιδιοκτήτης μπορεί να κάνει με την εργασία του, ποτέ δεν θα τον καταστήσει ικανό να έχει ένα σημαντικό κέρδος.

Οι σοσιαλιστές μπορεί να φέρουν αντιρρήσεις για αυτό το δάσος των «ασήμαντων αστικών αξιών». Ένας αναρχικός όμως σαν τον Colin Ward γράφει σε απάντηση μιας ερώτησης ότι ο ενοικιαστής που καταλαμβάνει εξυψώνει τις αρετές της ιδιοκτησίας, ενώ σε μια επιθυμητή κοινωνία η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν θα υφίσταται [2]:

«Συμφωνώ επίσης με το ότι οι νοικοκυραίοι, είτε σαν ιδιοκτήτες που ακόμη πληρώνουν τις δόσεις του στεγαστικού δανείου είτε σαν ενοικιαστές που το μεγαλύτερο μέρος του ενοικίου τους πηγαίνει σε πληρωμές τόκων, είναι και οι δύο θύματα του οικονομικού μας συστήματος. Πιστεύω στην κοινωνική ιδιοκτησία των κοινωνικών αγαθών, αλλά νομίζω ότι είναι λάθος να συγχέουμε τη κοινωνία με το Κράτος. Η συλλογική ιδιοκτησία μου φαίνεται σαν καλύτερη μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας από μια ιδιοκτησία του Κράτους ή του δήμου. Αλλά σε πραγματικούς όρους, από τότε που φτάσαμε στο σημείο στην πλειοψηφεί των σπιτιών να κατοικούν οι ιδιοκτήτες τους, θέλω να επεκτείνω τα οφέλη που προκύπτουν από τον καταληψία-ιδιοκτήτη στον ενοικιαστή».

Επί πλέον αυτή η πρόταση, έχει μια σημαντική μη-καπιταλιστική αρχή: δεν επιτρέπει τη συσσώρευση πλούτου πέρα από την αξία χρήσης. Δεν κάνει τη στέγαση εμπόρευμα. Αυτή είναι η ουσιώδης αρχή για την οποία πρέπει να παλέψουν τα κινήματα: να διατηρείται η αξία χρήσης και ο έλεγχος του χρήστη σ’ αυτά που χρησιμοποιούμε, και να μην μετατρέπουμε τέτοια είδη σε εμπορεύματα.

[1] Roger Krohn: The Other Economy (Toronto: Peter Martin Associates, 1977)

[2] Colin Ward: Housing: An Anarchist Approach (London: Freedom Press, 1976)

Αφήστε ένα σχόλιο

fourteen − 6 =