Γιώργος Σκολαρίκης (αναπληρωτής δάσκαλος, υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας)
Ομολογώ ότι ο τίτλος αυτού του άρθρου είναι clickbait, διότι δεν θα αναφερθώ τόσο ούτε στον ίδιο τον Πλάτωνα, ούτε στη γιόγκα. Πρώτος στόχος του κειμένου είναι να καταδείξει την αξία της φιλοσοφίας και γενικότερα της ενασχόλησης με διανοητικές δραστηριότητες, έναντι σε δραστηριότητες που σχετίζονται κυρίως με την εκγύμναση του σώματος και κυριότερος στόχος είναι να προτρέψω τους αναγνώστες να στραφούν προς το διάβασμα και όχι μόνο τη γυμναστική, σαν έναν μέσο πιο εποικοδομητικής αξιοποίησης της καραντίνας.
Καταρχάς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω πως η σωματική άσκηση γενικότερα και η γιόγκα ειδικότερα δεν είναι εποικοδομητικοί τρόποι για να περάσει κανείς ένα μέρος του εγκλεισμού του κατά την περίοδο της καραντίνας. Σίγουρα η γιόγκα είναι πιο εποικοδομητικός τρόπος αξιοποίησης της παραμονής στο σπίτι από το να βλέπει κανείς τις φιλοκυβερνητικές ειδήσεις ή να αποχαυνώνεται από το πολύ χαμηλό επίπεδο των τηλεοπτικών ριάλιτι. Εξάλλου, μπορώ από προσωπική εμπειρία να πιστοποιήσω τα σωματικά, αλλά και ψυχικά οφέλη που μου έχει προσφέρει η πρακτική της γιόγκα.
Η γιόγκα μπορεί να έχει γίνει της μόδας στη Δύση τα τελευταία είκοσι χρόνια περίπου, αλλά δεν είναι κάτι νέο, ούτε πρόκειται απλώς για ένα είδος γυμναστικής. Είναι μια φυσική, νοητική και ψυχική πρακτική που αναφέρεται ήδη στις προβεδικές ινδικές παραδόσεις και αναπτύχθηκε γύρω στον 6ο με 5ο ΠΚΧ αιώνα, στην Ινδία. Η γιόγκα, η οποία διαθέτει μεγάλη ποικιλία σχολών και πρακτικών δεν αποτελεί απλώς ένα είδος γυμναστικής, αλλά μια πολύ σημαντική θρησκευτική πρακτική για τις ινδουιστικές θρησκείες (Ινδουισμό, Βουδισμό, Τζαϊνισμό). Κατά βάση η γιόγκα αποτελεί ένα είδος προετοιμασίας του σώματος, ώστε το πνεύμα-μυαλό να ηρεμήσει και να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη διανοητική πρακτική του διαλογισμού. Σύμφωνα με τις θρησκείες αυτές οι φωτισμένοι δάσκαλοι (γκουρού) που έχουν εξασκηθεί και βελτιστοποιήσει τις τεχνικές της γιόγκα και του διαλογισμού, είναι δυνατόν να φτάσουν στη νιρβάνα.
Η νιρβάνα (αφύπνιση ή φώτιση) πρόκειται για την κατάσταση στην οποία το άτομο φτάνει στην απόλυτη εξάλειψη του πόνου της ύπαρξης, αποτελεί το αποκορύφωμα του διαλογισμού, που όπως συμβαίνει με την αντίστοιχη στο Χριστιανισμό θέωση, αποτελεί μια αφηρημένη και αμφίσημη έννοια, η οποία μπορεί να κατανοηθεί μόνον βιωματικά.
Ας δούμε όμως τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τον Πλάτωνα και γενικότερα με την αρχαιοελληνική σκέψη, ή μάλλον γιατί δεν έχουν και δεν θα μπορούσαν να έχουν άμεση σχέση. Στην αρχαιοελληνική σκέψη αναμφίβολα δινόταν βάρος στην καλλιέργεια του σώματος, εξ ου και το γνωστό αρχαίο ρητό νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ. Βέβαια το ρητό αυτό δεν είναι τόσο αρχαίο, διότι πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο από τo λατινικό mens sana in corpore sano[1]. Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι οι αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη έδιναν μεγάλη σημασία στην άσκηση του σώματος, καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν συνεχείς και σχεδόν κάθε άνδρας θα χρειαζόταν κάποια στιγμή να γίνει οπλίτης. Από την άλλη μεριά το πρότυπο του καλού καγαθού, δεν εστιάζει τόσο στο κάλος του σώματος, αλλά στην ηθική και διανοητική συγκρότηση του πολίτη, ο οποίος θέλει να έχει εξέχουσα θέση, κύρος και επιρροή στο κοινωνικό σύνολο. Πρόκειται για το πρότυπο του άριστου, του άξιου πολιτικού ανδρός, όπως αυτό που προσπαθεί αποτυχημένα να μας πείσει ο πρωθυπουργός για τον ίδιο και τα «άριστα» μέλη της κυβέρνησής του.
Ο Πλάτωνας ζώντας στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της δημοκρατικής Αθήνας παρουσιάζει στην Πολιτεία του ένα παιδαγωγικό πρόγραμμα για τη διαμόρφωση των φυλάκων (αγωγή των φυλάκων) οι οποίοι όφειλαν να είναι οι άριστοι, εφόσον θα αναλάμβαναν την προστασία και τη διοίκηση της ιδεώδους πολιτείας. Στο πρώτο στάδιο του εκπαιδευτικού του προγράμματος θέτει πράγματι τη γυμναστική, ώστε το άτομο να έχει ευεξία και υγιεινή διαβίωση και εν συνέχεια τη μουσική αγωγή και την καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας. Στο δεύτερο στάδιο θέτει την ενασχόληση με τις επιστήμες, όπως η αριθμητική, η γεωμετρία, η αρμονική και η αστρονομία. Τέλος, στο τρίτο και ανώτερο επίπεδο θέτει τη διαλεκτική, δηλαδή τη φιλοσοφία, η οποία αποτελεί την αναζήτηση της ουσίας των όντων και μπορεί να οδηγήσει το άτομο στη θέαση του Αγαθού.
Επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στο πρόγραμμα του Πλάτωνα και τη διδασκαλία των ινδουιστικών θρησκειών, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν ομοιότητες υπάρχουν όμως και διαφορές. Βασική ομοιότητα είναι ότι η ενασχόληση με το σώμα προηγείται και αποτελεί ένα είδος προετοιμασίας της ενασχόλησης με το πνεύμα. Ωστόσο, για τις ινδουιστικές θρησκείες η σωματική άσκηση (γιόγκα) είναι απαραίτητη προϋπόθεση έτσι ώστε να επέλθει η διανοητική αναζήτηση. Αντίθετα για τον Πλάτωνα η σωματική καλλιέργεια χρειάζεται μεν, δεν είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση για να οδηγηθεί κανείς στη διαλεκτική. Σημαντικότερη από τη σωματική είναι η ενασχόληση με πνευματικές δραστηριότητες, όπως οι επιστήμες. Εξάλλου το ρητό έξω από την Ακαδημία του Πλάτωνα ήταν ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω και όχι ἀπαίδευτος (αγύμναστος) μηδεὶς εἰσίτω.
Για να γίνει όμως εναργέστερος ο διαχωρισμός μεταξύ του αρχαιοελληνικού πνεύματος και των ινδουιστικών θρησκειών, αλλά και γενικότερα των ανατολικών θρησκειών (συμπεριλαμβανομένων και των τριών μεγάλων, δηλαδή του Χριστιανισμού, του Μωαμεθανισμού και του Ιουδαϊσμού) θα πρέπει να αναφερθώ σε έναν άλλο σπουδαίο φιλόσοφο, ο οποίος επηρεάστηκε άμεσα από τον Πλάτωνα και αποτέλεσε τον ιδρυτή και σπουδαιότερο εκπρόσωπο του ρεύματος που ονομάστηκε Νεοπλατωνισμός, τον Πλωτίνο. Ο Πλωτίνος έζησε σε μια πολύ διαφορετική περίοδο από τον Πλάτωνα και σε διαφορετικά μέρη. Πιο συγκεκριμένα γεννήθηκε το 203/4 ΜΚΧ στη Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου και πέθανε το 270 ΜΚΧ στη Ρώμη. Γεννήθηκε δηλαδή 550 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα! Το αναφέρω αυτό για να καταδείξω πόσο σημαντική ήταν η επίδραση του Πλάτωνα και η εμβέλεια της Ακαδημίας που ίδρυσε, ώστε οι ιδέες του μετά από 6 αιώνες, όχι μόνο να μην έχουν ξεχαστεί, αλλά να διαδίδονται ακόμα. Μάλιστα μέσω του Πλωτίνου και των συνεχιστών του, ουσιαστικά η πνευματική κληρονομιά του Πλάτωνα γνώρισε νέα άνθιση την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας.
Η περίοδος που έζησε ο Πλωτίνος χαρακτηρίζεται από έντονο θρησκευτικό συγκρητισμό. Ιδίως η Μέση Ανατολή ήταν τότε ένα χωνευτήρι μεταφυσικών-θεολογικών προβληματισμών και διαμάχης. Ο Χριστιανισμός ήταν τότε ακόμα ένα από τα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα της περιοχής, που είχε εξαπλωθεί και πιο δυτικά, αλλά θα περνούσαν δύο αιώνες ακόμα, μέχρι να εδραιωθεί και να γίνει νόμιμη και κατόπιν η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Νεοπλατωνισμός μετά τον Πλωτίνο και τον κυριότερο μαθητή του, τον Πορφύριο, συνεχίστηκε μέσα από τη σχολή της Συρίας και της Περγάμου με κυριότερο εκφραστή τον Ιάμβλιχο και τη σχολή των Αθηνών με τον Πρόκλο. Στην ύστερη αρχαιότητα αποτελούσε πλέον μια διαδεδομένη πνευματική θρησκεία που συνιστούσε πραγματικό ανάχωμα προς την εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο οποίος δανείστηκε πολλά στοιχεία από το Νεοπλατωνισμό[2]. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί από τους σπουδαίους εκπρόσωπους της Χριστιανοσύνης, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος Ναζιανζινός και ο Συνέσιος Κυρήνης, σε πολλά γραπτά τους κινούνται στο μεθόριο μεταξύ Χριστιανισμού και Νεοπλατωνισμού.
Προτού προβώ στη σύγκριση των ιδεών του Πλωτίνου με τις ανατολικές θρησκείες, θα κάνω μια σύντομη αλλά απαραίτητη εισαγωγή στις οντολογικές του απόψεις. Κατά τον Πλωτίνο υπάρχουν τρεις κύριες υποστάσεις, το Εν, ο Νους και η Ψυχή. Επί της ουσίας υπάρχει και μία τέταρτη, η Ύλη, την οποία όμως δεν αποκαλεί ποτέ ρητά ως υπόσταση, διότι είναι κατώτερης φύσεως από τις άλλες τρεις.
Το Εν είναι η υπόσταση που ταυτίζεται με το Θεό, το ονομάζει αλλιώς Πρώτο (που θυμίζει το πρώτο κινούν ακίνητον του Αριστοτέλη) και Αγαθό (κατά την ιδέα του Αγαθού, που ταυτίζεται με την έννοια του Θεού στον Πλάτωνα). Το Εν είναι η ύψιστη αρχή, η πηγή των πάντων, η οποία όμως δεν διαθέτει αυτοσυνειδησία. Σε αντίθεση με όλες τις ανατολικές θρησκείες, ο Θεός στον Πλωτίνο δεν είναι ένας ενσυνείδητος Δημιουργός. Όλες οι υπόλοιπες υποστάσεις δεν δημιουργούνται αλλά εκπορεύονται από το Εν μέσω της διαδικασίας της απορροής. Πρόκειται για μια διαδικασία παραγωγής από το ανώτερο προς το κατώτερο που συμβαίνει αναγκαία ακολουθώντας την απαράβατη λειτουργία των φυσικών νόμων. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τη διαδικασία της απορροής με το ξεχείλισμα που συμβαίνει σε έναν κουβά, ο οποίος γεμίζει κάτω από μια βρύση που τρέχει.
Η δεύτερη υπόσταση, η οποία εκπορεύεται από τον Εν δια της απορροής είναι ο Νους. Ο Νους μπορεί ουσιαστικά να ταυτιστεί με τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα, καθώς πρόκειται για το «χώρο» όπου βρίσκονται οι Ιδέες. Οι Ιδέες ακριβώς όπως και στον Πλάτωνα είναι άυλες, άφθαρτες, αιώνιες και αμετάβλητες.
Η τρίτη υπόσταση η οποία εκπορεύεται και αυτή από την ανώτερη της, τον Νου, είναι η Ψυχή. Η Ψυχή είναι και αυτή άφθαρτη, αιώνια και αυθύπαρκτη, ωστόσο μετέχει μεταξύ του νοητού και αισθητού κόσμου. Δηλαδή ενώ κανονικά «κατοικεί» στον Νου, όπως και οι Ιδέες, έχει την τάση να κατέρχεται και να αναμειγνύεται με την Ύλη, με αποτέλεσμα να χάνει ως ένα βαθμό την ανάμνηση της καταγωγής της. Η Ψυχή είναι βέβαια ανώτερη της Ύλης, καθώς δεν υπόκειται στο θάνατο και τη φθορά και είναι αυθύπαρκτη, ενώ το υλικό σώμα είναι πολύ κατώτερο, διότι σε αντίθεση με την Ψυχή δεν είναι αυτάρκες αλλά έχει ανάγκη από την είσοδο της Ψυχής σε αυτό για να αποκτήσει υπόσταση. Εφόσον η Ψυχή προέρχεται από το Εν, μέσω της διαδικασίας της απορροής, ενέχει το θεϊκό στοιχείο μέσα της. Ωστόσο, η μέθεξη της με την Ύλη την παρασύρει στις σαρκικές ανάγκες και απολαύσεις και την αποπροσανατολίζει από τον πραγματικό της στόχο, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ανεξέλεγκτα ή ακόμη και σε αντίθεση με τη φύση της. Ο πραγματικός στόχος της Ψυχής είναι η επιστροφή της στο Εν, στην αρχική πηγή της. Η τάση της επιστροφής της Ψυχής στο Εν σηματοδοτεί την έννοια του έρωτα, ο οποίος προσιδιάζει στον πλατωνικό έρωτα.
Κατά τον Πλωτίνο το εγχείρημα της ένωσης της Ψυχής με το Εν είναι πολύ δύσκολο, μπορεί όμως να επιτευχθεί μέσα από τη μυστικιστική εμπειρία της έκστασης. Σύμφωνα με αυτόν η λελογισμένη αντίληψη του απόλυτου όντος αποκλείεται, επειδή από το Εν απουσιάζει κάθε προσδιορισμός. Έτσι η προσέγγισή του είναι δυνατή μόνο μέσα από την άμεση εμπειρία, το μυστικό βίωμα. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να το πετύχει αυτό πρέπει πρώτα να επιτύχει την κάθαρση, δηλαδή την αφαίρεση όλων των βλαπτικών στοιχείων της Ψυχής που εμποδίζουν την άνοδο της προς το Εν. Μόνο ο άνθρωπος που έχει καλλιεργήσει τις αρετές του και έχει πραγματώσει την κατάλληλη ενδοσκόπηση μπορεί να το επιτύχει αυτό. Σύμφωνα με τον μαθητή του Πλωτίνου, Πορφύριο, ο Πλωτίνος κατάφερε να επιτύχει την έκσταση μόλις τέσσερις φορές στα έξι χρόνια που ήταν μαζί του.
Είναι φανερό ότι η έκσταση στον Πλωτίνο (που προσιδιάζει με τη θέαση της Ιδέας του Αγαθού στον Πλάτωνα) είναι παρόμοια με τις έννοιες της νιρβάνας και της θέωσης των ανατολικών θρησκειών. Τόσο ο Πλωτίνος, όσο και οι θρησκείες κάνουν λόγο για μια βιωματική εμπειρία, που προϋποθέτει έναν ψυχικό εξαγνισμό, την κάθαρση του ατόμου. Παρόλαυτα ανάμεσα στον Πλωτίνο, που εκπροσωπεί το αρχαιοελληνικό πνεύμα, και τις ανατολικές θρησκείες υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, η οποία αφορά τον τρόπο-μέσο με τον οποίο θα οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση της ψυχής και στην βιωματική εμπειρία του υπερβατικού.
Σύμφωνα με τις ινδουιστικές θρησκείες προϋποτίθενται ασκητικά τεχνάσματα και πρακτικές όπως η γιόγκα, ενώ σύμφωνα με τον Χριστιανισμό είναι απαραίτητη η ασκητική ζωή και η προσευχή. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον Πλωτίνο το μόνο μέσο είναι η φιλοσοφία, η μελέτη, η πνευματική ενασχόληση και καλλιέργεια. Ακόμα λοιπόν και η βίωση μιας μυστικιστικής εμπειρίας όπως η έκσταση, δεν προσεγγίζεται με τρόπο θρησκευτικό, αλλά ορθολογικό. Όπως αναφέρει και ο Dodds, ο μυστικισμός του Πλωτίνου είναι «υποταγμένος στην αρχή του ελληνικού ρασιοναλισμού»[3]. Το μέσο επίτευξης της μυστικιστικής εμπειρίας δεν είναι ούτε μαγικό, ούτε έμφυτο (όπως ισχύει με κάποια χριστιανικά δόγματα που αναφέρονται στη θεία Χάρη), αλλά διανοητικό και επαφίεται αποκλειστικά στην ελευθερία της βούλησης του κάθε προσώπου.
Επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στη σκέψη του Πλωτίνου, τις ινδουιστικές θρησκείες και τις θρησκείες της Εγγύς Ανατολής (Χριστιανισμό, Μουσουλμανισμό, Ιουδαϊσμό) προσωπικά εκτιμώ ότι η φιλοσοφία και γενικότερα οι πνευματικές ενασχολήσεις είναι ανώτερες τόσο από τις σωματικές πρακτικές και τεχνικές (γιόγκα, διαλογισμός), όσο και από την προσευχή. Η γιόγκα θα ερχόταν σε δεύτερη θέση και η προσευχή στην τρίτη. Γι’ αυτό και θεωρώ γενικότερα ότι η επικράτηση τελικά του Χριστιανισμού αποτέλεσε ένα είδος πνευματικής οπισθοδρόμησης, το οποίο μάλλον οφείλεται στο ότι οι πληθυσμοί στους οποίους απευθυνόταν ήταν υπήκοοι που προσδοκούσαν μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή και όχι ελεύθεροι πολίτες, όπως οι κάτοικοι των περισσοτέρων αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών.
Πώς τώρα θα μπορούσαν να συσχετιστούν όλα αυτά με το σήμερα; Τι θα μπορούσε να μας διδάξει η παρακαταθήκη του αρχαιοελληνικού πνεύματος σε αντίθεση με τις ανατολικές θρησκείες; Αν μπορούσε να μας διδάξει κάτι είναι η προσπάθεια περισσότερης μόρφωσης και μελέτης. Προφανώς δεν λέω ότι πρέπει όλοι ξαφνικά να ακονίσουμε το μυαλό μας λύνοντας μαθηματικές εξισώσεις ή να καταπιαστούμε από το πουθενά με τις καντιανές αντινομίες. Μπορούμε, ωστόσο, αντί να δαπανάμε το χρόνο μας με άλλους τρόπους, να αρχίσουμε να διαβάζουμε περισσότερο. Όχι απαραίτητα δύσκολα και ογκώδη έργα, εξάλλου ο λογοτεχνικός πλούτος είναι τεράστιος και ο καθένας μπορεί να βρει κάτι που να του ταιριάζει, αλλά δεν το έχει ανακαλύψει. Δεν είναι χαζοί λοιπόν οι Γάλλοι που έκαναν ουρές έξω από τα βιβλιοπωλεία πριν από το lock down.
Άλλωστε, αν κατάλαβα και θυμάμαι καλά όσα είχε τύχει να διαβάσω σε ένα βιβλίο του Κρισναμούρτι[4] ο διαλογισμός δεν είναι κάτι το τόσο συγκεκριμένο όσο διδάσκουν οι γκουρού των ινδουιστικών θρησκειών. Για να επιτευχθεί, δεν είναι απαραίτητη η συγκέντρωση της προσοχής σε ένα σημείο, η χαλαρωτική μουσική ή η επανάληψη μάντρα, έτσι ώστε να επιτευχθεί η χαλάρωση του νου. Αντίθετα η χαλάρωση αυτή, η απομάκρυνση κάθε σκέψης και εξωτερικών ερεθισμάτων μπορεί, να επιτευχθεί και μέσω της συγκέντρωσης της προσοχής σε μια εξωτερική πηγή γνώσης όπως το βιβλίο. Επειδή έχω συνηθίσει από μικρό παιδάκι να διαβάζω κάτι για να χαλαρώσω και να ξεχαστώ πριν κοιμηθώ, νομίζω ότι καταλαβαίνω καλά αυτό το ιδιότυπο είδος διαλογισμό που περιγράφει ο Κρισναμούρτι.
Προτού λοιπόν αρχίσουμε να καταφεύγουμε σε υπνωτικά σκευάσματα που διαφημίζονται κατά κόρον την περίοδο της καραντίνας, θα ήταν προτιμότερο να καλλιεργήσουμε το είδος της πνευματικής χαλάρωσης-διαλογισμού μέσω κάποιου βιβλίου. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να οδηγηθεί κανείς δια του έθους με την αριστοτελική έννοια (δηλαδή της συνήθειας) στην καλλιέργεια της αρετής της φιλαναγνωσίας και μέσω αυτής της φιλομάθειας, οι οποίες δυστυχώς μάλλον δεν καλλιεργούνται όσο θα έπρεπε στο ελληνικό σχολείο.
[1]https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%82_%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AE%CF%82_%CE%B5%CE%BD_%CF%83%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9_%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%B5%CE%AF, τελευταία πρόσβαση 21/2/2021.
[2] Αποστολόπουλος, Χ., «Πλωτίνος μια εισαγωγή στη θεωρία του», Ελληνική φιλοσοφική επιθεώρηση 9, 25 (1992), σ. 12.
[3] Dodds, E., Πλάτων και Πλωτίνος, μτφρ. Σ. Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα 1977, σ. 45.
[4] Κρισναμούρτι, Τζ., Η απελευθέρωση από το γνωστό, Καστανιώτη, Αθήνα 2004.