Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης
Υπάρχει ένας κοινωνικός μύθος που η κοινοβουλευτική εξουσία αναπαράγει, προκειμένου να αναπαράγει τον εαυτό της: Η κοινωνική ελευθερία είναι ίση με την ελευθερία που παραχωρεί το Κράτος στους πολίτες, και άρα η κοινωνική με τη θεσμοθετημένη ελευθερία ταυτίζονται.
Μεταπολιτευτικά, η ελευθερία που υπάρχει κοινωνικά είναι πάντα μεγαλύτερη από τη θεσμοθετημένη. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν, πρώτον, συνεχώς ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, και δεύτερον, επειδή στην καθημερινότητα εμπεδώνεται μια κοινωνική ελευθερία που δεν εξαρτάται από κάποιο θεσμικό πλαίσιο.
Όταν υπάρχουν μαζικές απεργίες και συγκεντρώσεις είναι αδύνατο για μια εξουσία να επιβάλει περιορισμό των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων χωρίς στρατιωτική παρέμβαση, και γενικότερα χωρίς μια μεγάλη πολιτική εκτροπή. Κι όταν ο κόσμος μαζεύεται στις πλατείες και στα πάρκα, δεν το κάνει επειδή είναι νόμιμο ή επειδή συνιστά πολιτική διεκδίκηση, αλλά απλώς επειδή μπορεί να το κάνει, ανεξάρτητα από τη γνώμη οποιασδήποτε εξουσίας.
Επομένως, η θεσμοθετημένη ελευθερία είναι η ελάχιστη ελευθερία που μπορεί να απολαμβάνει κανείς, όχι επειδή είναι θεσμοθετημένη, αλλά επειδή υπάρχει αφενός μια κοινωνική διεκδίκηση, και αφετέρου μια εμπράγματη και ήδη εμπεδωμένη κοινωνική ελευθερία, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της κοινωνικής συμπεριφοράς που ορίζεται ως νόμιμη.
Η εμπράγματη κοινωνική ελευθερία των πλατειών, των εκδηλώσεων και εν γένει της κοινωνικής συναναστροφής εγκαθιδρύει, λοιπόν, μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό της και τη θεσμοθετημένη ελευθερία. Είναι αυτή η απόσταση που εμποδίζει την (κοινοβουλευτική ή μη) εξουσία να περιστείλει κάποιες πιο θεμελιώδεις ελευθερίες –ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι θεσμοθετημένες ή απλώς κοινωνικά εμπεδωμένες– και όχι η υποτιθέμενη δημοκρατική φύση αυτών των ελευθεριών.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική διεκδίκηση δημιουργεί ένα ανάχωμα, μπροστά από την εμπράγματη κοινωνική ελευθερία, μεγαλώνοντας την απόσταση που έχει να διανύσει η εκάστοτε εξουσία, μέχρι να είναι δυνατό γι’ αυτήν να περιστείλει πιο θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως της συγκέντρωσης ή της μετακίνησης.
Όταν δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική διεκδίκηση, όπως συμβαίνει σε αυτό το διάστημα που διανύουμε, η απόσταση ανάμεσα στη θεσμοθετημένη και την κοινωνικά εμπεδωμένη ελευθερία εκμηδενίζεται. Τότε, η εξουσία έχει τη δυνατότητα να καταστήσει την κοινωνικά εμπεδωμένη ελευθερία μικρότερη της θεσμοθετημένης, όπως γίνεται αυτή τη στιγμή στην ελλαδική επικράτεια.
Αυτό το γεγονός αναδεικνύει ότι η θεσμοθετημένη ελευθερία είναι ένα κατώφλι που η εξουσία μπορεί να διαβεί ανά πάσα στιγμή, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει μια κοινωνικά εμπεδωμένη ελευθερία που να είναι μεγαλύτερη από αυτήν. Και αυτό είναι δυνατόν μόνο όταν δεν μπορεί να υπάρξει μια μαζική πολιτική διεκδίκηση, η οποία να λειτουργεί ως ανάχωμα.
Όταν συνεχίζει να μιλά κανείς για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ η ελευθερία που υπάρχει είναι μικρότερη από αυτήν που εκείνα διασφαλίζουν, τότε αφ’ ενός παύει να έχει πολιτική αξία αυτό που λέει, αφ’ ετέρου αναδεικνύει μία άλλη φιλελεύθερη ψευδαίσθηση: τη διάκριση των εξουσιών. Αν μια κυβέρνηση δεν εφαρμόζει το σύνταγμα τότε μπορεί να την εμποδίσει η «ανεξάρτητη» δικαστική εξουσία, με μια υποσημείωση: αν θέλει, μπορεί, ίσως, να την εμποδίσει.
Αν η δικαστική εξουσία θέλει να εμποδίσει την παραβίαση του συντάγματος, τότε κηρύσσει την κυβέρνηση παράνομη, και ο στρατός ή άλλοι θεσμοί αναλαμβάνουν, αν θέλουν και το αποφασίσουν, να την εμποδίσουν. Αν η δικαστική εξουσία δεν θέλει να εμποδίσει την παραβίαση του συντάγματος, τότε όλα συνεχίζονται κανονικά. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που γίνεται στο ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή. Η προσφυγή του Μέρα 25 στο ΣτΕ και η απόρριψή της έδειξαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το πολιτικό και ιδεολογικό αδιέξοδο όποιου είναι αγκιστρωμένος στη νομιμότητα.
Αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή είναι η πλήρης ιδεολογική κατάρρευση του φιλελευθερισμού, μέσα από την απόλυτη πολιτική πραγμάτωσή του, μέχρι τα έσχατα όριά του. Αυτό που συμβαίνει είναι μια κατάσταση η οποία σύμφωνα με τις βασικές αρχές του φιλελευθερισμού δεν θα μπορούσε να υπάρξει εντός του. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν έχουμε ακόμη δικτατορία –όσο κι αν είναι βολικό και απλούστερο πολιτικά να πούμε ότι έχουμε. Αυτό που ζούμε βρίσκεται εντός των ορίων του φιλελευθερισμού, ή ακριβέστερα, είναι το ίδιο το όριό του.
Στην υπάρχουσα κατάσταση το κράτος εξασκεί σχεδόν όλες τις δυνατότητες που είχε εξαρχής, ακριβώς επειδή είναι Κράτος. Ειδικά όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, κάθε κρατικός μηχανισμός έχει πάντα ως βασική προτεραιότητα την αναπαραγωγή του εαυτού του, με κάθε κόστος. Αυτό για να το κάνει πρέπει να μην υπάρχει ισχυρή πολιτική διεκδίκηση (ή να την έχει ισοπεδώσει), η οποία όντως δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, λόγω της πανδημίας. Έτσι, η εξουσία δύναται να επιβάλει περιορισμό των κοινωνικών συναθροίσεων, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μαζική πολιτική διεκδίκηση. Και, επιβάλλοντας τον περιορισμό των κοινωνικών συναθροίσεων, διατηρεί τη συνθήκη εντός της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει μαζική πολιτική διεκδίκηση. Με αυτόν τρόπο, η εξουσία μπορεί να συνεχίζει να περιορίζει την όποια εμπράγματη κοινωνική ελευθερία υπάρχει στην καθημερινότητα. Μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ως εξουσία.
Με άλλα λόγια, η εξουσία μπόρεσε να φτάσει μέχρι τον περιορισμό της εμπράγματης κοινωνικής ελευθερίας, επειδή δεν υπήρχε το ανάχωμα της πολιτικής διεκδίκησης. Και μετά, περιορίζοντας τη συγκεκριμένη κοινωνική ελευθερία της συνάθροισης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της πολιτικής συγκέντρωσης, διατήρησε συνολικά την έλλειψη του αναχώματος της μαζικής πολιτικής διεκδίκησης. Έτσι, διατηρεί και σήμερα τη δυνατότητα να περιορίζει την εμπράγματη κοινωνική ελευθερία και επιβιώνει ως θεσμός.
Σε πλήρη αντίθεση με τον Μάρτιο, αυτή τη στιγμή το «κυρίαρχο καθεστώς μπορεί να προσδιορίσει έναν συγκεκριμένο κοινωνικό, δηλαδή δημόσιο Εχθρό, ο οποίος απειλεί άμεσα την ύπαρξή του» [1]. Αυτός ο Εχθρός θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: είναι όσοι με τις συγκεντρώσεις τους δήθεν «θέτουν σε κίνδυνο την δημόσια υγεία» και «καταλύουν την κοινωνική ζωή».
Η απειλή είναι πραγματική παρότι δεν είναι ισχυρή, μόνο και μόνο επειδή το Κράτος δεν μπορεί να στηρίξει πουθενά την ύπαρξή του σε πολιτικό επίπεδο, ούτε καν στο Σύνταγμα. Έτσι δεν μπορεί να υποστηρίξει και την καταστολή οποιουδήποτε πολιτικού Εχθρού, παρά μόνο στο πλήρως αντιφατικό επιχείρημα ότι το Κράτος πρέπει να είναι απολύτως κυρίαρχο πολιτικά για να διαχειριστεί υγειονομικά την πανδημία.
Αυτό το επιχείρημα αντιστρέφεται προκειμένου να γίνει πιο πιστευτό: Το Κράτος ισχυρίζεται ότι η πολιτική διεκδίκηση μέσω των συγκεντρώσεων αμφισβητεί την κυριαρχία και την καθολική αποδοχή της υγειονομικής, και όχι της πολιτικής, διαχείρισης της πανδημίας.
Έτσι, ο πολιτικός Εχθρός προσδιορίζεται κοινωνικά, προκειμένου να δημιουργηθεί μια κοινωνική συνθήκη που θα επιτρέπει την πολιτική του εξόντωση: Αυτοί που κάνουν πολιτικές συγκεντρώσεις, ταυτίζονται με αυτούς που συγκεντρώνονται εν γένει, και στη συνέχεια με αυτούς που συνωστίζονται, παρότι η συγκέντρωση και ο συνωστισμός δεν ταυτίζονται ετυμολογικά αλλά και επί της ουσίας, όπως φάνηκε στις πρόσφατες συγκεντρώσεις που έγιναν χωρίς συνωστισμό.
Σε σχέση με την αρχή της πανδημίας, πλέον, είναι εντελώς σαφές ότι η τακτική που ακολουθείται για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι αβάσιμη, αλλά και η χειρότερη που θα μπορούσε να εφαρμοστεί· ότι οι πρόσφατες απαγορεύσεις για το Πολυτεχνείο (και την 6η Δεκέμβρη) δεν αφορούν την καταπολέμηση της πανδημίας· ότι ο προσδιορισμός του κοινωνικού Εχθρού γίνεται με καθαρά ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους.
Νομίζω ότι πλέον είναι σαφής η διαφορά της σημερινής κατάστασης με αυτήν του Μαρτίου και μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί τότε δεν είχαμε Κατάσταση Εξαίρεσης, ενώ τώρα έχουμε. Αν υποστηρίξει κανείς ότι τώρα έχουμε ένα Καθεστώς περισσότερης Εξαίρεσης, προβαίνει σε πλήρη σχετικοποίηση της έννοιας. Αν υποστηρίξει ότι εξαρχής είχαμε Κατάσταση Εξαίρεσης, τότε για να εξηγήσει τις πρόσφατες εξελίξεις θα πρέπει να ανακαλύψει κάποια σκοτεινή αιτία, ή να εκτοξεύσει το πυροτέχνημα-πολιτικό πασπαρτού: «τώρα η κυβέρνηση έδειξε το αληθινό της πρόσωπο»· χωρίς πάλι να εξηγεί γιατί αυτό συμβαίνει τώρα, και όχι νωρίτερα.
Ήδη έχουν εφαρμοστεί διαδοχικά lock downs όπου κάθε φορά η εξουσία ισχυρίζεται ότι η πανδημία «υπήρξε καταστροφική και τελείωσε» [2] προσωρινά, αλλά ίσως επανέλθει σε κάποιο διάστημα. Ο συγκεκριμένος προσδιορισμός του κοινωνικού Εχθρού, προέκυψε όταν η ίδια η εξουσία κατάλαβε ότι η τακτική που ακολουθεί είναι αδιέξοδη και αβάσιμη και ότι, από τη στιγμή που δεν παρείχε απολύτως τίποτα στο κοινωνικό σύνολο κι απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει ως εξουσία είναι, όπως είπαμε, να αναπαράγει τον εαυτό της με κάθε κόστος (προσλήψεις αστυνομικών αντί γιατρών/νοσηλευτών).
Όποιος είναι εγκλωβισμένος στη νομιμότητα θα περιμένει να έρθει το εμβόλιο, ή μάλλον, η πρώτη παρτίδα λίγων εμβολίων, κατά τον Ιανουάριο (ίσως, ελπίζουμε κάπου εκεί) και μετά θα εύχεται η κυρίαρχη εξουσία να θέλει να επανέλθει στην «κανονικότητα» ή να κάνει εκλογές. Δηλαδή, θα κινηθεί με την ελευθερία που θα του παραχωρήσει το Κράτος, όποια κι αν είναι αυτή.
Η άμεση, όμως, διεκδίκηση και εμπέδωση μιας κοινωνικής ελευθερίας, πολύ πιο ισχυρής από τη θεσμοθετημένη, είναι προϋπόθεση ακόμη και για να υπάρξει θεσμοθετημένη ελευθερία στο μέλλον, η οποία δεν θα καταπατείται. Η θεσμοθετημένη ελευθερία είναι πάντοτε κάτι λιγότερο τόσο σε σχέση με την κοινωνική ελευθερία που διεκδικείται, όσο και με αυτήν που είναι ήδη εμπεδωμένη. Όταν δεν υπάρχει εμπεδωμένη ελευθερία, μένει μόνο η διεκδίκηση κάποιας ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας εν γένει.
Μια πρώτη απόπειρα για μια τέτοια διεκδίκηση έγινε πανελλαδικά στις 17 Νοέμβρη.
[1] Από το κείμενό μου Πανδημία και Κατάσταση Εξαίρεσης.
[2] Ό.π.