Του Αλέξανδρου Σχισμένου
Κάποια χρόνια πριν, στη βιβλιοθήκη ενός γνωστού μου ανακάλυψα με δυσφορία το δίτομο έργο Ο Πόλεμος του Χίτλερ του ερασιτέχνη ιστοριοδίφη και «μετριοπαθή φασίστα» κατά τα λεγόμενά του, David Irving. Ο Irving είναι ένας από τους διασημότερους αρνητές του Ολοκαυτώματος, ένας Βρετανός συγγραφέας ιστορικών δοκιμίων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που προσπάθησε να ερμηνεύσει τον πόλεμο από τη σκοπιά και «πίσω από το γραφείο» του Χίτλερ. Το 2000 καταδικάστηκε ως ρατσιστής, αντισημίτης και πλαστογράφος από βρετανικό δικαστήριο μετά από μήνυση που είχε κάνει ο ίδιος ενάντια στην καθηγήτρια Deborah Lipstadt για το βιβλίο της Denying the Holocaust. The growing assault on truth and memory (Αρνούμενοι το Ολοκαύτωμα. Η αναπτυσσόμενη επίθεση στην αλήθεια και τη μνήμη). Η Lipstadt στη σημαντική μελέτη της ανατέμνει το κίνημα των αρνητών του Ολοκαυτώματος, ξεσκεπάζει τις πλαστογραφίες τους, προειδοποιεί για την επίδρασή τους στην αναβίωση του φασισμού και του ναζισμού και κατονομάζει τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Διαβάζοντας το βιβλίο της, προκειμένου να κατανοήσω πώς μπορεί να υπήρξε τέτοιο κίνημα άρνησης του πιο φριχτού εγκλήματος της ανθρώπινης Ιστορίας λίγες μόλις δεκαετίες μετά την τέλεσή του, οδηγήθηκα σε έναν περίεργο λαβύρινθο από τεμνόμενους βίους.
Ας ξεκαθαρίσω εξαρχής πως το Ολοκαύτωμα είναι αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, όχι απλώς ένας εφιάλτης. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση του γεγονότος είναι απαράδεκτη, προσβλητική και αποδεδειγμένα ψευδής.
- Η άρνηση στην ακαδημία
Ανάμεσα σε όσους κατονομάζει ως αρνητές η Lipstadt ασφαλώς η πλειοψηφία είναι ακροδεξιάς και φασιστικής κατεύθυνσης. Όπως ο ίδιος ο Irving, ο Αμερικάνος νέο-Ναζί ιστορικός David L. Hoggan, ο Βρετανός φασίστας Richard Verall, ο Γερμανός νέο-Ναζί Ernst Zündel κ.α. Αυτοί ήταν οι αναμενόμενοι, οι αντίστοιχοι του Έλληνα Ναζιστή Κώστα Πλεύρη.
Ακόμη πιο περίπλοκη ήταν η περίπτωση του Γάλλου καθηγητή λογοτεχνίας Robert Faurisson. Η περίπτωση αυτού του αρνητή του Ολοκαυτώματος είναι περίπλοκη, όχι γιατί ο ίδιος υπήρξε προοδευτικός – αντιθέτως, υπήρξε υποστηρικτής της αποικιοκρατίας στην Αλγερία και συμπαθών των ακροδεξιών τρομοκρατικών οργανώσεων της εποχής. Όμως το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτός ο πλαστογράφος της Ιστορίας, που αρνήθηκε ακόμη και την αυθεντικότητα του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ βρήκε έναν αναπάντεχο υπερασπιστή στο πρόσωπο του σεβαστού καθηγητή Γλωσσολογίας και αναρχικού πολιτικού δοκιμιογράφου Νόαμ Τσόμσκι. Αυτή η περίεργη υπόθεση και η συνεπακόλουθη διαμάχη μεταξύ του Τσόμσκι και του Γάλλου ιστορικού Πιερ Βιντάλ – Νακέ (Pierre Vidal – Naquet) μου έθεσε ένα σοβαρό ερώτημα. Εν συντομία, μπορεί κανείς να υπερασπιστεί έναν αρνητή του Ολοκαυτώματος πάνω στην αρχή της ελευθερίας του λόγου;
- Ο Τσόμσκι και οι αρνητές
Πώς ενεπλάκη ένας ακαδημαϊκός της εμβέλειας του Νόαμ Τσόμσκι σε μια τέτοια υπόθεση; Όλα ξεκίνησαν όταν έβαλε την υπογραφή του σε ένα δημόσιο κείμενο υπεράσπισης του δικαιώματος του Faurisson να αμφισβητεί το Ολοκαύτωμα. Ο Faurisson, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Λυόν, είχε καταδικαστεί σε πρόστιμο επειδή το 1979 με κείμενά του στη Le Monde και μία τηλεοπτική εμφάνιση αρνήθηκε δημόσια την ύπαρξη των θαλάμων αερίων στα στρατόπεδα εξόντωσης και το Ολοκαύτωμα.
Το κείμενο υπέγραψαν μόλις 600 άτομα και έλεγε τα εξής:
“Ο καθηγητής Faurisson […] από το 1974 διεξάγει εκτενείς ιστορικές έρευνες για το ερώτημα του «Ολοκαυτώματος». Από τότε που άρχισε να δημοσιοποιεί τα ευρήματά του, ο καθηγητής Faurisson υπέστη μια φαύλη εκστρατεία παρενόχλησης, εκφοβισμού, συκοφαντίας και σωματικής βίας σε μια ακατέργαστη προσπάθεια να σιωπήσει. Φοβισμένοι αξιωματούχοι προσπάθησαν ακόμη και να τον σταματήσουν από περαιτέρω έρευνα αρνούμενοι την πρόσβασή του σε δημόσιες βιβλιοθήκες και αρχεία. Διαμαρτυρόμαστε έντονα σε αυτές τις προσπάθειες να στερηθεί από τον καθηγητή Faurisson η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, και καταδικάζουμε την επαίσχυντη εκστρατεία να τον σιωπήσουν. Υποστηρίζουμε σθεναρά το δικαίωμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας του καθηγητή Faurisson και απαιτούμε από πανεπιστήμια και κυβερνητικούς αξιωματούχους να κάνουν ό, τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουν την ασφάλειά του και την ελεύθερη άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του.”[1]
Με την πρώτη ματιά, τα εισαγωγικά που βάζουν στη λέξη Ολοκαύτωμα θα έπρεπε να μας προϊδεάζουν για τις προθέσεις των συντακτών. Ήδη φαίνεται πως αμφισβητούν το αναμφισβήτητο του γεγονότος και δέχονται εμμέσως τη θέση του αρνητή. Μα έτσι δεν υπερασπίζονται γενικώς την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Υπερασπίζονται ειδικώς το δικαίωμα διαστρέβλωσης των γεγονότων και πλαστογράφησης της Ιστορίας. Αναρωτιέμαι πώς μία τέτοια «λεπτομέρεια» διέφυγε της προσοχής του διάσημου γλωσσολόγου Τσόμσκι.
Δεν διέφυγε, ωστόσο, της προσοχής του Βιντάλ-Νακέ. Στην απάντησή του ο Γάλλος ιστορικός κατακεραυνώνει το κείμενο, αφενός παρατηρώντας ότι καμία δημόσια βιβλιοθήκη δεν απαγόρευσε στον Faurisson την πρόσβαση στα αρχεία της, και αφετέρου, ξεσκεπάζοντας το υπόρρητο μήνυμα του κειμένου:
“Αυτό που είναι σκανδαλώδες σχετικά με το κείμενο είναι ότι δεν εγείρει ποτέ το ερώτημα εάν αυτό που λέει ο Faurisson είναι αληθές ή ψευδές, ότι παρουσιάζει ακόμη και τα συμπεράσματά του ή τα «ευρήματά του» ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής έρευνας, δηλαδή, μιας αναζήτησης της αλήθειας. Βεβαίως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στο ψεύδος και το σφάλμα, και ότι η ατομική ελευθερία συνεπάγεται αυτό το δικαίωμα, το οποίο παραχωρείται, στη γαλλική φιλελεύθερη παράδοση, στον κατηγορούμενο προς υπεράσπισή του. Αλλά το δικαίωμα του πλαστογράφου δεν πρέπει να του παραχωρείται στο όνομα της αλήθειας.”[2]
Η αντίδραση του Τσόμσκι μας ξενίζει ακόμη περισσότερο. Επικεντρώνοντας στο θέμα της υπεράσπισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας της γνώμης και παρακάμπτοντας τις παρατηρήσεις που αφορούν το ψεύδος των ισχυρισμών του Faurisson, ο Αμερικάνος γλωσσολόγος απαντά ως εξής:
“Επισημαίνω πρώτον ότι ακόμη κι αν ο Faurisson ήταν ένας άκαμπτος αντισημίτης και φανατικός υποστηρικτής των Ναζί […] αυτό δεν θα είχε καμία απολύτως βαρύτητα όσον αφορά τη νομιμότητα της υπεράσπισης των πολιτικών του δικαιωμάτων. Αντιθέτως, θα καθιστούσε ακόμη πιο επιτακτική την υπεράσπισή τους, καθώς, για άλλη μια φορά, είναι αλήθεια εδώ και χρόνια, και αιώνες, ότι ακριβώς στην περίπτωση των αποτρόπαιων ιδεών θα πρέπει να υποστηρίζουμε πιο σθεναρά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης· είναι αρκετά εύκολο να υπερασπιστούμε την ελεύθερη έκφραση για εκείνους που δεν χρειάζονται τέτοια υπεράσπιση. Αφήνοντας κατά μέρους αυτό το κεντρικό ζήτημα, είναι αλήθεια ότι ο Faurisson είναι αντισημίτης ή νεοναζί; Όπως προαναφέρθηκε, δεν ξέρω το έργο του πολύ καλά. Αλλά από όσα έχω διαβάσει – σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της φύσης των επιθέσεων εναντίον του – δεν βρίσκω κανένα στοιχείο που να στηρίζει τέτοιο συμπέρασμα. Ούτε βρίσκω αξιόπιστα στοιχεία στο υλικό που έχω διαβάσει σχετικά με αυτόν, είτε στα δημόσια αρχεία είτε σε ιδιωτική αλληλογραφία. Από όσο μπορώ να προσδιορίσω, είναι ένας σχετικά απολιτικός φιλελεύθερος.”[3]
Οι εκδότες του Faurisson δεν έχασαν χρόνο και το 1980 δημοσίευσαν την απάντηση του Τσόμσκι, χωρίς να ερωτηθεί, ως εισαγωγή στο επόμενο βιβλίο του Faurisson, με τίτλο Mémoire en defense. Η βαρύτητα της υπογραφής του Τσόμσκι συνεισέφερε στο ξέπλυμα της φήμης του Faurisson, αλλά με μια πολύ δυσάρεστη επιπλοκή. Αφού αυτή η φήμη είχε χτισθεί πάνω στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, η υποστήριξη του Τσόμσκι φάνηκε να κανονικοποιεί περισσότερο την ίδια την άρνηση, παρά το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Εξάλλου η υπεράσπιση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου συμπληρώνεται από την πολύ αδύναμη διαβεβαίωση πως ο συγγραφέας ήταν «απολιτικός», παρότι παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι πολιτικές του ιδέες έχουν σημασία.
Παράδοξο μου φαίνεται πώς ένας «σχετικά απολιτικός φιλελεύθερος» θα διοργάνωνε ολόκληρη εκστρατεία άρνησης του Ολοκαυτώματος. Το ίδιο φάνηκε και στον Βιντάλ-Νακέ ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να ανταπαντήσει:
“Είχατε το δικαίωμα να πείτε: ο χειρότερος εχθρός μου έχει το δικαίωμα να είναι ελεύθερος, υπό τον όρο ότι δεν θα απαιτήσει τη θάνατωσή μου ή [τη θανάτωση] των αδελφών μου. Δεν είχατε το δικαίωμα να πείτε: ο χειρότερος εχθρός μου είναι σύντροφος ή «σχετικώς απολιτικός φιλελεύθερος». Δεν είχατε το δικαίωμα να πάρετε έναν παραποιητή της Ιστορίας και να τον ξαναντύσετε με τα χρώματα της αλήθειας.”
Με λίγα λόγια, η υπεράσπιση του δικαιώματος δεν πρέπει να συγχέεται με την υπεράσπιση του προσώπου. Ο Τσόμσκι δεν έκανε βήμα πίσω. Αντιθέτως, κατηγόρησε τους επικριτές του ότι, ασχέτως από το περιεχόμενο του έργου του Faurisson, η καταδίκη του τελευταίου λόγω του έργου του, συνιστά μια αποδοχή του «Σταλινικού-Ναζιστικού δόγματος πως το κράτος αποφασίζει για την ιστορική αλήθεια» από την ευρωπαϊκή διανόηση:
“Έως τώρα, οι Ευρωπαίοι και άλλοι διανοούμενοι […], προσπάθησαν να συγκαλύψουν τη βαθιά δέσμευσή τους στο σταλινικό-ναζιστικό δόγμα ακολουθώντας τα ίδια μοντέλα, προσπαθώντας να στρέψουν αλλού την προσοχή με μια πλημμύρα εξωφρενικών ψεμάτων.”[4]
Μα η ουσία της απάντησης του Τσόμσκι ξεπερνά το απλό πρόσωπο του Faurisson. Θέτει ρητά ένα βαθύτερο ερώτημα: Πρέπει να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης ενός αντισημίτη ή Ναζιστή; Και ακόμη: Καθιστά η άρνηση του Ολοκαυτώματος κάποιον αντισημίτη;
Με τα λόγια του Τσόμσκι:
“Σε αυτό το πλαίσιο, έθεσα ένα ακόμη σημείο: ακόμη και η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποδεικνύει ότι ένα άτομο είναι αντισημίτης. Υποθέτω ότι και αυτό το σημείο δεν αμφισβητείται. Επομένως, εάν ένα άτομο που αγνοούσε τη σύγχρονη ιστορία, ενημερωνόταν για το Ολοκαύτωμα και αρνούνταν να πιστέψει ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για τέτοιες τερατώδεις πράξεις, δεν θα συμπεράνουμε ότι είναι αντισημίτης. Αυτό αρκεί για να καθοριστεί το επίμαχο σημείο. Το θέμα είναι πολύ πιο γενικό. Η άρνηση μιας τερατώδους φρικαλεότητας, ανεξαρτήτως κλίμακας, δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει ότι αυτοί που την αρνούνται είναι ρατσιστές έναντι των θυμάτων.”[5]
Καταρχάς, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο Τσόμσκι επιλέγει ένα αφηρημένο παράδειγμα για να στηρίξει το επιχείρημά του και όχι το συγκεκριμένο. Δεν λέει δηλαδή ότι ο καθηγητής Faurisson, ο συγγραφέας ιστορικών βιβλίων αρνείται το Ολοκαύτωμα επειδή αγνοεί τη σύγχρονη Ιστορία, φράση που θα αποκαλυπτόταν αμέσως ως αντιφατική. Λέει ότι κάποιος που θα αγνοούσε τη σύγχρονη Ιστορία μπορεί να αρνούνταν το Ολοκαύτωμα χωρίς να είναι αντισημίτης – μα προφανώς λόγω άγνοιας. Ασφαλώς θα μπορούσαμε να έχουμε την απαίτηση αφότου το ίδιο άτομο ενημερωνόταν πλήρως για τη σύγχρονη Ιστορία να μην αρνείται πλέον το Ολοκαύτωμα. Από τη στιγμή που το Ολοκαύτωμα ανήκει στη σύγχρονη Ιστορία, η άγνοιά της φαίνεται να είναι η μόνη θεμιτή δικαιολόγηση της άρνησής του.
Μα ο Τσόμσκι δεν κατανοεί ή προσπερνά αυτή την σαφή αλλαγή παραδείγματος. Το ερώτημα το απαντά ήδη με εμφατικό τρόπο, αρνούμενος πως κάποιος μπορεί να τον αμφισβητήσει – μα τότε αμφισβητεί εκ νέου τον εαυτό του. Αν δεν αμφισβητείται η αλήθεια του επιχειρήματός του πριν αυτό δικαιολογηθεί, τότε πώς αμφισβητείται η αλήθεια ενός ιστορικούς γεγονότος σαν το Άουσβιτς; Η αλήθεια του ιστορικού γεγονότος δεν είναι το ίδιο σαν την αλήθεια των προτάσεων, το ιστορικό γεγονός επιβάλλεται στις ζωές των ανθρώπων και επιδρά πάνω τους αποφασιστικά σε πολλαπλές μορφές και κλίμακες – εμπλέκει τους βίους ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με τις άμεσες αιτίες του ιστορικού γεγονότος, σε ανείπωτο τρόμο, θάνατο και τραγωδία, μετασχηματίζει αμετάκλητα το κοινωνικο-ιστορικό, διαμορφώνει μία ανεξίτηλη τομή απροσδιόριστου ιστορικού βάθους.
- Νόημα και ελευθερία της έκφρασης
Ας θέσουμε λοιπόν το ερώτημα στη σαφήνεια που του αρμόζει:
Κάποιοι που αρνούνται δημόσια και εν πλήρη γνώση της Ιστορίας, μια τερατώδη ρατσιστική φρικαλεότητα, ανεξαρτήτως κλίμακας, είναι άραγε «ρατσιστές έναντι των θυμάτων»;
Πρέπει να προσθέσουμε τον επιθετικό προσδιορισμό «ρατσιστική» γιατί τέτοια ήταν το Ολοκαύτωμα και μόνο ως έτσι μπορεί να έχει νόημα ο χαρακτηρισμός «ρατσιστές». Διότι υπάρχουν και φρικαλεότητες που δεν είναι ρατσιστικές, όπως οι παιδοκτονίες ή άλλα.
Αυτό είναι το πρώτο σκέλος. Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, είναι:
Αν είναι εν τέλει ρατσιστές, προσβάλλεται η ελευθερία του λόγου τους όταν καταγγέλλονται ως παραποιητές της Ιστορίας;
Με το δεύτερο σκέλος επιστρέφουμε από το γενικό στο ειδικό και στο πρόσωπο του καθηγητή Faurisson. Αυτό είναι απαραίτητο, διότι αν παρασυρθούμε στα αφηρημένα σχήματα του γενικού χάνουμε την ιδιαιτερότητα της κοινωνικο-ιστορικής περίστασης και τη μοναδικότητα του γεγονότος αναφοράς. Η οποία όμως προσδιορίζει ξεκάθαρα το νόημα τόσο των κειμένων του αρνητή συγγραφέα όσο και της υπεράσπισης του δικαιώματός του. Διότι, όπως θα έλεγε και ο Quentin Skinner, το νόημα ενός κειμένου έχει μια τριπλή διάσταση ή υπάρχει ένα τριπλό νόημα του κειμένου.[6]
Το νόημα με την πρώτη σημασία είναι το νόημα που έχουν οι λέξεις και οι έννοιες του κειμένου, όπως αυτό καταγράφεται στο λεξικό.
Το νόημα με τη δεύτερη σημασία είναι το νόημα που έχει το κείμενο για τον αναγνώστη και είναι οι επανερμηνείες του κειμένου από πλευράς του αναγνώστη ή του δέκτη.
Το νόημα με την τρίτη σημασία είναι το νόημα της πρόθεσης του συγγραφέα, που διακρίνεται από τα διάφορα ιδεολογικά ή ψυχολογικά κίνητρα με τα οποία επικοινωνεί μα αποσκοπεί και σε απτά αποτέλεσματα, είναι δηλαδή μια μορφή πράττειν.
Ο Skinner, αντλώντας από τη θεωρία του Wittgenstein περί γλωσσικών παιγνίων και τις θεωρίες των Austin και Searle περί γλωσσικών πράξεων, παρατηρεί ότι, όποτε χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για σκοπούς επικοινωνίας, τότε δεν λέμε μονάχα, αλλά λέγοντας πράττουμε.
Ιδίως πράττει ένας συγγραφέας ιστορικών βιβλίων που προσπαθεί να επικοινωνήσει εμμέσως με τις μέλλουσες γενεές. Τι πράττει; Ποια είναι η πρόθεσή του και τι μέσα κινητοποιεί;
Καταρχάς κινητοποιεί τη γραφίδα. Μα η χρήση του κειμένου για επικοινωνιακούς σκοπούς ξεκινά από τη δημοσιοποίηση του κειμένου. Τότε η γλωσσική πράξη αποκτά δημόσιο νόημα.
Μα το δημόσιο νόημα εξαρτάται άμεσα από το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον στο οποίο αρθρώνεται και τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες τις οποίες κινητοποιεί.
Όταν το περιεχόμενο της γλωσσικής πράξης είναι η άρνηση του Ολοκαυτώματος (αυτό είναι και το νόημα των λέξεων των κειμένων του Faurisson, και της πιθανής τους πρόσληψης και της πρόθεσης του) είναι σαφές πως η πράξη δεν είναι μόνο δημόσια αλλά έχει και πολιτικό νόημα. Δεν έχουν όλες οι δημόσιες γλωσσικές πράξεις πολιτικό νόημα αλλά όσες έχουν πολιτικό νόημα είναι δημόσιες.
Πολιτικό, διότι είναι πολιτική η πρόθεση και πολιτικό το θέμα, όπως και οι σημασίες που κινητοποιούνται. Πίσω από την άρνηση του Ολοκαυτώματος διακρίνεται σαφώς η πρόθεση απαλλαγής του Ναζισμού από την φρικτότερη γενοκτονία που διέπραξε. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι κανονικοποίηση του ναζιστικού φαντασιακού αφαιρώντας την ιστορική ευθύνη και συνάμα την ιστορική συνειδητοποίηση της φρικαλεότητάς του. Μα έτσι νομιμοποιεί υπόρρητα όλες τις κεντρικές σημασίες αυτού του φαντασιακού. Τον ρατσισμό, την ανθρωποκτονική απολυταρχία, την ολοκληρωτική εξουσία, τον εκμηδενισμό της ατομικής ελευθερίας, την κατάργηση της ελευθερίας του λόγου.
Όμως πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα. Πώς δημοσιοποιείται αυτό το πολιτικό νόημα; Προϋποτίθεται ασφαλώς η ελευθερία του λόγου και προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου όπου ασκείται αυτή η ελευθερία του λόγου.
Η ελευθερία του λόγου και η ελεύθερη δημοσιότητα συνεπάγονται και λογικά και ιστορικά έναν ελεύθερο δημόσιο χώρο έκφρασης – αυτό είναι πραγματικά μη αμφισβητούμενο. Είναι; Τι συμβαίνει με ένα πολιτικό νόημα σαν το παραπάνω, την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Η ουσία του είναι η κατάργηση της ίδιας της ελευθερίας του λόγου και του δημόσιου χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται καταρχάς. Είναι η ουσία του με διπλή έννοια.
Πρώτον, με την έννοια του έμμεσου αποβλεπτικού νοήματος του πολιτικού του περιεχομένου, αφού αποβλέπει στην κανονικοποίηση του ναζιστικού φαντασιακού.
Δεύτερον, με την έννοια των άμεσων συνεπειών της δημοσιοποίησης αυτού του περιεχομένου ως αποτέλεσμα της γλωσσικής – και πολιτικής – πράξης που συνιστά. Διότι το ίδιο το κείμενο διαστρεβλώνει την ιστορική μνήμη αρνούμενο την ύπαρξη ενός γεγονότος που καθόρισε την ιστορική πορεία. Η άρνηση ενός γεγονότος δεν είναι το ίδιο με την κριτική αξιολόγηση του γεγονότος ως καλό ή κακό. Αυτή έπεται.
Η άρνηση όμως της ίδιας της ύπαρξης του γεγονότος κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια της ιστορικής μνήμης σε όλα τα επίπεδα εκδήλωσης και καταγραφής της. Κλονίζει την προφορική και ζώσα μνήμη των επιζώντων, απαξιώνοντάς τους ως πρόσωπα, απαξιώνοντας το τραύμα που βίωσαν, αφαιρώντας τους ξανά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κλονίζει τη μνήμη των νεκρών, προσβάλλοντας αναδρομικά την ανθρώπινη υπόστασή τους, ζητώντας να τους διαγράψει από τα ιστορικά αρχεία με έναν δεύτερο θάνατο. Κλονίζει τη μνήμη των παρόντων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα εργαλεία τεκμηρίωσης, την πιστότητα των μαρτυριών, τα ορατά ίχνη που αφήνει το παρελθόν στην κοινωνικο-ιστορική τοπολογία του παρόντος. Κλονίζει τη μνήμη των επερχόμενων, παραποιώντας στοιχεία, διαγράφοντας την αλήθεια και συσκοτίζοντας την κριτική τους δυνατότητα.
Αυτά συμβαίνουν άμεσα με τη δημοσιοποίηση του κειμένου του αρνητή, μα δεν τυγχάνουν όλα τα κείμενα ίσης διακίνησης και προσοχής. Αφού το πολιτικό νόημα του κειμένου συναρτάται με τις προθέσεις του συγγραφέα επί του κοινωνικο-ιστορικού του παρόντος, η κοινωνική θέση του συγγραφέα καθορίζει το εύρος της διάδοσης και της επικοινωνίας και την αποτελεσματικότητα της γλωσσικής πράξης. Όταν ο Faurisson δημοσιεύει τις θέσεις του από την έδρα του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λυόν, ουσιαστικά κινητοποιεί τα θεσμικά μέσα που έχει στη διάθεσή του για να ενισχύσει το εύρος της επικοινωνιακής του πράξης και την κοινωνική της επίδραση.
Αυτά τα θεσμικά μέσα εμπεριέχονται στο δικαίωμά του για ελεύθερο λόγο; Σαφώς δεν διατίθενται στον καθένα. Και αυτό συμβαίνει διότι ο σύγχρονος δημόσιος χώρος δεν είναι ούτε ενιαίος ούτε εξισωτικός ούτε ελεύθερος αλλά ιεραρχημένος και με διαφορετικές βαθμίδες πρόσβασης. Ας πούμε λοιπόν ότι στην σύγχρονη ιεραρχημένη δημοσιότητα αυτά τα θεσμικά μέσα τουλάχιστον υποχρεούνται να μην εμποδίσουν τον ελεύθερο λόγο του.
Όμως η κοινωνική θέση δεν εξαντλείται στις δυνατότητες των θεσμικών μέσων. Υπάρχει και το ανάλογο κοινωνικό κύρος που αντλείται από τον ακαδημαϊκό τίτλο και δίδει τον συγγραφέα την θέση της αυθεντίας έναντι του ανυποψίαστου μαζικού κοινού. Το κοινωνικό κύρος έχει τη δυνατότητα μιας δευτερογενούς διάδοσης του πολιτικού νοήματος του κειμένου μέσω της συνοπτικής εκλαΐκευσής του σε σλόγκαν. Άνθρωποι που δεν θα διαβάσουν τα βιβλία, μπορούν να ενστερνιστούν την κεντρική τους θέση λόγω κύρους του συγγραφέα. Η ίδια η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι μια τόσο φορτισμένη σημασιακά πρόκληση επειδή αμφισβητεί το πιο φορτισμένο σημασιακά ιστορικό γεγονός. Είναι μια ύπουλη στάση, που ζητεί να καλυφθεί πίσω από την ελευθερία του λόγου και την ιστορική μνήμη τις οποίες υπονομεύει.
Ο Τσόμσκι ασφαλώς θα συμφωνούσε ότι η ελευθερία του λόγου περιλαμβάνει την ελευθερία της κριτικής. Η ελευθερία της κριτικής όμως συνεπάγεται μια κοινή κριτική δυνατότητα και κάποια τουλάχιστον κοινώς αποδεκτά κριτήρια ελέγχου. Μα η κριτική δυνατότητα στο δημόσιο χώρο προϋποθέτει κάποιες κοινές παραδοχές για την παρελθόν της κοινωνίας και κάποια κοινή έννοια αντικειμενικότητας. Κοινή δεν σημαίνει ούτε ενιαία ούτε ομοιογενή αλλά ένα κοινό πεδίο διαλόγου. Προκειμένου να είναι κοινό προϋποθέτει μια κοινή αίσθηση της πραγματικότητας – ως μια συλλογική φαντασιακή παράσταση που υπερβαίνει την υποκειμενικότητα που μετέχει σε αυτή, όχι ως κάτι ενιαίο ή ομοιογενές. Εντός αυτού του πεδίου μπορούν να διατυπωθούν αντιθετικές κρίσεις και να διεξαχθούν διαφορετικών εντάσεων αξιολογικές συγκρούσεις. Τι τίθεται εκτός του πεδίου αυτού;
Ασφαλώς, εξ ορισμού εκτός πεδίου τίθεται το α-νόητο. Αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί ή που ξεκάθαρα δεν έχει νόημα, γιατί είναι παράλογο. Το α-νόητο δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές, καθότι οι ψευδείς προτάσεις έχουν νόημα. Η διάκριση αληθούς – ψευδούς σχετίζεται με το ζήτημα όχι του νοήματος εν γένει, αλλά της ορθότητας ή εγκυρότητας. Και το αληθές και το ψευδές βρίσκονται εντός του κοινωνικού πεδίου του νοήματος, η δε διάκρισή τους αποτελεί πρωτογενή κοινωνικό θεσμό συγκρότησης του πραγματικού.
Και το νόημα και η εγκυρότητα όταν αφορούν γλωσσικές πράξεις επικοινωνίας εμπεριέχουν ένα ελάχιστο στοιχείο ορθολογικότητας με την έννοια της μη αντίφασης και της συνοχής. Οι προκείμενες και το περιεχόμενο των προτάσεων δεν απαιτείται να είναι ορθολογικές καθ’ εαυτές, όπως και δεν είναι εκτός από κάποιες περιπτώσεις μαθηματικού λόγου, αλλά οι τρόποι συγκρότησής τους δεν μπορούν να είναι πλήρως χαοτικοί διότι τότε δεν συνιστούν επικοινωνήσιμη έκφραση.
Τώρα, όπως παρατηρεί ο Καστοριάδης,[7] το νόημα και η εγκυρότητα είναι κοινωνικο-ιστορικές δημιουργίες και υπάρχουν δύο τύποι εγκυρότητας. Η de facto εγκυρότητα και η de jure εγκυρότητα. Η πρώτη είναι η θετική εγκυρότητα των κυρίαρχων κοινωνικών θεσμών και των κυρίαρχων φαντασιακών σημασιών που πραγματώνουν. Η δεύτερη είναι μετα-κατηγορία και σχετίζεται με την αμφισβήτησή της πρώτης στο επίπεδο της θέσμισης. Τίθεται όταν διανοίγεται το ερώτημα του νόμου και του λόγου. Και ασφαλώς διανοίγεται μαζί με την απεριόριστη διερώτηση και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης.
Μα πώς συγκροτείται;
Μέσω της ισχύος των ρητών θεσμών εξουσίας ή της αυθεντίας των κυρίαρχων σημασιών; Αλλά τότε θα ήταν ξανά απλώς αναπαραγωγή της de facto εγκυρότητας, όπως συμβαίνει στα ετερόνομα καθεστώτα.
Συγκροτείται μέσω της αυτοθεσίας της απαίτησης του λόγου διδόναι, της τεκμηρίωσης, της απόδειξης, όχι λόγω του κύρους του ομιλητή αλλά λόγω της αλήθειας του περιεχομένου. Η ίδια η αλήθεια του περιεχομένου στηρίζεται στην αξιολογική κρίση και στον κριτικό της έλεγχο. Μια αλήθεια που δεν εμπεριέχει την υπέρβαση της δυνάμει αμφισβήτησής της δεν πείθει.
Η de jure εγκυρότητα λοιπόν είναι μια αναστοχαστική αξιολογική κρίση με βάση κοινούς κανόνες που στηρίζονται στην ισότητα των ομιλητών. Η ισότητα συνεπάγεται την ελευθερία του λόγου και η ελευθερία του λόγου προϋποθέτει την ισότητα. Η de jure εγκυρότητα συνιστά την αμφισβήτηση της de facto εγκυρότητας που ενσαρκώνει τη θεσμισμένη ανισότητα. Γι’ αυτό, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης:
“Ο Λόγος δεν μπορεί να υποστηριχθεί erga omnes. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί παρά έναντι εκείνων που αποδέχονται τη διάκριση του de jure και του de facto και συγχρόνως έναν ορισμένο αριθμό κανόνων (όχι απλώς διαδικαστικών) που καθιστούν τη λογική συζήτηση δυνατή.”[8]
Τι κανόνες; Ασφαλώς η μη-αντίφαση και η συνοχή είναι προϋποθέσεις κάθε αποτελεσματικής γλωσσικής πράξης, μα η αναστοχαστική διαβούλευση και ο ελεύθερος λογικός διάλογος προϋποθέτουν επιπλέον μια ενός βαθμού ανιδιοτέλεια των ομιλητών και την κοινή επιδίωξη της αλήθειας. Η ανιδιοτέλεια των ομιλητών και η κοινή επιδίωξη της αλήθειας βασίζονται στην ισηγορία. Οποιαδήποτε ιδιοτελής διαστρέβλωση ή απόκρυψη των τεκμηρίων ουσιαστικά διαστρέφει και καταστρέφει τον ελεύθερο διάλογο και τον αναστοχασμό. Η ελευθερία του λόγου προϋποθέτει επίσης την ευθύνη του λόγου και την ευθύνη της απόδειξης του λόγου στον δημόσιο χώρο απέναντι σε ισάξιους κριτές.
Μα για να υπάρξει αυτή η κοινή επιδίωξη δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν κοινές αξιολογικές κρίσεις, αυτές μπορεί να είναι αντίθετες ή συγκρουόμενες. Είναι αναγκαίο, όπως είπαμε, να υπάρχουν κοινές παραδοχές. Όπως ότι το Ολοκαύτωμα ως ιστορικό γεγονός συνέβη. Ο διάλογος αρχίζει όταν συζητήσουμε τη σημασία του ιστορικού γεγονότος.
Αλλά οι αρνητές του Ολοκαυτώματος γνωρίζουν πολύ καλά τι αποστροφή, φρίκη και αποκαλυψιακό τρόμο εμπεριέχει η σημασία αυτού του γεγονότος όταν το κοιτάξεις κατάματα. Κανείς δεν μπορεί να αποδεχθεί καταφατικά όλο αυτό το φάσμα της φρίκης χωρίς να εκμηδενίσει την ίδια του την αξιοπρέπεια, χωρίς να αποδεχθεί ότι ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε. Οπότε η στάση των υποστηρικτών των θυτών αυτού του εγκλήματος είναι να αρνηθούν το ίδιο το έγκλημα. Όμως αυτή η στάση τοποθετείται πέραν της de jure εγκυρότητας και πέραν της de facto εγκυρότητας, γιατί αρνείται το ίδιο το factum, το γεγονός – συνεπώς δεν μπορεί ούτε λογικά ούτε ιστορικά να υπάρξει έγκυρη ή μη στάση απέναντι σε κάτι που δεν συνέβη. Ο αρνητής του Ολοκαυτώματος δεν ζητά το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης ή στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, ζητά το δικαίωμα να παραχαράξει την Ιστορία καταστρέφοντας τις ίδιες τις δυνατότητες αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας, ανατινάζοντας το έδαφός της. Μετατρέποντας την πολιτική του πρόθεση και τα ιδεολογικά του κίνητρα σε επικοινωνιακή γλωσσική πράξη χάρις στην ύπαρξη αυτού του εδάφους που καταρρέει στο διάβα του.
- Γιατί ο Τσόμσκι;
Θα διαφωνήσω λοιπόν με τον Τσόμσκι. Όταν κάποιος αρνείται το Ολοκαύτωμα εν πλήρη γνώση της Ιστορίας είναι πράγματι ρατσιστής απέναντι στα θύματα και μάλιστα εκδηλώνει τον ρατσισμό του μέσω αυτής της άρνησης.
Θα συμφωνούσα πως δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ελευθερία του λόγου ακόμη και ενός ρατσιστή. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε κατευθείαν ότι η δημόσια έκφραση αυτού του λόγου αποτελεί μια πολιτική πράξη. Και η ελευθερία του λόγου συνοδεύεται με την ευθύνη της δημόσιας κρίσης, ενώ οι πολιτικές πράξεις απαντώνται με πολιτικές πράξεις.
Όταν κάποιος ζητεί να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του λόγου για να προπαγανδίσει το τέλος της ελευθερίας και ζητεί να χρησιμοποιήσει την ιστορική έρευνα για να συσκοτίσει τα ιστορικά γεγονότα, μπορεί να επιτύχει στην πράξη του μόνο καταργώντας την ελευθερία του λόγου των άλλων και υποσκάπτοντας τα ιστορικά τεκμήρια. Η πλαστογράφηση απαιτεί διπλή προσπάθεια και η συγκάλυψη ένα επιπλέον στρώμα εξηγήσεων. Συνήθως αυτά δημιουργούν σοβαρά χάσματα στη συνοχή των συλλογισμών και στη συνέπεια των μεθόδων, όπως και προσπάθεια αποφυγής του δημόσιου κριτικού ελέγχου. Απαιτούν δηλαδή έναν επιλεκτικό περιορισμό του δικαιώματος το οποίο υποτίθεται πως ασκούν.
Τελικά ο Faurisson έχασε την πανεπιστημιακή του έδρα το 1991, δέκα χρόνια μετά το επεισόδιο. Μα όταν του αφαιρείται η πρόσβαση στα θεσμικά προνόμια, όταν δηλαδή του αφαιρείται η έδρα, είναι αυτό εμπόδιο στην ελευθερία του λόγου; Ασφαλώς είναι συρρίκνωση των δυνατοτήτων διάδοσης των λόγων του, αλλά όχι των δυνατοτήτων ελεύθερης έκφρασής τους. Αποφασίζει, τότε, το γαλλικό κράτος «για την ιστορική αλήθεια» όταν αφαιρεί τα προνόμια του καθηγητή Faurisson; Σίγουρα όχι περισσότερο από την αναγνωρισμένη δικαιοδοσία του να αποφασίζει για τη διδασκαλία της ιστορικής αλήθειας στη δημόσια εκπαίδευση. Πρέπει να αμφισβητηθεί αυτή η αναγνωρισμένη δικαιοδοσία του κράτους επί της δημόσιας εκπαίδευσης;
Ασφαλώς μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτό το πολύ σοβαρό ερώτημα δεν μπορεί να τίθεται για να υπερασπιστούμε την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Είναι ερώτημα της πολιτικής θέσμισης και της κείμενης νομοθεσίας, οπότε πρέπει να τίθεται ως πολιτειακό ερώτημα της δημοκρατίας. Υπάρχει θεσπισμένος νόμος στη Γαλλία ενάντια στην άρνηση του Ολοκαυτώματος. Πρέπει να υπάρχει τέτοιος νόμος;
Το ερώτημα είναι ομόλογο με το ερώτημα αν πρέπει να υπάρχει νόμος ενάντια στο ρατσιστικό έγκλημα. Το έσχατο ερώτημα είναι ποιος αποφασίζει για τους νόμους. Μα επί του συγκεκριμένου, το ερώτημα είναι ποιον προστατεύει και σε ποιον θέτει όρια ένας αντιρατσιστικός νόμος.
Τέτοιοι νόμοι θα έπρεπε να θέτουν όρια και στον ιδιώτη ρατσιστή αλλά και στον συστημικό ρατσισμό του κράτους. Το Ολοκαύτωμα ως τερατώδης φρικαλεότητα ήταν το έργο ενός σύγχρονου κρατικού μηχανισμού. Η δυνατότητα να συμβεί αυτό το γεγονός προϋπέθετε όλο το νομικό, μηχανικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο του πλέον απόλυτου κρατισμού, του Τρίτου Ράιχ. Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος ζητούν να διαγράψουν το κορυφαίο έγκλημα της κρατικής τρομοκρατίας, αναγνωρίζοντας υπόρρητα το δικαίωμα του κράτους να σκοτώνει διπλά. Εξοντώνοντας τα θύματα και εξοντώνοντας και τη μνήμη τους. Αυτή τη δεύτερη εξόντωση που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν οι Ναζί μέσα στην ήττα τους ζητούν να συνεχίσουν οι αρνητές. Το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης που τους ανήκει δεν απαλλάσσει από το δικαίωμα της κρίσης των όσων εκφράζουν.
Όταν οι θεωρίες τους αποκτούν την ισχύ πολιτικών πράξεων είναι λογικό να υπάρχουν κινήσεις αποτροπής της πρόσβασής τους σε ισχυρά θεσμικά όργανα εξουσίας. Αυτό θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο. Πώς μπορεί να γίνει αυτή η αποτροπή χωρίς να καταστρατηγηθεί το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης; Σίγουρα όχι με την αφηρημένη και ιδεαλιστική υπεράσπισή τους αλλά με την συγκεκριμένη και διεξοδική κριτική τους.
Γιατί όμως ο Τσόμσκι να ασχοληθεί με έναν αρνητή του Ολοκαυτώματος; Ήταν αυτή η περίπτωση η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία του λόγου στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1980; Ήταν ο καθηγητής Faurisson ο καταπιεσμένος άνθρωπος εκείνης της εποχής;
Ασφαλώς, δεν ξέρουμε τις προθέσεις του Τσόμσκι για να βρούμε την τρίτη διάσταση του νοήματος των δικών του παρεμβάσεων. Δεν μπορούμε να τις διακρίνουμε τόσο ξεκάθαρα, καθώς ως αναρχικός σίγουρα δεν συμμεριζόταν το περιεχόμενο του λόγου των αρνητών. Ο βιογράφος του Chris Knight, δίνει την εξής ερμηνεία:
“Ο Τσόμσκι αισθάνθηκε επίσης ότι έπρεπε να επεκτείνει την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε ασυνήθιστο βαθμό […] μια λιγότερο ελευθεριακή πολιτική θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δική του αντιφατική θέση ως στρατευμένου στο αντιπολεμικό κίνημα που εργάζεται σε ένα εργαστήριο [το ΜΙΤ] χρηματοδοτούμενο από τον αμερικανικό στρατό.”[9]
Μια τέτοια ερμηνεία μοιάζει εύλογη, μα απλώς αναδιπλασιάζει το παράδοξο. Δίπλα στην παραδοξότητα της ανεκτικότητας, όπως χαρακτήρισε ο Καρλ Πόππερ την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου των εχθρών της ελευθερίας του λόγου, εμφανίζεται το παράδοξο ενός διανοούμενου ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ που εργάζεται προς όφελος ενός θεσμού που προωθεί ρητά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι προθέσεις του αντιπολεμικού διανοούμενου και τα πραγματικά συμφέροντα του θεσμού είναι αντιφατικά. Η αντίφαση δεν μπορεί να επιλυθεί, ίσως όμως μπορεί να διαλυθεί σε ένα, ευρύτερο, κοινό συμφέρον και πρόθεση, την ελευθερία της ακαδημαϊκής έκφρασης. Μα αυτή η διάλυση είναι απλώς φαινομενική. Οι ενεργές προθέσεις που κινητοποιούν τις αντίστοιχες δημόσιες πρακτικές – αντιπολεμικής διαμαρτυρίας για τον Τσόμσκι και παραγωγής οπλικών σχεδιασμών από πλευράς του πανεπιστημίου – δημιουργούν συγκρουόμενα και αντίθετα αποτελέσματα. Μα η σχέση, όσο αντιφατική, τροφοδοτεί και τις δύο πλευρές εξίσου, διότι και οι δύο αντλούν κύρος και πρόσβαση σε ευρύτερα στρώματα του δημόσιου χώρου.
Όμως ο Τσόμσκι εδώ κάνει πίσω. Ενώ προχωρά σε διαμάχη με τον Βιντάλ-Νακέ, δεν προκαλεί καμία διαμάχη με τον Faurisson, με το έργο του οποίου δεν ασχολείται καν. Μα τότε γιατί να ασχοληθεί εξαρχής με την περίπτωση; Το 1981 ο Τσόμσκι γράφει:
“Κατέστησα σαφές ότι δεν θα συζητούσα το έργο του Faurisson, έχοντας μόνο περιορισμένη εξοικείωση με αυτό (και, ειλικρινά, ελάχιστο ενδιαφέρον για αυτό). Αντίθετα, περιορίστηκα στα ζητήματα των πολιτικών ελευθεριών και στις συνέπειες του γεγονότος ότι ήταν ακόμη απαραίτητο να θυμηθώ τα διάσημα λόγια του Voltaire σε μια επιστολή προς τον M. le Riche: «Διαφωνώ με αυτά που γράφετε, αλλά θα έδινα και τη ζωή μου για το δικαίωμα να συνεχίσετε να γράφετε.»”[10]
Μα είναι επαρκής αυτή η βολταιρική ρήση; Δεν μάθαμε από τότε την σημασία των κοινωνικών συμφερόντων και της ιδεολογίας για την πολιτική χρήση της δημαγωγίας; Δεν μάθαμε δηλαδή τη σημασία της δημόσιας αντιπαράθεσης με τους ρατσιστές και τους σκοταδιστές, την ανάγκη της διατήρησης της κριτικής σκέψης με πολεμικό οίστρο; Το δικαίωμα στον δημόσιο λόγο είναι δικαίωμα επίσης στη δημόσια αρένα της διαμάχης των σημασιών. Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου είναι άρρηκτα δεμένο με την απαίτηση της κατάργησης των προνομίων και των ανισοτήτων.
Εν κατακλείδι, αφού ο Τσόμσκι ασχολήθηκε να υπερασπιστεί δημόσια το δικαίωμα του Faurisson να δημοσιεύει και ανέλαβε τη δημόσια ευθύνη αυτής της υπεράσπισης, θα ήταν καλό να αναλάμβανε να διαβάσει το έργο και να αναλάβει τη δημόσια απόπειρα κριτικής των απόψεων του συγγραφέα.
- Υπάρχει διέξοδος;
Ποια θα έπρεπε να είναι η θέση μας στο ερώτημα που θέτει τελικά ο Τσόμσκι; Ο Βολταίρος ασφαλώς ούτε θα μπορούσε να φανταστεί το Άουσβιτς και αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν η ανθρωποδικία μα η θεοδικία. Μα εμείς γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρχει ούτε μια στιγμή εφησυχασμού απέναντι στο τέρας του φασισμού. Ο φασισμός είναι η απειλή απέναντι στην ίδια την ιστορική μνήμη για την οποία μιλά ο Βάλτερ Μπένγιαμιν:
“Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού.”[11]
Η ελευθερία του λόγου είναι καθολική και αναφαίρετη. Μα έχει εξίσου καθολικές και αναφαίρετες προϋποθέσεις. Την ισότητα, την ισηγορία και τον ελεύθερο δημόσιο χρόνο και χώρο. Όταν λείπουν αυτές οι συνθήκες από την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα τότε και η ελευθερία του λόγου καταντά βαθμιδωτή και τμηματική. Ο δημόσιος λόγος είναι μια μορφή πράττειν επί του παρόντος και απαιτεί άμεση ανταπόκριση. Η υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου απαιτεί την δημόσια συμμετοχή στη μάχη των σημασιών ενάντια στους εχθρούς της ελευθερίας του λόγου. Γι’ αυτούς τους λόγους μου φαίνεται πως, επί του προκειμένου, η στάση του Τσόμσκι υπήρξε μονοδιάστατη και μονομερής. Παρότι που σε άλλα κοινωνικά πεδία και θέματα ο Τσόμσκι στάθηκε μαχητικός και αντιεξουσιαστής διανοούμενος, στο συγκεκριμένο επεισόδιο δεν ασχολήθηκε περαιτέρω.
Πολλές απόψεις, νοήματα και σημασίες, πολλές φορές αντιθετικές, συνυπάρχουν στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο της κάθε εποχής. Μα όλες εμπεριέχουν ένα αξιολογικό περιεχόμενο, μια κοσμοαντίληψη και συνεπάγονται μια ηθική στάση απέναντι στους άλλους και τον κόσμο. Οι πιο ακραίες, οι ουσιαστικά απαράδεκτες απόψεις είναι εκείνες που καλούν στην εξόντωση, ηθική και φυσική, των αδυνάμων με πυρήνα τον ρατσισμό και την ανισότητα. Τέτοιες απόψεις έχουν ευνοϊκή μεταχείριση από μια πλειάδα θεσμικών μηχανισμών που αναγνωρίζουν δικές τους λανθάνουσες δυνατότητες στην φασιστική παρέκκλιση. Είναι αυτό που λέμε συστημικός ρατσισμός και κρατικός αυταρχισμός.
Ο αγώνας εναντίον τους είναι πραγματικά και αγώνας της μνήμης απέναντι στη λήθη. Η αποτυχία της ανισότητας να δικαιωθεί αναγκάζει τη θεσμικά πραγματωμένη ανισότητα να προσπαθεί να διαχειριστεί την κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, ακρωτηριάζοντας την ιστορική μνήμη. Το κίνημα της αυτονομίας, αντιθέτως, αναγνωρίζοντας πως η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία και της ανισότητας μα και των κοινωνικών αγώνων για την ισότητα και την ελευθερία, ζητεί να διαυγάσει την ιστορική αλήθεια. Τους ανθρώπινους αγώνες που ξεπηδούν από τη δημιουργία του προτάγματος της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας του λόγου.
Το πρόταγμα αυτό δεν ολοκληρώθηκε ώστε να είμαστε απλώς σε θέση υπεράσπισης. Η ολοκληρωμένη έννοια της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται την ατομική και κοινωνική αυτονομία. Αυτή μένει να την πραγματώσουμε.
Όταν υπερασπιζόμαστε την ελευθερία του λόγου οποιουδήποτε αναλαμβάνουμε και την ευθύνη να αντικρούσουμε το περιεχόμενο αυτού του λόγου. Ιδίως όταν πρόκειται για ένα περιεχόμενο που δεν σέβεται ούτε την ελευθερία ούτε τον λόγο.
[1] P. Vidal-Naquet, “Assassins of Memory: Essays on the Denial of the Holocaust – Columbia University Press, 1992
[2] P. Vidal – Naquet, ό.π.
[3] N. Chomsky, “Some Elementary Comments on The Rights of Freedom of Expression”
https://chomsky.info/19801011/
[4] N. Chomsky, The Faurisson Affair, 1989, https://chomsky.info/1989____/
[5] Ό.π. https://chomsky.info/1989____/
[6] Q. Skinner, Vision of politics: Regarding Method, Cambridge University Press, 2002, σελ. 91
[7] Κ. Καστοριάδης, Πεπραγμένα και Πρακτέα, σελ. 66
[8] Ό.π. 71
[9] Chris Knight, Chomsky at MIT: Between the war scientists and the anti-war students, https://libcom.org/history/chomsky-mit-between-war-scientists-anti-war-students-chris-knight
[10] N. Chomski, “His right to say it”, The Nation, 28/2/1981. https://chomsky.info/19810228/
[11] Walter Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας, Θέση VIII
Συζήτηση1 Σχόλιο
Συμφωνώ απολύτως! Καμία ανοχή στη φασιστική πανωλη. Ελευθερία για το φασισμό και τις “ιδέες” του είναι αρνηση της ελευθερίας και των ίδιων των δυνατοτήτων ύπαρξής της.