21 Μαρτίου – Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού. Κείμενο: Ηλίας Γιαννακόπουλος
Ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την πορεία του ανθρώπου και διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του είναι και η αγωνιώδης προσπάθειά του να δομήσει τη δική του ταυτότητα και να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δικό του δημιούργημα και κατασκεύασμα. Το άτομο από μία υλική-βιολογική οντότητα μετασχηματίζεται σε προσωπικότητα στο βαθμό που συνειδητοποιεί και διαφυλάσσει όλα εκείνα τα στοιχεία που το διαφοροποιούν από τον ανθρώπινο περίγυρο. Αισθανόμαστε ότι είμαστε ο «εαυτός» μας, μόνο και εφόσον συνειδητοποιούμε τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητά μας.
Αυτά, όμως, τα στοιχεία που διαφοροποιούν το άτομο από τα άλλα άτομα τείνουν σήμερα να ισοπεδωθούν κάτω από το βάρος μιας πραγματικότητας, που έχει την τάση να εξομοιώνει τα πάντα, προϊόντα, υλικά αγαθά, σκέψεις, ιδέες, συμπεριφορές, ακόμα και τις ανθρώπινες ταυτότητες. Το διαφορετικό εξοστρακίζεται και η ανεκτικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία.
Τα Μ.Μ.Ε., η παγκοσμιοποίηση των προβλημάτων, οι μετακινήσεις πληθυσμών (μετανάστες, πρόσφυγες) και η επικράτηση της παγκόσμιας αγοράς συντείνουν στη δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Σε αυτές τις κοινωνίες ο «ξένος», ο «άλλος», ο «διαφορετικός» είναι απέναντι ή δίπλα μας.
Εμείς και οι Άλλοι
Όλοι προσδοκούσαν πως η παγκοσμιοποίηση θα διευκόλυνε την επικοινωνία και αλληλοκατανόηση ανθρώπων και λαών και θα επέφερε τη «συνάντηση των πολιτισμών». Ωστόσο αυτή η συνάντηση δεν συνοδεύτηκε κι από την αναγκαία ανοχή και κατανόηση του διαφορετικού. Σχετικά ο Εντγκάρ Μορέν επισημαίνει:
«Η πλειοψηφία των τμημάτων της ανθρωπότητας που σήμερα βρίσκονται σε επικοινωνία μεταξύ τους, αλληλοεχθρεύονται και ανησυχούν λόγω ακριβώς αυτής της επικοινωνίας: Οι διαφορές, που μέχρι σήμερα αγνοούσαν, πήραν τη μορφή παραδοξότητας, παραφροσύνης ή ανευλάβειας και είναι πηγές παρεξηγήσεων και διενέξεων…»
Διαχρονικά οι ανθρώπινες σχέσεις και η βαθύτερη δομή των παραδοσιακών κοινοτήτων χαρακτηρίζονταν από τη σχέση και την απόσταση του «εμείς» προς το οι «άλλοι», οι «διαφορετικοί». Η διαφορά μας προς τους άλλους καθορίζει καταλυτικά και το περιεχόμενο της δικής μας ταυτότητας. Και οι «άλλοι» μπορεί να είναι: «Το γειτονικό χωριό, οι οπαδοί μιας άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας ή ένας λαός που δεν μιλάει τη δική μας γλώσσα», (Ελευθεροτυπία).
Η διαφορά ανάμεσα στους πολιτισμούς της γης είναι κάτι ιστορικά διαπιστωμένο. Όπως διαπιστωμένο είναι και το γεγονός πως κάποιοι πολιτισμοί αναπτύσσουν μονομερώς κάποιο στοιχείο ή συμπεριφορά. Ωστόσο κανείς δεν υποχρεούται να δεχτεί τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στον δικό του πολιτισμό και τους άλλους. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται και μία ιεράρχηση ή αξιολόγηση αρνητική για το διαφορετικό. Η ιστορία των λαών βεβαιώνεται ως μία «ενότητα των διαφορών». Ανόθευτη μοναδικότητα δεν υπάρχει και τα ιδεολογήματα που οικοδομήθηκαν πάνω σε αυτήν γέννησαν το Ρατσισμό και τον Εθνικισμό. Οι πολιτισμοί είναι ένα κράμα διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων.
Πάντοτε η εικόνα και η ιδέα του «άλλου», του «ξένου» τρόμαζε τις συντηρητικές κοινωνίες και λειτουργούσε ενοποιητικά γι’ αυτές. Αυτές οι κοινωνίες αρέσκονταν να δημιουργούν «φαντασιώσεις υπεροχής μας και φαντασιώσεις μειονεξίας των άλλων». Ήταν οι κλειστές κοινωνίες που επώαζαν το φόβο και το μίσος προς το διαφορετικό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο – και σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία – δομούμε την ταυτότητά μας (ατομική ή συλλογική) με δύο τρόπους: Είτε ταυτιζόμαστε και μιμούμαστε αυτόν που θαυμάζουμε, αγαπάμε και μας μοιάζει, είτε δομούμε την ταυτότητά μας αρνητικά εξωτερικεύοντας το φόβο και το μίσος προς τον «άλλον», τον «ξένο» που εκλαμβάνεται ως εχθρός.
Η επώαση του ρατσισμού
Ο άνθρωπος παραδοσιακά εθίζεται στο κανονικό, ενώ τρόμαζε μπροστά στο μη-κανονικό και το διαφορετικό. Ο «διαφορετικός» πάντοτε βίωνε τον «κοινωνικό εξοστρακισμό» και την κοινωνική λοιδορία. Η διαφορετικότητα συνήθως αξιολογείται αρνητικά και εκλαμβάνεται ως μειονέκτημα και κατωτερότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο επωάζεται και ευδοκιμεί ο κοινωνικός ρατσισμός που με τη σειρά του εκτρέφει την απόρριψη και το μίσος στον διαφορετικό που εν δυνάμει φαντάζει ως εχθρός. Κι αυτό γιατί ο Ρατσισμός ως ιδεολόγημα δίνει έμφαση στη διαφορά και εθελοτυφλεί μπροστά στις πολλαπλές ομοιότητες που χαρακτηρίζουν τους πολιτισμούς. Ο ρατσισμός εδράζεται σε αυθαίρετες κατηγοριοποιήσεις και ανορθολογικές αξιολογήσεις του τύπου: Οι δικοί μας, οι κανονικοί και οι «άλλοι», οι περίεργοι.
Έτσι η καχυποψία και η απόρριψη του διαφορετικού δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, πυροδοτεί τις κοινωνικές συγκρούσεις και όχι σπάνια οδηγεί τα έθνη σε πολεμικές συρράξεις. Αποτέλεσμα αυτού του κλίματος που διαμορφώνεται είναι να υποχωρούν και να απαξιώνονται οι ανθρώπινες αξίες, όπως: Η αλληλεγγύη, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ανοχή και η αποδοχή των «μειοψηφιών» ως συστατικού στοιχείου της κοινωνικής συνοχής και προόδου. Αντίθετα κυριαρχούν τα αρνητικά και αντικοινωνικά συναισθήματα, όπως: Η επιθετικότητα, το συγκρουσιακό πάθος, η υποτίμηση της «διαφοράς» και το ψυχοβόρο μίσος ενάντια σε κάθε τι που παρεκκλίνει από τη δική μας κανονικότητα.
«Ό,τι μας ενοχλεί στους άλλους, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας».
~Γιούνγκ
Ετερότητα και Πολιτισμός
Αντίθετα η αναγνώριση της διαφοράς και η αποδοχή της ποικιλομορφίας στη ζωή μας σηματοδοτεί την ποιότητα ενός πολιτισμού και αναδεικνύει το βαθμό αυτοπεποίθησής του. Ένας άνθρωπος, μία κοινωνία, ένας λαός ή έθνος με υψηλό δείκτη αυτοπεποίθησης είναι περισσότερο ανεκτικός στη διαφορά, στην απόκλιση και στην μη-κανονικότητα. Κι αυτό γιατί έχει γαλουχηθεί στην εκτίμηση – που τείνει να ληφθεί ως ιστορικό θέσφατο – πως η ανθρώπινη διαδρομή και ο πολιτισμός χαρακτηρίζονται όχι μόνον από τους νόμους της αιτιοκρατίας, αλλά κι από τα στοιχεία της ασυνέχειας, της διαφορετικότητας και της απροσδιοριστίας.
Εξάλλου ο σύγχρονος οικουμενικός κόσμος με τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες προάγει και διευκολύνει τη σύνθεση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων. Οι ετερότητες, δηλαδή, δεν ενοχοποιούνται αλλά μεταφράζονται ως δημιουργικά στοιχεία που μπορούν να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες αλλαγής και προόδου. Η δημοκρατία, η ειρήνη και ο πολιτισμός εδράζονται και τρέφονται από τις διαφορές και από την ικανότητά τους να τις συνθέτουν και όχι από την καταθλιπτική ομοιομορφία και το αγελαίο πνεύμα που επιβάλλουν οι σύγχρονοι μηχανισμοί ποδηγέτησης της κοινής γνώμης. Η ενότητα χωρίς τη διαφορά είναι ταυτότητα, η διαφορά χωρίς την ενότητα είναι το χάος.
Η ηθική υπεροχή της ανεκτικότητας
Υπέρ του δικαιώματος στη διαφορά συνηγορεί και η άποψη πως η ελευθερία σε όλες τις αποχρώσεις της ευδοκιμεί στο δικαίωμα έκφρασης της διαφορετικότητας. Η Ρόζα Λούξενμπουργκ το είχε επισημάνει από παλιά, όταν διακήρυττε πως:
«Ελευθερία είναι το δικαίωμα να διαφέρεις ή και να διαφωνείς… Η ελευθερία που αξίζει είναι ιδίως η ελευθερία εκείνου που σκέπτεται διαφορετικά».
Σύμφωνα με την παραπάνω θέση η ελευθερία συνδέεται άμεσα με τη διαφορετικότητα στο χώρο της σκέψης και την ανοχή στην αντίθετη άποψη. Κι αυτό γιατί η ελευθερία εδράζεται και ανθοφορεί στην αυθεντικότητα και στο πρωτότυπο. Η αυτοβουλία, το αυτεξούσιο και η μοναδικότητα του ατόμου συνιστούν τα βάθρα της ελευθερίας που απεχθάνεται το ομοιόμορφο και το κοινότυπο. Η ανεκτικότητα εμπλουτίζει τον άνθρωπο πνευματικά και τον απελευθερώνει από τα δεσμά του δογματισμού και του φανατισμού.
Η ηθική υπεροχή της ανεκτικότητας αποκαλύπτει την ιδεολογική κενολογία εκείνων που διατείνονται πως η ανοχή συγγενεύει με την ενδοτικότητα και την παραίτηση από το δικαίωμα να έχουμε τις προσωπικές μας πεποιθήσεις. Εξάλλου γενναιότητα δεν είναι να υπερασπίζεσαι τη δική σου ιδιαιτερότητα, αλλά τη διαφορετικότητα του άλλου. Ο αυστριακός νευρολόγος Victor Franki ήταν κατηγορηματικός στα όρια της ανεκτικότητας:
«Το να είσαι ανεκτικός δεν σημαίνει να συμμερίζεσαι τις πεποιθήσεις του άλλου. Σημαίνει όμως να αναγνωρίζεις το δικαίωμα του άλλου να πιστεύει και να υπακούει τη δική του συνείδηση».
Υπάρχουν, λοιπόν, σαφή όρια στην ανοχή μας. Δεν υπάρχει, όμως, καμία δικαιολόγηση στην αδιαφορία και απραξία μας όταν διώκεται η διαφορετικότητα (κάθε απόχρωσης) των άλλων.
Τα λόγια του γερμανού προτεστάντη ιερέα και πρώην υποστηρικτή του Χίτλερ, Μάρτιν Νιμάϊλερ είναι πάντα επίκαιρα:
«Πρώτα, ήρθαν και συλλάβανε τους κομμουνιστές. Δε μίλησα, επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής. Έπειτα ήρθαν για τους Εβραίους. Δεν μίλησα, επειδή δεν ήμουν Εβραίος. Μετά, συλλάβανε τους εργάτες, μέλη των συνδικάτων. Δεν μίλησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής… Ύστερα, ήρθαν για τους καθολικούς. Πάλι δε μίλησα επειδή δεν ήμουν προτεστάντης. Αλλά, στο τέλος, όταν ήρθαν να πιάσουν εμένα, δεν είχε απομείνει κανένας για να μιλήσει».