Μιχάλης Θεοδωρόπουλος (Ηλιόσποροι, ΚΑΝΝΑΒΙΟ ΚΟΙΝΣΕΠ) – Εισήγηση στην εκδήλωση του Αυτολεξεί: «100 χρόνια Μπούκτσιν: η πολιτική του κληρονομιά σήμερα».
Η γνωστή προφητική ρήση του Μάρεϊ Μπούκτσιν στο βιβλίο του Η Οικολογία της Ελευθερίας που λέει ότι «αν δεν τολμήσουμε το ακατόρθωτο, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο» είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ.
Η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση που βιώνουμε με τον COVID-19 όχι μόνο κορύφωσε αλλά και ενέτεινε όλα τα συμπτώματα των πολυεπίπεδων κρίσεων που βιώνει ο πλανήτης τα τελευταία 150 χρόνια, τα οποία με τη σειρά τους εντείνουν τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Ο «σύγχρονος τρόπος ζωής» έχει καταφέρει μόλις τις τελευταίες έξι γενεές της ανθρωπότητας να θέσει σε κίνδυνο ένα μεγάλο ποσοστό του φυσικού κόσμου, της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, ρυπαίνοντας και λεηλατώντας τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα.
Περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη φυτών και ζώων απειλούνται με εξαφάνιση σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, κυρίως λόγω των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που έχουν ως αποτέλεσμα την αποψίλωση των δασών, την υπεραλίευση, τη ρύπανση και την κλιματική αλλαγή. Αυτός ο φαινομενικός ρυθμός εξαφάνισης, που είναι έως και 1.000 φορές μεγαλύτερος από τον μέσο όρο των τελευταίων 10.000 ετών, θα αυξηθεί εκθετικά με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ανθρώπινο είδος αν δεν ληφθούν άμεσα πολύ δραστικά μέτρα.
Ήδη το 75% των εδαφών και το 66% της θάλασσας έχουν υποβαθμιστεί σημαντικά από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ η αύξηση της θερμοκρασίας αναμένεται να ξεπεράσει τους 2oC τα επόμενα 30 χρόνια, σε σχέση με τη προ-βιομηχανική εποχή, γεγονός που θα εντείνει σημαντικά τον ρυθμό εξαφάνισης των ειδών, προμηνύοντας μια δυσοίωνη εικόνα για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η κλιματική αλλαγή δεν απειλεί μόνο τη βιοποικιλότητα, αλλά εξίσου και το ανθρώπινο είδος αφού η αύξηση της στάθμης της θάλασσας και της θερμοκρασίας προκαλούν ακραία καιρικά φαινόμενα, πυρκαγιές, ερημοποίηση, συνεχείς πιέσεις στην παραγωγή τροφής και αυξανόμενη μετανάστευση πληθυσμών, ενώ βοηθούν και στην εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών. Τα αέρια του θερμοκηπίου που προέρχονται κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων έχουν διπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1980, το ποσοστό διοξειδίου του άνθρακα που εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα αυξήθηκε κατά 60% σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει περίπου 800.000 άτομα κάθε χρόνο στην Ευρώπη και περισσότερα από 8 εκατομμύρια άτομα παγκόσμια, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω τις επιπτώσεις του κορωνοϊού. Στη βιομηχανική γεωργία και κτηνοτροφία αντιστοιχεί το 25% των παγκόσμιων εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, ενώ ο κλάδος καταναλώνει το 75% των πόσιμων υδατικών πόρων και χρησιμοποιεί το ένα τρίτο των συνολικών εκτάσεων γης.
Άμεσο αποτέλεσμα της καταστροφής των οικοσυστημάτων, της αποψίλωσης των δασών, της βιομηχανοποίησης της τροφής και της κλιματικής αλλαγής είναι η επαναλαμβανόμενη εμφάνιση ιογενών, μολυσματικών ασθενειών, όπως ο COVID-19, που κατά 60% προέρχονται και μεταδίδονται από τα ζώα.
Ο βιομηχανοποιημένος και καταναλωτικός τρόπος ζωής του σύγχρονου δυτικού κόσμου όχι μόνο έχει καταστρέψει τη φύση και καταναλώνει σχεδόν 2 φορές περισσότερους φυσικούς πόρους απ’ ότι η Γη μπορεί να αναπληρώσει (σημειώνοντας μια μικρή ανάκαμψη φέτος λόγω των μέτρων για την πανδημία), αλλά έχει δημιουργήσει πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες και φτώχεια που επηρεάζει το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ γεννάει διαρκείς και επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις που συσσωρεύουν περαιτέρω τον πλούτο και την εξουσία στα χέρια συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Από την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων, των τραπεζών και μερικών εθνικών οικονομιών όπως της Ελλάδας την περίοδο 2008-2010, μέχρι και την επέλαση του κορωνοϊού το 2020, οι δισεκατομμυριούχοι σε παγκόσμιο επίπεδο διπλασιάστηκαν, είναι πλέον περισσότεροι από 2.100 άτομα, και έχουν περισσότερο πλούτο απ’ ότι το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, ήτοι από 4.6 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Credit Suisse, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 44% του παγκόσμιου πλούτου και υπερδιπλάσιο του αθροιστικού πλούτου των 6,9 δισεκατομμυρίων λιγότερο πλούσιων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της τράπεζας UBS και της εταιρείας συμβούλων PwC, ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε σε επίπεδο ρεκόρ εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, καταγράφοντας αύξηση από 25% έως 50% ανάλογα με τον κλάδο δραστηριοποίησης τους. Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο η πανδημία οδήγησε σε αύξηση της ανεργίας, σε συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης της μεσαίας τάξης και των φτωχότερων στρωμάτων, σε κλείσιμο των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους, ενώ ανέδειξε με τον χειρότερο τρόπο την υποβάθμιση των δημόσιων δομών υγείας και την απροθυμία των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να επενδύσουν σε αυτές.
Επιδιώκοντας την έξοδο από την υγειονομική κρίση, πολλοί πλέον αναζητούν μια επιστροφή στην κανονικότητα. Σε ποια κανονικότητα όμως; Αυτή που δημιούργησε την πολυεπίπεδη κρίση εξαρχής;
Μπορεί τα μέτρα που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας να έδωσαν μια πολύτιμη ανάσα στον πλανήτη, παρόλα αυτά οι κυβερνήσεις δεν τολμούν να λάβουν δραστικά μέτρα για την αναχαίτιση της οικολογικής και κλιματικής κρίσης, πόσο μάλλον των κοινωνικών και οικονομικών αιτιών που την προκαλούν και την αλληλοτροφοδοτούν.
Η έννοια της βιωσιμότητας έχει μετατραπεί σε μια «βιώσιμη ανάπτυξη» με «πράσινες επενδύσεις» που σαν στόχο έχουν το πράσινο ξέπλυμα της κανονικότητας και τη συνέχιση του business as usual σεναρίου της βιομηχανίας για να εξασφαλιστεί η αέναη οικονομική ανάπτυξη, με τις πλάτες και τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε έργα που εξακολουθούν να στηρίζουν τη βρώμικη οικονομία του άνθρακα.
Η πραγματική έννοια της βιωσιμότητας (αειφορίας) είναι η προσπάθεια να διατηρήσουμε το υποκείμενο μοτίβο υγείας, ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας που διατηρεί τον πλανήτη μας σε μια κατάσταση οικολογικής ισορροπίας, όπου η ζωή στο σύνολό της μπορεί να ανθίσει. Όταν στοχεύουμε στη βιωσιμότητα από συστημική άποψη, προσπαθούμε να διατηρήσουμε το μοτίβο που συνδέει και ενισχύει ολόκληρο το (κοινωνικό και οικολογικό) σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η αειφορία είναι πρωτίστως η συστημική υγεία και ανθεκτικότητα σε διαφορετικές κλίμακες, από την τοπική στη παγκόσμια.
Η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών μας έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βιώσιμης ανάπτυξης και του στείρου περιβαλλοντισμού που προβάλει ο Ντέιβιντ Ατένμπορο και η Τζέιν Γκούντολ για τον οποίο ο κύριες λύσεις είναι ο περιορισμός της αύξησης του πληθυσμού, η πράσινη ενέργεια και η ατομική ευθύνη, αλλά χρειάζεται μια ουσιαστική κριτική στο σύγχρονο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, στο νεοφιλελεύθερο δηλαδή καπιταλιστικό σύστημα που δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, οικονομικές κρίσεις και περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Διαβάζοντας το πλούσιο έργο του Μπούκτσιν για το πώς οραματίζεται μια ελεύθερη και οικολογική κοινωνία, μπορούμε να μελετήσουμε περαιτέρω μερικά στοιχεία που έχουν αποτελέσει μια σημαντική κληρονομιά για τις επόμενες γενεές και που συμβάλλουν επί της ουσίας στην διαμόρφωση μιας νέας αφήγησης, ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος για τις καθημερινές ουτοπίες που μπορούν να γίνουν πράξη. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι:
- Η κριτική στην βιομηχανοποίηση της τροφής και τον τεχνοκρατισμό και η αναζήτηση εναλλακτικών.
- Η εξάλειψη των αιτιών της ρύπανσης (εδαφών, θαλασσών, αέρα) και της κλιματικής αλλαγής για την οποία ο Μπούκτσιν έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου ήδη από τη δεκαετία του 1960.
- Η αναδιοργάνωση της παραγωγής σε τοπικό επίπεδο, μέσω της αυτοδιαχείρισης και αυτοοργάνωσης, της άμεσης δηλαδή συμμετοχής σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της εξάλειψης των πολιτικών και οικονομικών μεσαζόντων.
- Η αμφισβήτηση της αέναης οικονομικής ανάπτυξης, του παραγωγισμού και του καταναλωτισμού, η οποία έρχεται σε ρήξη ακόμα και με την παραδοσιακή Αριστερά.
- Η ανασύσταση των κοινωνικών δομών σε πιο αλληλέγγυα και συνεργατική βάση σε τοπικό επίπεδο.
- Και τέλος, ίσως και το πιο σημαντικό απ’ όλα, η αντιμετώπιση των κοινωνικών αιτιών της οικολογικής κρίσης μέσα σε ένα πλαίσιο ορθολογισμού και άμεσης συμμετοχής που προτάσσει ότι η κοινωνία και η φύση έχουν αλληλένδετες συστημικές λειτουργίες και ακολουθούν μια εξελικτική διαδικασία που βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση και προσαρμογή.
Ο Μπούκτσιν έχτισε τις βάσεις για μια αναγεννητική κουλτούρα που είναι ηθική, ανθεκτική και προσαρμοστική, που νοιάζεται για τον πλανήτη και φροντίζει για τη ζωή έχοντας επίγνωση ότι αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να δημιουργήσουμε ένα ακμάζον μέλλον για όλη την ανθρωπότητα. Ανέπτυξε μια συστημική θεώρηση που μας δίδαξε ότι είμαστε συμμετέχοντες σε ένα σύνθετα δυναμικό οικο-κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που υπόκειται σε ορισμένα βιοφυσικά όρια, και ότι ο στόχος μας θα πρέπει να είναι η κατάλληλη συμμετοχή, όχι η πρόβλεψη και ο έλεγχος. Μας έδειξε επίσης ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθουμε πώς να συμμετέχουμε σωστά σε αυτή τη μετάβαση προς την αειφορία, είναι να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία και προσοχή στις συστημικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινωνίας και φύσης, να στοχεύσουμε στην υποστήριξη της ανθεκτικότητας και της υγείας ολόκληρου του συστήματος, να εφαρμόζουμε την αρχή της προφύλαξης και της μείωσης της βλάβης ενόψει της αβεβαιότητας που προκαλούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες, να προωθήσουμε την ποικιλομορφία και να προκρίνουμε τη θετική δράση μέσω της εστίασης στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων και τη συμβίωση με τα άλλα έμβια όντα.
Μια ιδέα για να γίνει πράξη και να καταφέρει να ξαναφτιάξει την κοινωνία, πρέπει πρώτα να ταξιδέψει και να μεταλαμπαδευτεί σε μια ικανή κρίσιμη μάζα που θα φέρει αυτή την αλλαγή σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Όπως είχε πει και ο Μπούκτσιν στο Επιθυμίες και Ανάγκες «μια καλή ιδέα μπορεί να ξεφύγει από τα χέρια του δημιουργού της και να ακολουθήσει τη δική της διαλεκτική». Κάπως έτσι το θεωρητικό πλαίσιο του Μπούκτσιν, αλλά και άλλων στοχαστών της κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας, βοήθησαν στη διαμόρφωση ενός νέου φαντασιακού για αρκετό κόσμο και στην Ελλάδα που τα τελευταία 40 χρόνια αμφισβητεί την κυρίαρχη αφήγηση και προσπαθεί να διαμορφώσει ένα άλλο κόσμο εδώ και τώρα.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχαμε στην Ελλάδα διάφορα εγχειρήματα επιστροφής στην ύπαιθρο και ενασχόλησης με αγροτικές δραστηριότητες (από τον Μιχάλη Μαραγκάκη στη Λευκάδα μέχρι τον Γιώργο Κολέμπα στα χωριά του Πηλίου), τα οποία ήταν είτε ατομικές πρωτοβουλίες, είτε εγχειρήματα από ολιγάριθμες ομάδες ανθρώπων που εξασθένισαν σταδιακά μέσα στον χρόνο. Αυτή η τάση αναθερμάνθηκε και εντάθηκε ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2010, όπου πολλοί, κυρίως νέοι, άνθρωποι προτίμησαν την αποκέντρωση ή την επιστροφή στα χωριά τους με στόχο την ενασχόληση με τη γη ως ένα τρόπο για να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες. Παράλληλα και ως απάντηση στη συνεχιζόμενη οικονομική-κοινωνική-περιβαλλοντική κρίση, από το 2010 και έπειτα αναπτύχθηκαν σαν τα μανιτάρια, δεκάδες κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών με στόχο την επανάκτηση της ζωής, των κοινών αγαθών, του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου και των παραγωγικών διαδικασιών. Τα φεστιβάλ εναλλακτικής και αλληλέγγυας οικονομίας (2012-2014) που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν μια πρώτη απόπειρα δικτύωσης όλων αυτών των εγχειρημάτων, που αποδείκνυαν στην πράξη ότι ένας άλλος κόσμος δεν είναι απλά εφικτός, αλλά έχει γίνει πραγματικότητα μέσα από την άμεση συμμετοχή των νέων ανθρώπων στη διαμόρφωσή του.
Μπορεί αρκετά από αυτά τα εγχειρήματα να μην άντεξαν στον χρόνο και οι συμμετέχοντες σε αυτά να μετακύλησαν την ευθύνη των πράξεών τους και να εναπόθεσαν πολλές ελπίδες στην Αριστερή Κυβέρνηση μετά το 2015, παρ’ όλα αυτά έθεσαν τις βάσεις για αρκετά σοβαρά εγχειρήματα που εστιάζουν στη συνεργατική αγροτική παραγωγή, την αναγεννητική βιολογική γεωργία, την περμακουλτούρα, αλλά και την κοινοτική αυτάρκεια. Εγχειρήματα όπως οι Free and Real και οι Σταγόνες στην Εύβοια, το Νότιο Σέλας στη Σπάρτη, η Αφθονία στην Λήμνο, η Νέα Γουινέα στη Νέα Μάκρη Αττικής και αρκετές ακόμα αποκεντρωμένες πρωτοβουλίες, έχουν μετουσιώσει τις ιδέες του Μπούκτσιν, ακόμα και ασυνείδητα, και προσπαθούν με κάθε μέσο να τις κάνουν πράξη, ακόμα και αν χρειάζεται να επαναεφεύρουν τον τροχό μερικές φορές εν ελλείψει πόρων και ικανοτήτων.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εγχειρημάτων είναι η εφαρμογή στην πράξη των αρχών του κινήματος της αποανάπτυξης που είναι η πολιτική μετουσίωση της κληρονομιάς του Μπούκτσιν αλλά και άλλων θεωρητικών που ενστερνίζονται ότι η οικολογική κρίση είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας της αέναης οικονομικής ανάπτυξης που καταστρέφει την κοινωνία και τα οικοσυστήματα και δημιουργεί ανισότητες.
Η ιδέα της αποανάπτυξης αναδύθηκε ως απάντηση στην πολύπλευρη περιβαλλοντική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση και στην ιδεολογία και τις πρακτικές ανάπτυξης που έχουν υιοθετήσει οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών. Σύμφωνα με τη διακήρυξη του συνέδριου του 2008 για την αποανάπτυξη, αυτή ορίζεται ως μια εθελούσια μετάβαση προς μια δίκαιη, συμμετοχική και οικολογικά βιώσιμη κοινωνία, που συναντά τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, ενισχύει την ποιότητα ζωής, μειώνει τις οικολογικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομίας σε βιώσιμα επίπεδα επιμερίζοντάς την ισότιμα στα διάφορα κράτη, και αντιμετωπίζει τα προβλήματα της φτώχειας και των ανισοτήτων. Η βιώσιμη απο-ανάπτυξη συνιστά μια οικολογική-οικονομική προσέγγιση που απορρίπτει τις μονοδιάστατες οικονομοκεντρικές λογικές που υποστηρίζουν τη με κάθε μέσο διόγκωση του ΑΕΠ και την πίστη πως οι κοινωνίες μπορούν να παράγουν και να καταναλώνουν ολοένα και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, χωρίς επιπτώσεις στην κοινωνική συμβίωση και στο περιβάλλον.
Κεντρικές ιδέες του προτάγματος της αποανάπτυξης συνιστούν η επανατοπικοποίηση της παραγωγής, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η κοινωνική ευημερία, ο οικολογικός σχεδιασμός και ο επανέλεγχος της κοινωνικής ζωής από τους ίδιους τους πολίτες.
Για να είμαστε πιο ανθεκτικοί στις κρίσεις -πανδημίες, κλιματικές, οικονομικές ή πολιτικές- πρέπει να οικοδομήσουμε συστήματα ικανά να μειώσουν την παραγωγή με τρόπους που δεν προκαλούν απώλεια των μέσων επιβίωσης ή της ίδιας της ζωής. Η αποανάπτυξη είναι μια συστημική θεώρηση που μας δείχνει τον τρόπο να ζούμε με νόημα, να απολαμβάνουμε απλές απολαύσεις, να συμβιώνουμε κοινοτικά, να μοιραζόμαστε, να συνεργαζόμαστε και να σχετιζόμαστε περισσότερο με τους άλλους, να εργαζόμαστε λιγότερο και να ζούμε σε πιο ισότιμες κοινωνίες. Ο στόχος της αποανάπτυξης είναι η σκόπιμη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η βλάβη στους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα της γης και να μειωθεί η εκμετάλλευση.
Σε πρακτικό επίπεδο το κίνημα της αποανάπτυξης, εκφράστηκε ριζοσπαστικά μέσα από την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών από τα κάτω για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα, πέρα από την κρίση και την οικονομία της αγοράς. Οικοκοινότητες και οικοχωριά, επανακτήσεις αγροτικής γης, καταλήψεις στέγης και κέντρα κοινωνικής συμβίωσης, συνεταιρισμοί παραγωγών-καταναλωτών, κοινοτικοί αγρόκηποι, εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης της τροφής και της υγείας, ανταλλακτήρια και τράπεζες παραδοσιακών σπόρων, εργασιακές κολεκτίβες, ηθικές τράπεζες, αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα, τοπικά ανταλλακτικά δίκτυα προϊόντων και υπηρεσιών (αχρήματη οικονομία), λαϊκές συνελεύσεις και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο κοινότητας συνθέτουν ένα πολύχρωμο και πολύμορφο πάζλ εναλλακτικών προτάσεων σαν απάντηση στην πολλαπλή κρίση που βιώνουμε.
Η συνεχιζόμενη πανδημία ανέδειξε εμφατικά την πολυπλοκότητα και τους αλληλο-συσχετισμούς των αιτιών της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε, ενέτεινε την επιτήρηση και τον έλεγχο των ζωών μας και πρόκρινε την ξενοφοβία και την ιδιώτευση. Για να αναχαιτίσουμε τη δυστοπία που διαφαίνεται στον ορίζοντα, μπορούμε να ανακαλύψουμε τα κίνητρα που προσφέρουν οι προτάσεις της αποανάπτυξης για να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία και την οικονομία στη βάση των κοινών αγαθών, της αμοιβαίας βοήθειας και της φροντίδας, αλλά και της οικολογικής ισορροπίας, προσανατολίζοντας τις συλλογικές αναζητήσεις στην ευημερία και την ισότητα, αντί για την εμμονή στην αύξηση του ΑΕΠ.
Τώρα όσο ποτέ άλλοτε είναι πιο έντονη η ανάγκη για ένα νέο οικολογικό, απελευθερωτικό πρόταγμα που θα χαρακτηρίζεται από πολλές πράξεις και λίγα λόγια, καθώς και από τη δημιουργία εναλλακτικών δομών σε τοπικό επίπεδο με έμφαση στη συνεργασία, τη δικτύωση, την αυτοοργάνωση και την αυτάρκεια.
Η βιωσιμότητα δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε μια αναγεννητική, ανθεκτική και προσαρμοστική προσέγγιση, με βάση την αρχή της προφύλαξης και η πολιτική κληρονομιά του έργου του Μάρεϊ Μπούκτσιν είναι ένας πολύτιμος οδηγός για να διαμορφώσουμε μια κοινωνία υγιή, οικολογική, δίκαιη και ισότιμη.