Του Αλέξανδρου Σχισμένου
Πόσο καιρό διατηρείται στη συλλογική μνήμη μία πανδημία; Η απάντηση προφανώς εξαρτάται από τον τρόπο και το μέσο καταγραφής της. Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα είναι ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, που διατηρείται στο σύγχρονο κοινωνικό φαντασιακό μέσω της γραφίδας του Θουκυδίδη:
«Πέθαιναν οι άνθρωποι, και όσοι δεν είχαν καμιά περιποίηση και άλλοι, παρ᾽ όλες τις περιποιήσεις. Μπορεί κανείς να πει ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον ένα έβλαπτε τον άλλο. [2.51.3] Καμιά κράση, ισχυρή ή αδύνατη, δεν μπορούσε ν᾽ αντισταθεί στην αρρώστια που τους σάρωνε όλους, ακόμα κι εκείνους τους οποίους νοσήλευαν με κάθε φροντίδα»
Χάρις στον κόπο και το ταλέντο του Θουκυδίδη, μνημονεύεται αυτός, ανάμεσα σε τόσους άλλους, ο λοιμός που χτύπησε την Αθήνα το 430 π.Χ. και ενώ η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία από τους Σπαρτιάτες. Ο λοιμός πρωτοεμφανίστηκε τον Μάη του 430 π.Χ., με ένα δεύτερο κύμα το 428 π.Χ. και ένα τρίτο το 427 π.Χ., θανατώνοντας εν τέλει σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Αττικής. Ο Αθηναίος ιστορικός πέρασε την ασθένεια, η οποία δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί με βεβαιότητα (για κάποιους σύγχρονους μελετητές επρόκειτο για μια μορφή τυφοειδούς πυρετού, για άλλους ευλογιά, για άλλους γρίπη, κτλ), επιβίωσε και απαθανάτισε την εμπειρία του. Η περιγραφή του είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Μας επιτρέπει να δούμε την ασθένεια σαν φυσικό φαινόμενο που ενσκήπτει σε μια αρχαία πόλη, μας επιτρέπει να δούμε τις κοινωνικές επιπτώσεις της ασθένειας, μας βοηθά να τις συγκρίνουμε με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα στην πανδημία του κορονοϊού πέρα από την απόσταση των χιλιετιών.
Στην περιγραφή του ο Θουκυδίδης περιγράφει τις εκδηλώσεις της ασθένειας και τις επιπτώσεις της χωρίς να παρασυρθεί σε θεολογικού τύπου ερμηνείες, και έτσι ακολουθεί τον σύγχρονό του Ιπποκράτη στην απόρριψη της παραδοσιακής αντίληψης των λοιμώξεων ως θείας τιμωρίας. Και ο Θουκυδίδης και ο Ιπποκράτης διανοητικά συμμετέχουν στον αρχαίο διαφωτισμό, σε μία κίνηση ρήξης με την αρχαϊκή παράδοση, προς όφελος μιας νέας, ορθολογικής σύλληψης του κόσμου που απέκλειε την θεϊκή παρέμβαση ή την θεϊκή προέλευση τόσο των υγειονομικών όσο και των πολιτικών γεγονότων.[1]
Ο Θουκυδίδης, εκτός των άλλων, φαίνεται ότι είναι και ο πρώτος που παρατήρησε την απόκτηση ανοσίας από τους ιαθέντες της λοίμωξης:
«[2.51.6.] Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ᾽ την μεγάλη τους χαρά, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια».
Δεν υπάρχει στα γραπτά του Ιπποκράτη[2] αυτή η σημαντική επισήμανση που προκύπτει από την καταγραφή της εμπειρίας. Ωστόσο ο Θουκυδίδης μένει στην περιγραφή και εγκαταλείπει κάθε απόπειρα ορθολογικής εξήγησης των αιτίων μιας ασθένειας που χαρακτηρίζει ως ισχυρότερη από τη λογική (κρεῖσσον λόγου). Ασφαλώς η ιατρική γνώση της εποχής δεν άφηνε πολλές επιλογές. Ο ίδιος παραπέμπει την εξήγηση στους ιατρούς, καθώς στρέφεται σε άλλο πεδίο, στο κοινωνικο-ιστορικό, όπου οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί υπερισχύουν της ατομικής μοίρας. Εδώ είναι οι ανθρώπινες κοινωνίες που συγκρούονται και η ανθρώπινη φύση εκδηλώνεται ως κοινό υπόβαθρο των εκάστοτε συγκρούσεων, που προκαλεί, αλλοιώνοντας μέσω των παθών της τις κοινωνικές σχέσεις τόσο εντός όσο και εκτός των πόλεων. Μέσω και υπεράνω της ατομικής παθογένειας του φθόνου και της πλεονεξίας είναι η κοινωνική παθογένεια της πολιτικής κυριαρχίας που επικρατεί, η τάση της κυριαρχίας να εξαπλώνεται.
Αν διαβάσουμε το κείμενό του θα δούμε ότι, παρά την απόσταση, υπάρχουν κάποια κοινά στην επίδραση του λοιμού στο κοινωνικό φαντασιακό τότε και τώρα. Αλλά υπάρχουν μεγαλύτερες και πιο σημαντικές διαφορές που εξαρτώνται άμεσα από την πολιτική θέσμιση. Θα αναφέρω, εν συντομία, τρία σημεία. Την κοινωνική αλληλεγγύη, τον αυτοπεριορισμό και τη λογοδοσία.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελούσε το θεμέλιο μιας πόλεως που βασιζόταν στην αυτοκυβέρνηση και την ισότητα των πολιτών. Ωστόσο, δεδομένων και των αυστηρών αποκλειστικών καθορισμών της ιδιότητας του πολίτη, δεν φαίνεται να υπήρχε ένα ενιαίο αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, μα διάφορες αλληλοκαλυπτόμενες μορφές της που τέμνονταν στον δημόσιο χρόνο και χώρο.
Η κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών προφανώς βασιζόταν σε ένα πολιτικό φαντασιακό αυτονομίας που παρίστανε την ενότητα της πόλεως ως ενότητα μιας αυτοκυβερνώμενης κοινότητας ίσων. Μα τέτοιοι ήταν μόνο οι ενήλικες γηγενείς άνδρες.
Η κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και των υπολοίπων μελών των οίκων τους (δηλαδή τα παιδιά, τις γυναίκες και, για τις πλούσιες οικογένειες, τους δούλους) πιθανώς βασιζόταν σε ένα παλαιότερο φατριαστικό φαντασιακό πατριαρχίας που παρίστανε την ενότητα της πόλεως ως κοινότητας γενών.
Η κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και των ξένων, μάλλον βασιζόταν στο θρησκευτικής προέλευσης φαντασιακό της φιλοξενίας, που παρέπεμπε στην ενότητα της ανθρωπότητας ως οντολογικής κοινότητας θνητών. Οι σχέσεις με τους μετοίκους, που βασιζόταν σε εμπορικά συμφέροντα οικονομικής φύσεως είναι πιο θολές.
Η ασθένεια, λόγω της μεταδοτικότητάς της, έπληξε την βασική κοινωνική εκδήλωση αλληλεγγύης, δηλαδή τη φροντίδα του ασθενούς:
«[2.51.4] Το χειρότερο απ᾽ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν κι απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους αντί ν᾽ αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Αυτό προκάλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή [2.51.5] και τούτο επειδή ή αποφεύγαν, από φόβο, να περιποιηθούν τους αρρώστους και αυτοί πέθαιναν έρημοι —κι έτσι άδειασαν πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει— ή τότε επικοινωνούσαν με τους αρρώστους, κολλούσαν την λοιμική και πέθαιναν. Τούτο συνέβαινε κυρίως σε όσους, από καλοσύνη και φιλότιμο πήγαιναν, αψηφώντας τον εαυτό τους, σε αρρώστους φίλους τους. Αλλού πάλι, και αυτοί οι συγγενείς, τσακισμένοι από την συμφορά, παρατούσαν και τα μοιρολόγια ακόμα.»
Σε αυτές τις συνθήκες και υπό τέτοια πίεση, φαίνεται ότι τα διάφορα πλέγματα της κοινωνικής αλληλεγγύης άρχισαν να ξεπλέκονται, καθώς την εγκατάλειψη του ασθενούς ακολούθησε η εγκατάλειψη των ιερών υποχρεώσεων και έπειτα των κοινωνικών συμβάσεων συμπεριφοράς.
Η ίδια η συγκέντρωση ανθρώπων και η αστικοποίηση της Αττικής – που, με πληθυσμό σχεδόν 300.000 ανθρώπους αποτελούσε και τότε το πυκνότερο πληθυσμιακό κέντρο της Ιωνίας – ενίσχυσε τη μετάδοση της ασθένειας. Και ενώ η αθηναϊκή δημοκρατία εξασφάλιζε την ισότητα και αυτονομία των περίπου 40.000 ενήλικων ανδρών πολιτών, η αποκλειστικότητα της ιδιότητας του πολίτη δημιουργούσε μια δευτερογενή αριστοκρατικού τύπου κοινωνική διαστρωμάτωση, με κορυφή την μειοψηφία των ελεύθερων πολιτών και βάση την πλειοψηφία των αποκλεισμένων. Εν καιρώ πολέμου, ενώ οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν την Αττική, η παραδοσιακή φιλοξενία των πληθυσμών της υπαίθρου εντός των τειχών της πόλεως έφτασε στα όριά της και κατέρρευσε καθώς ξεπεράστηκε η στεγαστική δυνατότητα της Αθήνας:
«[2.52.1] Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. [2.52.2] Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μες στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. [2.52.3] Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ᾽ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. [2.52.4] Δεν τηρούσαν πια καμιά απ᾽ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί, που, απ᾽ τους πολλούς θανάτους στην οικογένειά τους, τους είχαν λείψει τα χρειαζούμενα, μεταχειρίζονταν άπρεπους τρόπους. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα.»
Ας παρατηρήσουμε όμως ότι δεν υπήρξε ούτε καταστολή ούτε δαιμονοποίηση των προσφύγων. Οι φήμες που διαδόθηκαν ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια, μα τέτοιες φήμες, παρότι εσφαλμένες, έχουν μια ευλογοφάνεια μεταξύ εμπολέμων. Ασφαλώς οι Αθηναίοι κατανοούσαν ότι ο πόλεμος που οι ίδιοι είχαν αποφασίσει είχε δημιουργήσει τους πρόσφυγες και δεν υπήρξε μετατόπιση της κοινωνικής απελπισίας σε κοινωνικό μίσος. Προφανώς αυτή η κατανόηση βασιζόταν στο γεγονός ότι πράγματι οι ίδιοι είχαν αποφασίσει τον πόλεμο συλλογικά, σε συνέλευση του Δήμου και όχι κάποιος άλλος εξ ονόματός τους.
Ωστόσο, ο κλονισμός της κοινωνικής αλληλεγγύης σήμαινε και την αποτυχία του αυτοπεριορισμού στο ιδιωτικό και ημι-δημόσιο (δηλαδή το αγοραίο) πεδίο. Ο συλλογικός πανικός οδήγησε σε ηθικό κατακερματισμό το σύνολο των Αθηναίων πολιτών και οδήγησε σε ακραίες ατομικές συμπεριφορές:
«[2.53.1] Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά, και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. [2.53.2] Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. [2.53.3] Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ᾽ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο θα κόπιαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. [2.53.4] Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ᾽ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ᾽ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή.»
Όπως φαίνεται, η ηθική κατάρρευση οφείλεται στη σφοδρότητα της ασθένειας και την ταχύτητα της εξάπλωσής της που κλόνισαν τα ίδια τα θεμέλια της πόλεως – τους νόμους των ανθρώπων- αλλά και της κοσμικής ισορροπίας – τον φόβο των Θεών – ακριβώς επειδή λαβώθηκε η συλλογική αίσθηση του κοινωνικού χρόνου και του κοινού μέλλοντος. Η πανταχού παρουσία του θανάτου συρρίκνωσε τον κοινό μελλοντικό ορίζοντα προσδοκιών στο φρενήρες άγχος των στιγμιαίων απολαύσεων – αποδράσεων. Ασφαλώς αυτός ο κλονισμός του κοινού δημόσιου χρόνου και ο κατακερματισμός του σε ιδιωτικές χρονικότητες καθορισμένες από τον (μη) ορίζοντα του θανάτου ενέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες που περιέβαλλαν τον εξισωτικό πολιτικό πυρήνα του αθηναϊκού Δήμου. Η σκιά του θανάτου δεν είχε να κάνει με τη συλλογική επίγνωση της θνητότητας – που είναι φανερή στους μύθους και τις τραγωδίες – αλλά με την βιαιότητα του επερχόμενου, με τη βεβιασμένη συντριβή μιας ήδη πεπερασμένης ζωής. Έτσι η απώλεια του μέλλοντος μετατράπηκε για κάποιους σε προσπάθεια αναπλήρωσής του μέσω της εμβύθισης στο φευγαλέο μα συστατικό σημείο του πεπερασμένου, τη στιγμή. Μα η ιδιωτική στιγμή δεν έχει να κάνει με το κοινωνικό παρόν υπό τέτοιες συνθήκες, καθώς αποτελεί μια προσπάθεια απόδρασης από αυτό το κοινό παρόν, μία προσπάθεια καταδικασμένη. Ο μεγάλος κίνδυνος που συνόδευε την επιδημία ήταν ο κίνδυνος της ιδιώτευσης.
Όμως, από ό,τι φαίνεται, η συνέχιση του δημόσιου πολιτικού χρόνου απέτρεψε τον ολοκληρωτικό κατακερματισμό της πόλης σε απομονωμένες οικογένειες. Σε ένα τελικό λοιπόν στάδιο, το μόνο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης που άντεξε ήταν η πολιτική της διάσταση.
Ο αυτοπεριορισμός, που φάνηκε να καταρρέει μαζί με την κοινωνική αλληλεγγύη σε όλα τα πεδία, τόσο στην ιδιωτική όσο και στην ιδιωτική/δημόσια σφαίρα, δεν κατέρρευσε εν τούτοις στην αμιγώς δημόσια/δημόσια σφαίρα, δηλαδή στην πολιτική, και έτσι η πόλις δεν διαλύθηκε. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο συνδυασμός του ήθους του αυτοπεριορισμού με το ήθος της κοινωνικής αλληλεγγύης στον δημόσιο πολιτικό χώρο ήταν το μοναδικό δίχτυ ασφαλείας που διατήρησε την ενότητα των Αθηναίων.
Ενώ το ατομικό ήθος καταρρακωνόταν, ενώ οι αγοραίες συμπεριφορές εκτραχυνόταν, οι πολιτικοί θεσμοί λειτουργούσαν. Η πόλη, εν καιρώ πολέμου, δεν παραδόθηκε και, στις συνελεύσεις του Δήμου, το ταλαίπωρο από τις κακουχίες υποκείμενο ανορθωνόταν με το κύρος του αυτόνομου πολίτη. Οι Αθηναίοι έζησαν την εξάπλωση του λοιμού και τη μεγαλύτερη ως τότε λεηλασία της Αττικής από τον σπαρτιάτικο στρατό, μα δεν ιδιώτευσαν. Αντιθέτως, συνέχισαν να συναποφασίζουν και να μάχονται, στέλνοντας μάλιστα στόλο στην Πελοπόννησο.
Οι (αμεσο)δημοκρατικοί θεσμοί εξασφάλισαν την έμπρακτη εκδήλωση και του αυτοπεριορισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης στον δημόσιο χώρο και απέτρεψαν την οριστική απόσυρση και απομόνωση των πολιτών, ακόμη και εν καιρώ απελπισίας. Οι Αθηναίοι ζούσαν πολιτικά.
Και εδώ ερχόμαστε στο τρίτο σημείο, τη λογοδοσία. Η λογοδοσία, το λόγον διδόναι, ήταν συνάμα φιλοσοφική και πολιτική απαίτηση. Τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Ιπποκράτης εκφράζουν στο έργο τους την απαίτηση του θεωρητικού λόγον διδόναι και της ορθολογικής τεκμηρίωσης των θεωρητικών συμπερασμάτων ενάντια στις παραδοσιακές μυθολογίες. Το αίτημα της ορθολογικής εξέτασης των φαινομένων και της τεκμηρίωσης βασίζεται πάνω στο αξίωμα ότι ο ανθρώπινος λόγος είναι κοινός και ότι όλα μπορούν να τεθούν υπό δημόσια κριτική.
Στο πεδίο της πολιτικής, το λόγον διδόναι πραγματώνεται στους θεσμούς της λογοδοσίας των αξιωματούχων απέναντι στη συνέλευση των πολιτών, αλλά και στους θεσμούς της αυτό-λογοδοσίας των μελών της συνέλευσης απέναντι στην ίδια. Η λογοδοσία βασίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη και εξασφαλίζει τον αυτοπεριορισμό.
Έτσι, βλέπουμε τον Περικλή να λογοδοτεί ενώπιον του λαού και να απολογείται στη συνέλευση του Δήμου, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αντιταχθεί στην πρόταση ανακωχής με τους Λακεδαιμόνιους.
Ο λόγος του Περικλή στη συνέλευση δεν θυμίζει τίποτε από την ασάφεια, τη συγκάλυψη της αλήθειας και τον προστακτικό τόνο των σημερινών κυβερνώντων του κράτους. Ο Περικλής μιλάει σε ίσους, όχι σε υπηκόους, με στόχο να πείσει, όχι να διατάξει:
«Είχα προβλέψει την εναντίον μου αγανάκτησή σας —καταλαβαίνω πολύ καλά τα αίτιά της— και γι᾽ αυτό συγκάλεσα Εκκλησία, για να σας θυμίσω, ακριβώς, μερικά πράματα και να σας αποδείξω ότι έχετε άδικο ν᾽ αγανακτείτε εναντίον μου και ότι δεν δείχνετε καρτερία μπροστά στις συμφορές. [2.60.2] Πιστεύω ότι, αν μια πολιτεία βρίσκεται στο σύνολό της σε ακμή, εξυπηρετεί πολύ καλύτερα τους πολίτες παρά όταν οι πολίτες ευτυχούν ο καθένας, αλλά η πολιτεία στο σύνολό της δυστυχεί. [2.60.3] Όσο κι αν ένας ιδιώτης ευτυχεί στις ιδιωτικές του υποθέσεις, καταστρέφεται κι ο ίδιος μαζί με την πατρίδα του, αν καταστραφεί εκείνη. Αν όμως δυστυχήσει, ενώ η πατρίδα του ευημερεί, έχει πολλές ελπίδες να σωθεί. [2.60.4] Αφού, λοιπόν, η πολιτεία μπορεί ν᾽ αντέξει στις δυστυχίες των πολιτών της, ενώ οι πολίτες δεν μπορούν ν᾽ αντέξουν στην δυστυχία της πολιτείας, πώς είναι δυνατόν να μην την βοηθήσουμε, αλλά να κάνουμε ό,τι σεις τώρα κάνετε;»
Η απόφαση της συνέλευσης δείχνει πως οι πολιτικοί θεσμοί της αθηναϊκής αυτονομίας δεν κάμφθηκαν από τα πλήγματα του λοιμού. Από τη μία αποφασίζουν να μην παραδοθούν στους Σπαρτιάτες και να συνεχίσουν τη συλλογική πολεμική προσπάθεια – εκείνη τη στιγμή μια αμυντική προσπάθεια επιβίωσης της Αθήνας – και από την άλλη δεν διστάζουν να επιβάλλουν πρόστιμο στον Περικλή. Και οι δύο αποφάσεις είναι αποφάσεις διάσωσης της αθηναϊκής άμεσης δημοκρατίας και επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης που είχαν οι Αθηναίοι πολίτες τόσο στους θεσμούς αυτοκυβέρνησής τους όσο και στον εαυτό τους, ακόμη και εν μέσω πανδημίας.
Η Αθήνα επιβίωσε από τον λοιμό εξασθενημένη μα ικανή να συνεχίσει την πολεμική προσπάθεια με εκστρατείες μεγάλου βεληνεκούς (όπως η Σικελική Εκστρατεία) και τελικά να ηττηθεί για άλλους λόγους. Ένας από αυτούς ίσως είναι η άρνηση του αθηναϊκού Δήμου να διευρύνει τα πολιτικά δικαιώματα καταρχάς σε όλο τον πληθυσμό και έπειτα στους κατοίκους των άλλων πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Αρνούμενοι την επέκταση και την εμβάθυνση της πολιτικής ιδιότητας οι Αθηναίοι συγκρότησαν την επικράτειά τους ως μία παράδοξη – πρωτοφανή – ασυμμετρία ανάμεσα στην πρωτεύουσα δημοκρατική πολιτεία, την αποφασισμένη να υπερασπιστεί την αυτονομία της με κάθε τρόπο, και την διευρυμένη περιοχή των δεκάδων άλλων πόλεων που εκμεταλλευόταν, όχι όμως ως κτήσεις της, αλλά ως – υποτίθεται εξίσου αυτόνομους – συμμάχους. Αυτή η ασυμμετρία έγινε γρήγορα αντιληπτή από τις συμμαχικές πόλεις, οδηγώντας σε εξεγέρσεις ενάντια στην καταναγκαστική εξωτερική πολιτική των Αθηνών, και στην τελική τους ήττα. Ίσως αν δεν υπήρχε η ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Αθήνα να έπρεπε να αντιμετωπίσει την εσωτερική ασυμμετρία της κοινωνικής της συγκρότησης, που αναπαρήγαγε ανισότητες πλούτου και κοινωνικούς αποκλεισμούς, ουσιωδώς αντιφατικούς προς την εξισωτική (αμεσο)δημοκρατική θέσμιση.
Μα, όσον αφορά την επιδημία, οι Αθηναίοι, που δεν είχαν ούτε τη σύγχρονη δυτική τεχνολογία, ούτε τα εμβόλια, ούτε την ιατρική γνώση, φαίνονται καλύτερα εξοπλισμένοι από τα σύγχρονα κράτη σε τρία σημαντικά σημεία:
Στην κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία βασιζόταν στην κοινή συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας και την κοινή ευθύνη.
Στον αυτοπεριορισμό, ο οποίος βασιζόταν στην κοινή πληροφόρηση και την κοινή θέσπιση των νομικών ορίων.
Στη λογοδοσία, που εξασφάλιζε ότι όχι μόνο η λήψη μα και η εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων ελεγχόταν από τη συνέλευση του Δήμου.
Αν συγκρίνουμε τον λόγο του Περικλή με οποιοδήποτε διάγγελμα σημερινού πολιτικού η διαφορά στο ύφος και το περιεχόμενο είναι τόσο προφανής όσο και η διαφορά μεταξύ πειθούς και εξαναγκασμού. Η διαφορά είναι ότι ο Περικλής απευθυνόταν σε ισότιμους συμπολίτες που μπορούσαν να τον καθαιρέσουν, ενώ οι σύγχρονοι ηγέτες απλώς σε υπηκόους που μπορούν μόνο να αλλάξουν κανάλι.
[1] Ο Ιπποκράτης αποκόπηκε ρητά από την Ασκληπιεία παράδοση αρνούμενος την «θεόθεν νόσον». Αρνείται πως η ασθένεια είναι τιμωρία των θεών και την αποδίδει σε φυσικά αίτια, στο φυσικό περιβάλλον, στη δίαιτα, στη διαμονή. Στους ορισμούς του διέκρινε την κατηγορία του είδους, τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας ασθένειας και την υποκατηγορία των τρόπων, τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις της ασθένειας από άτομο σε άτομο, παρατηρώντας επιπλέον πως κάποιες ασθένειες ενδημούν σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Το δίπολο που συσχετίζει είναι ο ασθενής και το φυσικό περιβάλλον και η δυσαρμονία τους εκδηλώνεται ως διατάραξη των χυμών του σώματος.
Η ιδέα της διάκρισης των συστατικών χαρακτηριστικών ενός γενικού φαινομένου από τις ειδικές μορφές και εκδηλώσεις του αντηχεί και στη Θουκυδίδεια προσπάθεια να εντοπιστούν και να διακριθούν τα εναρκτήρια γεγονότα του πολέμου αφενός από τις συνειδητές πολιτικές αιτιάσεις (τὰς αἰτίας) και αφετέρου από τη βαθύτερη αφορμή (ἀληθεστάτην πρόφασιν), που είχε φαντασιακή διάσταση και ήταν ο φόβος που προκαλούσε η αύξηση της ισχύος της Αθήνας στους Λακεδαιμόνιους, φόβος που εδράζεται σε χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Όπως και με την Ιπποκρατική προσέγγιση στην ασθένεια, η έρευνα έχει παραδειγματικό χαρακτήρα με τη διάγνωση να στοχεύει στην πρόγνωση, καθώς βασίζεται στην υπόθεση ότι παρόμοια φαινόμενα θα εμφανιστούν ξανά εξαιτίας των ίδιων ανθρώπινων παθογενειών.
[2] Βλ. Rosalind Thomas, Thucydides and his intellectual milieu, στον τόμο The Oxford Handbook on Thucydides, Oxford University Press 2017, σ. 572