Καθώς το αδιανόητο ξεκίνησε, το αδύνατο είναι ακόμη πιο επιτακτικό: η κληρονομιά του Μπούκτσιν σήμερα

0

Της Δέσποινας Σπανούδη (μέλος οικολογικών κινήσεων, Αθήνα) – Εισήγηση στην εκδήλωση του Αυτολεξεί:«100 χρόνια Μπούκτσιν: η πολιτική του κληρονομιά σήμερα».

Γνώρισα το έργο του Μπούκτσιν, μετά από αρκετά χρόνια συμμετοχής σε οικολογικά κινήματα και χάρη σε ένα ακριβό φίλο που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, τον Ευθύμη Παπαδημητρίου, καθηγητή φιλοσοφίας, μαχόμενο αριστερό και οικολόγο. Η σκέψη του Μπούκτσιν μου φάνηκε εξαρχής τόσο ρηξικέλευθη όσο και οικεία. Όσες και όσοι μετέχουν ενεργά στα κινήματα είναι νομίζω εύκολο να αναγνωρίσουμε διαπιστώσεις που κάνουμε μέσα από τη δική μας εμπειρία και δρόμους που χρειάστηκε να ανιχνεύσουμε. Όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η ιεραρχική και ανελεύθερη δομή της κοινωνίας προκαλεί τα σύγχρονα οικολογικά προβλήματα τοπικά ή πλανητικά. Την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το περιβάλλον σε άρρηκτη σχέση με την  αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Τη διαρκή επικοινωνία των τοπικών κινημάτων με την αυτοδιοίκηση, ενός θεσμού αδύναμου στη χώρα μας που μετεωρίζεται ανάμεσα στην αναπαραγωγή των κεντρικών πολιτικών επιλογών και την εκπροσώπηση των τοπικών κοινωνιών.

Ο Μπούκτσιν είναι διαχρονικός όσο το κεντρικό πρόβλημα παραμένει και εντείνεται: παρότι η κριτική γύρω από την ιδεολογία της ανάπτυξης και την «ειδωλολατρία των παραγωγικών δυνάμεων» είναι στον πυρήνα οικολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων αρκετές πλέον δεκαετίες, ωστόσο δεν έχει παρά μικρή μόνο κοινωνική απήχηση. Το περιβάλλον εξακολουθεί στην πράξη να θεωρείται ένα «δευτερεύον» θέμα, μια παράπλευρη απώλεια ακόμη και σήμερα παρά την οδυνηρή επίγνωση των αλλαγών στο κλίμα και σε συνθήκες μιας πανδημίας που είχε ήδη προβλεφθεί και προαναγγελθεί ως αποτέλεσμα της βίαιης εκμετάλλευσης της φύσης. Παρά τους αγώνες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση αγαθών που κάποτε θεωρούνταν κοινά και δημόσια, τους αγώνες ενάντια στον έλεγχο της τροφής, σε μεγάλα έργα, σε ληστρικές εξορύξεις, αγώνες που εξελίσσονται παγκόσμια αποτυπώνοντας την αντίσταση στην οικολογική καταστροφή που υπονομεύει κάθε πιθανότητα συλλογικής ευημερίας.

Παράλληλα συνεχίζεται η ολοένα και μεγαλύτερη αστικοποίηση που επιβάλλει η επιδίωξη της κερδοφορίας. Η συγκέντρωση του πληθυσμού επιτρέπει ευκολότερη οργάνωση της πώλησης, της κατανάλωσης, του κοινωνικού ελέγχου και ανεμπόδιστη εκμετάλλευση της υπαίθρου και των φυσικών πόρων. Η εξυπηρέτηση των μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων δημιουργεί τεράστιες περιβαλλοντικές πιέσεις και ταυτόχρονα οδηγεί σε μεγάλης κλίμακας υποδομές. Οι πόλεις κατακερματίζονται. Στις παρυφές των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και εντός αυτών, μεγαλώνουν τα γκέτο των φτωχών. Το 1999, ο Ε. Παπαδημητρίου έγραφε: «μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, στο μέλλον δεν θα έχουμε το βασίλειο της ελευθερίας αλλά ένα αβίωτο βασίλειο της αναγκαιότητας, που θα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα επιβίωσης και όχι κατανομής της αφθονίας»[1]

Μέσα από κάθε κρίση ο καπιταλισμός αναπαράγεται. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών αξιοποιείται για να επιβάλλει τον εγκλεισμό σε μια οικονομίστικη λογική. Η ανεργία και η επισφάλεια αξιοποιούνται για την οπισθοχώρηση από κοινωνικά κεκτημένα. Τα κύματα των προσφύγων και των μεταναστών, η απειλή της τρομοκρατίας ή της πανδημίας αξιοποιούνται για να περισταλούν ελευθερίες και δικαιώματα. Στην Ε.Ε. η κλιματική κρίση αξιοποιείται για την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και την κατάληψη των δημόσιων εκτάσεων με το πρόσχημα της «πράσινης ανάπτυξης».

Έναν αιώνα μετά το ναυάγιο των μεγάλων κινημάτων χειραφέτησης στις ξέρες ολοκληρωτικών καθεστώτων, μισό αιώνα μετά τα παγκόσμια κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την ανάδυση των διεθνών κινημάτων κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την εξέγερση των Ζαπατίστας και πάνω από μια δεκαετία από τις συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων σε όλο τον πλανήτη, οι κοινωνίες αδυνατούν να οραματιστούν συλλογικά ένα επιθυμητό μέλλον. Ο παραγωγισμός και η επιδίωξη της οικονομικής μεγέθυνσης κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο σε όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα και εκτός αυτού, ακόμη και από ριζοσπαστικές αντισυστημικές πολιτικές ομάδες. Ο μονόδρομος της αέναης αύξησης της παραγωγής οδηγεί στον συγκεντρωτισμό των ολιγοπωλίων, τον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία και την αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας.

Όπως σημειώνει ο Eric Hobsbawm «ο 21ος αιώνας έδειξε τις ανεπάρκειες των συστημάτων που ταύτιζαν την δημοκρατία με την καθολική ψήφο και την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, με δεδομένο ότι η πολιτική και η δομή της διακυβέρνησης έμειναν απρόσβλητα από την παγκοσμιοποίηση και μάλιστα ενισχύθηκαν από την σχεδόν ολική μεταμόρφωση του πλανήτη σε ένα αρχιπέλαγος από κυρίαρχα έθνη-κράτη».[2] Η επιτυχία του κινέζικου μοντέλου φαίνεται να τελειώνει το ειδύλλιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία, όπως επισημαίνει ο Σ. Ζίζεκ.

Στην άλλη όχθη, βρίσκονται  κοινωνικά-οικολογικά κινήματα, στα οποία η αυξανόμενη επίγνωση των ορίων της ανάπτυξης συνδέθηκε με τα αιτήματα της συμμετοχικής δημοκρατίας, της αποκέντρωσης και της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και με το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης και της οικονομίας των αναγκών. Οι αντιλήψεις αυτές ενσωματώθηκαν σε ένα βαθμό και από την Αριστερά για να εγκαταλειφθούν στις περιπτώσεις που ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες (όπως στη χώρα μας) και αποτυπώθηκαν σε συμμαχίες που εκφράστηκαν κυρίως στο πεδίο της Αυτοδιοίκησης.

Σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, «η  Αυτοδιοίκηση με την έννοια του αποκεντρωμένου ελέγχου στα δημόσια αγαθά, τους φυσικούς πόρους, στις συνθήκες παραγωγής, μέσα από διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, περιγράφει ένα όραμα ανατροπής όσο και μια επιλογή ανάγκης και επιβίωσης. Περιγράφει ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης όπου όλοι θα έχουν γνώση και γνώμη και θα συναποφασίζουν ώστε να γίνει πράξη η διαχείριση των «κοινών» από τους ελεύθερους πολίτες.»

Είναι φανερό ότι η παραπάνω περιγραφή δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της θεσμοθετημένης Αυτοδιοίκησης. Ακόμη και έτσι όμως, η δυνατότητα της Αυτοδιοίκησης να κινητοποιεί το ενδιαφέρον των πολιτών και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους, αναγνωρίζεται καθολικά. Γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι η κεντρική εξουσία έχει τοποθετηθεί έξω και πάνω από την κοινωνία, η Αυτοδιοίκηση εξακολουθεί να διαμορφώνει ένα αυτόνομο χώρο πολιτικής δραστηριότητας. Η εδραίωση ανοιχτών δημοκρατικών θεσμών στο Δήμο και στη γειτονιά, εκεί δηλαδή που ο καθένας βλέπει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του και νοιάζεται αφού και ο ίδιος είναι αποδέκτης τους, ακυρώνει το ρόλο του παθητικού και αδιάφορου θεατή/καταναλωτή, του αγχωμένου εργαζόμενου ή του απελπισμένου και περιθωριακού ανέργου που μας επιφυλάσσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.

Όπως γράφει η Ελένη Πορτάλιου «Η έννοια του πολίτη και της άμεσης συμμετοχής στους πολιτικούς θεσμούς της πόλης, με κορυφαία έκφρασή της την Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεν έχει, παρά τις ιστορικές μεταλλαγές, εξαφανιστεί στα σύγχρονα συμφραζόμενα. Αναβιώνει εκεί όπου η πολιτική των από κάτω ασκείται αυτοπρόσωπα και ενσώματα, πρωτίστως σε στιγμές που η λάμψη της αντίστασης και των κοινωνικών αγώνων διακόπτει το συνεχές είτε αυταρχικών καθεστώτων είτε σύγχρονων δημοκρατιών, στις οποίες, η έννοια του πολίτη έχει θεσμικά συρρικνωθεί στο εκλογικό του δικαίωμα.»

Αντιστάσεις και πρωτοβουλίες με τοπικό και υπερτοπικό χαρακτήρα, συνεχίζουν να ανοίγουν δρόμους προστατεύοντας τα κοινά αγαθά και ανιχνεύοντας ένα αξιοβίωτο μοντέλο ανάπτυξης. Στον πλούτο των επιχειρημάτων και των κινηματικών προτάσεων υπάρχει υλικό που θα εμπλουτίσει την αποστεωμένη και κατευθυνόμενη εκπόνηση πολιτικών σχεδίων «ανάκαμψης». Στον δυναμισμό της κινητοποίησης των πολιτών συγκροτούνται οι αναγκαίες συμμαχίες για να αντιμετωπισθεί η λεηλασία. Οι μεγάλες τομές στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα πολλών μικρών πράξεων των απλών ανθρώπων, αποδίδοντας ελεύθερα τα λόγια του Χ.Ζιν.

Φυσικοί σύμμαχοι που ανοίγουν δρόμους για την «αυτοδιοίκηση  των πολιτών», εξακολουθούν να είναι οι συλλογικές απαντήσεις που συγκρατούν τον κοινωνικό ιστό, αναπληρώνουν λειτουργίες της πολιτείας και της αυτοδιοίκησης και δείχνουν ότι ένας άλλος κόσμος κυοφορείται και μπορεί να υπάρξει. Με ευρηματική οικονομία πόρων, με ανθρωπιστικές αξίες, με πειραματισμούς στη δύσκολη άσκηση της πραγματικής δημοκρατίας και της ισότιμης συμμετοχής.

Γιατί, για να θυμηθούμε μια έκφραση του Μάρρεϋ Μπούκτσιν: «αν δεν πραγματοποιήσουμε αυτό που φαίνεται αδύνατο, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο». Και καθώς το αδιανόητο ξεκίνησε, το αδύνατο είναι ακόμη πιο επιτακτικό.


[1] Ευθύμης Παπαδημητρίου, Για μια νέα φιλοσοφία της φύσης, Gutenberg, 1999

[2] Eric Hobsbawm, Θρυμματισμένοι καιροί, Θεμέλιο, 2013

Αφήστε ένα σχόλιο

two × three =