Θοδωρής Καρυώτης
Είναι Αύγουστος στο κάμπινγκ, και κάτω από τις ελιές κατασκηνωμένες οι παρέες. Στον ελεύθερο χώρο απλωμένες ψάθες με παιχνίδια όπου παίζουν μαζί μπουλούκι τα παιδάκια από όλες τις οικογένειες, άγνωστες οι περισσότερες μεταξύ τους, ενωμένες από τα μπάνια του λαού και τη συνθήκη της γονεϊκότητας. Έχω ξυπνήσει αργά το πρωί και φτιάχνω νωχελικά τον καφέ μου όταν ακούω από έξω φωνές: «Μη Γιωργάκη, μην το κάνεις!», παιδάκια να τσιρίζουν, ενήλικες να τρέχουν. Βγαίνω έξω περιμένοντας να δω κάποιο παιδάκι αιμόφυρτο και τον Γιωργάκη κραδαίνοντας ακόμα το όπλο του εγκλήματος. Αντ’ αυτού, βλέπω τη μαμά του Γιωργάκη να τον έχει σε μια γωνία και να τον νουθετεί ψιθυριστά, τον μπαμπά του να έχει βυθίσει απεγνωσμένα το πρόσωπό του στις παλάμες του, τους άλλους γονείς να περπατούν νευρικά πέρα-δώθε. Το έγκλημα του Γιωργάκη: είχε πάρει το παιχνίδι μακιγιάζ κάποιου κοριτσιού και είχε αρχίσει να παίζει.
Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η οικογένεια του Γιωργάκη θα είχε συγκλονιστεί λιγότερο αν ο Γιωργάκης είχε πάρει μια πέτρα και άνοιγε κεφάλια – «εντάξει, αγοράκι είναι». Η συνεχής και βίαιη αστυνόμευση των έμφυλων ρόλων από την οικογένεια είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου – τα παιδιά γεννιούνται, μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται σε ένα περιβάλλον σκληρών έμφυλων προσταγών και διαχωρισμών, που ενισχύονται και επιτηρούνται με πολλούς τρόπους. Προτιμότερο, λοιπόν, ο Γιωργάκης να πετάει πέτρες από το να παίζει με κοριτσίστικα παιχνίδια, προτιμότερο πιο μετά να κλωτσάει και να καταστρέφει από το να εκφράζει τα συναισθήματά του – «τα αγόρια δεν κλαίνε» – προτιμότερο να πλακώνει τον Κωστάκη στις φάπες παρά – θεός φυλάξοι – να πιάνει τον Κωστάκη από το χέρι, να του λέει «σε καταλαβαίνω», «σε νοιάζομαι» ή «σε αγαπάω». Προτιμότερο δολοφόνος παρά «θηλυπρεπής»!
Στην πλειονότητά τους, τα αγόρια ακόμα δεν γαλουχούνται στις διυποκειμενικές σχέσεις, στη φροντίδα, στην επικοινωνία, αντίθετα εγκλωβίζονται σε ένα κόσμο όπου η μόνη βιώσιμη σχέση είναι αυτή της κυριαρχίας ενός υποκειμένου πάνω σε ένα αντικείμενο, και οι μόνες πιθανές επιτελέσεις είναι αυτές του υποτελή και του κυρίαρχου. Όλο το περιβάλλον τους διαμορφώνεται έτσι ώστε να επιβεβαιώνει αυτή τη βασική σχέση: τα παιχνίδια τους, τα χόμπι τους, οι προσδοκίες του κοινωνικού περίγυρου.
Αυτό που παλιά το λέγαμε «λεβεντιά» και τώρα το λέμε «τοξική αρρενωπότητα», λοιπόν, δεν είναι ακούσιο υποπροϊόν της ανατροφής του Γιωργάκη. Αυτές οι αρρενωπότητες είναι δομικό στοιχείο του πολιτισμού μας, έχουν ανεβάσει αυτοκρατορίες, έχουν επανδρώσει στρατούς, έχουν τροφοδοτήσει οικονομίες, έχουν δημιουργήσει κρέας για τα κανόνια της αγοράς εργασίας και έχουν φέρει τιμή και δόξα στο έθνος. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις αρρενωπότητες αυτές – ούτε να τις αναμορφώσουμε – αν τις αφαιρέσουμε από το σύνθετο εξουσιαστικό σύστημα που θρέφεται από αυτές και γι’ αυτό διαχρονικά τους δίνει ασυλία.
Ο Γιωργάκης, λοιπόν, στερημένος από διυποκειμενικές δεξιότητες, έχει μεγάλη πιθανότητα μεγαλώνοντας να γίνει ένα ψυχικό ράκος, χρόνια ανικανοποίητος και ανολοκλήρωτος, ανίκανος να αναπτύξει ενσυναίσθηση και αυθεντικές σχέσεις, ανίκανος να κατανοήσει το αντίθετο φύλο ή ακόμα και τα ίδια του τα συναισθήματα και επιθυμίες, ανίκανος να κινητοποιηθεί από οτιδήποτε άλλο πέρα από το ατομικό όφελος και την εξωτερική πειθάρχηση, ανίκανος να λειτουργήσει μέσα σε ένα σύνολο παρά μόνο ως αρχηγός ή οπαδός. Έχει μεγάλη πιθανότητα να βασανίζεται για χρόνια από προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία πιθανόν δεν θα παραδεχτεί ποτέ για να μην στιγματιστεί ως αδύναμος, ή να επιδίδεται σε καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Έχει, τέλος, μεγάλη πιθανότητα να ενταχθεί και να ανελιχθεί σε έναν χυδαίο εξουσιαστικό φετιχοποιημένο πολιτισμό όπου τα αντικείμενα ανθρωποποιούνται, ενώ οι άνθρωποι πραγμοποιούνται και «καταναλώνονται» – χωρίς να μπορούν ποτέ όμως να γεμίσουν το κενό. Έναν πολιτισμό όπου η συναισθηματική ατροφία που χαρακτηρίζει τον κυρίαρχο αντρικό ψυχισμό ανάγεται σε κύρος, μαγκιά και πρότυπο προς μίμηση. Υποκείμενο ή αντικείμενο, κυρίαρχος ή υποτελής, καταναλωτής ή καταναλούμενος, δεν υπάρχουν άλλες επιλογές σε αυτόν τον πολιτισμό που προωθείται και επιβεβαιώνεται από όλες τις πλευρές, από το ποδόσφαιρο μέχρι την εκκλησία και από το λάιφσταιλ και τη σόου μπίζνες μέχρι την επιχειρηματική/εργασιακή κουλτούρα.
Αυτό δεν σημαίνει – ευτυχώς – ότι ο Γιωργάκης μεγαλώνοντας θα γίνει αναπόδραστα κακοποιητής και βιαστής. Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν είμαστε – ακόμα – υπολογιστές που «τρέχουν» ό,τι «λειτουργικό» τους εγκατασταθεί. Και οι κοινωνίες μας αναπτύσσουν δειλά δειλά αντισώματα, κριτική και αναστοχασμό. Ο Γιωργάκης έχει τα εργαλεία, τις ιδέες, τα δίκτυα στήριξης, για να υπερβεί τον «εαυτό του». Και σιγά-σιγά έχει και νέα, διαφορετικά πρότυπα αρρενωπότητας.
Όλα τα παραπάνω, βεβαίως, δεν σημαίνουν ότι, αν ο Γιωργάκης τελικά γίνει κακοποιητής και βιαστής, δεν ευθύνεται ο ίδιος αλλά «η κοινωνία». Πρέπει να πράξουμε το αυτονόητο τραβώντας μια κόκκινη γραμμή, και αυτή τη γραμμή τραβάει τώρα το ελληνικό #metoo.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, ούτε παραγράφονται τα αδικήματα, η ασυλία των βιαστών και των κακοποιητών πρέπει να τελειώσει, και όλες οι αρτηριοσκληρωτικές δομές που τη στηρίζουν να βγουν στη σέντρα. Πρέπει να δείξουμε άνευ όρων αλληλεγγύη σε όσες επιλέξουν να καταγγείλουν οποιουδήποτε είδους κακοποίηση ή βιασμό, και να δημιουργήσουμε μέτωπο απέναντι σε αυτούς/-ες που προσπαθούν να καλύψουν τους θύτες.
Να εμπεδώσουμε ότι οι γυναίκες έχουν πλήρη αυτοδιάθεση πάνω στο σώμα τους, που δεν σχετικοποιείται ούτε από την αντρική επιθυμία, ούτε από τις κοινωνικές προσδοκίες, ούτε από τις ανάγκες του έθνους. Να βεβαιωθούμε ότι η παραβίαση αυτής της αυτοδιάθεσης δεν θα μένει ποτέ ατιμώρητη. Είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για να δούμε μετά ως κοινωνία πώς θα σταματήσουμε να παράγουμε βιαστές και κακοποιητές και θα αρχίσουμε να υιοθετούμε νέα πρότυπα μη πατριαρχικής αρρενωπότητας – και, γενικότερα, πώς θα σταματήσουμε να παράγουμε δυστυχία, ανταγωνισμό, αποξένωση και ατομικισμό.